ΠΡΟΕΚΛΟΓΙΚΟ ΕΥΘΥΜΟΓΡΑΦΗΜΑ: ΑΠΟ ΤΑ «ΜΥΞΟΜΑΝΤΙΛΑ» ΣΤΟΥΣ
«ΣΦΟΥΓΓΟΚΩΛΑΡΙΟΥΣ» (Δ. Νατσιός) «Τὰ ποικιλώνυμα “μυξομάντιλα” νὰ τὰ
στείλουμε στὴν θέση τους: στὸν κάδο ἀπορριμμάτων».
Προεκλογικὸ εὐθυμογράφημα:
Ἀπὸ τὰ «μυξομάντιλα» στοὺς «σφουγγοκωλάριους»
Γράφει ὁ Δημ. Νατσιός
Δάσκαλος-Κιλκίς
«Τί φωνάζεις καὶ τοὺς βρίζεις/ἀφοῦ πᾶς καὶ τοὺς ψηφίζεις»
Σύνθημα σὲ πανεπιστημιακὸ ντουβάρι
. «…ἀνθυπνωτικὸν φάρμακον
ἐσκέφθην κἀγὼ νὰ μεταχειρισθῶ κατὰ τῆς ἀπαθείας τοῦ Ἕλληνος ἀναγνώστου
καταφεύγων ἀνὰ πᾶσαν σελίδα εἰς ἀπροσδοκήτους παρεκβάσεις, ἰδιοτρόπους
παρομοιώσεις ἢ ἀλλοκότους λέξεων συγκρούσεις». (Ἐμμ. Ροΐδης). Ὁ πολὺς
Ροΐδης κατέφευγε, ὅπως γράφει, σὲ ἀλλόκοτες συνθέσεις λέξεων ἢ
σπαρταριστὲς φράσεις, γιὰ νὰ ἀφυπνίσει τοὺς ἀπαθεῖς Ἕλληνες. Σ’ αὐτὸν
ἀνήκει ἐξ ἄλλου ἡ ἀπαράμιλλη σὲ εὐστοχία φράση «ἕκαστος τόπος ἔχει τὴν
πληγήν του… καὶ ἡ Ἑλλὰς τοὺς Ἕλληνες».
. Ὡραῖο εἶναι καὶ τὸ λίαν ἐπίκαιρο:
. «Καθὼς ὑπάρχουν ἀλλαχοῦ ἐταιρεῖαι πρὸς προστασίαν τῶν
ἀνυπερασπίστων πλασμάτων, ἀλόγων, γάτων, περιστερῶν καὶ ἄλλων πτερωτῶν
καὶ μαστοφόρων, οὕτω νὰ συστηθεῖ καὶ εἰς τὴν Ἑλλάδα προστατευτικὴ τῶν
ψηφοφόρων». Νὰ προσθέσουμε καὶ ἐκεῖνο τὸ ἀμίμητο καὶ ἀειθαλὲς ποὺ εἶχε
γράψει γιὰ πολυφημισμένο γιὰ τὴν ἠθική του παχυδερμία πολιτικὸ τῆς
ἐποχῆς του: «Πτυόμενος σπογγίζεται, οὐδόλως δὲ θεωρεῖται προσβεβλημένος,
ἂν οἱ σύγχρονοι Ἕλληνες φρονοῦσι, γράφουσι καὶ κηρύττουσι περὶ αὐτοῦ,
ὅτι γνωρίζει εἰκοσιτέσσαρας τρόπους νὰ προμηθεύεται χρήματα, ἐξ ὧν (=ἀπὸ
τοὺς ὁποίους) ὁ τιμιώτερος εἶναι ἡ κλοπή». (Ὅλα τὰ ἀποσπάσματα ἀπὸ τὸ
βιβλίο τοῦ Ἐμ. Ροΐδη, «τὰ ἀνθελληνικά», ἔκδ. «Ροές»).
. Κατὰ καιροὺς ἐπινοητικοὶ συγγραφεῖς, ἄριστοι γνῶστες τῆς
γλώσσας μας, κατασκεύασαν εὐμνημόνευτες λέξεις ἢ φράσεις, οἱ ὁποῖες
ἀπέδωσαν μὲ σαφήνεια ἀσχημονίες τοῦ καιροῦ τους ἢ περιέγραψαν εὐκρινῶς
καὶ συντόμως, ἀξιοκατάκριτους «ἀνθρωπολογικοὺς» τύπους τῆς ἐποχῆς τους.
Γιὰ παράδειγμα, «τουρκοπιασμένους», ἔλεγε ὁ Μακρυγιάννης τοὺς τότε
ὀπαδοὺς τῆς ἑλληνοτουρκικῆς φιλίας. «Προσκυνημένους», τοὺς ὀνόμαζε ὁ
Κολοκοτρώνης. «Ἀρχοντοχωριάτες», ἀποκάλεσε, ὁ Σουρῆς νομίζω, τοὺς
νεόπλουτους (κι αὐτὴ ἡ λέξη νεολογισμός, ὅπως καὶ τὸ ἀντίθετό της,
νεόπτωχος).
«Κοχλιαροφόρους», ἔλεγε ὁ Ροΐδης τοὺς πολιτικούς, γιατί κρατοῦν
κοχλιάριον (=κουτάλι), γιὰ νὰ ἀδειάσουν τὴν χύτρα τοῦ προϋπολογισμοῦ.
Ὁπότε, «χυτρομαχίαι», οἱ κομματικὲς διενέξεις καὶ λοιπὲς
βατραχομυομαχίες, ὅπως πρέπει νὰ μεταφράζουμε στὴν ρωμαίικη λαλιὰ τὰ
λεγόμενα «ντιμπέιτ».
«Σοφολογιότατους», χαρακτήριζε ὁ Σολωμός τούς, κατὰ τὸν Σεφέρη, «νεόπλουτους τοῦ πνεύματος», τοὺς ἡμιμαθεῖς.
«Ταρτοῦφοι», ὀνομάζονταν οἱ ἠθικολογοῦντες ὑποκριτές, λέξη ἐμπνεόμενη ἀπὸ τὴν ὁμώνυμη κωμωδία τοῦ Μολιέρου.
«Ψαλιδόκωλους», εἶπε ὁ λαὸς τοὺς φραγκοφερμένους πολιτικάντηδες, οἱ
ὁποῖοι ἐπέπεσαν σὰν τὶς μύγες πάνω στὸ αἱμόφυρτο ἀκόμη σῶμα τῆς
νεοσύστατης Ἑλλάδας, τάχα γιὰ νὰ τὴν κυβερνήσουν. Ἡ ἔμπνευση γιὰ τὴν
ὀνοματοδοσία προῆλθε ἀπὸ τὸ «φράκο», τὴν ἐπίσημη στολὴ ποὺ κατέληγε
«ὄπισθεν» σὲ δύο πτερύγια σὰν τοῦ ψαλιδιοῦ.
«Μυξομάντιλα», ἔλεγε ὁ λαὸς τοὺς κηφῆνες
ποὺ προσκολλοῦνταν στοὺς κομματάρχες γιὰ νὰ ἀναρριχηθοῦν καὶ νὰ ζήσουν
εἰς βάρος τοῦ δημοσίου ταμείου. Ὁ ὑπέροχος αὐτὸς χλευασμὸς
ἐπαναλήφθηκε μετὰ ἀπὸ 150 χρόνια, ὡς «σφουγγοκωλάριοι» πλέον, ὁ ὁποῖος
στηλίτευε τὸν ἀδηφάγο ἑσμὸ τῶν «λακέδων» τῆς ἐξουσίας. Πολὺ ἐπιτυχημένη
ἦταν καὶ ἡ ἀνάσυρση ἀπὸ τὴν ρωμαϊκὴ ἱστορία τῆς λέξεως «γραικύλοι», ποὺ
σημαίνει τὸν μηδαμινό, τὸν τιποτένιο, λέξη ἡ ὁποία χρησιμοποιήθηκε ἀπὸ
τὸν Παπαδιαμάντη μὲ τὴν ἑξῆς χρονολογικὴ προσθήκη «γραικύλοι τῆς
σήμερον». Ἡ λέξη εἶναι ὑποκοριστικὸ τοῦ Γραικὸς καὶ εἶχε ἐπινοηθεῖ ἀπὸ
τὸν ρήτορα Κικέρωνα, ὁ ὁποῖος βδελυσσόταν τοὺς Ἕλληνες, ποὺ κολάκευαν
«χαμερπῶς» τοὺς κυρίαρχους Ρωμαίους. «Ἀνθρωποκάμπιες», ὀνόμασε ὁ
Κόντογλου τοὺς διεφθαρμένους πολιτικούς. Ἂς θυμηθοῦμε καὶ τὸ ἐπίθετο
«μαλλιαροί», μὲ τὸ ὁποῖο ὀνόμαζαν οἱ ὀπαδοὶ τῆς καθαρεύουσας τοὺς
δημοτικιστές, προσωνυμία ἐφευρεθεῖσα ἀπὸ τὸν Ἰωάννη Κονδυλάκη. Ἀντίθετα
οἱ καθαρευουσιάνοι ὀνομάστηκαν ὑποτιμητικῶς «μακαρονιστές, διότι ἔγραφαν
σὲ ὕφος σχοινοτενές, μὲ ἐξεζητημένη λεξιθηρία, ἡ ὁποία ἔφτανε στὰ ὅρια
τοῦ γελοίου. Νὰ προσθέσουμε καὶ τὰ γνωστὰ ἀπὸ τὶς ἐμφυλιοπολεμικὲς
ἐποχὲς «γερμανοτσολιάς», «ἐαμοβούλγαρος» ἢ τὰ παρακρατικὰ «χαφιὲς» ἢ
«μίασμα».
. Καὶ ἡ νεότερη ὅμως ἐποχὴ δὲν στερεῖται εὐφάνταστων
νεολογισμῶν, οἱ ὁποῖοι πλουτίζουν τὴν γλώσσα καὶ ἀπαλλάσσουν τὸν ἁπλὸ
λαὸ ἀπὸ τὴν βάσανο τῆς περιγραφῆς ἑνὸς νοσηροῦ φαινομένου.
. Κάπου στὴ χαραυγὴ τῆς δεκαετίας τοῦ ’80 πλάστηκε ὁ
πασίγνωστος «πρασινοφρουρός», γιὰ νὰ ἀντικρούσει τὴν μομφὴ τοῦ
«χουντοβασιλικοῦ» ποὺ ἐκτόξευε τὸ ἀντίπαλον δέος. Στὰ πολὺ κοντινά μας
χρόνια, ξεχωρίζουν «τὰ παπαγαλάκια». Ὀνομάστηκαν ἔτσι οἱ ἀργυρώνητοι
δημοσιογραφίσκοι ποὺ παρότρυναν τὸν κόσμο νὰ ριχθεῖ στὸ χρηματιστηριακὸ
μακελειό. Σήμερα βεβαίως προπαγανδίζουν ἀσυστόλως καὶ ἀνερυθριάστως τὸ
δόγμα τῆς ἄνευ ὅρων ὑποταγῆς στὰ μερκελικὰ κελεύσματα. Λέγονται καὶ
μπαμπουΐνοι ἀπὸ τὸν γνωστὸ κυρ-Μπάμπη. Λαμπρὴ φήμη ἀπέκτησε καὶ ὁ
«εὐρωλιγούρης» τοῦ Ζουράρι, ὁ ὁποῖος χαρακτήριζε ἔτσι τοὺς
ἐκσυγχρονιστές, ποὺ μᾶς ἄλλαξαν τὰ φῶτα «ἐξευρωπαϊζοντάς» μας. Νέας
κοπῆς εἶναι καὶ ὁ τηλεοπτικὸς ὅρος «γλάστρα», ποὺ περιγράφει τὶς
καλλίπυγες νεάνιδες, ποὺ ταλαιπωροῦν καὶ «πειράζουν» τοὺς μικροαστούς.
Ἀξιοπρόσεκτη κυκλοφορία ἔχει καὶ ἡ ἀμερικανόφερτη λέξη «γιάπις», ἡ ὁποία
ἐξοβέλισε τὶς παλαιότερες «φλῶρος» ἢ «τζιτζιφιόγκος».
. Σήμερα γενέθλιοι τόποι παραγωγῆς λέξεων-ἐτικετῶν εἶναι οἱ
δύο διακριτοὶ ἰδεολογικοὶ χῶροι: τῶν «προοδευτικῶν» καὶ τῶν
«παραδοσιακῶν», οἱ ζητωκραυγαστὲς τοῦ πολυπολιτισμοῦ ἀπὸ τὴν μία καὶ οἱ
ὑμνητὲς τοῦ ἑλληνικοῦ πολιτισμοῦ ἀπὸ τὴν ἄλλη, ἐν τῇ διαχρονίᾳ του.
. Ἔτσι ἔχουμε τοὺς «νεοταξοσκώληκες» ἢ «νεοεποχίτες».
Αὐτοὶ ντρέπονται γιὰ τὴν Ἑλλάδα, εἶναι πάντα μὲ τοὺς κυβερνῶντες,
ὑπερασπίζονται ἀνύπαρκτες μειονότητες, κατηγοροῦν τὴν Ἐκκλησία,
ἐπιθυμοῦν διακαῶς γάμο «θηλύγλωσσων» καὶ τὰ λοιπὰ συμπαραμαρτοῦντα.
. Νὰ σημειώσουμε πὼς ἡ πολὺ γνωστὴ λέξη «κουλτουριάρης», ὁ
δῆθεν πνευματώδης καὶ εὐφυὴς τῶν περασμένων δεκαετιῶν, ἔγινε
«θολοκουλτουριάρης», μᾶλλον μετὰ τὴν πτώση τοῦ «ὑπαρκτοῦ». Τότε πολλοὶ
ὀπαδοὶ τῆς ἀριστερᾶς καὶ τῆς προόδου, μεταβλήθηκαν σὲ ὀπαδοὺς τῆς
«ἀριστερόεσσας» («ἀστερόεσσα λέγεται ἡ ἀμερικανικὴ σημαία), διότι…
θόλωσαν, ξέμειναν ἀπὸ βαρβάρους καὶ στράφηκαν σ’ ἄλλους βαρβάρους, γιὰ
νὰ βροῦν μία κάποια λύσιν στὴν ζωή τους. Εὔηχο καὶ καλὸ εἶναι καὶ τὸ
«Βρυξέλληνες» (Βρυξέλλες + Ἕλληνες), εὐφυὲς συνώνυμο τῶν εὐρωλιγούρηδων.
Οἱ προοδευτικοὶ τώρα ὅσους τοὺς κατονομάζουν, ὡς ἀνωτέρω, ἀπαντοῦν μὲ
προσδιορισμοὺς ὅπως «Ἑλληναράδες», «σκοταδιστές», «φανατικοί»,
«ρατσιστές», «φασιστόμουτρα», «θρησκόληπτοι», «ὑπερπατριῶτες»,
«ἐθνικιστὲς» καὶ λοιπὰ καὶ λοιπά.
. Βεβαίως, καὶ ἡ κρίση, μπορεῖ νὰ κένωσε τὶς τσέπες μας,
ἀλλὰ πλούτισε τὸ λεξιλόγιό μας. Τούτη τὴν ἐποχὴ ἔχουμε τοὺς μνημονιακοὺς
ἢ ναιναίκους καὶ τοὺς ἀντιμνημονιακούς. Γιὰ τὶς ἐπικείμενες ἐκλογὲς μία
εἶναι ἡ λύση: Τὰ ποικιλώνυμα «μυξομάντιλα» νὰ τὰ στείλουμε στὴν θέση τους: στὸν κάδο ἀπορριμμάτων.
. Τελειώνοντας τὴν περιήγηση στὶς «ἐπώνυμες»
λέξεις τοῦ νεοελληνικοῦ βίου, θὰ μεταφέρουμε ἕναν ἀκόμη «ἀνθυπνωτικὸν»
ὁρισμὸ τοῦ Ἕλληνα, συνταχθέντα ἀπὸ τὸν Ροΐδη: «ἐκ πάντων τῶν ἀνθρώπων ὁ
Ἕλλην εἶναι ὁ μείζων ἔχων κλίσιν εἰς τὸ νὰ νομίζη ἑαυτὸν μόνην αἰτίαν
παντὸς κύκλῳ του γινομένου θορύβου, ὡς ὁ μέθυσος ἐκεῖνος ὅστις οὐρῶν
πλησίον βρύσεως ἔμεινεν ἐκεῖ ὅλην τὴν νύκτα, νομίζων ὅτι ἐξ αὐτοῦ
ἐκπορεύεται ὅλον τὸ ὕδωρ τὸ ὁποῖον ἤκουε νὰ τρέχη».
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου