Δευτέρα 20 Ιουνίου 2016



Κλῆρος καί λαός στή θεία λατρεία.



          Ὁ ἐκκλησιαστικός χῶρος ἐμφανίζεται σήμερα στόν κοινόν ἄνθρωπο ὡς πεδίο ἔντονης διπλωματίας, διαπλοκῆς καί ποικίλων σκανδάλων, ὅπου ἡ ἀνοχή καί ἡ ὑπόθαλψη κάθε ἠθικῆς ἀπαξίας κληρικῶν εἶναι καθεστώς. Σ’ αὐτή τή ζοφερή εἰκόνα, πόσοι μποροῦν νά διακρίνουν τήν ἀληθινή Ἐκκλησία τοῦ Χριστοῦ, πού ὡς κοινότητα ἀναπνέει τήν εὐωδία τῆς λατρείας τοῦ Θεοῦ καί ὄχι τίς ἀναθυμιάσεις τοῦ ὑποκόσμου
τῆς φθορᾶς; Ἡ λατρεία εἶναι ὅρος sine qua non γιά τή γνησιότητα τῆς Ἐκκλησίας καί προϋπόθεση γιά τήν ἐπιτέλεση κάθε ἄλλου ἔργου Της. Καί ὅμως, λίγοι νοιάζονται γιά τήν γνησιότητα τῆς θείας λατρείας. Οἱ πολλοί τήν βλέπουν ὡς συμβατική τελετουργία, ὅπως τῶν κοσμικῶν θεσμῶν. Τό πρόβλημα τῆς θείας λατρείας θέλει ἄμεση ἀντιμετώπιση γιά νά μπορέσει ἡ Ἐκκλησία νά περάσει τό Μεγάλο Της Μήνυμα στόν κόσμο.     

          Λυδία λίθος γιά τήν ἀρτιότητα τῆς Ἐκκλησίας καί τήν αὐθεντική λατρεία Της εἶναι ἡ ὁλόψυχη μετοχή κλήρου καί λαοῦ σ’ αὐτήν. Στήν Ὀρθοδοξία ἡ λατρεία δέν εἶναι ἀτομική ἔφεση λίγων πιστῶν γιά ἀνάταση, οὔτε προνόμιο κάποιων ἐξουσιοδοτημένων <<χαρισματούχων>>, ἀλλά <<λειτουργία>>, (λαοῦ-ἔργον), ἐκδήλωση δημόσια ὅλου τοῦ λαοῦ. Λαοῦ ἁγίου. Ἡ Καινή Διαθήκη εἶναι σαφής. Ὅλοι οἱ πιστοί <<ὡς λίθοι ζῶντες>> ἀποτελοῦν ἕνα πνευματικό οἰκοδόμημα, πού ἑδράζεται στό Χριστό, τήν Ἐκκλησία. Ὅλοι συνιστοῦν ἕνα <<ἱεράτευμα ἅγιον, ἀνενέγκαι (γιά νά προσφέρει) πνευματικάς θυσίας εὐπροσδέκτους τῷ Θεῷ διά Ἰησοῦ Χριστοῦ>> (Α΄ Πέτρ.΄, β΄, 5-9). Κατά τή βάπτισή μας, ὅλοι ἔχουμε λάβει <<χάριν, δι’ ἧς λατρεύομεν εὐαρέστως τῷ Θεῷ μετά αἰδοῦς καί εὐλαβείας>> (Ἐβρ., ιβ΄, 22), διότι ὁ Κύριος <<ἐποίησεν ἡμᾶς βασιλείαν, ἱερεῖς  (πολιτεία ἱερέων ἁγία, μέσα στόν κόσμο, ἀλλ’ ὄχι ἐκ τοῦ κόσμου) τῷ Θεῷ καί πατρί αὐτοῦ>> (Ἀποκ., α΄, 6). Στή θεία λατρεία δέν ἔχουν θέση ἁπλοί θεατές, ὅπως στό θέατρο, πού μπορεῖ νά ζεῖ κανείς στιγμές αἰσθητικῆς πληρότητας, χωρίς, ὅμως, βαθύτερες δεσμεύσεις. Στή θεία λατρεία ὅλοι, καθένας κατά τήν προαίρεση καί τόν προσωπικό του ἀγῶνα, <<συνιερουργοῦν>>.  

          Ἡ καθολική λατρευτική μετοχή τοῦ πληρώματος εἶναι καίριο αἴτημα γιά τήν Ἐκκλησία. Ἐν τούτοις, ἀποτελεῖ συχνά <<πέτρα σκανδάλου>>, ἀπό τή στιγμή πού στήν Ἐκκλησία ἄρχισαν νά παρεισφρύουν κοσμικά πρότυπα καί στόχοι. Κατ’ ἀρχάς, κάποιοι ἐπεκτείνουν τήν εἰδική ἐξουσία καί εὐθύνη, γιά τήν ποίμανση τοῦ λαοῦ, τήν ὁποία ἔδωσε ὁ Κύριος στούς Ἀποστόλους Του, καί κατ’ ἐπέκταση γενικά στόν κλῆρο, τόσο, ὥστε νά ἐκτοπίζεται ὁ λαός ἀπό τήν ἐνεργό συμμετοχή στή θεία λατρεία. Ὁ λαϊκός, ἄν δέν θέλει νά εἶναι ἕνας φιλοπερίεργος θεατής, δέν ἔχει παρά νά βολευτεῖ σέ μιά προσευχή ἀτομοκεντρική καί σέ παθητική ἀναμονή τῶν θείων δώρων. Σάν νά στέκεται στήν οὐρά μπροστά στό γκισέ καταστήματος παροχῆς θρησκευτικῶν ἀγαθῶν, μέ τόν κλῆρο νά λειτουργεῖ σάν τό ἀρμόδιο γιά τήν ἐξυπηρέτηση τῶν πελατῶν προσωπικό. Νοοτροπία καθαρά παπική. Στόν ἀντίποδα βρίσκεται ἡ προτεσταντίζουσα θεώρηση, ὅπου ἡ βαπτισματική λαϊκή ἱερωσύνη ἀχρηστεύει σάν ὁδοστρωτήρας τό μυστήριο τῆς χειροτονίας, (καί κάθε ἄλλο μυστήριο), ὡς περιττό. Ὁ κληρικός ἐνεργεῖ σά συντονιστής τῆς ζωῆς καί τῆς λατρείας τῆς Ἐκκλησίας, ὅπως ὁ πρόεδρος γενικῆς συνελεύσεως σωματείου, ἤ ὁ μαέστρος ὀρχήστρας. Καί στίς δύο παραπάνω θεωρήσεις ἡ Ἐκκλησία χάνει τή μυστηριακή της συγκρότηση. Θρυμματίζεται εἴτε σέ αὐτονομημένες τάξεις πιστῶν, εἴτε σέ σύνολο μυστηριακά ἀσύνδετων ἀτόμων.

          Ὁ ὅρος <<συλλειτουργία>> τοῦ λαοῦ στή θεία λατρεία ἔχει ἀμφισβητηθεῖ ὡς προτεσταντίζουσα ἀπό κάποιους στόν Ὀρθόδοξο χῶρο. Ἡ ἔννοια τοῦ <<συλλείτουργου>> περιορίζεται μέσα στό ἱερό Βῆμα. Τό αἴτημα γιά ἐνεργό μετοχή τοῦ λαοῦ στή λατρεία ἐνοχοποιεῖται συχνά ὡς ἀμφισβήτηση τοῦ εἰδικοῦ χαρίσματος τῆς χειροτονίας τοῦ κλήρου. Ἔτσι, στό λαό δέν δίνεται ἄλλος ρόλος πέρα ἀπό μιά παθητική εὐσεβή παρουσία στή λατρευτική ζωή. Προβάλλεται δέ συχνά ἡ ὀρθολογική τάση νά ζυγίζεται ἡ ἱερωσύνη ὡς μέγεθος μετρήσιμο (μεγαλύτερη στόν κλῆρο-μικρότερη στό λαό) ἤ προσδιορίσιμο ποιοτικά, (ἄλλου εἴδους ἡ μία, ἄλλου ἡ ἄλλη). Ἡ ἱερωσύνη, ὅμως, στήν Ἐκκλησία εἶναι ἡ ἱερωσύνη τοῦ Χριστοῦ, τήν ὁποία ἀποταμίευσε στήν Ἐκκλησία διαποτίζοντάς Την μέχρι τό ἔσχατο ἄκρο Της. Ποσοτικές ἤ ποιοτικές διαβαθμίσεις εἶναι ἀδιανόητες. Μέ βάση αὐτήν τήν <<ἱερωσύνη>>, ὅλος ὁ λαός στέκεται λάτρης ἐνώπιον τοῦ Θεοῦ καί δέχεται τίς δωρεές Του.

           Πρέπει νά σημειωθεῖ, ὅμως, ὅτι κάτω ἀπό τήν ἴδια λέξη δύο πράγματα διακριτά σημαίνονται: (α) ἡ <<ἱερωσύνη>> ἐν γένει, καί (β) τό <<διακόνημα τοῦ ἱερέα>>. Ἡ διάκριση διακονημάτων εἶναι γνώρισμα τῆς Ἐκκλησίας μας. Δέν κάνουν ὅλοι τό ἴδιο πράγμα, ἀλλά ὁ καθένας ἐργάζεται <<ἐφ’ ᾦ ἐτάχθη>>. Ἡ Ἐκκλησία παρομοιάζεται μέ τό ἀνθρώπινο σῶμα, στό ὁποῖο συνυπάρχουν τά διάφορα μέλη καί συμμετέχουν στήν κοινή ζωή τοῦ σώματος. Ζωή, χωρίς ποιοτικές ἤ ποσοτικές διαφοροποιήσεις. Ὅλα συνεισφέρουν στήν εὐρωστία τοῦ σώματος. Ὅταν ἕνα ἀλγεῖ, ἀλγεῖ ὅλο τό σῶμα. Ὅταν ἕνα σταματήσει νά λειτουργεῖ, τό σῶμα σακατεύεται ἤ καί πεθαίνει. Ἐν τούτοις, κάθε μέλος λειτουργεῖ μέ τόν δικό του ἰδιάζοντα καί ἀνεξάρτητο ἀπό τή λειτουργία τοῦ ἄλλου τρόπο. Ἡ ὅραση, π.χ., δέν ἐξαρτᾶται ἀπό τή λειτουργία τοῦ αὐτιοῦ. Ὑπάρχει, βέβαια, σαφής διαβάθμιση στή σπουδαιότητα τῶν μελῶν. Ἄλλη, π.χ. ἡ σπουδαιότητα τῆς καρδιᾶς καί ἄλλη ἑνός δακτύλου. Μέσα σ’ αὐτή τή <<φυσιολογία>> τοῦ σώματος θά πρέπει νά δοῦμε καί τό <<ἱερατικό διακόνημα>>. Ἐνῶ ὅλοι οἱ βαπτισμένοι πιστοί εἶναι μέτοχοι τῆς ἱερωσύνης τοῦ Χριστοῦ, μόνο οἱ κληρικοί ἔχουν <<κληρωθεῖ>> (κληθεῖ καί χειροτονηθεῖ ἀπό τό Ἅγιο Πνεῦμα) νά προσφέρουν <<ἱερατικό διακόνημα>> μέσα στήν κοινότητα, τό ὁποῖο εἶναι αὐτοτελές καί ἀνεξάρτητο ἀπό τή λαϊκή ἱερωσύνη. Μετά τό ξεκαθάρισμα αὐτό, στό ἑξῆς θά χρησιμοποιοῦμε τή λέξη <<ἱερέας>> μόνο γιά τόν χειροτονημένο φορέα ἱερατικῆς διακονίας.  

          Ὡς ἀπόρροια τῆς εἰδικῆς κλήσεως ὁ ἱερέας ἔχει αὐξημένη εὐθύνη γιά τήν παρουσία καί τήν ἀποστολή τῆς Ἐκκλησίας μέσα στόν κόσμο. Λέει ὁ προφήτης Μαλαχίας: <<Χείλη ἱερέως φυλάξεται γνῶσιν, καί νόμον ἐκζητήσουσιν ἐκ στόματος αὐτοῦ, διότι ἄγγελος Κυρίου παντοκράτορος ἐστίν>> (β΄, 7). Ὁ ἱερέας, δηλαδή, εἶναι τηρητής, φύλακας καί διδάσκαλος τῆς πίστεως καί τοῦ ἤθους, πού μᾶς ἀποκάλυψε ὁ Θεός, διότι εἶναι ὁ κατ’ ἐξοχήν <<ἄγγελός>> Του, ὁ ἀπεσταλμένος <<πρός διακονίαν διά τούς μέλοντας κληρονομεῖν σωτηρίαν>> (πρβλ. Ἑβρ., α΄, 14). Ὅμως, ἡ χάρη τῆς χειροτονίας δέν ἐξαντλεῖται σ’ αὐτή τήν αὐξημένη εὐθύνη. Ἄλλωστε, κάθε πιστός ἔχει χρέος νά τηρεῖ, νά φυλάττει καί σέ κάποιο βαθμό νά διδάσκει, κυρίως μέ τή ζωή του, τήν ἀλήθεια. Κάποτε δέ ἐνεργεῖ ὡς ἄγγελος Κυρίου καί γίνεται ὄργανο σωτηρίας γιά κάποια ψυχή. Ἡ εἰδική χάρη τοῦ ἱερέα πάει βαθύτερα, σέ κάτι πού ὁ λαϊκός πιστός δέν μπορεῖ νά ἔχει πρόσβαση.

          Κάθε ἐκδήλωση ἐκκλησιαστικῆς ζωῆς, ὅπου γῆς, ἰδίως ἡ λατρεία καί ἡ τέλεση τῶν μυστηρίων, δέν εἶναι ἔργο κάποιων ἀνθρώπων. Εἶναι φανέρωση στόν κόσμο καί δράση ὅλης τῆς Καθολικῆς Ἐκκλησίας. Ὁ πιστός λαϊκός, κατά τήν πνευματική του εὐρωστία, ὡς μέλος αὐτῆς τῆς Ἐκκλησίας, συμ-πράττει, συν-ιερουργεῖ ὡς ἄτομο ὅμως, ἐπροσωπώντας μόνο τόν ἑαυτόν του. Ὁ ἱερέας, ἀντίθετα, στέκεται μπροστά στό Θεό καί Τοῦ προσφέρει τά εὐχαριστήρια δῶρα τῆς λατρείας, ὄχι ὡς ἄτομο μόνον, ἀλλά καί ὡς ὄργανο καί γιά λογαριασμό τῆς Καθολικῆς Ἐκκλησίας. Συγχρόνως δέ, στέκεται ἐνώπιον τῆς Καθολικῆς Ἐκκλησίας, ὄχι ὡς ἄρχων καί ἐξουσιαστής, ἀλλά ὡς ὄργανο τοῦ Θεοῦ, ὁ Ὁποῖος δέχεται τή λατρεία καί ἀντιπροσφέρει μέσω αὐτοῦ στό λαό τή Χάρη Του.

           Δέν θά ἦταν, ἴσως, ἄστοχο ἄν λέγαμε ὅτι τό ἱερατικό διακόνημα εἶναι γιά τήν Ἐκκλησία ὅ,τι ἡ λειτουργία τῆς καρδιᾶς γιά τό ἀνθρώπινο σῶμα. Κεφαλή πάντοτε εἶναι ὁ Χριστός.



Ε. Χ. Οἰκονομάκος

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου