Το κείμενο του Καθηγούμενου της Ι.Μ. Δοχειαρίου:
ΤΟ ΚΑΨΙΜΟ ΤΩΝ ΝΕΚΡΩΝ
Δυστυχῶς ἡ κυβέρνηση ἐξακολουθεῖ νὰ κακουργῆ ἐπάνω στὸ πτῶμα τῆς Ἑλλάδος καὶ τῆς ζωοδότρας Ἐκκλησίας. Ὅ,τι φαντάστηκαν ἄνθρωποι κακοῦργοι τοῦ Γένους μας παίρνουν σάρκα καὶ ὀστᾶ.
Μιὰ οἰκογένεια ἔστειλε στὴν Ἀμερικὴ γιὰ θεραπεία τὸν πατέρα. Ἀνήγγειλε ὁ διεστραμμένος γιὸς ὅτι ὁ πατέρας ἀπέθανε. Καὶ μετὰ ἀπὸ λίγο καιρό, ἔστειλε δέμα στὴν ἀδελφή του καὶ στὴν μάννα του μὲ διάφορα φαγώσιμα. Μεταξὺ αὐτῶν ὑπῆρχε καὶ ἕνα κουτὶ μὲ σκόνη, ποὺ οἱ ἄνθρωποι τὸ θεώρησαν νοστιμιὰ γιὰ τὸ φαγητό. Τὸ ἔριχναν στὶς σαλάτες καὶ σὲ ἄλλα ἐδέσματα.
Ἔπειτα ἀπ᾽ τὸ δέμα ἀκολούθησε μία ἐπιστολή, ποὺ ἔλεγε ὅτι τὸ κυτίον φέρει τὴν τέφρα τοῦ πατέρα! Φαντάζεστε τὴν ταραχὴ μιᾶς χριστιανικῆς οἰκογένειας· νὰ αἰσθάνεται ὅτι τὴν τέφρα τοῦ πατέρα τους τὴν χρησιμοποίησαν γιὰ νοστιμιά.
Ὑπάρχει καὶ μιὰ ἄλλη διήγηση: Κάποιος ἱεραπόστολος Φιλόθεος ναυάγησε στὰ νησιὰ τοῦ ὠκεανοῦ καὶ ἄθελά του βρέθηκε ἀνάμεσα σὲ ἀνθρωποφάγους. Ὅταν μὲ τὸν δικό του τρόπο κατάφερε νὰ ἔρθη σὲ ἐπικοινωνία μὲ τὸν ἀρχηγὸ τῆς φυλῆς, τὸν ρώτησε μιὰ μέρα:
– Ὁ πατέρας σου ζῆ;
– Ὄχι.
– Ποῦ τὸν ἔθαψες;
– Τὸν ἀγαποῦσα τόσο πολύ, ποὺ δὲν ἄφησα τὸ πτῶμα του νὰ πάη χαμένο καὶ τὸ ἔφαγα. Τὸν ἔθαψα στὴν κοιλιά μου.
Καὶ ἀνάδευε τὴν κοιλιά του, ποὺ ἦταν ὁ τάφος τοῦ πατέρα του.
Ἔτσι σιγά-σιγὰ ἐγκαταλείπουμε τοὺς θεσμοὺς τοῦ Γένους μας καὶ τῆς ἁγίας μας Ἐκκλησίας καὶ γυρίζουμε πίσω στοὺς ἀγρίους λαούς.
Στὴν Ἑλλάδα, καὶ στὸ πιὸ μικρὸ νησάκι ὑπῆρχε τὸ λεγόμενο ἀσβεστοκάμινο καὶ τὸ ξυλοκάμινο. Τὸ ἕνα μᾶς ἔδινε ἀσβέστη γιὰ τὰ ἐπιχρίσματα τῶν κατοικιῶν μας καὶ τὸ ἄλλο κάρβουνα γιὰ τὶς ποικίλες ἀνθρώπινες ἀνάγκες. Σήμερα τέτοια καμίνια δὲν ὑπάρχουν.
Στὴν θέση τους στήνονται καμίνια νὰ ψήνουν τοὺς νεκρούς. Ὁ Ναβουχοδονόσωρ εἶχε βέβαια προχωρήσει λίγο πιὸ μπροστὰ ἀκόμη καὶ σὲ ἑπτακαυθεῖσα κάμινο ἔκαιγε καὶ τοὺς ζωντανούς. Πῶς μπορῶ νὰ φανταστῶ τοὺς γονεῖς μου νὰ καίγωνται σὲ διασυρίζον πῦρ; Καὶ μετὰ σὲ κυτίον γιὰ νοστιμιὰ στὰ φαγητά;
Ἐμεῖς δὲν θὰ κάψουμε τοὺς νεκρούς μας. Ἀναλογισθήκατε τὶ πολιτισμὸς βγῆκε ἀπὸ τοὺς τάφους τῶν προγόνων μας; Πόσα κτερίσματα καὶ χρυσᾶ σκεύη καὶ νομίσματα ἔχουμε σήμερα στὰ μουσεῖα μας ἀπὸ αὐτοὺς τοὺς κεκρυμμένους στοὺς λαγόνες τῆς γῆς τάφους; Ἀκόμα καὶ παραστάσεις ζωγραφικῆς τοὺς κοσμοῦσαν. Ἂν ἐπικρατοῦσε τὸ κάψιμο τῶν νεκρῶν, τί θὰ εἴχαμε σήμερα νὰ δείξουμε στὰ μουσεῖα μας, ἀφοῦ αὐτὰ ποὺ φαίνονταν τὰ κατάκλεψαν ἡ κλεφτουριὰ τῆς Εὐρώπης;
Τόμοι ὁλόκληροι μποροῦνε νὰ γραφτοῦνε γιὰ τὰ κλεψιμαίικα τῆς ἑλληνιστικῆς, ρωμαϊκῆς καὶ βυζαντινῆς ἐποχῆς καὶ τῆς καταραμένης Τουρκοκρατίας. Ἀπὸ τὶς παραδοσιακὲς κηδεῖες-ἐκφορές, πόσους ὑπέροχους λόγους ἔχει νὰ μᾶς δείξη ἡ ἑλληνικὴ λογοτεχνία (ἐπιτάφιος Περικλέους, τοῦ Θουκυδίδου, ἐπιτάφιος τοῦ Δημοσθένους, τοῦ Γοργία, τοῦ Ὑπερείδη, τοῦ Πλάτωνα, κ.ἄ.) καὶ ἡ χριστιανικὴ γραμματεία (ἐπιτάφιος τοῦ ἁγίου Γρηγορίου τοῦ Θεολόγου εἰς τὸν Μέγαν Βασίλειον, εἰς Καισάριον, εἰς Γοργονίαν, τοῦ ἁγίου Γρηγορίου Νύσσης, κ.ἄ.).
Ἂν εἴχαμε ἀποβάλει στὸν τόπο μας αὐτὲς τὶς συνήθειες, τί θά ᾽χαμε σήμερα νὰ σπουδάσουμε; Ὁ πολιτισμὸς κάθε κατοικημένης περιοχῆς φαίνεται ἀπὸ τὰ περιποιημένα κοιμητήρια. Ἕνας συνετὸς ἐπισκέπτης παλιὰ ζητοῦσε πρῶτα νὰ ἐπισκεφθῆ τὸ κοιμητήριο τοῦ οἰκισμοῦ καὶ μετὰ τὸν οἰκισμό. Γνώρισμα τῶν πολιτισμένων λαῶν εἶναι ἡ περιποίηση τῶν κηποταφείων.
Ἤκουσα καὶ ἐθαύμασα: τὴν ἡμέρα τοῦ Πάσχα, στὴν Γεωργία, παίρνουν τὸ φαγητό τους καὶ πᾶνε πάνω στοὺς τάφους τῶν κεκοιμημένων τους καὶ τρῶνε τὸ ἄριστον τοῦ Πάσχα. Κι ἔτσι σ᾽ αὐτὴν τὴν χώρα δὲν ὑπάρχουν ζωντανοὶ καὶ κεκοιμημένοι· εἶναι ὅλοι ἀναστημένοι.
Ἐμεῖς θὰ θάπτουμε τοὺς νεκρούς μας, γιατὶ τὸ Εὐαγγέλιο ποὺ πιστεύουμε μᾶς λέει «ἐκ τῶν μνημείων ἐγερθήσονται εἰς τὴν κοινὴν ἀνάστασιν». Ὁ σταυρὸς πάνω ἀπὸ τὸν τάφο τοῦ κάθε νεκροῦ συμβολίζει ὅτι ἐπάτησε τὸν θάνατο καὶ προσδοκᾶ τὴν ἀνάσταση.
Ἂν δὲν εἴχαμε τὴν ταφὴ τῶν νεκρῶν, θὰ εἴχαμε σήμερα οἱ χριστιανοὶ οἱ ὀρθόδοξοι λείψανα Μαρτύρων καὶ Ἁγίων; Θὰ ἀπολαμβάναμε θαύματα ἀπὸ τὶς λάρνακες τῶν Ἁγίων τῆς Ἐκκλησίας;
Ὅλη ἡ ὀρθόδοξη λατρεία εἶναι πεπλεγμένη μὲ τὰ ὀστᾶ τῶν Μαρτύρων καὶ τῶν Ὁσίων, τὰ ὁποῖα ἐκβλύζουν ἰάματα. Οἱ χριστιανοὶ καὶ τ᾽ ἀποκαΐδια ἀπὸ τὰ ὀστᾶ τῶν Μαρτύρων τὰ σύναζαν. Ἀπὸ τὰ λείψανα τῶν Μαρτύρων στήσαμε παντοῦ θυσιαστήρια κι ἔγινε ὅλη ἡ γῆ θυσιαστήριο συμφιλιώσεως τοῦ ἀνθρώπου μὲ τὸν Θεό.
Ἐμεῖς θὰ ἐξακολουθήσουμε νὰ τιμοῦμε τοὺς νεκρούς μας, νὰ τοὺς κηδεύουμε μὲ λαμπάδες καὶ θυμιάματα καὶ νὰ τοὺς ἀποθέτουμε στὴν χαίνουσα γῆ. Οἱ μωλωπισμένοι περὶ τὴν πίστιν ἂς τοὺς καῖνε, γιὰ νὰ ἐξαλειφθῆ τὸ μνημόσυνό τους ἀπὸ τὴν γῆ.
Τέφρα εἶστε καὶ τέφρα νὰ γίνετε. Σὰν λαγωνικὰ σκυλιὰ ψάχνετε τὶ μᾶς διαφοροποιεῖ ἀπὸ τοὺς βάρβαρους λαοὺς καὶ τὸ καταστρέφετε. Θέλεις, ὑπουργέ, νὰ κάψης τοὺς γονεῖς σου; Κάψε τους καὶ ἀποτεφρώσου κι ἐσὺ μαζί τους. Ἐμεῖς τὸν οὐρανὸ τὸν θέλουμε κοντά μας. Δὲν θέλουμε νὰ κρατήσουμε ἀποστάσεις, γιατὶ τότε θὰ φανοῦμε ἐπιλήσμονες τῶν προγόνων μας.
Ἡ ἐκφορὰ καὶ οἱ τάφοι εἶναι ἐκεῖνα ποὺ πάντοτε μᾶς ὑπενθύμιζαν τὰ πέραν τοῦ τάφου. Οἱ τάφοι τῶν νεκρῶν μας εἶναι καρνάγια, γιὰ νὰ στήνουμε καράβια. Ἡ φράση «ποῦ τεθείκατε αὐτόν;» εἶναι τὸ αἰώνιο ἐρώτημα γιὰ τοὺς προγόνους μας. Ὁ τάφος τους εἶναι τὸ δέσιμο μαζί τους, εἶναι ἕνα ἀγκυροβόλημα γιὰ τὴν ζωή μας. Βέβαια, ἡ ἀπαίσια ἀναισχυντία τῶν κρατούντων μπορεῖ νὰ κάνη τὴν καύση τῶν νεκρῶν ὑποχρεωτική.
Τότε, καὶ ζῶντες καὶ τεθνεῶτες θ᾽ ἀνοίξουν τὰ θηκάρια τους καὶ θὰ βγάλουν σπαθιὰ ποὺ θὰ λάμψουν στὶς ἀκτῖνες τοῦ ἡλίου. Ἄφρονες, ἄφρονες, μαζευτεῖτε, ἐλᾶτε στὰ συγκαλά σας, γιατὶ θὰ σᾶς σιχαθῆ καὶ ἡ μάννα ποὺ σᾶς γέννησε.
ΠΗΓΗ: ΚΛΙΚ