Ἡ θεολογία ποὺ ἀποδεσμεύεται ἀπὸ τοὺς Πατέρες καὶ ἐκφράζεται μὲ
βαρύγδουπους ὅρους, δῆθεν ἀπὸ ἀγάπη γιὰ τὸν σύγχρονο ἄνθρωπο, εἶναι
ἐπικίνδυνη γιὰ τὴν Ἐκκλησία καὶ τὴν θεολογία
Τοῦ Μητροπολίτου Ναυπάκτου καί Ἁγίου Βλασίου πατρός Ἰεροθέου
Γιὰ νὰ εἴμαστε ὀρθόδοξοι καὶ νὰ ἔχουμε
τὴν βεβαιότητα τῆς σωτηρίας μας δὲν μᾶς χρειάζεται καμμιὰ νεοπατερική,
μεταπατερικὴ καὶ συναφειακὴ θεολογία. Μᾶς χρειάζονται δύο πράγματα: Τὸ πρῶτο, νὰ
μείνουμε σταθεροί, ὅπως ἔχουμε καθῆκον, στὴν ὁρολογία τῶν Πατέρων τῶν Οἰκουμενικῶν
Συνόδων, γιατί αὐτὴ ἡ ὁρολογία ἀποτελεῖ σημαντικὸ μέρος τῆς Ὀρθοδόξου
Παραδόσεως, τὸ ἀληθινὸ καὶ αὐθεντικὸ consensus patrum, ἀλλὰ νὰ μείνουμε ἑδραῖοι
καὶ στὴν ἀποκεκαλυμμένη ἀλήθεια ποὺ δόθηκε στοὺς Πατέρες. Καὶ τὸ δεύτερο, νὰ ἀναζητήσουμε
«ζωντανοὺς ὀργανισμούς», οἱ ὁποῖοι ζοῦν μέσα στὸ «πνεῦμα» τοῦ Εὐαγγελίου καὶ τῶν
Οἰκουμενικῶν Συνόδων, δηλαδὴ βιώνουν τὶς ὀρθόδοξες προϋποθέσεις τῶν δογμάτων γιὰ
νὰ μᾶς καθοδηγήσουν σωστὰ στὴν βίωση τοῦ δόγματος.
Δυστυχῶς, μερικοὶ ποὺ ὁμιλοῦν γιὰ
νεοπατερική, μεταπατερικὴ καὶ συναφειακὴ θεολογία ἔχουν πρόβλημα καὶ μὲ τὶς δύο
αὐτὲς προϋποθέσεις, δηλαδὴ καὶ μὲ τοὺς ὅρους τῶν Οἰκουμενικῶν Συνόδων καὶ μὲ τοὺς
«ζωντανοὺς ὀργανισμοὺς» τῆς ἐκκλησιαστικῆς ζωῆς.
Ἂν ἡ θεολογία δὲν ἐκφρασθῆ ἐμπειρικῶς,
γίνεται στοχασμὸς καὶ κουράζει τοὺς ἀνθρώπους, καὶ ἂν ἡ ἐμπειρία δὲν στηριχθῆ
στὴν θεολογία τῶν Οἰκουμενικῶν Συνόδων εἶναι μία...
ἀτομικὴ εὐσέβεια, ἡ ὁποία
μπορεῖ νὰ ἔχη «συναφειακὰ» στοιχεῖα μὲ ὅλες τὶς ἄλλες ἀνατολικὲς παραδόσεις. Ὁ
π. Ἰωάννης Ρωμανίδης φαίνεται ἐνοχλητικὸς γιὰ τοὺς στοχαστικούς, φιλοσοφοῦντες
θεολόγους ποὺ διακατέχονται ἀπὸ τὴν «στοχαστικὴ ἀναλογία», κατὰ τὴν ἔκφραση τοῦ
ἁγίου Γρηγορίου τοῦ Παλαμᾶ.
Ἀκόμη, αὐτὸς εἶναι ὁ λόγος, κατὰ
τὴν γνώμη μου, ποὺ ἀμφισβητοῦνται ἀπὸ μερικοὺς σύγχρονες, σημαντικὲς ἁγιορειτικὲς
μορφές, ὅπως ὁ π. Πορφύριος, ὁ π. Παΐσιος, ὁ Γέροντας Ἰωσὴφ ὁ Ἡσυχαστής, ὁ
Γέροντας Σωφρόνιος Σαχάρωφ κλπ. Ἐνοχλεῖ τὴν σύγχρονη συγκρητιστικὴ θεολογία ὁ
βίος καὶ ἡ διδασκαλία τῶν συγχρόνων «ζωντανῶν ὀργανισμῶν» τῆς ἐκκλησιαστικῆς ζωῆς.
Σὲ μία εἰσήγησή μου ποὺ ἔγινε στὸ
παρελθὸν προκειμένου νὰ τεκμηριώσω τὴν θεωρητικὴ διδασκαλία τῆς Ἐκκλησίας
χρησιμοποίησα κείμενα τοῦ π. Πορφυρίου, ἑνὸς ἐξαγιασμένου Ἱερομονάχου τῆς ἐποχῆς
μας. Αἰσθάνθηκα βαθύτατη ἔκπληξη ὅταν ὀρθόδοξοι θεολόγοι καὶ Κληρικοί, ποὺ ἦταν
παρόντες, διαφώνησαν μὲ τὴν ἀναφορά μου σὲ λόγους τοῦ π. Πορφυρίου, διότι
σύμφωνα μὲ τὴν ἄποψή τους, μὲ τὸν τρόπο αὐτὸ «ἰδεολογοποιεῖται» ἡ ὀρθόδοξη
πίστη.
Ἡ ἔκπληξή μου ἦταν βαθύτατη διότι
ἀκόμη καὶ στὴν ἐπιστήμη ἡ ἀναφορὰ σὲ ἀνθρώπους, ποὺ παράγουν ἕνα καλλιτεχνικὸ ἡ
φιλοσοφικὸ ἔργο εἶναι τεκμήριο γνησιότητος, ἐνῶ γιὰ μερικοὺς συγχρόνους
θεολόγους ἡ ἀναφορὰ σὲ ἀνθρώπους ποὺ ζοῦν τὴν πραγματικὴ ὀρθόδοξη θεολογία
θεωρεῖται ἰδεολογοποίηση. Ἔχω ἀπομαγνητοφωνήσει ὅλη αὐτὴν τὴν συζήτηση καὶ ἐὰν
κάποτε δημοσιευθῆ, τότε θὰ ἀποκαλυφθοῦν «ἐκ πολλῶν καρδιῶν διαλογισμοί».
Αὐτὸς εἶναι ὁ λόγος, κατὰ τὴν
γνώμη μου, γιὰ τὸν ὁποῖο ἐπιδιώκεται ἡ μετάφραση τῆς θείας Λειτουργίας καὶ ἄλλων
λειτουργικῶν κειμένων καὶ στὴν πραγματικότητα ἐπιχειρεῖται «ἡ ἀπομυθοποίηση» τῆς
λειτουργικῆς καὶ βιβλικοπατερικῆς γλώσσας.
Δὲν ἐξηγεῖται διαφορετικὰ ἡ
προσωπικὴ ἐπίθεση μερικῶν ἐναντίον ἐκείνων ποὺ μὲ θεολογικὸ λόγο ἐκφράζουν τὸν
σεβασμό τους στὸ γλωσσικὸ ἰδίωμα τῆς θείας Λειτουργίας. Ἂν ἡ λειτουργικὴ γλώσσα
ἀπωλέση τὸν πατερικὸ καὶ θεολογικὸ λόγο, τότε γίνεται μία «συναφειακή»,
«μεταπατερικὴ» λειτουργικὴ γλώσσα, ποὺ μπορεῖ νὰ χωρέση σὲ ὅλους τούς
σύγχρονους συγκρητισμούς.
Ἄλλωστε οἱ περισσότεροι ἀπὸ αὐτούς,
ποὺ ὑπεραμύνονται τῆς μεταφράσεως τῶν λειτουργικῶν κειμένων καὶ ἐπιτίθενται μὲ ἐμπάθεια
καὶ ἀπρέπεια ἐναντίον ἐκείνων ποὺ ἐκφράζουν μία ἄλλη σκέψη, ἀνήκουν σὲ αὐτὸ τὸ
κλίμα τῆς «μεταπατερικῆς» καὶ «συναφειακὴς» θεολογίας. Τὸ ἴδιο συμβαίνει καὶ μὲ
αὐτοὺς ποὺ ἀρνοῦνται τὴν ἰσχὺ τῶν πατερικῶν λόγων γιὰ τὴν ἐποχή μας. Θέλουν νὰ ἀφήσουν
ἐλεύθερο τὸν χῶρο γιὰ κάθε στοχασμὸ καὶ συγκρητισμό.
Συμπερασματικά, θεωρῶ ὅτι ἡ
μοντέρνα θεολογία ποὺ ἀποδεσμεύεται ἀπὸ τοὺς Πατέρες καὶ ἐκφράζεται μὲ
βαρύγδουπους ὅρους, δῆθεν ἀπὸ ἀγάπη γιὰ τὸν σύγχρονο ἄνθρωπο, εἶναι ἐπικίνδυνη
γιὰ τὴν Ἐκκλησία καὶ τὴν θεολογία της. Εἶναι πραγματικὰ ἕνας στοχαστικὸς τρόπος
θεολογίας, ἕνας λαϊκισμὸς ποὺ ἐξασκεῖται ἀπὸ «χειροτονητοὺς θεολόγους», λόγω
μίας κακῆς ἑρμηνείας τοῦ «βασιλείου ἱερατεύματος».–