Σάββατο 7 Φεβρουαρίου 2015

Ἕνας ἀφανὴς Ἅγιος Ἱερέας (Ἀληθινὴ Ἱστορία)

Γράμματα πολλὰ δὲν ἔμαθε, μὲ δυσκολίες τελείωσε τὸ σχολαρχεῖο τῆς ἐποχῆς ἐκείνης, βαδίζοντας καθημερινῶς δύο καὶ πλέον ὧρες -γιὰ τὴν πλησιέστερη κωμόπολη, ὁ Εὐθύμιος. «Ἀπὸ μικρὸς ἀγαποῦσε τὴν Ἐκκλησία βοηθώντας σὰν παπαδάκι τὸν εὐλαβῆ πάππου του στὴν ψαλτική.
Ἔτσι ἔμαθε τὴν τάξη τῆς Ἐκκλησίας καὶ συγχρόνως νὰ ψάλλει. Κι ὅταν ἔφυγε γιὰ τὴν ἄλλη ζωὴ ὁ παππούς, ἔμεινε μοναδικὸς ψάλτης τῆς Ἐκκλησίας ὁ Εὐθύμιος. Ἔτσι τὸν συνάντησε σὲ μία περιοδεία του ὁ Ἐπίσκοπός τῆς περιοχῆς.
«Πρίμος πλεον ὁ Εὐθύμιος, καλὸς οἰκογενειάρχης μὲ τρία παιδιὰ ἕως τότε, καὶ ἐπειδὴ ὁ ἱερεὺς τοῦ χωριοῦ λόγω γήρατος καὶ ἀσθένειας ἀπεχώρησε, οἱ χωρικοὶ ζητοῦν ἱερέα ἀπὸ τὸν Ἐπίσκοπο.
Καὶ ποιὸν προτείνετε γιὰ παπὰ ἐσεῖς: Ρωτᾶ ὁ Δεσπότης καὶ ὅλοι σχεδὸν μὲ ἕνα στόμα λέγουν: «τὸν ψάλτη μας».…..
Ἔτσι μὲ τὶς πιέσεις τῶν χωρικῶν καὶ τὴν ἐμμονὴ τοῦ Ἐπισκοποῦ καὶ παρὰ τὶς διαμαρτυρίες τοῦ Εὐθυμίου, ὅτι θεωρεῖ τὸν ἑαυτὸ του ἀνάξιο καὶ ἀκατάλληλο γιὰ ἕνα τόσο μεγάλο Ὑπούργημα. Χειροτονήθηκε Ἱερεὺς τοῦ χωριοῦ πρὸς χαρὰν ὅλου τοῦ χωριοῦ.
Τώρα, πλέον ἐκτελοῦσε τὰ ἱερατικά του καθήκοντα. Κάθε πρωΐ καὶ βράδυ, μὲ φόβο Θεοῦ κτυποῦσε τὴν καμπάνα κάνοντας τὸν Ὄρθρο καὶ τὸν...
Ἑσπερινό. Πράος, καλοσυνάτος, ἀγαπητὸς πρὸς ὅλους, ἀφιλοχρήματος ἄρκεϊτο στὸν μικρὸ μισθό του καὶ στὰ λίγα ἔσοδα πού ἀπεκόμιζε, ὅταν καλλιεργοῦσε τὰ χωράφια του. Ὡς καὶ γιὰ μεροκάματο πήγαινε, γιὰ νὰ θρέψει τὴν πολυμελῆ οἰκογένειά του, ἔξι παιδιὰ τώρα. Ὁ Ἐπίσκοπος, ἐκτιμώντας τὴν σύνεσή του καὶ τὴν καλή του φήμη, τὸν ἔκανε καὶ πνευματικό.

Ἕνα πλῆθος κόσμου ἀπὸ τὸ χωριὸ καὶ τὰ γύρω χωριὰ πήγαιναν γιὰ ἐξομολόγηση στὸν πατέρα Εὐθύμιο. Καὶ τὸ κήρυγμα δὲν παρέλειπε κάθε Κυριακὴ διαβάζοντας ἀπὸ κάποιο ὀρθόδοξο περιοδικὸ μία σύντομη ὁμιλία. Ἀλλά καὶ τὰ παιδιά, γιὰ νὰ τὰ συγκεντρώνει στὸ κατηχητικό, εἶχε ἕνα δικό του τρόπο, μὲ τραγούδια καὶ ψαλμωδίες, μὲ καραμέλες καὶ λουκούμια καὶ εἰκονίτσες.
Νὰ καὶ ἕνα γεγονός, ὁπού φάνηκε τὸ μεγαλεῖο τῆς ψυχῆς του. Γείτονα στὸ χωράφι του εἶχε ἕναν πλεονέκτη καὶ καταπατητή, τὸν κυρ Γιάννη, ὁ ὅποιος δὲν δίστασε νὰ μεταθέσει τὸν πρόχειρο φράχτη πού χώριζε τὰ σύνορα καὶ νὰ τοῦ πάρει μία λωρίδα ἀπὸ τὸ χωράφι του, τὸ ἴδιο ἔκανε καὶ τὸν δεύτερο χρόνο. Τί νὰ κάνει τώρα, σκέφτηκε ὁ πατὴρ Εὐθύμιος.
Ἂν τοῦ πεῖ κάτι, θὰ ἀρχίσει τὶς βλαστήμιες καὶ τὶς βρισιές, δὲν ἔπαιρνε ἀπὸ λόγια, ὅπως τὸ ἔκανε καὶ μὲ ἄλλους γείτονες. Τὰ ἀφήνω στὰ χέρια τοῦ Θεοῦ, εἶπε στὴν πρεσβυτέρα του καὶ στὸν μεγάλο γιό του πού διαμαρτύρονταν. Καὶ νά, ἕνα πρωΐ λέγει στὸν μεγαλύτερο γιό του: Πᾶμε στὸ χωράφι μας νὰ τακτοποιήσουμε τὸ φράκτη στὸ σύνορο. Ἀφοῦ ἔφτασαν στὸ χωράφι, λέγει στὸν γιό του: Πάρε τὸν συρμάτινο φράχτη καὶ νὰ τὸν μεταθέσεις ἀκόμη ἕνα περίπου μέτρο, ἀφήνοντας στὸν γείτονα μία λωρίδα ἀπὸ τὸ χέρσο χωράφι του.
«Ἔκπληκτος ὁ γιὸς του ἄρχισε νὰ διαμαρτύρεται: Πατέρα, ἐσὺ θὰ χαρίσεις ὅπως πᾶς ὅλο τὸ χωράφι στὸν γείτονα. Κᾶνε ὅπως σοῦ εἶπα, παιδί μου, ἔχω τὸν λόγο μου ἐγώ, μὴν στεναχωρεῖσαι. Καὶ ἐπέστρεψαν πάλι στὸ σπίτι τους. Τὴν ἄλλη μέρα τὸ πρωὶ νὰ σου ὁ κυρ Γιάννης στὸ σπίτι τοῦ παπᾶ.
Καλημέρα παπαδιά. Ἔτσι ἀνήσυχος καὶ ταραγμένος ρωτᾶ τὴν πρεσβυτέρα: Ποῦ ΄ναι ὁ παπα-Θύμιος; Τὸν θέλω.
Καθίστε κυρ Γιάννη, νὰ σᾶς κάνω καφέ ὡς νὰ ἔρθει ὁ παπα-Θύμιος, πού τὸν ζήτησαν σὲ ἕνα σπίτι, δὲν θ’ ἀργήσει νὰ ἐπιστρέψει.
Ἐν τῷ μεταξὺ ἡ παπαδιὰ ἑτοίμασε καὶ τοῦ πρόσφερε τὸν καφέ. Αὐτὸς πῆρε μία ρουφηξιά, σὰν νὰ ἔκαθετο στὰ κάρβουνα. Νάσου καὶ προβάλλει ὁ παπὰς χαρούμενος καὶ λέει: Δόξα τῷ Θεῷ ἐλευθερώθηκε ἡ κυρία Ἑλένη πού ὑπέφερε στὸν τοκετό, μὲ τὶς εὐχὲς τῆς Ἐκκλησίας καὶ μάλιστα ἀπέκτησε ἀγοράκι.
Στὸ χωριὸ μας ἔχουμε ἕναν ἄνθρωπο τοῦ Θεοῦ, ἕναν «Ἅγιο, τὸν παπα-Θύμιο!
Καλῶς τὸν κυρ Γιάννη, καλημέρα. Ἡ οἰκογένεια εἶναι καλά: Τὰ ζωντανὰ ἐπίσης;
Χωρὶς ἄλλη ἀπάντηση: Τί εἶναι αὐτὸ ποῦ μοῦ ἔκανες παπα-Θύμιο; Ρωτᾶ πικραμένος ὁ κυρ Γιάννης.
Τί ἀγαπητέ μου Γιάννη; Νὰ τὸ διορθώσουμε.
Ἐγὼ παπα-Θύμιο, δύο χρόνια τώρα σοῦ κλέβω τὸ χωράφι κι ἐσὺ οὔτε νὰ διαμαρτυρηθεῖς, οὔτε νὰ φωνάξεις, ἀλλά μοῦ ἀφήνεις μία λωρίδα. Πᾶμε τώρα γρήγορα νὰ διορθώσω αὐτὴ τὴν ἀδικία, δὲν τὴν ἀντέχω.
Καλὰ κυρ Γιάννη μου, κᾶνε μόνος σου ὅ,τί νομίζεις σωστό. «Ἄλλωστε χῶμα εἶναι ἡ γῆ καὶ ὅλα ἐδῶ μένουν. Μόνον, ἀγαπητέ μου, μία χάρη σοῦ ζητῶ, νὰ σὲ βλέπω πιὸ τακτικὰ κι ἐσένα καὶ τὴν οἰκογένειά σου στὴν Ἐκκλησία.
Ἀσπάστηκαν ἔτσι ἀδελφικὰ στὸ μέτωπο, δὲν τὸν ἄφησε νὰ ἀσπαστεῖ τὸ χέρι του ὁ παπα-Εὐθύμιος. Τοῦ εἶπε: Ἔχε τὴν εὐλογία τοῦ Θεοῦ

Καὶ τὸν κατευώδωσε ὁ καλὸς ἱερέας. Καὶ ὅλα ἄλλαξαν ἀπὸ τὴν ὥρα ἐκείνη. Ὁ κυρ Γιάννης ἔβαλε μόνος του τὸν φράκτη στὰ παλαιά του σύνορα, ἄλλα καὶ εἶναι τακτικὸς στὴν ἐκκλησία μὲ τὴν οἰκογένειά του. Καὶ διαλαλεῖ παντοῦ, σὲ γνωστοὺς καὶ ἄγνωστους: Στὸ χωριὸ μας ἔχουμε ἕναν ἄνθρωπο τοῦ Θεοῦ, ἕναν «Ἅγιο, τὸν παπα-Θύμιο!
ΠΗΓΗ:   ΚΛΙΚ

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου