Πέμπτη 8 Οκτωβρίου 2015

ΣΧΟΛΙΑΣΜΟΣ ΤΗΣ ΕΙΣΗΓΗΣΕΩΣ ΤΟΥ ΣΕΒ. ΜΗΤΡ. ΓΕΡΟΝΤΟΣ ΠΕΡΓΑΜΟΥ κ. ΙΩΑΝΝΟΥ

        

“.. προβάλλεται ἀπό τόν Περγάμου ἡ ἄποψη ὅτι ὁ Παπισμός δέν εἶναι αἵρεση, ἐπειδή δέν ἔχει καταδικασθεῖ ἐπισήμως ἀπό καμμία Σύνοδο τῆς Ἐκκλησίας μας. Πρόκειται, βεβαίως, γιά ἐπιχείρημα παντελῶς ἀνυπόστατο καί ἀνακριβές, ἀφοῦ μία σειρά ἀπό Συνόδους Οἰκουμενικές καί Τοπικές, Ἁγίους καί Πατέρες τῆς Ἐκκλησίας, Θεολόγους, Κανονολόγους, Κληρικούς, συγχρόνους Γέροντες, Ἱεράρχες καί ἀκαδημαϊκούς θεολόγους ἔχουν καταδικάσει τίς κακοδοξίες καί τίς αἱρετικές πλάνες τῶν παπικῶν[1]. Εἶναι δέ χαρακτηριστικό ὅτι δέν ὑπάρχει ΚΑΝΕΙΣ Ἅγιος τῆς Ἐκκλησίας μας, πού νά μην καταδικάζει τόν παπισμό..”

Ἐν Πειραιεῖ                             πρωτοπρεσβ. π. Ἄγγελος Ἀγγελακόπουλος     7-10-2015          ἐφημ. Ἱ. Ν. Ἁγίας Παρασκευῆς Νέας Καλλιπόλεως Πειραιῶς

 ΠΕΡΙ ΤΗΣ ΠΟΡΕΙΑΣ ΤΟΥ ΕΠΙΣΗΜΟΥ ΘΕΟΛΟΓΙΚΟΥ ΔΙΑΛΟΓΟΥ ΟΡΘΟΔΟΞΩΝ ΚΑΙ ΠΑΠΙΚΩΝ

ΠΡΟΣ ΤΗΝ ΣΥΝΑΞΙΝ ΤΗΣ ΙΕΡΑΡΧΙΑΣ ΤΟΥ ΟΙΚΟΥΜΕΝΙΚΟΥ ΘΡΟΝΟΥ

οἰκουμενιστής Σεβ. Μητρ. Γέρων Περγάμου κ. Ἰωάννης Ζηζιούλας στήν εἰσήγησή του[2], πού ἐξεφώνησε στίς 30-8-2015, ἐνημέρωσε τήν Σύναξη τῆς Ἱεραρχίας τοῦ Θρόνου γιά τήν πορεία τοῦ ἐπισήμου Θεολογικοῦ Διαλόγου τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας μετά τῆς αἱρέσεως τοῦ Παπισμοῦ.
Ἀφοῦ ἔκανε ἀναφορά στίς συναντήσεις τῆς Μικτῆς Θεολογικῆς Ἐπιτροπῆς (Ἱ. Μ. Ἁγίου Ἰωάννου τοῦ Θεολόγου Πάτμος, Πεντηκοστή τοῦ 1980, Μόναχο 1982, Μπάρι 1987, Νέο Βάλαμο 1988, Φρέισινγκ 1990, Μπάλαμαντ 1993, Βαλτιμόρη ΗΠΑ 2000, Βελιγράδι 2006, Ραβέννα 2007, Βιέννη 2010, Ἀμμάν Ἰορδανίας 2014, Ρώμη 2015), μᾶς παρεῖχε τήν πολύ σημαντική πληροφορία, ὅτι μέ πρωτοβουλία τοῦ ἰδίου τοῦ Περγάμου ὑπογράφτηκε ἀπό ὅλους τούς Προκαθημένους τῶν Ὀρθοδόξων Ἐκκλησιῶν ἕνα Μνημόνιο. Γράφει ὁ ἴδιος : «Τότε (τό 2005) ἐκλήθῃ ἡ ταπεινότης μου ὑπό τοῦ Παναγιωτάτου ὅπως ἀναλάβῃ τήν συμπροεδρίαν τῆς Ἐπιτροπῆς τοῦ Διαλόγου, ὅπερ μετά πολλοῦ δισταγμοῦ ἀπεδέχθην ὑπείκων εἰς τήν ἐντολήν τῆς Ἐκκλησίας. Γνωρίζων ὅμως τάς παγίδας, τάς ὁποίας ἡ δύσκολος αὕτη ἀποστολή θά ἠδύνατο νά περιέχη, παρεκάλεσα ὅπως ἰσχύσουν αἱ ἀκόλουθαι τρεῖς προϋποθέσεις : α) ἡ ἐπανέναρξις τοῦ διαλόγου νά γίνῃ τῇ συμφωνίᾳ ὅλων τῶν Ὀρθοδόξων Ἐκκλησιῶν, β) τό θέμα τοῦ διαλόγου (περί πρωτείου) νά τύχῃ ἐπίσης τῆς ἐγκρίσεως ὅλων τῶν Ὀρθοδόξων Ἐκκλησιῶν, τοῦ προβλήματος τῆς Οὐνίας μέλλοντος νά ἐξετασθῇ εἰς τά πλαίσια τοῦ θέματος τούτου, καί γ) ὅλαι αἱ Ὀρθόδοξαι Ἐκκλησίαι νά δεσμευθοῦν ὅτι θά ἀποστέλλουν ἀντιπροσώπους εἰς τήν Ἐπιτροπήν τοῦ Διαλόγου καί θα φιλοξενοῦν αὐτήν, ὁσάκις εἶναι ἀναγκαῖον. Αἱ προϋποθέσεις αὗται περιελήφθησαν εἰς Μνημόνιον, τό ὁποῖον ὑπεγράφη ὑφ’ὅλων τῶν Προκαθημένων τῶν Ὀρθοδόξων Ἐκκλησιῶν, τούς ὁποίους ἐπεσκέφθην. Οὕτω, ἡ ἐπανέναρξις τοῦ Διαλόγου διά τοῦ συγκεκριμένου θέματος ἐγένετο κατόπιν πανορθοδόξου συμφωνίας, γεγονός τό ὁποῖον ἐνέχει ἰδιαιτέραν σπουδαιότητα». Βεβαίως, ὁ ἰσχυρισμός τοῦ Περγάμου περί πανορθοδόξου συμφωνίας καταρρίπτεται ἀπό τά ἐν συνεχείᾳ λεγόμενα του, σύμφωνα μέ τά ὁποία «…ἡ Ἐκκλησία τῆς Βουλγαρίας μόνον ἀμελεῖ εἰς τήν ἀποστολήν ἀντιπροσώπων τά τελευταῖα ἔτη, ἀλλά δέν ἀπεχώρησεν ἐπισήμως ἐκ τοῦ Διαλόγου».
Στη συνέχεια κάνει ἐκτενῆ ἀναφορά στό κείμενο τῆς Ραβέννας (2007), ἀσκώντας δριμύα κριτική στήν Ρωσσική Ἐκκλησία γιά τήν ἀρνητική στάση της ἐπί τοῦ κειμένου. Γράφει : «Τό κείμενο τῆς Ραβέννας, παρά τήν θετικήν σημασίαν του διά τούς Ὀρθοδόξους, δἐν ἐγένετο δεκτόν ἀνεπιφυλάκτως ὑπό τῆς Ρωσσικῆς Ἐκκλησίας, τῆς ὁποίας ἡ ἀντιπροσωπεία εἶχεν ἀποχωρήσει πρό τῆς ἐνάρξεως τῶν ἐργασιῶν τῆς Ἐπιτροπῆς λόγῳ τῆς συμμετοχῆς εἰς αὐτάς ἀντιπροσώπων τῆς Ἐκκλησίας τῆς Ἐσθονίας, τήν ὁποίαν τό Πατριαρχεῖον Μόσχας δέν ἀναγνωρίζει ὡς αὐτόνομον. Ὁ λόγος διά τήν ἀρνητικήν ἔναντι τοῦ κειμένου τούτου στάσιν τῆς Ρωσσικῆς Ἐκκλησίας ἔγκειται εἰς τό ὅτι τό κείμενον περιέχει παράγραφον ἐγκριθεῖσαν ὑφ’ὅλων τῶν Ὀρθοδόξων ἀντιπροσωπειῶν ἐν Ραβέννᾳ κατά τήν ὁποίαν μετά τό Σχῖσμα τοῦ 1054 ὅλαι αἱ Ὀρθόδοξαι Ἐκκλησίαι ἐθεώρουν ὡς κέντρον τῆς ἑνότητος αὐτῶν τήν Ἐκκλησίαν Κωνσταντινουπόλεως καί πρῶτον ἐπίσκοπον τόν Οἰκουμενικόν Πατριάρχην. Τήν παράγραφον ταύτην εἶχεν ἤδη ἀπορρίψει ὁ ἐκπρόσωπος τοῦ Πατριαρχείου Μόσχας, ὅταν διά πρώτην φοράν προετάθη αὕτη κατά τήν ἐν Βελιγραδίῳ συνάντησιν τῆς ὁλομελείας τῆς Ἐπιτροπῆς (2006), πλήν ὅλαι αἱ λοιπαί Ὀρθόδοξαι ἀντιπροσωπεῖαι συνεφώνησαν ὅπως περιληφθῇ εἰς τό τελικόν κείμενον τόσον ἐν Βελιγραδίῳ ὅσον καί ἐν Ραβέννᾳ.
Ἡ στάσις αὕτη τοῦ Πατριαρχείου Μόσχας, ἡ ὁποία καί ὡδήγησεν εἰς τήν ἔκδοσιν εἰδικοῦ κειμένου τοῦ Πατριαρχείου τούτου περί τοῦ πρωτείου, ἀποσταλλέντος εἰς ὅλας τάς Ὀρθοδόξους Ἐκκλησίας, μαρτυρεῖ ὅτι τό ἐνδιαφέρον τῆς Ἐκκλησίας ταύτης δέν ἔγκειται τόσον εἰς τήν ἀμφισβήτησιν τοῦ πρωτείου τοῦ Πάπα ὅσον τοῦ τῆς Κωνσταντινουπόλεως. Εἰς δημοσίαν, ἄλλωστε, συζήτησιν κατά τήν συνάντησιν τῆς ὁλομελείας τῆς Ἐπιτροπῆς ἐν Ἀμμάν τό παρελθόν ἔτος (2014) ὁ Μητροπολίτης Βολοκολάμσκ κ. Ἱλαρίων ἐδήλωσεν ἀπεριφράστως ὅτι τό πρωτεῖον τοῦ Κωνσταντινουπόλεως δέν στηρίζεται οὔτε ἐπί θεολογικῆς οὔτε ἐπί κανονικῆς βάσεως (!), ὡσάν αἱ θεσπίσασαι αὐτό Οἰκουμενικοί Σύνοδοι νά μήν ἔχουν οὔτε θεολογικήν οὔτε κανονική αὐθεντίαν.
Ὑπό τήν σκιάν ὅλων αὐτῶν τῶν ἐξελίξεων ἡ Ἐπιτροπή προσεπάθησε νά προχωρήσῃ τό θέμα τοῦ πρωτείου εἰς τάς ἑπομένους συνεδρίας τῆς ἐν Βιέννῃ (2010) καί Ἀμμάν τῆς Ἰορδανίας (2014) χωρίς νά κατορθώσῃ νά ἐκδώσῃ κοινόν κείμενον. Ἀρχικῶς ἠσχολήθη μέ τό ἐρώτημα περί τοῦ πρωτείου τῆς Ρώμης κατά τήν πρώτην χιλιετίαν, κατά τήν ὁποίαν αἱ δύο Ἐκκλησίαι ἦσαν ἡνωμέναι, ἀλλ’ἀπεδείχθη ὅτι αἱ δύο πλευραί ἡρμήνευον τά ἱστορικά γεγονότα κατά διάφορον τρόπον καί δέν ἠδύνατο νά ἐπιτευχθῇ συμφωνία. Κατόπιν τούτου ἀπεφασίσθη ὅπως ἐξετασθῇ τό θέμα ἐξ ἐπόψεως θεολογικῆς (ἐκκλησιολογικῆς), ἀλλά καί ἐπ’αὐτοῦ δέν κατέστη δυνατόν νά συνταχθῇ κοινῶς ἀποδεκτόν κείμενον κατά τήν ἐν Ἀμμάν συνέλευσιν, τήν φοράν αὐτήν ἐξ ἀφορμῆς τῆς ἀρνήσεως τῆς Ρωσσικῆς ἀντιπροσωπείας νά δεχθῇ οἱανδήποτε θεολογικήν θεμελίωσιν τοῦ πρωτείου ἐπί οἰκουμενικοῦ ἐπιπέδου διά τούς λόγους τούς ὁποίους ἤδη ἐξέθεσα. Οὕτω ἀνετέθη εἰς τήν Συντονιστικήν Ἐπιτροπήν τοῦ Διαλόγου νά ἐπιχειρήσῃ τήν σύνταξιν νέου κειμένου, τό ὁποῖον θά ἔλθῃ πρός συζήτησιν καί ἔγκρισιν εἰς τήν ὁλομέλειαν τῆς Ἐπιτροπῆς κατά τό προσεχές ἔτος ἐν Ρώμῃ».
Τό συμπέρασμα ἐκ τῶν ἀνωτέρω εἶναι ὅτι ἔχουμε - φανερά τουλάχιστον - δύο Ἐκκλησίες, τήν Ρωσσική καί τήν Βουλγαρική, πού ἀντιδροῦν - μέ τόν τρόπο τους - στόν διεξαγόμενο διάλογο μέ τούς Παπικούς, πρᾶγμα πού βάζει βόμβα στά θεμέλια τῶν δῆθεν πανορθοδόξων ἀποφάσεων καί συμφωνιῶν καί προδικάζει τό μέλλον τοῦ διαλόγου.
Κατόπιν, ὁ Περγάμου περιγράφει στήν εἰσήγησή του τίς δυσκολίες τοῦ διαλόγου. Γράφει : «… 2. Ἡ ἄχρι τοῦδε πορεία τοῦ Διαλόγου κατέδειξεν ὅτι ἐπί τοῦ θέματος τοῦ πρωτείου ὑφίστανται, ἀτυχῶς, καί ἐνδοορθόδοξοι διαφοροποιήσεις. Τοῦτο κυρίως προέρχεται ἐκ τῶν προσπαθειῶν τοῦ Πατριαρχείου Μόσχας ὅπως ὑποβαθμίσῃ τό πρωτεῖον τοῦ Κωνσταντινουπόλεως, πρᾶγμα τό ὁποῖον φέρει εἰς δυσχερῆ θέσιν καί τήν Ρωμαιοκαθολικήν πλευράν ἀναμένουσαν τούς Ὀρθοδόξους νά ἐπιλύσουν τάς διαφοράς των, διά νά προχωρήσῃ ὁ Διάλογος. Τοῦτο κατέστη ἰδιαιτέρως ἐμφανές κατά τήν συνάντησιν τῆς ὁλομελείας ἐν Ἀμμάν τό παρελθόν ἔτος. Ἡ ἀπειλή τοῦ ἐκπροσώπου τοῦ Πατριαρχείου Μόσχας ὅτι θά ἀπεχώρει τοῦ Διαλόγου, ἐάν δέν ἐγένοντο δεκταί αἱ θέσεις του, ἠνάγκασε τήν Ρωμαιοκαθολικήν πλευράν νά συνταχθῇ ἐν τέλει πρός τήν θέσιν τοῦ Πατριαρχείου Μόσχας εἰς βάρος τοῦ Οἰκουμενικοῦ Πατριαρχείου. Ἡ εἰκών μιᾶς διῃρημένης Ὀρθοδοξίας ἐντός τοῦ Διαλόγου βλάπτει ἀσφαλῶς τήν ἡμετέραν Ἐκκλησίαν. Δυστυχῶς, οὔτε αἱ ἰδιαίτεραι Ὀρθόδοξοι συναντήσεις πρό τῆς ἐνάρξεως τῶν κοινῶν συναντήσεων δέν βοηθοῦν, διότι καί κατ’αὐτάς παρατηρεῖται ἐμμονή εἰς τάς αὐτάς ἀπόψεις.
3. Ἐκτός τῶν ἔνδοθεν τῆς Ἐπιτροπῆς τοῦ Διαλόγου δυσκολιῶν ἡ ἔξωθεν πολεμική δημιουργεῖ δυσκολίας εἰς τήν ἀπήχησιν τῶν κειμένων τοῦ Διαλόγου εἰς τό πλήρωμα τῆς Ἐκκλησίας. Ἐνῷ τά ἑκάστοτε ἐγκρινόμενα κείμενα ἀποστέλλονται καθηκόντως εἰς τάς ἐκκλησιαστικάς ἀρχάς τῶν κατά τόπους Ὀρθοδόξων Ἐκκλησιῶν πρός μελέτην καί ἀξιολόγησιν, οὐδέποτε σχεδόν προωθοῦνται ταῦτα εἰς τάς Θεολογικάς Σχολάς ἤ ἄλλους ἁρμοδίους νά ἐκφέρουν περί αὐτῶν τήν γνώμην τῶν παραμένοντα συνήθως ἀναξιοποίητα εἰς τά ἀρχεῖα τῶν Γραφείων.
Ἀντί μιᾶς σοβαρᾶς μελέτης καί ἀξιολογήσεως τῶν κειμένων τούτων ὑπό εἰδημόνων ἀναπτύσσεται καί κυκλοφορεῖ διά τοῦ διαδικτύου μία ἀκατάσχετος πολεμική κατά τοῦ Διαλόγου καί τῶν διεξαγόντων αὐτόν, ἡ ὁποία ἐνίοτε ὑπερβαίνει κάθε ὅριον εὐπρεπείας καί ἀντικειμενικότητος. Οὕτω, διαδίδεται ὅτι ἡ ἕνωσις τῶν Ἐκκλησιῶν ἐπίκειται ἤ ἔχει ἤδη μυστικῶς ὑπογραφῆ (!), ὡς ἐάν ἡ Ἐπιτροπή τοῦ Διαλόγου θά ἠδύνατο νά ὑπογράψῃ ἕνωσιν, πρᾶγμα τό ὁποῖον μόνον αἱ ἁρμόδιαι ἐκκλησιαστικαί ἀρχαί δύνανται νά πράξουν, δοθέντος ὅτι ὁ Διάλογος ἔχει καθαρῶς συμβουλευτικόν χαρακτῆρα.
Εἰς τήν προσπάθειαν κατασυκοφαντήσεως τοῦ Διαλόγου καλλιεργεῖται σκοπίμως, ἰδιαιτέρως εἰς ἁπλοῦς πιστούς, μοναχούς κ.λ.π. ὁ φόβος ὅτι διά τοῦ διαλόγου ἐπιχειρεῖται ἡ καθυπόταξις τῆς Ὀρθοδοξίας εἰς τόν Πάπαν, ὡς ἐάν ἡ ἀλήθεια νά ἐκινδύνευεν ἀπό τόν διάλογον. Καί ταῦτα ἄνευ προσκομίσεως οἱασδήποτε ἀποδείξεως ὅτι οἱ διεξάγοντες τόν διάλογον Ὀρθόδοξοι ἀπεμακρύνθησαν κατά τι ἐκ τῆς πίστεως τῆς Ἐκκλησίας των.
… Εἰς τά πλαίσια τῆς ἐκστρατείας ταύτης κατά τοῦ συγκεκριμένου Διαλόγου ἀναπτύσσονται καί περίεργοι καί καινοφανεῖς θεολογικαί ἀπόψεις, ὡς ὅτι ἡ εὐχαριστιακή θεολογία, τῆς ὁποίας ὑποστηρικταί ὑπῆρξαν διαπρεπεῖς Ὀρθόδοξοι θεολόγοι (Atanasiev, Florovsky, Schmeman κ.ἄ) εἶναι αἵρεσις(!)».  
Σχολιάζοντας τό τελευταῖο σημεῖο, θά πρέπει νά ἀναφερθεῖ ὅτι ἡ προσωπική ἄποψη τοῦ Atanasiev περί «εὐχαριστιακῆς θεολογίας» ἔχει προσβληθεῖ καί αἰχμαλωτισθεῖ ἀπό τήν παπική ἐκκλησιολογία. Ἡ θέση του αὐτή καθόλου δέν ἀπηχεῖ τήν Ὀρθόδοξη ἐκκλησιολογία, ἀλλά μᾶλλον τήν παπική τοιαύτη, τήν ὁποία ὅλως ἀτυχῶς προσπαθεῖ νά ἐφαρμόσει στήν Ὀρθόδοξη. Ἡ προσπάθεια αὐτή τοῦ Atanasiev δέν θά πρέπει νά μᾶς ξενίζει, διότι Ρῶσος πρεσβύτερος Νικόλαος Atanasiev[3] στίς ἀρχές τοῦ 20ου αἰώνα καθιέρωσε πρῶτος τόν ὄρο “εὐχαριστιακή ἐκκλησιολογία” καί τήν καινοφανή περί αὐτῆς διδασκαλία. Αὐτός ὑποστήριζε ὅτι ὅλες οἱ ἐκκλησίες, πού ἔχουν ἀποστολική διαδοχή (ἄρα καί οἱ αἱρετικοί παπικοί!) καί τελοῦν τό μυστήριο τῆς Θείας Εὐχαριστίας, ἔχουν τήν πληρότητα τῆς Μιᾶς, Ἁγίας, Καθολικῆς καί Ἀποστολικῆς Ἐκκλησίας, καί ὅτι εἶναι ἑνωμένες μεταξύ τους μέ τήν ἀγάπη, τήν ἀγάπη ὅλων τῶν Ἐκκλησιῶν γιά τήν κάθε τοπική καί τῆς κάθε τοπικῆς γιά ὅλες τίς ἄλλες. Τή θεωρία αὐτή τήν ἐπεξέτεινε ὁ γνωστός Ἀλέξανδρος Σμέμαν, ὁ ὁποῖος προσπάθησε νά ἀναδείξει τή λειτουργική κρίση στό χῶρο τῆς Ἐκκλησίας καί τούς τρόπους μέ τούς ὁποίους αὐτή μπορεῖ νά ἀντιμετωπιστεῖ. Ἡ «εὐχαριστιακή ἐκκλησιολογία» ἑπομένως, ἐρχόταν νά δώσει λύση στό ἀκανθῶδες πρόβλημα τῶν θεολογικῶν δογμάτων, πού ὁδήγησαν στό Σχίσμα τοῦ 1054, καί πού δέν θά ἦταν ποτέ δυνατόν νά γίνουν δεκτά ἀπό καμμία πλευρά. Ἡ θεωρία αὐτή συμβίβασε τά ἀσυμβίβαστα, καί ἔδωσε ἔτσι τήν εὐκαιρία στόν μέγα οἰκουμενιστή Πατριάρχη κυρό Ἀθηναγόρα νά δηλώνει προκλητικά τή δεκαετία τοῦ ’60, ὅπως παραμεριστοῦν τά δόγματα πρός χάριν τοῦ «διαλόγου τῆς ἀγάπης»[4]. Τό ἐντυπωσιακό στήν ὅλη ὑπόθεση εἶναι πώς, δεκαετίες πρίν τόν κυρό Ἀθηναγόρα, τήν ἴδια ἐκτίμηση ἔκανε καί ὁ Νικόλαος Atanasiev, ὁ ὁποῖος ἐφηῦρε τό στοιχεῖο τῆς ἑνότητας μέσα ἀπό τήν Θεία Εὐχαριστία, μέ τήν κάθε Ἐκκλησία νά κρατάει τά δόγματα γιά τόν ἑαυτό της. Ἄρα, ἀπώτερος σκοπός τῆς ἐμπνεύσεως τοῦ Atanasiev ἦταν νά διευκολυνθεῖ –κατ' αὐτόν τόν ἀντιπαραδοσιακό τρόπο- ἡ «ἕνωση τῶν ἐκκλησιῶν»! Τό ‘Κείμενο τῆς Ραβέννας’ εἶναι καρπός τῆς αἱρετικῆς θεωρίας περί ‘εὐχαριστιακῆς ἐκκλησιολογίας', ἡ ὁποία εἶναι ἐφεύρημα τῶν Atanasiev καί Περγάμου. Ἡ συμβολή τοῦ Περγάμου ἔγκειται στό γεγονός ὅτι ἔρχεται σέ μιά κρίσιμη καμπή, ἀμέσως μετά τήν ἀποδοχή τῆς αἱρετικῆς θεωρίας περί ‘εὐχαριστιακῆς ἐκκλησιολογίας' ἀπό τή Β΄ Βατικανή Σύνοδο, νά ὁλοκληρώσει αὐτό, πού ξεκίνησε ὁ Atanasiev, πρός τήν κατεύθυνση, πού ἐπιθυμεῖ τό Βατικανό. Δηλαδή στό κενό, πού ἄφησε ἡ θεωρία τοῦ  Atanasiev καί ἀφοροῦσε τό (παγκόσμιο) πρωτεῖο τοῦ Πάπα, τήν ἐργολαβική διεκπεραίωση τοῦ ὁποίου ἀνέλαβε προθύμως ὁ Περγάμου! Κι αὐτό φαίνεται ἰδιαιτέρως στό ‘Κείμενο τῆς Ραβέννας’ (2007), τό ὁποῖο μπορεῖ νά ἔχει ὡς βάση του τή θεωρία τοῦ Atanasiev, ἡ τελική διαμόρφωση του, ὅμως, ὀφείλεται στόν Περγάμου, πού, μέ τή σειρά του, μέ μιά ‘ἔξοχη’ μεταπατερική, ἤ μᾶλλον μετά-ἀποστολική μαεστρία καί μέ ἕνα ἐντελῶς αὐθαίρετο τρόπο, μεταβάλλει τή διάταξη τοῦ 34ου Ἀποστολικοῦ Κανόνα, πού κάνει λόγο γιά «πρῶτο τῆ τάξει σέ ἐπαρχιακό (τοπικό) ἐπίπεδο», καί τήν ἐπεκτείνει σέ διοίκηση «παγκοσμίου ἐπιπέδου»[5]!
Ἀπό τά ἀνωτέρω καταλαβαίνει κανείς ὅτι ἡ «εὐχαριστιακή θεολογία» εἶναι αἵρεση καί περίεργη καί καινοφανής θεολογική ἄποψη.
Ἐπίσης, ὁ Περγάμου στήν εἰσήγησή του δήλωσε ὅτι  : «Εἰς τά πλαίσια τῆς ἐκστρατείας ταύτης κατά τοῦ συγκεκριμένου Διαλόγου ἀναπτύσσονται καί περίεργοι καί καινοφανεῖς θεολογικαί ἀπόψεις, ὡς ... ὅτι ἡ Ρωμαιοκαθολική Ἐκκλησία δέν πρέπει νά καλῆται «Ἐκκλησία».
Ἐπί τοῦ τελευταίου τούτου σημείου θά ἀπητεῖτο διά τήν ἐκκλησιολογικήν ἀνάλυσιν τοῦ θέματος χρόνος, τόν ὁποῖον δέν διαθέτομεν ἐνταῦθα. Περιοριζόμεθα μόνον εἰς τήν παρατήρησιν ὅτι :
α) Οὐδέποτε ἀπό τοῦ Σχίσματος μέχρι τοῦδε ἡ Ὀρθόδοξος Ἐκκλησία προέβη εἰς ἐκλογήν ἐπισκόπου Ρώμης εἰς ἀντικατάστασιν τοῦ Ρωμαιοκαθολικοῦ Πάπα. Δέν θά ἔπρεπε νά θεωρήσῃ κενήν καί νά πληρώσῃ τήν ἐπισκοπήν ταύτην, ἐάν δέν ἀνεγνώριζεν τόν ἑκάστοτε πάπαν τῆς Ρώμης; (Ὁμιλοῦμεν περί τῆς ἐπισήμου Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας καί ὄχι περί προσώπων, τά ὁποία ἐνεργοῦν ἀτομικῶς). Ὄχι μόνο δέν ἔπραξε τοῦτο ἐπί χίλια ἔτη ἡ Ὀρθόδοξος Ἐκκλησία, ἀλλά καί διά στόματος διαπρεπῶν ὁμολογητῶν τῆς πίστεώς μας, ὡς ὁ ἀρχιεπίσκοπος Θεσσαλονίκης Βασίλειος ὁ Ἀχριδηνός τόν 13ο αἰῶνα, ὁ Ἅγιος Μᾶρκος ὁ Εὐγενικός καί ὁ Γεννάδιος Σχολάριος τόν 15ο αἰῶνα (ἀρκεῖ ἁπλῆ ἀνάγνωσις τῆς προσφωνήσεως τοῦ Ἁγίου Μάρκου πρός τόν Πάπαν κατά τήν Σύνοδον τῆς Φερράρας Φλωρεντίας ὡς «Πατέρα τῆς κατά τήν οἰκουμένην Ἐκκλησίας», ὁ ὁποῖος συνήγαγε τά τέκνα του ἀπό περάτων τῆς οἰκουμένης κ.λ.π.) ἔδιδε τήν ἀκριβῆ εἰκόνα περί τοῦ πῶς ἔβλεπεν ἡ Ὀρθόδοξος Ἐκκλησία τόν ἐπίσκοπον Ρώμης κατά τήν δευτέραν χιλιετίαν. Τοῦτο παρά τό ὅτι ἐστηλιτεύετο τό Filioque ὡς αἱρετικόν. Τοῦτο ἄς μή μᾶς ἐκπλήττῃ. Ἄς μή λησμονῶμεν ὅ,τι ἴσχυεν εἰς τήν ἀρχαίαν Ἐκκλησίαν : ὁ Ἅγιος Κύριλλος Ἀλεξανδρείας, ἐπί παραδείγματι, ἐκατηγόρει δημοσίᾳ τόν Νεστόριον ὡς αἱρετικόν, ἀλλά συγχρόνως τοῦ ἀπηύθυνεν ἐπιστολάς, εἰς τάς ὁποίας σταθερῶς τόν ἀπεκάλει «ἀδελφόν καί συλλειτουργόν». Ἀκόμη καί ὅταν ὑπό τήν προεδρίαν του Σύνοδος τῆς Ἀλεξανδρείας τόν ἀνεθεμάτισεν ἐξηκολούθη νά ἀπευθύνηται πρός αὐτόν μέ τόν ἴδιον τρόπον, μόνον δέ ὅταν ἡ Γ΄ Οἰκουμενική Σύνοδος τόν κατεδίκασεν ἔπαυσε νά τόν προσφωνῇ ὡς «ἀδελφόν καί συλλειτουργόν» (θά ὠφελοῦσε πολύ καί πολλούς ἡ ἀνάγνωσις τῆς σχετικῆς ἀλληλογραφίας εἰς τά Πρακτικά τοῦ MANSI). Ὅλοι δυνάμεθα νά χαρακτηρίζωμεν ἄλλους ὡς αἱρετικούς, ἀλλά μόνον Σύνοδος, καί μάλιστα οἰκουμενική, ἔχει τό δικαίωμα νά τούς θέσῃ ἐκτός τῆς Ἐκκλησίας (βλ. καί 6ον κανόνα Β΄ Οἰκουμενικῆς).
β) Εἶναι περίεργον ὅτι παραβλέπεται ὅτι καί οἱ πλέον συντηρητικοί θεολόγοι τῶν νεοτέρων χρόνων ἀνεφέροντο εἰς τόν ρωμαιοκαθολικισμόν μέ τόν τίτλον «(Ρωμαιο)καθολική Ἐκκλησία». Ὁ ἀείμνηστος μάλιστα Παναγιώτης Τρεμπέλας τήν ἀπεκάλει «σεβασμίαν Καθολικήν Ἐκκλησίαν», ἐνῷ ὁ Ἰωάννης Καρμίρης εἰς ὅλας τάς ἀναφοράς του εἰς τά συγγράμματά του ἐχρησιμοποίει τόν τίτλον «Καθολική» ἤ «Ρωμαιοκαθολική» Ἐκκλησία. Τό ἴδιον καί ὁ π. Γεώργιος Φλωρόβσκυ, ἀλλά καί ὅλα τά ἐπίσημα διορθόδοξα κείμενα. Ὅλοι αὐτοί δέν ἐγνώριζον τί ἔλεγον καί ἔγραφον ἤ ἦσαν προδόται τῆς Ὀρθοδοξίας;
Ὁσάκις, λοιπόν, ὁ Οἰκουμενικός ἤ ἄλλοι Πατριάρχαι ἀπευθύνονται εἰς τόν Πάπαν ὡς τόν «ἐπίσκοπον τῆς πρεσβυτέρας Ρώμης» ἀκολουθοῦν τήν μακραίωνα αὐτήν παράδοσιν τῆς Ὀρθοδοξίας».
Σχολιάζοντας τά ἀνωτέρω, θά πρέπει νά ἀναφερθεῖ ὅτι προβάλλεται ἀπό τόν Περγάμου ἡ ἄποψη ὅτι ὁ Παπισμός δέν εἶναι αἵρεση, ἐπειδή δέν ἔχει καταδικασθεῖ ἐπισήμως ἀπό καμμία Σύνοδο τῆς Ἐκκλησίας μας. Πρόκειται, βεβαίως, γιά ἐπιχείρημα παντελῶς ἀνυπόστατο καί ἀνακριβές, ἀφοῦ μία σειρά ἀπό Συνόδους Οἰκουμενικές καί Τοπικές, Ἁγίους καί Πατέρες τῆς Ἐκκλησίας, Θεολόγους, Κανονολόγους, Κληρικούς, συγχρόνους Γέροντες, Ἱεράρχες καί ἀκαδημαϊκούς θεολόγους ἔχουν καταδικάσει τίς κακοδοξίες καί τίς αἱρετικές πλάνες τῶν παπικῶν[6]. Εἶναι δέ χαρακτηριστικό ὅτι δέν ὑπάρχει ΚΑΝΕΙΣ Ἅγιος τῆς Ἐκκλησίας μας, πού νά μην καταδικάζει τόν παπισμό. Δέν ὑπάρχει ΚΑΝΕΙΣ πατέρας καί σύγχρονος ἁγιασμένος Γέροντας πού νά μήν καταδικάζει τίς παπικές πλάνες. Εἶναι ΟΜΟΦΩΝΗ, ὁμόθυμη καί διαχρονική ἡ ἀπόρριψη καί ἡ καταδίκη τῶν δοξασιῶν τοῦ παπισμοῦ[7].
Ὁ Παπισμός δέν εἶναι ἐκκλησία, ἀλλά αἵρεση, ἀναίρεση καί καθαίρεση τοῦ Χριστοῦ, τοῦ Εὐαγγελίου καί τῆς ἀληθείας. Ὁ Παπισμός εἶναι κράτος, τό Βατικανό. Οὔτε εἶναι Ρωμαιοκαθολική Ἐκκλησία. Δέν εἶναι οὔτε Ρωμαϊκή, οὔτε Καθολική, οὔτε Ἐκκλησία. Δέν ἔχει σχέση μέ τήν Ρωμηοσύνη, οὔτε μέ τήν Ρωμανία. Δέν εἶναι Καθολική, διότι ἔπαυσε νά κρατᾶ τήν ὁλοκληρία τῆς ἅπαξ παραδοθείσης πίστεως καί ἐπειδή χωρίστηκε μόνη της ἀπό τήν Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία τό 1054 μ.Χ. Δέν εἶναι Ἐκκλησία, ἀφοῦ ἔγινε κράτος, ἐπειδή ὑπέκυψε στόν τρίτο πειρασμό τοῦ Χριστοῦ. Δέχτηκε ὁ Παπισμός τήν πρόταση τοῦ διαβόλου νά τόν προσκυνήσει καί νά τόν κάνει κοσμικό παντοκράτορα τῆς γῆς. Ἐμεῖς οἰ Ὀρθόδοξοι εἴμαστε ἡ σωστή Ρωμαιοκαθολική Ἐκκλησία. Ἐμεῖς οἰ Ὀρθόδοξοι εἴμαστε Ρωμηοί, σέ μᾶς ἀνήκει ἡ Ρωμανία, ἡ Ρωμηοσύνη. Ἡ Ὀρθοδοξία εἶναι ἡ Μία, Ἁγία, ΚΑΘΟΛΙΚΗ καί Ἀποστολική Ἐκκλησία Τοῦ Χριστοῦ, τό ἕνα καί μοναδικό Του Σῶμα, μέ Κεφαλή Ἐκεῖνον.
Ἀντίθετα μέ ὅσα ἰσχυρίζεται ὁ Περγάμου γιά τόν ἅγιο Γεννάδιο Σχολάριο, τόν πρῶτο Πατριάρχη Κων/λεως μετά τήν ἄλωση καί μαθητή τοῦ ἁγίου Μάρκου τοῦ Εὐγενικοῦ, ὁ ἅγιος μιλάει ξεκάθαρα, ἀπευθυνόμενος πρός τούς σημερινούς οἰκουμενιστές τύπου Ζηζιούλα : «Εἰ μετά τῶν Λατίνων ἑνωθήσεσθε οὕτως, καί τοῦ Θεοῦ χωρισθήσεσθε καί ἀδοξίαν αΐδιον ὑποστήσεσθε»[8].
Ὁ Περγάμου δέν διστάζει νά ἐπιστρατεύσει τόν ἀντίπαπα καί παπομάστιγα, τόν ἄτλαντα καί μέγα πρόμαχο τῆς Ὀρθοδοξίας, Ἅγιο Μάρκο ἐπίσκοπο Ἐφέσου τόν Εὐγενικό, παραθέτοντας ὁρισμένα ἀποσπάσματα φράσεών του, τά ὁποία εἰπώθηκαν κατά τήν ληστρική σύνοδο τῆς Φεράρας - Φλωρεντίας, γιά νά καταδείξει ὅτι  ἅγιος ἀποδεχόταν τον Πάπα ὡς ἀδελφό καί ἐπίσκοπο.
Σχετικά μέ τά ἀποσπάσματα φράσεων τοῦ Ἁγίου, τά ὁποία παραθέτει ὁ Περγάμου, θέλουμε νά παρατηρήσουμε ὅτι εἶναι συνήθης τακτική τῶν οἰκουμενιστῶν, προκειμένου νά βγάλουν τά συμπεράσματα, πού θέλουν, νά ἀποσποῦν καί νά ἀπομονώνουν βιβλικά χωρία, ἤ φράσεις ἁγίων Πατέρων, χωρίς νά λαμβάνουν ὑπ' ὄψιν τους τά συμφραζόμενα, ἀλλά καί τήν γενικότερη ἱστορική συνάφεια καί τήν ὅλη ἀτμόσφαιρα τῶν γεγονότων καί τῶν περιστάσεων, μέ τά ὁποία εἶναι συνδεδεμένες οἱ φράσεις αὐτές. Τό ἑρμηνευτικό αὐτό σφάλμα γίνεται ἀκόμη μεγαλύτερο, ὅταν ἐν γνώσει ἤ ἐν ἀγνοία τους παραθεωροῦν καί ἀποσιωποῦν ἄλλους λόγους καί φράσεις τῶν ἐν λόγω Ἁγίων Πατέρων, ἐπί τῆ βάσει τῶν ὁποίων μπορεῖ νά κατανοηθεῖ καλύτερα τό πνεῦμα καί ὁ σκοπός καί ἐκείνων τῶν λόγων, πού φαίνεται νά εὐνοοῦν τά συμπεράσματά τους.
Ἔτσι, στήν προκειμένη περίπτωση, εἶναι μέν ἀληθές ὅτι ὁ Ἅγιος, κατά τήν ἔναρξη τῶν ἐργασιῶν τῆς ληστρικῆς ψευδοσυνόδου Φερράρας-Φλωρεντίας προσεφώνησε τόν πάπα ὡς «Μακαριώτατον Πάπαν τῆς Πρεσβυτέρας Ρώμης», ὡς «τόν τῶν ἱερέων (τοῦ Θεοῦ) πρωτεύοντα», τόν παπισμό ὡς «ἀδελφή Ἐκκλησία» καί τήν Ἐκκλησία σά νά βρισκόταν σέ κατάσταση διασπάσεως : «τά τοῦ Δεσποτικοῦ σώματος μέλη, πολλοῖς πρότερον χρόνοις διεσπαρμένα τε καί διερρηγμένα, πρός ἀλλήλων ἐπείγονται ἕνωσιν». Ἀλλά, εἶναι ἐπίσης ἀληθεῖς καί οἱ ἄλλοι λόγοι του πρός τήν Σύνοδο, ὅταν αὐτή πλησίαζε πρός τό τέλος της (στήν Φλωρεντία), στούς ὁποίους χαρακτηρίζει τούς παπικούς ὄχι μόνον ὡς σχισματικούς, ἀλλά καί ὡς αἱρετικούς : «Οὐ μόνον εἰσίν οἱ Λατίνοι σχισματικοί, ἀλλά καί αἱρετικοί. Καί τοῦτο παρεσιώπησεν ἡ Ἐκκλησία ἡμῶν, διά τό τό γένος εἶναι ἐκείνων πολύ ἰσχυρότερον ἡμῶν. Ἡμεῖς δέ οὐ δι' ἄλλο τί ἐσχίσθημεν αὐτῶν, εἰ μή ὅτι εἰσίν αἱρετικοί. Διό οὐδέ πρέπει ὅλως ἐνωθῆναι αὐτοῖς, εἰ μή ἐκβάλωσι τήν προσθήκην ἀπό τοῦ συμβόλου καί ὀμολογήσωσιν τό σύμβολον καθῶς καί ἡμεῖς»[9]. Τούς  ἴδιους χαρακτηρισμούς ἀποδίδει στούς παπικούς καί ἀργότερα, μετά τήν ὑπογραφή τοῦ ὅρου τῆς ψευδοενώσεως (τόν ὁποῖο βέβαια δέν ὑπέγραψε), σέ ἐπιστολή του, τήν ὁποία ἀπηύθυνε πρός τούς «ἁπανταχοῦ της γῆς» χριστιανούς. Ἔγραφε : «Ἐφ' ὅσον οἱ Παπικοί ἐξακολουθοῦν νά σφάλουν «περί τήν θεολογίαν τοῦ Ἁγίου Πνεύματος (δηλαδή τήν κακοδοξία τοῦ filioque), εἰς ὅ βλασφημῆσαι κινδύνων ὁ χαλεπώτατος, αἱρετικοί εἰσίν ἄρα» καί ἐμεῖς οἱ Ὀρθόδοξοι «ὡς αἱρετικούς αὐτούς ἀπεκόψαμεν»[10]. Σέ ἄλλη ἐπιστολή του πρός τόν ἱερομόναχο Θεοφάνη, μεταξύ ἄλλων ἔγραφε[11] : Ἐγώ «Μάρκος ὁ ἁμαρτωλός» σᾶς λέγω ὅτι ἐκεῖνος, ὁ ὁποῖος μνημονεύει τόν Πάπα, ὡς Ὀρθόδοξο ἀρχιερέα, εἶναι ἔνοχος, καί ὅποιος φρονεῖ τά δόγματα τῶν Λατίνων, θά κατακριθεῖ μέ τούς Λατίνους καί θά θεωρηθεῖ «ὡς παραβάτης τῆς πίστεως»[12]. Διαπιστώνει ὁ ἅγιος Μάρκος ὅτι «δύσκολα αὐτοί οἱ ἄνθρωποι, οἱ Λατίνοι, πού μᾶς συμπεριφέρονται τόσο ὑπερήφανα, θά δεχθοῦν ν'ἀλλάξουν κάτι ἀπό τά δόγματά τους καί τά ἔθη τους. Ἔδειξαν καί φανέρωσαν ὅτι δέν ἐνδιαφέρονται γιά τήν ἀλήθεια. Κατά πετρῶν ἐσπείραμεν», διότι σπείραμε σέ πέτρες. «Οἱ Λατίνοι φανέρωσαν τήν αἵρεση τοῦ Filioque, τήν ὁποία προηγουμένως πίστευαν μυστικῶς, τήν ἔλεγαν κάτω ἀπό τά δόντια τους. Οἱ Ὀρθόδοξοι χωρισθήκαμε μέ τήν θέλησή μας ἀπό τούς Λατίνους, πρᾶγμα τό ὁποῖο ἰσοδυναμεῖ μέ τό ὅτι τούς ἀπεκόψαμε ἀπό τό κοινό τῆς Ἐκκλησίας Σῶμα, ἐπειδή φρονοῦν δυσσεβῆ δόγματα καί ἐπειδή πρόσθεσαν τήν λέξη Filioque στό Σύμβολο τῆς Πίστεως παραλόγως. Οἱ Λατίνοι μέ τήν προσθήκη τοῦ Filioque εἶναι αἱρετικοί καί ὡς αἱρετικούς τούς ἀπεκόψαμε ἀπό τήν Ἐκκλησία. «Οὐκούν ὡς αἱρετικούς αὐτούς ἀπεστράφημεν καί διά τοῦτο αὐτῶν ἐχωρίσθημεν…». Ὅσοι ἰσχυρίζονται ὅτι ὀρθῶς πιστεύουν οἱ Λατίνοι καί ὀρθῶς ἐξέφρασαν τό δόγμα περί τοῦ Filioque, αὐτοί εἶναι «σφόδρα τόν ἐγκέφαλον διασεσησμένοι», ἔχουν πάθει διάσειση ἐγκεφάλου. «Ἄν ἐκβληθεῖ ἡ προσθήκη ἀπό τό ἅγιο Σύμβολο, τότε μποροῦμε νά ἑνωθοῦμε». «Οὐ συγχωρεῖ συγκατάβασις εἰς τά τῆς πίστεως», διεκήρυττε στεντορία τῆ φωνῆ πρός τούς Λατινόφρονες. Δέν ἐπιτρέπεται συγκατάβαση, οἰκονομία στά θέματα τῆς πίστεως[13]. Σέ ἄλλη ἐγκύκλια ἐπιστολή του, «Πρός τούς ἁπανταχοῦ τῆς γῆς καί τῶν νήσων εὑρισκομένους Ὀρθοδόξους Χριστιανούς»[14] , τήν ὁποία ἔγραψε, ὅταν ἦταν ἐξόριστος στή Λῆμνο (περί τό 1440), ὀνομάζει καί πάλι τούς Λατίνους, χωρίς περιστροφές, αἱρετικούς, διότι φρονοῦν ἄτοπα καί δυσσεβῆ, ἐνῶ σέ ἄλλο σημεῖο τῆς ἐπιστολῆς ὀνομάζει τούς Λατινόφρονες (προδρόμους τῶν σημερινῶν Οἰκουμενιστῶν) «μιξοθήρας ἀνθρώπους», δηλ. κατά τό ἥμισυ ἀνθρώπους καί κατά τό ἥμισυ θηρία, ἐπειδή ἀφ' ἑνός μέν παραδέχονται μαζί μέ τούς Λατίνους ὅτι τό Ἅγιον Πνεῦμα ἐκπορεύεται «καί ἐκ τοῦ Υἱοῦ», ἀφ' ἑτέρου δέ παραδέχονται μαζί μέ τούς Ὀρθοδόξους ὅτι αὐτό ἐκπορεύεται μόνον «ἐκ τοῦ Πατρός», τούς ὁποίους, συμβούλευε «φευκτέον αὐτούς, ὡς φεύγει τίς ἀπό ὄφεως», δηλ. πρέπει νά ἀποφεύγουμε τούς Λατινόφρονες, ὅπως ἀποφεύγουμε τά φίδια. Στόν ἀποστάτη Βησαρίωνα ἀπευθυνόμενος ὁ ἅγιος Μάρκος τοῦ λέει : «Ἐσύ εἶσαι κοπέλι του πάπα καί σάν κοπέλι του πάπα ὁμιλεῖς». Τήν δέ ψευδοσύνοδο Φεράρας– Φλωρεντίας ἀποκαλεῖ «Καϊαφαϊκόν συνέδριον»[15]. Κατά τήν «Ἀπολογία»[16] του, τήν ὁποία ἔγραψε λίγο πρίν τήν πρός Κύριον ἐκδημία του, ἔγραφε : «πέπεισμαι γάρ ἀκριβῶς ὅτι ὅσον ἀποδιΐσταμαι (ὅσο ἀπομακρύνομαι) τούτου καί τῶν τοιούτων (τοῦ ἑνωτικοῦ πατριάρχου Μητροφάνους καί τῶν λατινοφρόνων γενικῶς), ἐγγίζω τῷ Θεῶ καί πᾶσι τοῖς ἀγίοις, καί ὥσπερ τούτων χωρίζομαι, οὕτως ἐνοῦμαι τῆ ἀληθείᾳ καί τοῖς ἀγίοις πατράσι τοῖς θεολόγοις τῆς Ἐκκλησίας». Καταθέτει παραλλήλως καί τήν ἑξῆς ὁμολογία : «Χωρίσθηκα ἀπό τούς Λατινόφρονες καί εἶμαι μόνος μου, ὥστε νά εἶμαι ἑνωμένος μέ τούς Ἁγίους Πατέρες καί Διδασκάλους, ἀλλά καί γιά νά μπορεῖ ὁ καθένας στό μέλλον νά κρίνει, ἄν ὑποστήριζα τήν Ὀρθοδοξία καί ἔχαιρα γιά τά ὑγιῆ δόγματα ἤ ἄν δέχθηκα τήν ἕνωση μέ διεστραμμένα δόγματα καί διδασκαλίες». Σέ ἄλλο σημεῖο τῆς «Ἀπολογίας» του δηλώνει ὅτι καί μετά θάνατον ἀκόμη ἀποστρέφεται κάθε κοινωνία μέ τούς αἱρετικούς καί λατινίσαντας καί παραγγέλλει νά μήν παραστεῖ κανείς ἀπό αὐτούς οὔτε στήν κηδεία του οὔτε στό μνημόσυνό του[17]. Μέ τήν γενναῖα καί θαρραλέα αὐτή στάση του, ὁ ἄτλας αὐτός τῆς Ὀρθοδοξίας, ἀνάγκασε τόν πάπα Εὐγένιο νά ἀναφωνήσει, παραδεχόμενος τήν ἥττα του : «Εἰ Μάρκος οὐχ ὑπέγραψεν, ἐποιήσαμεν οὐδέν», δηλ. ἀφοῦ δέν ὑπέγραψε ὁ ἅγιος Μάρκος τόν ὅρο τῆς ψευδοενώσεως τῆς Ὀρθόδοξης Ἐκκλησίας μέ τόν παπισμό, τότε δέν καταφέραμε τίποτα.
Μετά τά ὅσα ἀναφέραμε, νομίζουμε ὅτι θά ἔπρεπε ὁ Περγάμου, ἐάν ἤθελε νά μήν κολοβώσει τόν ἅγιο καί νά μήν δώσει μιά παραπλανητική εἰκόνα γι' αὐτόν, νά μνημονεύσει καί ὅσα περί παπισμοῦ εἶπε ὁ Ἅγιος περί τό τέλος τῆς ψευδοσυνόδου (στήν Φλωρεντία), ὅπως ἐπίσης καί μετά τήν ψευδοσύνοδο μέχρι τῆς ὁσιακῆς κοιμήσεώς του.
Πῶς συμβιβάζονται, λοιπόν, οἱ πρῶτοι (εἰσαγωγικοί) λόγοι του ἁγίου Μάρκου μέ τούς μεταγενεστέρους, μέ τούς ὁποίους φαίνεται νά ἔρχεται ὁ Ἅγιος σέ φαινομενική τελεία ἀντίθεση; Καί ἐν πάση περιπτώσει σέ ποιούς πρέπει νά δώσουμε μεγαλύτερη καί βαρύνουσα σημασία;
Κατ' ἀρχήν, ὁ ἅγιος Μᾶρκος δέν ὑπῆρξε οὔτε καιροσκόπος ἐκκλησιαστικός διπλωμάτης, οὔτε ἀνιστόρητος θεολόγος, ὥστε νά ἀγνοεῖ τήν ἐπί Μεγάλου Φωτίου συνελθοῦσα Σύνοδο τοῦ 879-880 (Η΄ Οἰκουμενική) καί τήν ἐπί ἁγίου Γρηγορίου τοῦ Παλαμᾶ ἐν Κωνσταντινουπόλει συνελθοῦσα Σύνοδο τοῦ 1351 (Θ΄ Οἰκουμενική), οἱ ὁποῖες ἀπερίφραστα κατεδίκασαν τίς γνωστές ἤδη αἱρετικές διδασκαλίες τοῦ παπισμοῦ. Ὅπως ἐπίσης, δέν ἀγνοοῦσε τήν ἀπό τοῦ 11ου αἰῶ. ἐπελθοῦσα διακοπή τῆς ἐκκλησιαστικῆς κοινωνίας μεταξύ Ὀρθοδοξίας καί παπισμοῦ. Ὁ Ἅγιος γνώριζε σαφέστατα καί πίστευε ἀκράδαντα, καί πρίν ἀπό τήν ἔναρξη τῆς ψευδοσυνόδου, ὅτι ὁ παπισμός εἶναι αἵρεση. Ἄρα, οἱ εἰσαγωγικοί του ἐκεῖνοι λόγοι δέν ἐκφράζουν τό βαθύτερο πιστεύω του, ἀλλά ἀποτελοῦν ἔκφραση τοῦ φλογεροῦ πόθου του καί τῆς ἐπιθυμίας του νά ἐπανέλθει ἡ αἱρετική Ρώμη στούς κόλπους τῆς Ἐκκλησίας. Ἀποτελοῦσαν λόγους οἰκονομίας, πού ἀποσκοποῦσαν στό νά φιλοτιμήσουν τούς παπικούς σέ προσέγγιση καί νά τούς παρακινήσουν σέ μετάνοια. Ἐπιπλέον, δέν πρέπει νά ἀγνοοῦμε τό γεγονός ὅτι ὁ ἅγιος, ὅταν ἔλεγε τούς λόγους ἐκείνους, δέν εἶχε ἀκόμη λάβει ἄμεση καί προσωπική ἐμπειρία τοῦ τί ἐστί παπική διπλωματία, τί ἐστί παπική ἀδιαλλαξία καί θηριωδία. Δέν μποροῦσε νά φαντασθεῖ τίς δόλιες μεθοδεύσεις, τίς ραδιουργίες καί τά σκοτεινά παρασκήνια, στά ὁποία θά κατέληγε τό «καϊαφαϊκό» ἐκεῖνο συνέδριο. Ὅπως μαρτυρεῖ στά ἀπομνημονεύματά του ὁ Σύλβεστρος Συρόπουλος[18], αὐτόπτης μάρτυς τῶν γεγονότων, ὅταν ἔπαυσαν οἱ δημόσιες συζητήσεις, «κρύφα καί συνεσκιασμένως πάντα ἐγίνοντο». Ὁ βασιλιάς μέ μόνο μιά μικρή ὁμάδα «ἰδία καί μυστικῶς ἐλάλει μετά τοῦ πάπα». Δέν μποροῦσε νά φαντασθεῖ τίς δωροδοκίες, τούς ἐκβιασμούς καί τίς καταπιέσεις, πού ἔφθασαν μέχρι στερήσεως τροφῆς, τίς ὁποῖες θά ὑφίστατο τόσο αὐτός ὅσο καί τά ὑπόλοιπα μέλη της Ὀρθοδόξου ἀντιπροσωπείας ἐκ μέρους τοῦ πάπα, προκειμένου νά κάμψει τό φρόνημα τῶν Ὀρθοδόξων, ὥστε νά ὑπογράψουν τόν ὅρο τῆς συνόδου μέ τά παπικά δόγματα. Οἱ Ἕλληνες ὑπέγραψαν τελικά «στένοντες καί τρέμοντες», «ἐθελοακουσίως»[19], δεχόμενοι ἀφόρητες πιέσεις τόσο ἀπό τόν αὐτοκράτορα, ὅσο καί ἀπό τόν πάπα. Ἄν ὁ Ἅγιος γνώριζε ἐκ τῶν προτέρων ὅλ’ αὐτά, οὔτε κἄν θά δεχόταν νά λάβει μέρος σέ μιά τέτοια ψευδοσύνοδο. Τό συμπέρασμα ἑπομένως εἶναι ὅτι ὁ Ἅγιος μέ τό νά μήν ὑπογράψει τόν προδοτικό ὅρο τῆς συνόδου, οὐσιαστικά κήρυξε ὡς ἄκυρους καί τούς εἰσαγωγικούς ἐκείνους λόγους του[20].
Ὅσον ἀφορᾶ τόν ἅγιο Κύριλλο Ἀλεξανδρείας, γιά τόν ὁποῖο κάνει λόγο ὁ Περγάμου, ἅγιος   ἔστειλε τρεῖς ἐπιστολές, πρός τόν Νεστόριο, μέ τίς ὁποῖες προσπαθεῖ νά τόν νουθετήσει καί νά τόν ἐπαναφέρει στήν Ὀρθόδοξη διδασκαλία. Στήν IV ἐπιστολή προσφωνεῖ τόν Νεστόριο «Τῷ εὐλαβεστάστῳ καί θεοφιλεστάτῳ συλλειτουργῷ  Νεστορίῳ, Κύριλλος χαίρειν». Στήν XVII ἐπιστολή του προσφωνεῖ τόν Νεστόριο «Τῷ εὐλαβεστάστῳ καί θεοφιλεστάτῳ συλλειτουργῷ  Νεστορίῳ, Κύριλλος και ἡ συνελθοῦσα σύνοδος ἐν Ἀλεξανδρείᾳ ἐκ τῆς Αἰγυπτιακῆς διοικήσεως ἐν Κυρίω χαίρειν». Δέν διέκοψε  ὁ Ἅγιος ἀμέσως την ἐκκλησιαστική κοινωνία μαζί του. Ἅγιος ἀντιμετωπίζει τόν Νεστόριο σάν ἄρρωστο μέλος τῆς Ἐκκλησίας καί σάν σοφός ἰατρός κάνει ὅ,τι εἶναι δυνατόν γιά την θεραπεία του. Ὅταν, ὅμως, διαπίστωσε, μετά τίς δύο πρῶτες ἐπιστολές, ὅτι δέν θεραπεύεται, ἀναγκάζεται στήν τρίτη, νά τον ἀπειλήσει ὅτι, ἄν δέν παύσει τίς αἱρετικές του διδασκαλίες, θά διακόψει κάθε ἐκκλησιαστική κοινωνία μαζί του. Ὁ Ἅγιος τέλος διέκοψε την ἐκκλησιαστική κοινωνία μέ τόν Νεστόριο μετά ἀπό δύο Τοπικές Συνόδους, μία στήν Ρώμη ἀπό τόν Πάπα Κελεστίνο καί μία στήν Ἀλεξάνδρεια ἀπό τόν Ἅγιο, πού ἔγιναν τό ἴδιο ἔτος τό 430. Τό ὅτι προηγήθηκαν οἱ δύο αὐτές Σύνοδοι καί κατόπιν ἐπακολούθησε ἀναθεματισμός τοῦ Νεστορίου, φαίνεται καί ἀπό τήν ἐπιστολή, πού ἔστειλε ὁ Ἅγιος πρός τόν κλῆρο καί τόν λαό τῆς Κωνσταντινουπόλεως[21]. Ἡ ἐπιστολή αὐτή εἶναι ἕνα Συνοδικό κείμενο τῆς Συνόδου τῆς Ἀλεξανδρείας, μέ τήν ὁποία ὁ Ἅγιος ἀφ’ ἑνός μέν ἐφιστᾶ τήν προσοχή τοῦ κλήρου καί τοῦ λαοῦ πάνω στόν κίνδυνο τῆς αἱρέσεως, ἀφ’ ἑτέρου δέ τούς ἐνημερώνει ὅτι ἡ Σύνοδος ἔστειλε Συνοδικό γράμμα πρός τόν Νεστόριο καί τοῦ ἔδωσε προθεσμία, ἀπό κοινοῦ μέ τόν Πάπα Κελεστίνο, ὅτι «εἰ μή ἀπόσχοιτο», ἐάν δέν ἀπομακρυνθεῖ καί δέν ἀναθεματίσει τίς αἱρετικές του διδασκαλίες, «οὐδένα κοινωνίας ἔχει τόπον», θά παύσουν πλέον νά ἔχουν ἐκκλησιαστική κοινωνία μαζί του. Αὐτό σημαίνει ὅτι, ὅταν ἐγράφη τό Συνοδικό γράμμα, ἡ Σύνοδος εἶχε μέν καταδικάσει καί τόν Νεστόριο καί τίς αἱρετικές του διδασκαλίες, ὡστόσο δέν ἔκρινε σκόπιμο νά διακόψει ἀμέσως τήν ἐκκλησιαστική κοινωνία μαζί του. Αὐτό θά γινόταν μόνο μετά τήν λήξη τῆς προθεσμίας καί μέ βάση τίς δύο αὐτές Τοπικές Συνόδους.
Σχετικά μέ τούς Τρεμπέλα καί Καρμίρη, πού ἀναφέρει ὁ Περγάμου, θά πρέπει νά τονίσουμε ὅτι οἱ μακαριστοί καθηγητές ναί μέν χρησιμοποιοῦσαν τούς τίτλους «(Ρωμαιο)καθολική Ἐκκλησία» ἤ «σεβασμίαν Καθολικήν Ἐκκλησίαν» ἤ «Καθολική» ἤ «Ρωμαιοκαθολική» Ἐκκλησία, γιά νά χαρακτηρίσουν τόν Παπισμό, ἀλλά τούς χρησιμοποιοῦσαν συμβατικῶς καί καταχρηστικῶς ὡς «τεχνικούς ὄρους» στά πλαίσια τῶν διαλόγων, ἕνεκεν συνεννοήσεως καί κατανοήσεως, χωρίς ποτέ να πιστεύουν ὅτι ὁ Παπισμός εἶναι ἐκκλησία καί ὄχι αἵρεση. Ἐνῶ ὁ Περγάμου πράττει τά ἐκ διαμέτρου ἀντίθετα. Καί χρησιμοποιεῖ τους ἀνωτέρω τίτλους ὀντολογικά καί ἀναγνωρίζει τόν Παπισμό ὡς Ἐκκλησία. Τήν θέση αὐτή, ὅτι ὁ Παπισμός εἶναι αἵρεση, τήν βρίσκει κανείς διάσπαρτη στά συγγράμματά τους «Δογματική τῆς ὀρθοδόξου καθολικῆς ἐκκλησίας» καί  «Τά δογματικά καί συμβολικά μνημεία τῆς Ὀρθοδόξου Καθολικῆς Ἐκκλησίας». Οὐσιώδη ἀποσπάσματα τῶν ἀντιοικουμενιστικῶν θέσεων τοῦ μακαριστοῦ Τρεμπέλα καί τοῦ ἐλέγχου, τόν ὁποῖο ἄσκησε εἰς βάρος τοῦ μεγάλου οἰκουμενιστοῦ καί μασόνου πατριάρχη Ἀθηναγόρα, πού σαφῶς ὑποτιμοῦσε τή σημασία τῶν δογμάτων, παρατίθενται στό μνημειῶδες σύγγραμμα τοῦ μακαριστοῦ ὁμολογητῆ κληρικοῦ π. Σπυρίδωνος Μπιλάλη μέ τίτλο «Ὀρθοδοξία καί Παπισμός». Ἐκεῖ περιέχονται ἀποσπάσματα, ὅπου γίνεται σαφῶς λόγος  γιά τόν κίνδυνο νά ἀπαμβλυνθεῖ στή συνείδηση τῶν Ὀρθοδόξων, συνεπείᾳ τῶν οἰκουμενιστικῶν ἀνοιγμάτων, ἡ ἀλήθεια μέ βάση τήν ὁποία οἱ παπικοί εἶναι αἱρετικοί, ὅπως χαρακτηριστικά ἀναφέρεται. Ἄς παύσει, λοιπόν, ὁ Περγάμου νά χρησιμοποιεῖ τούς μακαριστούς Τρεμπέλα καί Καρμίρη προκειμένου νά κατοχυρώσει τίς αἱρετικές καί οἰκουμενιστικές θεωρίες του.
Εἰδικώτερα, ὁ π. Γεώργιος Φλωρόφσκυ στήν ἀρχή ναί μέν ὑπῆρξε θιασώτης τῆς οἰκουμενι(στι)κῆς κινήσεως, καθότι ὑπῆρξε ἰδρυτικό μέλος τοῦ «Π.Σ.Ε.» τό 1948, ἀλλά ζητοῦσε προϋποθέσεις συμμετοχῆς. Καί ἡ προϋπόθεση συμμετοχῆς ἦταν οἱ ξεχωριστές δηλώσεις, τά ξεχωριστά κείμενα τῶν Ὀρθοδόξων, τά ὁποία ὁ ἴδιος ἔγραφε, σέ διάκριση μέ τά κοινά κείμενα τῶν προτεσταντικῶν παραφυάδων. Ἡ τακτική αὐτή ἐφαρμόστηκε γιά 13 χρόνια, μέχρι τό 1961, ὁπότε οἱ Ὀρθόδοξοι παραιτήθηκαν ἀπό αὐτή τους τήν ἀξίωση, πράγμα τό ὁποῖο ὁδήγησε τό Οἰκουμενικό Πατριαρχεῖο στήν ἀπομάκρυνση τοῦ Φλωρόφσκυ ἀπό τήν οἰκουμενι(στι)κή κίνηση. Στή θέση του τόν διαδέχθηκε ὁ καθηγητής Φιλοσοφίας τῆς Θρησκείας κ. Νίκος Νησιώτης. Ἀπό’ κεῖ καί πέρα ὁ Φλωρόφσκυ ἄρχισε νά γίνεται πολύ ἐπιφυλακτικός καί ἐπικριτικός ἀπέναντι στήν οἰκουμενι(στι)κή κίνηση καί μ’αὐτή τήν κριτική στάση ἐκοιμήθη[22]. Ἄρα, στή ζωή τοῦ Φλωρόφσκυ ὑπάρχουν δύο φάσεις. Μία ὡς ἔνθερμος θιασώτης τῆς οἰκουμενι(στι)κῆς κινήσεως ὑπό προϋποθέσεις ὄμως (1893-1961), καί μία ὡς αὐστηρός κριτής αὐτῆς (1961- 1979). Αὐτό, ὅμως, πού μᾶς ἐνδιαφέρει εἶναι ἡ δεύτερη περίοδος τῆς ζωῆς του, πού ἀναθεώρησε ὅλες τίς προηγούμενες θέσεις του. Δεῖγμα αὐτῆς τῆς μετανοίας τοῦ Φλωρόφσκυ εἶναι καί τό παρακάτω κείμενό του. Ἐπισημαίνει ὁ κορυφαῖος ὀρθόδοξος Ρῶσσος θεολόγος τοῦ 20ου αἰ., πατήρ Γεώργιος Φλωρόφσκυ : «Σάν μέλος καί ἱερεύς τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας πιστεύω ὅτι ἡ Ἐκκλησία, μέσα στήν ὁποία βαπτίσθηκα καί ἀνατράφηκα, εἶναι ἡ Ἐκκλησία, ἡ ἀληθινή Ἐκκλησία, ἡ μόνη ἀληθινή Ἐκκλησία. Καί τό πιστεύω αὐτό γιά πολλούς λόγους : Ἕνεκα τῆς προσωπικῆς πεποιθήσεως καί ἕνεκα τῆς ἐσωτάτης βεβαιώσεως τοῦ Ἁγίου Πνεύματος, πού πνέει στά μυστήρια τῆς Ἐκκλησίας καί ἕνεκα τῶν ὅσων εἶναι δυνατόν νά γνωρίζω ἀπό τήν Ἁγία Γραφή καί ἀπό τήν καθολική (ὀρθόδοξη) παράδοση τῆς Ἐκκλησίας. Εἶμαι ὑποχρεωμένος, λοιπόν, νά θεωρῶ ὅλες τίς ὑπόλοιπες χριστιανικές «ἐκκλησίες» ὡς ἐλαττωματικές καί σέ πολλές περιπτώσεις μπορῶ νά προσδιορίσω αὐτές τίς ἐλλείψεις τῶν ἄλλων «ἐκκλησιῶν» μέ ἀπόλυτη ἀκρίβεια. Γι’αὐτό, λοιπόν, ἡ ἕνωσις τῶν Χριστιανῶν, γιά’μένα, σημαίνει ἀκριβῶς τήν παγκόσμια ἐπιστροφή στήν Ὀρθοδοξία. Δέν ἔχω καμμία ἀπολύτως ὁμολογιακή πεποίθηση˙ ἡ πεποίθησίς μου ἀνήκει ἀποκλειστικά στήν Una Sancta, στήν Μίαν, Ἁγίαν, Καθολικήν, Ἀποστολικήν Ἐκκλησίαν, τήν Ὀρθοδοξίαν»[23]. Τό συμπέρασμα, λοιπόν, εἶναι ὅτι ὁ Φλωρόφσκυ θεωρεῖ «ὅλες τίς ὑπόλοιπες χριστιανικές «ἐκκλησίες» (παπισμό καί προτεσταντισμό) ὡς ἐλαττωματικές» καί ὅτι ὁμολογεῖ πώς ἡ «Una Sancta εἶναι ἡ Μία, Ἁγία, Καθολική, Ἀποστολική Ἐκκλησία, ἡ Ὀρθοδοξία». Μακάρι ὁ Περγάμου νά μιμοῦνταν τόν π. Γεώργιο καί νά εἶχε τέτοια ὁμολογιακή στάση στους Διαλόγους, που συμμετέχει ὡς συμπρόεδρος. 
Ἄν τά παραπάνω συνοδικά, ἱεροκανονικά καί ἁγιοπατερικά ἐπιχειρήματα δέν πείθουν τόν Περγάμου ὅτι ὁ Παπισμός εἶναι αἵρεση, τότε ἄς πεισθεῖ ἀπό τίς τελευταῖες δηλώσεις καί ἐνέργειες τοῦ αἱρεσιάρχη «πάπα» Φραγκίσκου. Πρόσφατα, τόν περασμένο Αὔγουστο, ὁ κ. Φραγκῖσκος προέβη στήν ἀσύλληπτη βλασφημία ὅτι ὁ Ἰησοῦς ἦταν ἁπλῶς ἕνας ἄνθρωπος καί ὄχι Θεάνθρωπος, ἐπαναλαμβάνοντας ὄχι μόνο τήν αἵρεση τοῦ Ἀρείου, τῶν Ἱεχωβιτῶν καί τοῦ Ἰσλάμ, ἀλλά καί τήν ἀνάλογη θέση, πού ἔχει γιά τόν Χριστό ἡ ἀντίχριστη «Νέα Ἐποχή» καί ἡ «Νέα Τάξη Πραγμάτων»[24]. Ἐπίσης, ἡ ἀποκάλυψη ὅτι οἱ Παπικοί μέσα στίς ἀκολουθίες τους ὑμνοῦν τόν Ἑωσφόρο, δηλ. τόν Σατανά, τόν Ἀντίχριστο, ἐπιβεβαιώνει τήν θέση ὅτι ὁ Παπισμός εἶναι σαφής ἑωσφορισμός καί δαιμονισμός[25]. Παραλλήλως, ὁ «Πάπας» στίς 16-9-2015 προέβη στήν ἀπίστευτη δήλωση ὅτι ὁ Ἰησοῦς ἦταν πολύ δημοφιλής, ἀλλά ἄς δοῦμε πῶς κατέληξε[26], καί ὅτι ὁ Χριστός ἀπέτυχε στόν Σταυρό[27]. Ἀπευθυνόμενος πρός ἄθεους στίς 23-9-2015 εἶπε  ὅτι δέν χρειάζεται νά πιστεύεις στόν Θεό, γιά νά πᾶς στόν Παράδεισο[28]. Ταυτόχρονα, κατά τά πρόσφατο ταξίδι του στήν Ἀμερική, ὁ «πάπας» στόν Λευκό Οἶκο στίς 25-9-2015 δήλωσε ἐντελῶς ἐξισωτικά καί πανθρησκειακά  ὅτι τό Κοράνι καί ἡ Ἁγία Γραφή εἶναι τό ἴδιο[29]. Ἐπίσης, στίς 25-9-2015 «ἁγιοποίησε» ἱεραπόστολο, πού βασάνιζε Ἰνδιάνους[30], και τέλος συναντήθηκε στήν πρεσβεία τοῦ Βατικανοῦ στίς ΗΠΑ μέ ἕνα ζευγάρι ὀμοφυλοφίλων, παλιῶν του φίλων ἀπό τήν Ἀργεντινή[31].
Μετά τά ἀνωτέρω ἐπιχειρήματα, μπορεῖ ὁ καθένας νά κατανοήσει ἄν ὁ Παπισμός εἶναι «ἐκκλησία» ἤ αἱρετική θρησκευτική παρασυναγωγή καί ἄν ὁ Οἰκουμενικός ἤ οἱ ἄλλοι Πατριάρχες, ὅταν ἀπευθύνονται στόν «Πάπα» ὡς τόν «ἐπίσκοπον τῆς πρεσβυτέρας Ρώμης», ἀκολουθοῦν τήν μακραίωνα παράδοση τῆς Ὀρθοδοξίας ἤ ὄχι.

[1] Ἡ προσθήκη τῆς αἱρέσεως τοῦ Filioque ἔχει καταδικαστεῖ ἀπό τήν Β’ Οἰκουμενική Σύνοδο ἐν Κωνσταντινουπόλει (381) στόνA’ Κανόνα, ἀπό τήν Γ’ Οἰκουμενική Σύνοδο ἐν Ἐφέσῳ (431) και τόν Ἅγιο Κύριλλο, Πατριάρχη Ἀλεξανδρείας, ἀπό τήν Δ’ Οἰκουμενική Σύνοδο ἐν Χαλκηδόνι (451), ἀπό τήν ΣΤ’ Οἰκουμενική Σύνοδο ἐν Κωνσταντινουπόλει (680-681), ἀπό τήν Πενθέκτη καί τήν Ζ’ Οἰκουμενική Σύνοδο ἐν Νικαίᾳ (787), ἀπό τήν Η’ Οἰκουμενική Σύνοδο ἐν Κωνσταντινουπόλει (879-880). Ἀκόμη καί οἱ ἀντιπρόσωποι τῆς Ἐκκλησίας τῆς Ρώμης, οἱ ὁποῖοι συμμετεῖχαν στην Η΄ Οἰκουμενική Σύνοδο, χαρακτήρισαν ὁποιαδήποτε προσθήκη στό Σύμβολο τῆς Πίστεως «ὕβριν τῶν Πατέρων ἀναπολόγητον». Τίς παπικές πλάνες κατεδίκασαν καί οἱ Σύνοδοι τῶν ἐτῶν 1341, 1347 καί 1351, οἱ ὁποῖες συναποτελοῦν τήν Θ’ Οἰκουμενική Σύνοδο. Οἱ κακοδοξίες τοῦ Παπισμοῦ ἀπασχόλησαν καί ἄλλες Τοπικές Συνόδους, πού ἀποφάνθηκαν ξεκάθαρα καί χαρακτήρισαν τόν Παπισμό αἵρεση. Τέτοιες εἶναι οἱ Τοπικὲς Σύνοδοι τοῦ Λατερανοῦ (649 μ.Χ.), τοῦ 867, τοῦ 1009, τοῦ 1054, τοῦ 1089, τοῦ 1170 καί τοῦ 1273 ὅλες ἐν Κων/λει. Ἡ Α’ Σύνοδος τοῦ 1282 ἐν Βλαχέρναις Κων/λεως , ἡ Β’ Σύνοδος τοῦ 1285 ἐν Βλαχέρναις Κων/λεως, ἡ Σύνοδος τοῦ 1324 ἐν Νυμφαίῳ, ἡ Σύνοδος τοῦ 1441 ἐν Ρωσίᾳ, ἡ Σύνοδος τοῦ 1443 ἐν Ἱεροσολύμοις, ἡ Σύνοδος τοῦ 1450 ἐν Κων/λει. Ἄλλες Τοπικές Σύνοδοι, πού κατεδίκασαν τόν Παπισμό ὡς αἵρεση, εἶναι τοῦ 1484 καί τοῦ 1642 ἐν Κων/λει, τοῦ 1672 ἐν Ἱεροσολύμοις, τοῦ 1722, τοῦ 1727, τοῦ 1755 καί τοῦ 1838 ἐν Κων/λει. Ἐπίσης, ὑπάρχει ἡ ἀπάντηση τῶν Πατριαρχῶν τῆς Ἀνατολῆς πρός τόν Πάπα Πίο Θ’ τό 1848, ἡ Σύνοδος τοῦ 1895 ἐν Κων/λει καί τό Πανορθόδοξο συνέδριο στήν Μόσχα τό 1948. Τό ἴδιο ὁμόφρονες καί κατηγορηματικοί στήν καταδίκη τοῦ παπισμοῦ εἶναι καί οἱ  Ἅγιοι τῆς Ἐκκλησίας μας, ὅπως ὁ Μ. Φώτιος, Πατριάρχης Κων/λεως (866), ὁ Ὅσιος Μελέτιος ὁ Γαλησιώτης, ὁὅσιος Γαλακτίων, ὁ Ἅγιος Γρηγόριος ὁ Παλαμᾶς (14ος αἰ.), ὁ Ἅγιος Μᾶρκος ἐπίσκοπος Ἐφέσου ὁ Εὐγενικός καί πολλοί ἄλλοι.
[2] Εἰσήγησις τοῦ Σεβ. Μητροπολίτου Γέροντος Περγάμου κ. Ἰωάννου πρός τήν Σύναξιν τῆς Ἱεραρχίας τοῦ Οἰκουμενικοῦ Θρόνου (30 Αὐγούστου 2015), http://aktines.blogspot.gr/2015/10/30082015.html
[3] Ὁ Μητροπολίτης Περγάμου καί ἡ αἱρετική διδασκαλία περί ‘εὐχαριστιακῆς ἐκκλησιολογίας’, http://katanixis.blogspot.gr/2014/03/blog-post_676.html
[4] ΠΡΩΤΟΠΡΕΣΒ. Γ. ΜΕΤΑΛΛΗΝΟΣ, Οἱ διάλογοι χωρίς προσωπεῖον, σ. 5
[5] ΑΓΑΠΙΟΣ ΙΕΡΟΜΟΝΑΧΟΣ -  ΝΙΚΟΔΗΜΟΣ ΜΟΝΑΧΟΣ, Ἱερόν Πηδάλιον, ΛΔ΄ Ἀποστολικός Κανών, σ. 42
[6] Ἡ προσθήκη τῆς αἱρέσεως τοῦ Filioque ἔχει καταδικαστεῖ ἀπό τήν Β’ Οἰκουμενική Σύνοδο ἐν Κωνσταντινουπόλει (381) στόνA’ Κανόνα, ἀπό τήν Γ’ Οἰκουμενική Σύνοδο ἐν Ἐφέσῳ (431) και τόν Ἅγιο Κύριλλο, Πατριάρχη Ἀλεξανδρείας, ἀπό τήν Δ’ Οἰκουμενική Σύνοδο ἐν Χαλκηδόνι (451), ἀπό τήν ΣΤ’ Οἰκουμενική Σύνοδο ἐν Κωνσταντινουπόλει (680-681), ἀπό τήν Πενθέκτη καί τήν Ζ’ Οἰκουμενική Σύνοδο ἐν Νικαίᾳ (787), ἀπό τήν Η’ Οἰκουμενική Σύνοδο ἐν Κωνσταντινουπόλει (879-880). Ἀκόμη καί οἱ ἀντιπρόσωποι τῆς Ἐκκλησίας τῆς Ρώμης, οἱ ὁποῖοι συμμετεῖχαν στην Η΄ Οἰκουμενική Σύνοδο, χαρακτήρισαν ὁποιαδήποτε προσθήκη στό Σύμβολο τῆς Πίστεως «ὕβριν τῶν Πατέρων ἀναπολόγητον». Τίς παπικές πλάνες κατεδίκασαν καί οἱ Σύνοδοι τῶν ἐτῶν 1341, 1347 καί 1351, οἱ ὁποῖες συναποτελοῦν τήν Θ’ Οἰκουμενική Σύνοδο. Οἱ κακοδοξίες τοῦ Παπισμοῦ ἀπασχόλησαν καί ἄλλες Τοπικές Συνόδους, πού ἀποφάνθηκαν ξεκάθαρα καί χαρακτήρισαν τόν Παπισμό αἵρεση. Τέτοιες εἶναι οἱ Τοπικὲς Σύνοδοι τοῦ Λατερανοῦ (649 μ.Χ.), τοῦ 867, τοῦ 1009, τοῦ 1054, τοῦ 1089, τοῦ 1170 καί τοῦ 1273 ὅλες ἐν Κων/λει. Ἡ Α’ Σύνοδος τοῦ 1282 ἐν Βλαχέρναις Κων/λεως , ἡ Β’ Σύνοδος τοῦ 1285 ἐν Βλαχέρναις Κων/λεως, ἡ Σύνοδος τοῦ 1324 ἐν Νυμφαίῳ, ἡ Σύνοδος τοῦ 1441 ἐν Ρωσίᾳ, ἡ Σύνοδος τοῦ 1443 ἐν Ἱεροσολύμοις, ἡ Σύνοδος τοῦ 1450 ἐν Κων/λει. Ἄλλες Τοπικές Σύνοδοι, πού κατεδίκασαν τόν Παπισμό ὡς αἵρεση, εἶναι τοῦ 1484 καί τοῦ 1642 ἐν Κων/λει, τοῦ 1672 ἐν Ἱεροσολύμοις, τοῦ 1722, τοῦ 1727, τοῦ 1755 καί τοῦ 1838 ἐν Κων/λει. Ἐπίσης, ὑπάρχει ἡ ἀπάντηση τῶν Πατριαρχῶν τῆς Ἀνατολῆς πρός τόν Πάπα Πίο Θ’ τό 1848, ἡ Σύνοδος τοῦ 1895 ἐν Κων/λει καί τό Πανορθόδοξο συνέδριο στήν Μόσχα τό 1948. Τό ἴδιο ὁμόφρονες καί κατηγορηματικοί στήν καταδίκη τοῦ παπισμοῦ εἶναι καί οἱ  Ἅγιοι τῆς Ἐκκλησίας μας, ὅπως ὁ Μ. Φώτιος, Πατριάρχης Κων/λεως (866), ὁ Ὅσιος Μελέτιος ὁ Γαλησιώτης, ὁὅσιος Γαλακτίων, ὁ Ἅγιος Γρηγόριος ὁ Παλαμᾶς (14ος αἰ.), ὁ Ἅγιος Μᾶρκος ἐπίσκοπος Ἐφέσου ὁ Εὐγενικός καί πολλοί ἄλλοι.
[7] Σχ. βλ. Ἅγιον Ὄρος. Διαχρονική μαρτυρία στούς ἀγῶνες ὑπέρ τῆς πίστεως, ἔκδ. Ἁγιορειτῶν Πατέρων, Ἅγιον Ὄρος 2014, σσ. 50, 83-95.
[8] Α. ΔΗΜΗΤΡΑΚΟΠΟΥΛΟΣ, Ἡ ἱστορία τοῦ σχίσματος, ἐκδ. Τῆνος 1996, σ. 196.
[9] Mansi 31A, 885DE. Bλ. καί «Πρακτικά τῆς ἁγίας καί Οἰκουμενικῆς ἐν Φλωρεντία Συνόδου», εκδ.Gill, Pontificum Institutum Orientalium, Studiorum, Roma 1953, Vol. V, fasc. II, σ. 400 (25-53).
[10] ΑΓΙΟΥ ΜΑΡΚΟΥ ΕΦΕΣΟΥ, Ἐπιστολή τοῖς ἀπανταχοῦ τῆς γῆς (…) Χριστιανοῖς, CFDS, Ser. A΄, Τομ. Χ, fasc II, σ. 144(29-33).
[11] ΝΙΚΟΛΑΟΣ ΒΑΣΙΛΕΙΑΔΗΣ, Ὁ ἅγιος Μᾶρκος ὁ Εὐγενικός καί ἡ ἕνωσις τῶν Ἐκκλησιῶν, ἔκδ. Ἀδελφότης Θεολόγων ὁ «Σωτήρ», Ἀθήναι 2007,                      σ. 177.
[12] ΑΓΙΟΥ ΜΑΡΚΟΥ ΕΦΕΣΟΥ, Ἐπιστολή πρός Θεοφάνην, PG 160, 1096-1100.
[13] ΣΕΒ. ΜΗΤΡ. ΝΑΥΠΑΚΤΟΥ κ. ΙΕΡΟΘΕΟΣ, «Ὁ ἅγιος Μᾶρκος ὁ Εὐγενικός γιά τούς Λατίνους», Θεοδρομία Γ 3 (Ἰούλιος-Σεπτέμβριος 2001) 39-40.
[14] Τοῦ ἰδίου, Τοῖς ἀπανταχοῦ τῆς γῆς καί τῶν νήσων εὐρισκομένοις Ὀρθοδόξοις Χριστιανοῖς, PG 160, 112-204.
[15] ΝΙΚΟΛΑΟΣ ΒΑΣΙΛΕΙΑΔΗΣ,  ἔνθ' ἄνωτ., σ. 178.
[16] ΑΓΙΟΥ ΜΑΡΚΟΥ ΕΦΕΣΟΥ, Ἀπολογία ρηθεῖσα ἐπί τῆ τελευτῆ αὐτοῦ αὐτοσχεδίως, PG 160, 536BC-536CD.
[17] ΝΙΚΟΛΑΟΣ ΒΑΣΙΛΕΙΑΔΗΣ,  ἔνθ' ἄνωτ., σ. 201.
[18] S. Sguropulym, εκδ. R. Creyghton, τομ. Χ, κεφ. ιη΄, σ. 310.  
[19]Σχ. βλ. ΓΕΝΝΑΔΙΟΣ ΣΧΟΛΑΡΙΟΣ, Ἄπαντα τά εὑρισκόμενα…, τομ. ΙΙΙ, σσ. 45, 80.
[21] PG 77, 124A.
[22] ANDREW BLEIN, π. Γεώργιος Φλωρόφσκυ. Ἡ ζωή καί τό ἔργο ἑνός μεγάλου θεολόγου, ἐκδ. Ἐν Πλῶ, μτφρ. Ἐλένη Ταμαρέση, Ἀθήνα 2010, http://www.impantokratoros.gr/dat/storage/dat/35E50502/ioannhs_markas.pdf
[23] π. ΓΕΩΡΓΙΟΣ ΦΛΩΡΟΦΣΚΥ, Θέματα Ορθοδόξου Θεολογίας, ἐκδ. Ἄρτος Ζωῆς, Ἀθήνα 1989, σ. 219.
[25] "O Morgenstern, Glanz des ewigen Lichtes und Sonne der Gerechtigkeit. Komm und erleuchte jene, die in Finsternis und Todesschatten sitzen" Μετάφραση : " Ὦ Ἑωσφόρε, λάμψη τοῦ αἰωνίου φωτός καί ἥλιε τῆς δικαιοσύνης. Ἔλα καί φώτισε αὐτούς πού κάθονται στό σκοτάδι καί σέ σκιά θανάτου", http://katanixis.blogspot.gr/2015/01/blog-post_59.html

ΠΗΓΗ:   ΚΛΙΚ

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου