Η ΘΑΥΜΑΣΤΗ ΥΠΟΜΟΝΗ ΤΟΥ ΟΣΙΟΥ ΠΑΥΛΟΥ ΤΟΥ ΑΠΛΟΥ
Από τον Αββά Κρόνιο, το μαθητή του Μεγάλου
Αντωνίου άκουσα την ιστορία του Παύλου, που για την ακακία και την απλότητα του
χαρακτήρος του ωνομάσθηκε «Απλούς», γράφει στ’ απομνημονεύματά του ο Παλλάδιος.
Ο Παύλος ήταν χωριάτης γεωργός. Σε μεγάλη σχετικά
ηλικία παντρεύτηκε νέα γυναίκα κι όμορφη. Όχι όμως πιστή κι ενάρετη. Πολύ καιρό
τον απατούσε με κάποιο συγχωριανό του, χωρίς εκείνος να βάζει ποτέ στο νου του
υποψίες. Κάποτε όμως την
ανακάλυψε. Δεν παραφέρθηκε, όπως θα έκανε άλλος στη
θέση του. Με σεμνό χαμόγελο στα χείλη, είπε στο παράνομο ζευγάρι:
-Πολύ καλά. Μάρτυς μου ο Θεός, δεν μ’ ενδιαφέρει
καθόλου. Ούτε αναγνωρίζω γυναίκα πια. Θα τραβήξω κι εγώ το δρόμο μου.
Χωρίς άλλη συζήτηση, βγήκε από το σπίτι του και
πήρε το δρόμο της ερήμου. Ύστερα από εξαντλητική πορεία πολλών ημερών κάτω από
τις φλογερές ακτίνες του τροπικού ηλίου, έφθασε στο όρος του Μεγάλου Αντωνίου.
Δεν άργησε ν’ ανακαλύψει και το σπήλαιο που ασκήτευε ο Όσιος. Κτύπησε ευλαβικά
την πόρτα. Ο Μέγας Ερημίτης άνοιξε. Με δύο λόγια ο Παύλος του εξήγησε γιατί
είχε φθάσει ως εκεί.
-Θέλω να γίνω Μοναχός, Αββά.
Ο Μέγας Ασκητής συνοφρυώθηκε.
-Πολύ αργά το αποφάσισες. Στην ηλικία που είσαι,
άνθρωπέ μου, δεν μπορείς να γίνεις Μοναχός και μάλιστα σε τούτη εδώ την τραχιά
έρημο. Γύρισε στον τόπο σου κι εργάσου λίγο ακόμη για να ζήσης, ευχαριστώντας
το Θεό.
-Κράτησέ με, Αββά, παρακάλεσε ο Παύλος. Σου
υπόσχομαι να κάνω ό,τι με προστάζεις.
-Σου λέω άλλη μια φορά για να το καταλάβεις: Είσαι
ηλικιωμένος πια και δεν αντέχεις στους κόπους της ερήμου. Αν επιμένεις όμως να
γίνεις Μοναχός, πήγαινε τουλάχιστον σε Κοινόβιο που η άσκηση είναι πιο ελαφρά.
Εγώ, καθώς βλέπεις, αγωνίζομαι μόνος. Τρώγω μια φορά στις πέντε μέρες και πάλι
όχι χορταστικά. Ίσα, ίσα, να μη πεθάνω από ασιτία.
Μ’ αυτά και άλλα ακόμη επιχειρήματα προσπαθούσε ο
Αντώνιος ν’ απαλλαγεί από τον ενοχλητικό επισκέπτη.
Εκείνος όμως δεν έπαυε να τον παρακαλεί. Σαν είδε
ο Όσιος πώς με λόγια δεν τον έπειθε, μπήκε στην σπηλιά του και έκλεισε ερμητικά
την πόρτα, αφήνοντας έξω το γέρο χωρικό.
-Έτσι θ’ αναγκαστεί να φύγει, συλλογίστηκε.
Τρείς μέρες έμεινε ο Αντώνιος κλεισμένος στη
σπηλιά του. Άλλες τόσες έμεινε κι ο Παύλος απ’ έξω, καθισμένος σε μια πέτρα.
Τέλος άνοιξε την πόρτα του ο Μεγάλος
Ερημίτης. Κατάπληκτος βρήκε τον Παύλο στο ίδιο μέρος να περιμένει υπομονετικά.
Τον θαύμασε, τον ευλαβήθηκε, μα δεν θέλησε να δείξει ευθύς πως υποχωρεί.
-Φύγε, επί τέλους, ευλογημένε, και μη με
στενοχωρείς. Δε μπορώ να σε κρατήσω.
Αλλά κι ο γέρο-χωρικός είχε γίνει τώρα πιο σταθερός
στην απόφασή του.
-Δεν πηγαίνω πουθενά, αποκρίθηκε. Ή με δέχεται η
αγιοσύνη σου ή μένω εδώ απ’ έξω, έως ότου με κατασπαράξουν τα θηρία. Και δώσε
τότε συ λόγο στο Θεό, Αββά.
Ο Αντώνιος δεν περίμενε ποτέ τόση αποφασιστικότητα
από έναν ηλικιωμένο γέροντα. Με μια ματιά βεβαιώθηκε πως τις τρείς εκείνες
ημέρες είχε μείνει νηστικός και διψασμένος. Τίποτε δεν είχε φέρει μαζί του.
Φοβήθηκε λοιπόν μην πεθάνει από την πείνα και το έχει βάρος στην ψυχή του. Του
είπε να περάσει στη σπηλιά. Τον έβαλε να σταθεί σε μια γωνιά και του έδειξε να
πλέκει ψαθί.
Νηστικός, κατάκοπος, αγρυπνημένος ο καϋμένος ο
γέρος, έπλεκε συνεχώς εκεί όρθιος με μεγάλη δυσκολία. Ήταν τελείως ασυνήθιστος
σε τέτοια. Ωστόσο έφτιαξε δεκαπέντε πήχες. Ο Αββάς όμως δεν εννοούσε ακόμη να
δείξει υποχώρηση.
-Τι κακοφτιαγμένο πλέξιμο είναι τούτο; Του φώναξε.
Καλά λέω εγώ πως δεν αξίζεις για τίποτε. Τι κάθεσαι και περιμένεις; Ξήλωνε κι
άρχισε άλλο.
Ο Παύλος δεν άνοιξε το στόμα του να δικαιολογηθεί.
Ξέπλεξε τη σειρά που με τόση δυσκολία είχε φτιάξει. Άρχισε με καινούργια
προσπάθεια. Τώρα όμως η δουλειά ήταν πιο ακατόρθωτη. Το χόρτο ήταν ζαρωμένο.
Ο Αντώνιος, που μ’ αυτό τον τρόπο τον δοκίμαζε,
κρυφά τον παρακολουθούσε και βεβαιώθηκε για την μεγάλη του αρετή. Ούτε
δυσαρεστήθηκε, ούτε μικροψυχία γόγγυσε, ούτε ίχνος ανυπομονησίας φάνηκε στην
έκφρασή του. Ο Παύλος με τον υπέροχο χαρακτήρα του κέρδισε από την αρχή την
εκτίμηση και την ιδιαίτερη εύνοια του Μεγάλου Αντωνίου.
Όταν πια έδυσε ο ήλιος αποφάσισε να τον ρωτήσει:
-Θέλεις να φάμε λίγο ψωμί, παππούλη;
Το «παππούλη» του το έλεγε συχνά κοροϊδευτικά.
-Όπως ορίσεις, Αββά.
Τόσες μέρες νηστικός, σκέφτηκε με απορία ο
Αντώνιος, και ούτε σημάδι λαιμαργίας.
-Βάλε τράπεζα, τον πρόσταξε.
Ο Παύλος έστρωσε το τραπέζι. Ο Αντώνιος έφερε
τέσσερα παξιμάδια, ένα για τον εαυτό του και τρία για τον καινούργιο υποτακτικό
του. Προτού αρχίσουν φαγητό, ο Όσιος είπε όσο πιο αργά μπορούσε –εξακολουθούσε
η δοκιμασία- δώδεκα ψαλμούς. Παρατηρούσε όμως και τον Παύλο. Τον είδε πώς
προσευχόταν με μεγάλη προθυμία.
Είχε πια νυκτώσει, όταν κάθισαν στην τράπεζα. Ο
Αντώνιος τέλειωσε με το παξιμάδι γρήγορα και περίμενε τον Παύλο που έτρωγε πιο
αργά. Αλλά κι εκείνος έφαγε ένα και σταμάτησε.
-Φάγε, παππούλη, και τ’ άλλα παξιμάδια, είπε ο
Όσιος.
-Αν φάγεις άλλο συ, θα φάγω κι εγώ.
-Σε μένα αρκεί ένα. Είμαι μοναχός.
-Τότε αρκεί και σε μένα, είπε ο Παύλος. Κι εγώ
θέλω να γίνω μοναχός.
Μετά το δείπνο είπε ο Αντώνιος τους συνηθισμένους
δώδεκα ψαλμούς και δώδεκα ευχές και πήγαν ν’ αναπαυθούν λίγο, για να σηκωθούν
πάλι τα μεσάνυκτα να συνεχίσουν την προσευχή τους ως το πρωί.
Όταν είδε ο Όσιος πώς ο γέροντας τον μιμήθηκε σε
όλα με ζήλο νεανικό, ύστερα από μερικές εβδομάδες του είπε:
-Πιστεύω, αδελφέ, να κατάλαβες τώρα καλά πως
πολιτεύομαι εδώ στην έρημο. Αν νομίζεις πως μπορείς να κάνης την ίδια ζωή,
μείνε μαζί μου.
-Δεν ξέρω αν έχεις να μου δείξεις τίποτε
περισσότερο αργότερα, Αββά, αποκρίθηκε ο Παύλος. Αυτά που είδα έως σήμερα, τα
κάνω μ’ ευκολία.
Έτσι ο Όσιος τον έκανε καλόγερο. Τον βοήθησε να
φτιάξει μια δική του καλύβη από καλάμια, σε κάποια απόσταση από το σπήλαιο.
-Τώρα, με τη βοήθεια του Θεού, έγινες πια
καλόγηρος, του είπε. Μείνε λοιπόν μόνος στην καλύβα σου για να δοκιμάσεις και
των δαιμόνων τους πειρασμούς. Έτσι θα γίνεις πιο γενναίος και πιο έμπειρος
στους πνευματικούς αγώνας.
Ο απλοϊκός γέροντας αγωνίστηκε αλήθεια πολύ
σκληρά. Με την υπομονή του όμως και την ταπεινοσύνη του κατόρθωσε να φθάσει σε
μεγάλα μέτρα αρετής και να πάρει πολλά χαρίσματα από το Θεό. Να θεραπεύει
ψυχικές και σωματικές αρρώστιες και να διώχνει τα πονηρά πνεύματα.
Κάποτε οδήγησαν οι γονείς του ένα νέο που
βασανιζόταν από φοβερό δαιμόνιο στο σπήλαιο του Μεγάλου Αντωνίου και τον
παρακαλούσαν να τον θεραπεύσει. Ο Όσιος τους έστειλε στον Αββά Παύλο.
-Εκείνος, είπε, έχει πάρει το χάρισμα από τον Θεό
να διώχνει δαιμόνια.
Για να μην αρνηθεί ο Παύλος, πήγε μόνος του ως την
καλύβη ο Όσιος.
-Αββά Παύλε, του είπε, ελευθέρωσε το πλάσμα του
Θεού από του σατανά την εξουσία, για να ευγνωμονεί τον Κύριο σ’ όλη του τη ζωή.
-Εσύ γιατί δεν τον θεραπεύεις, Πάτερ; Ρώτησε μ’
απορία ο Παύλος.
-Δεν ευκαιρώ τώρα, δικαιολογήθηκε ο Αντώνιος κι
έφυγε βιαστικά.
Ο απλούς Παύλος κύτταξε με συμπάθεια τον
βασανισμένο νέο. Έκανε μέσα του θερμή προσευχή και είπε στο δαιμόνιο:
-Ο Αββάς Αντώνιος σε προστάζει να φύγεις από τον
άνθρωπο και να μη τον ξαναενοχλήσεις.
Το δαιμόνιο αγρίεψε και με τρομακτικές κραυγές
έβριζε τον Αντώνιο. Ο Παύλος έβγαλε την μηλωτή που του είχε χαρίσει ο Όσιος και
χτυπώντας μ’ αυτή τον άρρωστο ελαφρά στην πλάτη, εξακολουθούσε να λέει:
-Ο Αββάς μου σε προστάζει να φύγεις από τον
άνθρωπο.
Το πονηρό πνεύμα, όχι μόνο δεν εννοούσε να
υπακούσει, αλλά έγινε τώρα πιο επιθετικό. Χαλούσε τον κόσμο από τις φωνές και
το θόρυβο.
Αλλά κι ο Παύλος θύμωσε πιο πολύ μαζί του. Ανέβηκε
σε μια μεγάλη πέτρα, κάτω από τον ανυπόφορο ήλιο του καλοκαιριάτικου μεσημεριού
και προσευχήθηκε, μ’ αυτά τα απλά, αλλά γεμάτα πίστη λόγια, στο Θεό:
-Κύριε, γνωρίζεις πώς πήρα την απόφαση να μην
κατέβω από τούτη την πέτρα, αν δεν ελευθερώσεις το πλάσμα Σου από την εξουσία
του διαβόλου.
Αυτή η προσευχή έφερε αποτέλεσμα. Το πονηρό πνεύμα
φώναξε, σαν να μαστιγωνόταν από αόρατη δύναμη:
-Φεύγω, φεύγω. Μ’ νίκησε η προσευχή του Παύλου.
Μ’ αυτά τα λόγια ελευθέρωσε το νέο από τη
βασανιστική του εξουσία.
Από το «Γεροντικόν».
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου