Τρίτη 4 Οκτωβρίου 2016

ΟΙ ΘΕΟΛΟΓΟΙ ΥΠΟΧΡΕΟΥΝΤΑΙ καὶ ΔΙΚΑΙΟΥΝΤΑΙ ΝΑ ΜΗΝ ΕΦΑΡΜΟΣΟΥΝ ΤΑ ΝEΑ ΠΡΟΓΡAΜΜΑΤΑ ΣΠΟΥΔΩΝ ΤΟΥ ΜΑΘHΜΑΤΟΣ ΤΩΝ ΘΡΗΣΚΕΥΤΙΚΩΝ

Ο Θεολόγοι ποχρεονται κα δικαιονται ν μν φαρμόσουν
τ
νέα Προγράμματα Σπουδν το μαθήματος τν Θρησκευτικ
ν

ΓΝΩΜΟΔΟΤΗΣΗ Ἀποστόλου Φ. Βλάχου Ἐπιτίμου Προέδρου Ἐφετῶν

Χαλάνδρι, 26.09.2016

.               Ἀπὸ τὴν Πανελλήνια Ἕνωση Θεολόγων (ΠΕΘ) μοῦ ἐτέθησαν τὰ κάτωθι ἐρωτήματα καὶ μοῦ ἐζητήθη ἡ ἐπ’ αὐτῶν ἐπιστημονική μου ἄποψη:

1) Ἡ νέα ὕλη τοῦ μαθήματος τῶν Θρησκευτικῶν, ἡ εἰσαγομένη στὶς σχολικὲς μονάδες διὰ τῶν ὑπ᾽ ἀριθ. 143575/Δ2/2016 καὶ 143579/Δ2/2016  ἀποφάσεων τοῦ Ὑπουργοῦ Παιδείας στὸ Φ.Ε.Κ. Β´/13/9/16 εἶναι σύμφωνες πρὸς τὸ Σύνταγμα καὶ τὸν νόμο;

2) Σὲ ἀρνητικὴ ἀπάντηση (ἐὰν δηλ. εἶναι ἡ ἐν λόγῳ ὕλη ἀντίθετη πρὸς τὸ Σύνταγμα καὶ τὸ νόμο) οἱ καθηγητές, ποὺ καλοῦνται, νὰ τὴν διδάξουν, δικαιοῦνται καὶ ὑποχρεοῦνται νὰ ἀρνηθοῦν τὴν ἐφαρμογὴ τῶν παραπάνω ὑπουργικῶν ἀποφάσεων καὶ ἂν ναί, εἰς ποῖες διατάξεις θὰ στηριχθοῦν;

.                  Ἡ ἐπιστημονική μου ἄποψη ἐπὶ τῶν ὡς ἄνω ἐρωτημάτων εἶναι ἡ ἀκόλουθη:

Α´

.               Ἀναφορικὰ μὲ τὸ πρῶτο ἐρώτημα πρέπει νὰ λεχθοῦν τὰ ἑξῆς: Μὲ τὸ ἄρθρο 16 & 2 τοῦ Συντάγματος ὁρίζεται ὅτι ἡ παιδεία ἀποτελεῖ βασικὴ ἀποστολὴ τοῦ Κράτους καὶ ἔχει σκοπό, μεταξὺ τῶν ἄλλων, τὴν ἀνάπτυξη τῆς ἐθνικῆς καὶ θρησκευτικῆς συνείδησης. Ὡς τοιαύτης νοουμένης τῆς τελευταίας καὶ δὴ ἐν ὄψει τῆς διατάξεως τοῦ ἄρθρου 3 & 1  τοῦ Συντάγματος καὶ τοῦ ἄρθρου 1 & 1α  τοῦ νόμου 1566/1985, τῆς ὀρθοδόξου χριστιανικῆς συνειδήσεως, ὅπως δέχεται σταθερὰ ἡ νομολογία τοῦ Συμβουλίου Ἐπικρατείας μὲ τὶς 2176/1998, 3356/1995, 3533/1988 ἀποφάσεις του καὶ τὰ Διοικητικὰ Ἐφετεῖα Ἀθηνῶν καὶ Χανίων μὲ τὶς ὑπ᾽ ἀριθμοὺς 299/1988 τὸ πρῶτο καὶ 115/2012 τὸ δεύτερο. Σημειωτέον ὅτι ἡ παραπάνω διάταξη τοῦ ἄρθρου 1 & 1α τοῦ νόμου 1566/1985 δὲν ἐπιτρέπεται νὰ καταργηθεῖ ἢ νὰ τροποποιηθεῖ. Ἐὰν δὲ καταργηθεῖ θεωρεῖται ὡς ἰσχύουσα καὶ μὴ καταργηθεῖσα, ὡς δέχεται καὶ ἡ θεωρία (Γ. Κρίππα «Νομοθετικὸ κενὸ συνταγματικῶς ἀνεπίτρεπτο καὶ ἐντεῦθεν ὑποχρεώσεις τῆς Κρατικῆς διοικήσεως» εἰς «Χαριστήριον Τόμον, Σύμμεικτα πρὸς τιμὴν Γεωργίου Παπαχατζῆ, 1989, σελ. 335 ἐπομ.) καὶ ἡ ad hoc νομολογία (Ἐφετεῖο Ἀθηνῶν 10360/1981 Ἀρχ. Νόμ. 33 σελ. 465, Ἐφετεῖο Ἀθηνῶν 11650/1980 Ἑλλ. Δικ/νη 22, σελ. 444, Ἄρ. Πάγος 284/2004 Νόμ. Βῆμα 2005, σελ. 283, Ἄρ. Πάγος 1731/2002 Νόμ. Βῆμα 2003, σελ. 1225 ἐπόμ., Συμβ. Ἐπικρατείας 2056/2000 Διοικητικὴ Δίκη 13, σελ. 87).
.                 Παράλληλα μὲ τὸ ἄρθρο 4 & 1 τοῦ Συντάγματος ὁρίζεται ὅτι οἱ Ἕλληνες εἶναι ἴσοι ἐνώπιον τοῦ νόμου, θεσπιζομένης ἔτσι συνταγματικῶς τῆς ἀρχῆς τῆς Ἰσονομίας μεταξὺ τῶν Ἑλλήνων πολιτῶν.
.           Ἐξ ἄλλου, μὲ τὴ διάταξη τοῦ ἄρθρου 13 & 2, ἐδάφ. 3 τοῦ Συντάγματος ὁρίζεται ὅτι ὁ προσηλυτισμὸς ἀπαγορεύεται. Μὲ τὶς διατάξεις δὲ τοῦ ἄρθρου 4 τοῦ ἰσχύοντος Ἀναγκ. Νόμου 1363/1938 προσδιορίζονται ἐνδεικτικῶς, τόσο ἡ ἔννοια τοῦ ποινικοῦ ἀδικήματος τοῦ προσηλυτισμοῦ, ὅσο καὶ οἱ ποινικὲς κυρώσεις κατὰ τῶν διαπραττόντων τοῦτο, ὁριζομένης μάλιστα, ὡς ἰδιαιτέρως ἐπιβαρυντικῆς περιστάσεως γιὰ τοὺς ὑπαιτίους τελέσεως προσηλυτισμοῦ σὲ σχολικὲς μονάδες, σύμφωνα μὲ τὸ ἄρθρο 4 & 3 τοῦ ἰδίου Ἀναγκαστικοῦ νόμου.
Ἀπὸ τὴ μελέτη τοῦ περιεχομένου τῶν προαναφερόμενων Ὑπουργικῶν Ἀποφάσεων, ὡς καὶ σχετικῶν ἐνταῦθα δηλώσεων ἀπὸ πλευρᾶς συντακτῶν, τῶν, στὶς ἀποφάσεις αὐτές, Νέων Προγραμμάτων Σπουδῶν καὶ ἐκ πλείστων ὅσων, ἐγγράφων καὶ μή, προσφάτων δὲ καὶ παλαιοτέρων στοιχείων, σαφῶς προκύπτουν τὰ ἑξῆς : Μὲ τὰ ἐν λόγῳ Προγράμματα θεσπίζεται ἕνα πολυθρησκειακὸ μεῖγμα, τὸ ὁποῖο ἔχει ὡς βάση τὴν τεχνικὴ ἐπιφανειακὴ σύγκλιση τῶν τριῶν δογμάτων τοῦ Χριστιανισμοῦ, ἀλλὰ καὶ τοῦ Χριστιανισμοῦ μὲ ἄλλα 5-6 θρησκεύματα, μὲ βάση τὰ τυπικὰ ἑτερόκλητα χαρακτηριστικὰ ὅλων αὐτῶν τῶν θρησκευμάτων, ἡ δὲ διδασκαλία ὅλων αὐτῶν θὰ γίνεται συγχρόνως καὶ στὴν οὐσία ἰσοτίμως. Τὸ πολυθρησκειακὸ αὐτὸ κράμα ὁδηγεῖ σὲ ἐσφαλμένα ἐπιστημονικὰ καὶ θεολογικὰ συμπεράσματα, δημιουργεῖ σύγχυση στοὺς μαθητές, τοὺς ὁδηγεῖ στὸν συγκρητισμὸ θρησκειῶν, εἶναι ἀσύμβατο μὲ τὴ διδασκαλία τῆς Ὀρθόδοξης Χριστιανικῆς Ἐκκλησίας,  ἀφοῦ μὲ τὴ διδασκαλία του καταργεῖται στὴν πράξη ὁ Χριστοκεντρικὸς προσανατολισμὸς τοῦ μαθήματος τῶν Θρησκευτικῶν καὶ μετατρέπεται σὲ ἀνθρωποκεντρικὸ – συγκρητιστικό, μεταβάλλοντας τσι τν χριστιανικ ρθόδοξη συνείδηση τν μαθητν, ντ τς νάπτυξής της, πο παιτε τ Σύνταγμα.
.               Ἐξ ἄλλου ὅλα αὐτὰ συμβαίνουν σὲ βάρος τῶν ὀρθοδόξων χριστιανῶν μαθητῶν, ἐνῶ ἀντίστοιχη μετατροπὴ δὲν προβλέπεται ἀπὸ τὶς παραπάνω Ὑπουργικὲς Ἀποφάσεις γιὰ τὰ λειτουργοῦντα στὴν Ἑλλάδα ἐτερόθρησκα καὶ ἑτερόδοξα σχολεῖα (Μουσουλμανικά, Ἰσραηλιτικά, Ρωμαιοκαθολικά).
.               Ἐν ὄψει ὅλων αὐτῶν καὶ ἀπαντώντας στὸ πρῶτο τῶν παραπάνω ἐρωτημάτων πρέπει νὰ λεχθοῦν τὰ ἑξῆς: Ἡ νέα ὕλη τοῦ μαθήματος τῶν Θρησκευτικῶν ποὺ περιέχεται στὶς παραπάνω Ὑπουργικὲς Ἀποφάσεις εἶναι προδήλως ἀντισυνταγματικὴ καὶ παράνομη, ἀφοῦ προσκρούει, ὡς προαναφέρεται, εὐθέως στὶς προαναφερόμενες διατάξεις τῶν ἄρθρων 16 & 2 καὶ 3 & 1 τοῦ Συντάγματος ὡς καὶ στὸ νόμο 1566/1985, ἄρθρο 1, & 1α αὐτοῦ, ποὺ ἐπιτάσσουν τὴν ἀνάπτυξη τῆς ὀρθοδόξου χριστιανικῆς συνειδήσεως, ἀπορρίπτοντας ἔτσι τὴ μεταβολὴ αὐτῆς κατὰ τὰ εἰδικότερα παραπάνω ἐκτιθέμενα.
.               δ τοιαύτη μεταβολή, πο συντελεται, μ τ παραπάνω πολυθρησκειακ μόρφωμα, στοιχειοθετε τ ποινικ δίκημα το προσηλυτισμο, τιμωρουμένου μάλιστα μὲ τὴν προλεχθεῖσα ἰδιαιτέρως ἐπιβαρυντικὴ περίσταση ἐκ τοῦ ὅτι ἡ τοιαύτη προσηλυτιστικὴ διδασκαλία του θὰ γίνεται ἐντὸς σχολικῶν μονάδων (βλ. ἀναλυτικώτερα περὶ τούτου εἰς Γ. Κρίππα, Κατὰ πόσο τὸ Νέο Πρόγραμμα Σπουδῶν τοῦ μαθήματος τῶν Θρησκευτικῶν συνιστᾶ ἀξιόποινη πράξη, εἰς Ἐπιθεώρηση Δημοσίου καὶ Διοικητικοῦ Δικαίου, τόμος 58, σελ. 679-697).
.                       Τέλος, ἀναφορικὰ μὲ τὸ πρῶτο ἐρώτημα καὶ σχετικὰ μὲ τὴν ἀκαταλληλότητα τῶν παραπάνω Προγραμμάτων Σπουδῶν καὶ τὴν πλήρη ἀντίθεσή τους πρὸς τὴν Ὀρθόδοξη Χριστιανικὴ Διδασκαλία, ἀλλὰ καὶ μὲ τοὺς γενικότερους κινδύνους ποὺ ἐγκυμονοῦν γιὰ τὴν Χώρα, ὁ Ἀρχιεπίσκοπος Ἀθηνῶν καὶ πάσης Ἑλλάδος κ. Ἱερώνυμος εἶπε μεταξὺ τῶν ἄλλων, λίαν σημαντικῶν, μὲ δημόσιες δηλώσεις του στὶς 20/9/2016 τὰ ἑξῆς: «Τὰ καινούργια προγράμματα, τὰ ὁποῖα διάβασα, εἶναι ἀπαράδεκτα καὶ ἐπικίνδυνα. Δὲν θὰ ἀποδώσουν καρπούς, ἀλλὰ μεγάλη ζημία στὴν Παιδεία καὶ στὴν Κοινωνία, καθὼς καὶ ρήξη στὴ σχέση τῆς Ἐκκλησίας μὲ τὴν Πολιτεία. Θὰ φέρω τὸ θέμα καὶ στὴν Ἱεραρχία τῆς Ἐκκλησίας τῆς Ἑλλάδος…». Ἀκόμη δὲ καὶ τοῦτο ἔλαβε χώραν: Ὅτι τὰ νέα ὡς ἄνω Προγράμματα Σπουδῶν τίθενται σὲ ἐφαρμογή, ἐνῶ προσφάτως, στὶς 9/3/2016, ἡ, κατὰ τὸν Καταστατικὸ Χάρτη τῆς Ἐκκλησίας τῆς Ἑλλάδος (ν. 590/1977 ἄρθρ. 3 & 1), Ἀνωτάτη Ἐκκλησιαστικὴ Ἀρχὴ τῆς Ἐκκλησίας τῆς Ἑλλάδος, ἡ Ἱερὰ Σύνοδος τῆς Ἱεραρχίας, εἶχε ἀπορρίψει τὸ πολυθρησκειακὸ Πρόγραμμα κατὰ τὰ ὡς ἄνω, ἐπικυρώσασα ἔτσι τὴν προηγηθεῖσα σύμφωνη ἀπόφαση τῆς Διαρκοῦς Ἱερᾶς Συνόδου τῆς Ἐκκλησίας τῆς Ἑλλάδος τῆς 13.1.2016.

Β´

Ἀναφορικὰ μὲ τὸ ὑποβληθὲν δεύτερο ἐρώτημα ἡ ἀπάντηση ἔχει ὡς ἑξῆς :

.                   Σύμφωνα μὲ τὴ διάταξη τοῦ ἄρθρου 24 τοῦ ἰσχύοντος Ὑπαλληλικοῦ Κώδικα (νόμος 3528/2007) ὁ ὑπάλληλος εἶναι ἐκτελεστὴς τῆς θέλησης τοῦ κράτους, ὑπηρετεῖ μόνο τὸν λαὸ καὶ ὀφείλει πίστη στὸ Σύνταγμα καὶ ἀφοσίωση στὴν πατρίδα του καὶ τὴ Δημοκρατία.
.               Κατὰ τὸ ἑπόμενο ἄρθρο 25 & 1 ὁ ὑπάλληλος εἶναι ὑπεύθυνος γιὰ τὴν ἐκτέλεση τῶν καθηκόντων του καὶ τὴν νομιμότητα τῶν ὑπηρεσιακῶν του ἐνεργειῶν, ἐνῶ κατὰ τὴ δευτέρα παράγραφο τοῦ ἄρθρου αὐτοῦ, ὁ ὑπάλληλος ὀφείλει νὰ ὑπακούει στὶς διαταγὲς τῶν προϊσταμένων του. Ὅταν, ὅμως, ἐκτελεῖ διαταγή, τὴν ὁποία θεωρεῖ παράνομη, ὀφείλει, πρὶν τὴν ἐκτέλεση, νὰ ἀναφέρει ἐγγράφως τὴν ἀντίθετη γνώμη του καὶ νὰ ἐκτελέσει τὴ διαταγὴ χωρὶς ὑπαίτια καθυστέρηση. Ἡ διαταγὴ δὲν προσκτᾶται νομιμότητα  ἐκ τοῦ ὅτι ὁ ὑπάλληλος ὀφείλει νὰ ὑπακούσει σὲ αὐτήν.
.               Κατὰ δὲ τὴν παράγραφο 3 ἐδάφιο πρῶτο, τοῦ ἰδίου ἄρθρου(25), ἂν ἡ διαταγὴ εἶναι προδήλως ἀντισυνταγματικὴ ἢ παράνομη, ὁ ὑπάλληλος ὀφείλει νὰ μὴν τὴν ἐκτελέσει καὶ νὰ τὸ ἀναφέρει χωρὶς ἀναβολή.
.               Ἐξ ἄλλου, σύμφωνα μὲ τὰ ὁριζόμενα ὑπὸ τοῦ ἄρθρου 106 καὶ 107 τοῦ Ὑπαλληλικοῦ Κώδικα μεταξὺ τῶν πειθαρχικῶν παραπτωμάτων τοῦ ὑπαλλήλου εἶναι κάθε ὑπαίτια πράξη καὶ παράλειψή του, ποὺ ἀντίκειται στὶς διατάξεις τοῦ Συντάγματος καὶ τῶν νόμων, μὲ τὶς προϋποθέσεις τοῦ ἄρθρου 25 τοῦ ἰδίου Κώδικα, ἐνῶ μὲ τὴ διάταξη τοῦ ἄρθρου 110 & 1 ἡ δίωξη καὶ τιμωρία τῶν πειθαρχικῶν παραπτωμάτων ἀποτελεῖ καθῆκον τῶν πειθαρχικῶν ὀργάνων συνεπαγομένη, κατὰ τὰ ἀνωτέρω, ἀντίστοιχη εὐθύνη τοῦ ἀμελοῦντος πρὸς τοῦτο ὀργάνου (βλ. Γ. Κρίππα, εἰς Ἐπιθεώρηση Δημοσίου καὶ Διοικητικοῦ Δικαίου, ὄπ. π. π.).
.               Μὲ βάση ὅλες τὶς παραπάνω διατάξεις καὶ ἐν ὄψει τῆς προδήλου ἀντιθέσεως τοῦ περιεχομένου τῶν προαναφερομένων Ὑπουργικῶν Ἀποφάσεων πρὸς τὸ Σύνταγμα (ἄρθρα 16 & 2, 3 & 1, 4 & 1 καὶ 13 & 2 ἐδάφιον γ΄ αὐτοῦ), ὡς καὶ στοὺς σὲ ἐκτέλεση τῶν ἄρθρων  τοῦ Συντάγματος 16 & 2 καὶ 13 & 2 ἐδάφιον γ΄ αὐτοῦ, Νόμο 1566/1985 (ἄρθρο 1 & 1α αὐτοῦ) καὶ Ἀναγκαστ. Νόμο 1363/1938 (ἄρθρο 4 αὐτοῦ), οἱ διδάσκαλοι τῆς Πρωτοβάθμιας Ἐκπαίδευσης καὶ οἱ Θεολόγοι καθηγητὲς τῆς Δευτεροβάθμιας Ἐκπαίδευσης χουν τν ποχρέωση κα τ δικαίωμα ν ρνηθον τν κτέλεση τν παραπάνω ντισυνταγματικν κα παρανόμων πουργικν ποφάσεων.
.               Νὰ σημειωθεῖ στὸ σημεῖο αὐτό, ὅτι, ἐπειδὴ στὴν παροῦσα περίπτωση πρόκειται περὶ διαταγῶν προδήλως ἀντισυνταγματικῶν, δὲν ὑπάρχει νομικὸ ἔδαφος γιὰ τὴ δυνατότητα ἔκδοσης ἀπὸ τὴ διοίκηση, μετὰ τὴν ἄρνηση ὑπὸ τῶν ἐν λόγῳ διδασκόντων τῆς ἐκτέλεσης τῶν Ἀποφάσεων τούτων, τῆς δεύτερης διαταγῆς, ποὺ προβλέπεται  ἀπὸ τὸ δεύτερο ἐδάφιο  τῆς παραγράφου 3 τοῦ ὡς ἄνω ἄρθρου 25 τοῦ  Ὑπαλληλικοῦ Κώδικα καὶ αὐτό, διότι ἡ δεύτερη αὐτὴ διαταγὴ προβλέπεται μόνο γιὰ τὴν περίπτωση ἀρνήσεως ἐκτελέσεως ὑπὸ τοῦ ὑπαλλήλου διαταγῶν ἀντιθέτων πρὸς διατάξεις  (ἁπλῶν) νόμων ἢ κανονιστικῶν πράξεων, ὄχι ὅμως διαταγῶν προδήλως ἀντισυνταγματικῶν, ὅπως στὴν προκειμένη περίπτωση συμβαίνει.
.                     Παράλληλα δὲ πρὸς τὰ παραπάνω δεκτὰ γενόμενα, τὴν ἄρνηση νὰ ἐκτελέσουν τὶς ὡς ἄνω Ὑπουργικὲς Ἀποφάσεις, ἔχουν τὴν ὑποχρέωση καὶ τὸ δικαίωμα νὰ προβάλουν οἱ διδάσκαλοι τῆς Πρωτοβάθμιας Ἐκπαίδευσης καὶ οἱ Θεολόγοι καθηγητὲς τῆς Δευτεροβάθμιας Ἐκπαίδευσης, ἀκόμη καὶ μόνο γιὰ τὸ ὅτι, μὲ τὴν ἐκτέλεση ἀπὸ αὐτοὺς τῶν Ἀποφάσεων τούτων, θὰ τελεῖται ἀπὸ τοὺς ἴδιους τὸ ποινικὸ ἀδίκημα τοῦ προσηλυτισμοῦ, ἀφοῦ σύμφωνα μὲ τὸ ἄρθρο 21 τοῦ Ποινικοῦ Κώδικα περὶ Προσταγῆς, ἡ ποινική τους εὐθύνη γιὰ τὸ ἀδίκημα αὐτὸ δὲν θὰ αἴρεται, δεδομένου ὅτι δὲν ὑπάρχει νόμος ποὺ νὰ τοὺς ἀπαγορεύει νὰ ἐξετάσουν ἐὰν οἱ δοθεῖσες σὲ αὐτούς, σύμφωνα μὲ τοὺς νομικοὺς τύπους καὶ ἀπὸ τὴν Ἁρμόδια Ἀρχὴ διαταγὲς πρὸς ἐκτέλεση τοῦ περιεχομένου τῶν ἐν λόγῳ Ὑπουργικῶν Ἀποφάσεων εἶναι νόμιμες ἢ ὄχι. Ἄλλωστε ἡ διάταξη αὐτὴ τοῦ Ποινικοῦ Κώδικα εἶναι εἰδική, ἔναντί της γενικῆς τοιαύτης τοῦ ἄρθρου 25 τοῦ ὑπαλληλικοῦ κώδικα (ν. 3528/2007) καὶ ὡς ἐκ τούτου ἡ πρώτη ἐξ αὐτῶν κατισχύει τῆς δεύτερης κατὰ τὸν γνωστὸ κανόνα τοῦ δικαίου, σύμφωνα μὲ τὸν ὁποῖο ὁ εἰδικὸς νόμος ὑπερισχύει τοῦ γενικοῦ(jus specialis derogate generalis).

Ὁ Γνωμοδοτῶν
Ἀπόστολος Φ. Βλάχος
Ἐπίτιμος Πρόεδρος Ἐφετῶν

ΠΗΓΗ:   ΚΛΙΚ

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου