ΔΕΝ ΞΕΧΝΩ ... !!!
ΜΑΡΤΥΡΙΑ: «Ημουν εκεί. Ούτε 200μ. από τον ιστό που σκαρφάλωσε ο Σολωμός»
Ημουν εκεί. Ούτε διακόσια μέτρα μακριά από τον ιστό στον οποίο σκαρφάλωσε ο Σολωμός.
Είχαμε κατέβει στην Κύπρο με μια ομάδα του Μοτοσυκλετιστικού Ομίλου
Θεσσαλονίκης (ΜΟΘ) και άλλες ομάδες μοτοσυκλετιστών από πολλές χώρες της
ευρώπης. Που να πάει το μυαλό μας όταν ξεκινούσαμε για το τι θα
επακολουθούσε.
Η πορεία των μοτοσυκλετών είχε ξεκινήσει από το Βερολίνο, μια
ευρωπαϊκή πόλη που ήταν κάποτε χωρισμένη στα δύο, κι είχε σκοπό να
καταλήξει στην Λευκωσία, μια ευρωπαϊκή επίσης πόλη, που ακόμα και σήμερα
είναι χωρισμένη στα δύο. Θέλαμε να ζητήσουμε να μας επιτρέψουν να
περάσουμε χωρίς διαβατήρια διότι η κατοχή και ο χωρισμός της Λευκωσίας
και της Κύπρου στα δύο, είναι παράνομη διεθνώς και να σηκώσουμε την
μπάρα που δεν έπρεπε να υπάρχει. Πήγαμε λοιπόν στο Λήδρα Παλάς νομιζω το
λέγανε, πάνω στην γραμμή, με τηλεοπτικά συνεργεία και κόσμο αρκετό.
Φυσικά και δεν μας άφησαν να περάσουμε.
Δεν θυμάμαι τη σειρά των γεγονότων, νομίζω ήταν η επομένη μέρα που
έγινε η συγκέντρωση των μοτοσυκλετιστών της Κυπριακής Ομοσπονδίας
Μοτοσυκλετιστών σε ένα κλειστό στάδιο μπάσκετ ή κάτι τέτοιο. Ημασταν
εκεί μαζεμένοι μερικές χιλιάδες άνθρωποι. Ο πρόεδρος της ΚΟΜ ήταν σε
συνάντηση με τον κύπριο πρόεδρο και συζητούσαν το θέμα αν θα μας
επέτρεπαν ή όχι να κάνουμε πορεία εποχούμενοι ως την πράσινη γραμμή.
Τελικά ήρθε ο πρόεδρος της ΚΟΜ, δεν θυμάμαι πια το όνομά του, πολύ
καλό παιδί, και μας είπε πως δεν είχαμε την άδεια για την πορεία.
Βγήκαμε έξω. Οι κύπριοι μοτοσυκλετιστές δεν ήταν δυνατόν να συγκρατηθούν
και ήδη ξεκινούσαν για την πράσινη γραμμή. Εμείς θέλαμε να πάμε μαζί
τους. Εγινε μια σύσκεψη όλων μας, στο πόδι, εκεί έξω από το αθλητικό
κέντρο. Ο δικός μας πρόεδρος μας είπε πως ο Κληρίδης ζητούσε να μην
γίνει η πορεία, η πράσινη γραμμή λέει, που αλλού είναι ένα μέτρο κι
αλλού εκατοντάδες, είναι έδαφος της Κυπριακής Δημοκρατίας, και αν
δώσουμε στους τουρκους αφορμή, που είχανε και τεθωρακισμένα από την άλλη
πλευρά έτοιμα, μπορεί να καταλάμβαναν και άλλο τμήμα από κυπριακό
έδαφος. Θέλετε να γίνετε αφορμή για κάτι τέτοιο; μας ρώτησαν. Δεν
μπορείς να πεις ναι σε τέτοια ερώτηση.
Τους βλέπαμε όμως του κύπριους να τραβάνε προς τα κει και… Δεν
περιγράφεται αυτό που νιώθεις. Εκατσα κάτω, ακούμπησα σ’ ένα δέντρο, και
προσπάθησα να ηρεμήσω και να συγκρατηθώ. «Είμαστε μουσαφιραίοι και θα
κάνουμε ότι μας ζητάνε οι οικοδεσπότες. Το ότι κάποιοι πηγαίνουν είναι
δικιά τους πατρίδα και δικός τους λογαριασμός», είπε κάποιος, νομίζω ο
πρόεδρος. Γυρίσαμε στα ξενοδοχεία και παρακολουθήσαμε εμβρόντητοι από
τις τηλεοράσεις την δολοφονία του Τάσου Ισαάκ.
Μετά δυο μέρες πήγαμε στο χωριό για την κηδεία του. Μετά την κηδεία
είχαμε αποφασίσει να καταθέσουμε ένα στεφάνι, εκει σε κείνα τα χωράφια
κοντά στο οδόφραγμα, λίγο έξω από τη Δερύνεια. Ο κόσμος είχε ήδη βγει
από το χωριό και ήταν επάνω στη δημοσιά που πηγαίνει προς την κατεχόμενη
Αμμόχωστο, λίγα χιλιόμετρα μακριά. Η άσφαλτος ήταν γεμάτη από απλούς
καθημερινούς ανθρώπους που ήθελαν να διαδηλώσουν ήσυχα και ειρηνικά.
Εμείς πήγαμε παραδίπλα προς τα χωράφια, μερικά μέτρα από το φυλάκιο
που ήταν οι δυνάμεις του ΟΗΕ και ο ιστός στον οποίο ανέβηκε ο Σολωμός,
και αφήσαμε ένα στεφάνι. Στο γυρισμό μας, εγώ ξέμεινα λίγο, από
περιέργεια κοιτάζοντας τον κόσμο που είχε μαζευτεί, επάνω στον δρόμο.
Εφαγα και μερικές ξυλιές από τα κυπριακά ΜΑΤ, οι οποίοι ήταν μαζεμένοι
σε κάτι σαν όρυγμα, και μας φώναζαν να φύγουμε από κει γιατί υπήρχε
κίνδυνος μας έλεγαν, αλλά η περιέργειά μου, περιέργεια ακόμα και για τα
ΜΑΤ τους, ήταν δυνατώτερη από τις ξυλιές.
Δεν κατάλαβα τι έγινε. Ακουσα τους πυροβολισμούς. Ηταν πολλοί. Δεν
μπορούσε να καταλάβω από που ερχόταν ο ήχος. Μετά άκουσα σφαίρες να
βιδώνουν στον αέρα περνώντας πάνω από τα κεφάλια μας. Το δικό μου και
των ΜΑΤατζήδων, γιατί είχα μείνει εγώ και ένας-δυο άλλοι νομίζω εκεί.
Ξαφνικά, έγινε μια μεταμόρφωση, τόσο γρήγορη που δεν πρόλαβα να την
παρακολουθήσω. Τα ΜΑΤ πια δεν κρατούσαν ασπίδες και ρόπαλα. Οι ασπίδες
και τα ρόπαλα είχαν εξαφανιστεί. Κρατούσαν τουφέκια, είχανε πάρει θέσεις
μάχης ξαπλωμένοι και ημιόρθιοι μέσα στο όρυγμα, και είχαν στήσει κιόλας
ένα πολυβόλο. Ο αξιωματικός τους έδινε διαταγές μάχης κανονικά, και
είχαμε πλέον σταματήσει να τον ενδιαφέρουμε εμείς και τα «αστυνομικά
μέτρα». Δεν ξαναασχολήθηκε μαζί μας.
Μόνο τότε πρόσεξα πως στο βάθος του ορύγματος υπήρχε μια σιδερένια
πόρτα. Σε αυτή την πόρτα προφανώς είχανε πάει οι ασπίδες και τα ρόπαλα
και μάλλον από κει θα βγήκε και ο οπλισμός.
Οι σφαίρες συνέχιζαν να περνάνε. Μου φάνηκε λίγο τραγελαφικό γιατί
δεν μπορούσα να φανταστώ ότι με 3-4 χιλιάδες κόσμο πάνω στον δρόμο,
εκατό μέτρα από κει που ήμασταν εγώ και οι άλλοι στο όρυγμα των «ΜΑΤ»,
πως θα βρισκόταν κάποιος λογικός άνθρωπος σε αυτόν τον πλανήτη να
πυροβολήσει άοπλους διαδηλωτές. Ετσι υπέθεσα πως θα επρόκειτο για
πλαστικές σφαίρες.
Για μια στιγμή θεώρησα την αντίδραση των ΜΑΤ και την μεταμόρφωσή
τους υπερβολική. Αλλά μετά, σκέφτηκα πως οι βολίδες από πλαστικές
σφαίρες δεν μπορεί να σφυρίζουν έτσι στον αέρα, γιατί δεν «βιδώνουν».
Ετσι καλού κακού, έριξα μια ξάπλα και μπήκα κι εγώ στο όρυγμα.
Κοιτώντας προς τα πίσω, προς το χωριό, είδα πως εκείνοι που είχαν
μαζευτεί πάνω στο ψηλό ανάχωμα που υπήρχε αμέσως μετά τα τελευταία
σπίτια και κοιτούσαν προς την πράσινη ζώνη, είχαν διαλυθεί. Προς
εκείνους πήγαιναν οι σφαίρες που περνούσαν πάνω από τα κεφάλια μας. Κι
όπως έμαθα αργότερα τραυμάτισαν και μια μητέρα στην κοιλιά νομίζω, που
είχε ανέβει στο ανάχωμα ανησυχώντας για τον έφηβο γιό της που έπαιρνε
μέρος στη διαδήλωση.
Δεν ξέρω πόσο μείναμε εκεί καθηλωμένοι. Οταν κατάφερα να φύγω, μια
και είχανε κοπάσει ο σφαίρες, και πήγα προς τον δρόμο, είχε ήδη φθάσει
το ασθενοφόρο για τον Ισαάκ. Μάθαμε πως υπήρχε τουλάχιστον μια δολοφονία
και πολλοί τραυματισμοί.
Οταν συγκεντρωθήκαμε επιτέλους οι Θεσσαλονικείς στο συμφωνημένο
σημείο και το συζητήσαμε ταραγμένοι από τα γεγονότα, περιμέναμε πως θα
κηρυχθεί τουλάχιστον κάποια περιορισμένοι επιστράτευση. Ψυχολογικά δεν
μπορεί να περιγραφεί σε τι κατάσταση ήμασταν. Φυσικά και δεν έγινε
απολύτως τίποτε.
Θέλω να ευχαριστήσω όλους τους κύπριους που μας φιλοξένησαν, καθώς
και τις γιαγιάδες που βγαίναν από τις αυλές στα χωριά από όπου περάσαμε
για να μας φιλέψουν κρύο νερό, λες και ήμασταν ελευθερωτές. Να
ευχαριστήσω όλους αυτούς τους άγνωστους ανθρώπους που μας άνοιξαν τα
σπίτια και τις καρδιές τους. Για όσα μας διηγήθηκαν. Και μέχρι σήμερα
δεν θα ξεχάσω τον πόνο εκείνων που αγνάντευαν από μακριά την Αμμόχωστο
και μας έδειχναν τώρα από την Δερύνεια και το Παραλίμνι, που περίπου
ήταν το σπίτι που γεννήθηκαν και μεγάλωσαν.
Δεν μπορείς να τα ξεχάσεις αυτά τα πράγματα.
Θραξ Αναρμόδιος
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου