Πέμπτη 30 Οκτωβρίου 2014

ΜΑΣ ΤΑ ΕΚΛΕΨΑΝ ΟΛΑ, ΔΕΝ ΜΠΟΡΟΥΝ ΝΑ ΜΑΣ ΚΛΕΨΟΥΝ ΚΑΙ ΤΗΝ ΚΑΡΔΙΑ. ΕΙΜΑΙ ΧΡΙΣΤΙΑΝΟΣ ΚΑΙ Η ΤΕΛΕΥΤΑΙΑ ΜΟΥ ΕΛΠΙΔΑ ΕΙΝΑΙ Η ΠΙΣΤΗ

ΜΑΣ ΤΑ ΕΚΛΕΨΑΝ ΟΛΑ ,
ΔΕΝ ΜΠΟΡΟΥΝ ΝΑ ΜΑΣ ΚΛΕΨΟΥΝ ΚΑΙ ΤΗΝ ΚΑΡΔΙΑ.
ΕΙΜΑΙ ΧΡΙΣΤΙΑΝΟΣ ΚΑΙ Η ΤΕΛΕΥΤΑΙΑ ΜΟΥ ΕΛΠΙΔΑ ΕΙΝΑΙ Η ΠΙΣΤΗ

Δ. Πορφύρης/Π. Σταφυλᾶ

 

.                   Ἕνας πατέρας ἀπὸ τὸ Καμισλὶ τῆς Συρίας, διηγεῖται ζωντανὰ στὸν Γ. Μικαλεσίν πῶς ἀπήγαγαν τὸ γιό του, πῶς πέθανε ἡ γυναίκα του, πῶς ἔχασε τὸ σπίτι του… Συντετριμμένος καὶ μόνος ἐλπίζει μὲ τὴν πίστη τοῦ χριστιανοῦ ὅτι θὰ ξαναδεῖ τὸ παιδί του….
.                   Ἡ πίστη, μόνη του ἐλπίδα. Μία καρδιὰ στερεμένη, ἕνα πρόσωπο φαγωμένο ἀπὸ τὴ θλίψη καὶ ἕνα πνεῦμα λυγισμένο ἀπὸ τὴ μνήμη.
.                   Ἡ ἱστορία τοῦ Ντάνυ Γκόρι, εἶναι ἡ ἱστορία ἑνὸς ἀνθρώπου ποὺ ὁ πόλεμος τοῦ τὰ στέρησε ὅλα. Ἡ ἱστορία του εἶναι ἡ ἱστορία πολλῶν χριστιανῶν τῆς Συρίας: “Ἦταν Ἰούνιος, τὸν περασμένο χρόνο. Ὁ Γκάμπι (ὑποκοριστικό του Γαβριὴλ) βρισκόταν σπίτι ἐκεῖνο τὸ βράδυ  μαζί μας μέχρι τὴ στιγμὴ ποὺ τὸν εἰδοποίησαν ἀπὸ τὴν ἑταιρεία τῶν λεωφορείων ὅτι πρέπει νὰ ἀναπληρώσει ἕναν συνάδελφο. Νὰ πάει τὸ λεωφορεῖο στὸ  Deir El Ezzor, στὸ νοτιότερο τμῆμα στὰ μέρη τῶν ἰσλαμιστῶν. Ὁ Γκάμπι ποτὲ δὲν ἔλεγε “ὄχι”. Ἀκόμα τὸ  θυμᾶμαι. Μὲ ἀγκαλίασε, φίλησε τὴ μητέρα του καὶ μᾶς ὑποσχέθηκε ὅτι “αὔριο τὸ βράδυ, τὸ ἀργότερο μεθαύριο, θὰ εἶμαι πίσω”.
.                   “Το ἑπόμενο βράδυ δὲν ἐπέστρεψε καὶ τὴν μεθεπόμενη ἡμέρα δὲν τηλεφώνησε. Δύο μέρες μετὰ πῆρα ἐγὼ τηλέφωνο στὴν Ἑταιρεία. Ἕνας  κύριος μοῦ εἶπε ὅτι τὸν ἀπήγαγαν μέλη τῆς  Ἂλ Νουσρα, ὅτι τὸν πῆραν μαζὶ μὲ τὸ λεωφορεῖο. Μοῦ εἶπε ὅτι αὐτὸ συνέβη στὰ νότια τοῦ Ντέιρ ἒλ Ζόρ, ἀλλὰ “νὰ μὴν ἀνησυχῶ, γιατί ἤδη πλήρωσαν κάποια λεφτὰ γιὰ νὰ τὸν φέρουν πίσω”. Μοῦ εἶπε νὰ περιμένω ἀκόμα μερικὲς μέρες “γιὰ νὰ δοῦμε τί θὰ γίνει”. Μετὰ ἀπὸ μία ἑβδομάδα ὁ Γκάμπι δὲν εἶχε ἐπιστρέψει. Ἤξερα ἀκούγοντας τὸ ὄνομα τῆς Τζαμπχὰτ Ἂλ Νούσρα ὅτι τὰ νέα δὲν θὰ ἦταν καλά. Τὴν ἐποχὴ ἐκείνη συνεργάζονταν μὲ τὴν Ἂλ Κάιντα, τώρα ἔχουν ὅλοι περάσει στὸ Ἰσλαμικὸ Κράτος.
.                   “Παρ’ ὅλα αὐτὰ ἀποφάσισα νὰ τοὺς ἐμπιστευτῶ. Πάντα ἐπέλεγα τὴν ἐλπίδα. Ἡ γυναίκα μου ἡ Σάρα δὲν τοὺς ἐμπιστευόταν: Οὔρλιαζε καὶ θρηνοῦσε ὅλο τὸ βράδυ. Φώναζε σὰν τρελλὴ ὅτι “ὁ Γκάμπι δὲν θὰ γυρίσει ποτὲ” ἐνῶ ἐγὼ τὴν παρακαλοῦσα νὰ ἠρεμήσει. Τῆς ὑποσχόμουν ὅτι “θὰ πληρώσω καὶ θὰ τὸν φέρω πίσω”.
.                   Ἕνα μήνα μετά, χτύπησε καὶ πάλι τὸ τηλέφωνο. Στὴ γραμμὴ ἄκουσα τὴν ἴδια φωνὴ τοῦ ἀνθρώπου ποὺ εἶχα μιλήσει ἀπὸ τὴν ἑταιρεία. Ἡ γυναίκα μου μὲ κοιτοῦσε σιωπηλὴ ὅση ὥρα ἄκουγα. Ὁ ἄντρας μου ἔλεγε: “ζητᾶνε πάρα πολλὰ λεφτά…δὲν ἔχουμε νὰ πληρώσουμε τόσα…” Ἡ Σάρα μὲ κοιτοῦσε καὶ τὴν κοιτοῦσα καὶ ἐγώ. Δὲν ἔλεγα τίποτα. Ἀπὸ τὴν ἄλλη γραμμὴ ὁ ἄντρας φώναζε: “Μὲ ἀκοῦτε; δὲν μποροῦμε νὰ πληρώσουμε τόσα; καταλαβαίνετε;” Ἀλλὰ ἐγὼ σκεφτόμουνα μονάχα τὴ γυναίκα μου, τί νὰ τῆς ἔλεγα. Ὁ ἄντρας φώναζε δυνατά: “Ἀκοῦτε; Κάντε ὅ,τι νομίζετε”…προσπαθεῖστε καὶ ἐσεῖς”. Καὶ μοῦ ἔκλεισε τὸ τηλέφωνο. Ἡ Σάρα ἄρχισε πάλι νὰ οὐρλιάζει. Ἀπὸ τότε γιὰ 12 μῆνες δὲν σταμάτησε. Σηκωνόταν κάθε νύχτα, ἔκλαιγε, φώναζε…Τὸ κρεβάτι γινόταν ἕνα λουτρὸ ἀπὸ δάκρυα, τὸ δωμάτιο ὁ τάφος τῆς ἐλπίδας μας. Κάθε πρωὶ ἤμουνα ὅλο καὶ πιὸ γερασμένος. Κάθε πρωὶ τῆς ἔδινα τὴν ἴδια ὑπόσχεση: ὅτι ὁ Γκάμπι θὰ ἐπιστρέψει στὸ σπίτι καὶ ὅτι πρέπει νὰ μοῦ ἔχει ἐμπιστοσύνη. Περνοῦσαν ἑβδομάδες, μῆνες καὶ οἱ διαμεσολαβητὲς μοῦ ἐπαναλάμβαναν τὴν ἴδια φράση: “εἶναι ζωντανός, ὅλα εἶναι θέμα χρημάτων, μποροῦμε νὰ τὰ καταφέρουμε”. Στὸ τέλος πῆρα τὴν ἀπόφαση. Δὲν εἶχα λεφτά, ἀλλὰ εἶχα τὸ σπίτι. Οἱ διαμεσολαβητὲς μοῦ εἶπαν ὅτι σὲ δύο ἑβδομάδες θὰ τὸ πουλήσουν. Ἐγὼ ἤμουνα χαρούμενος. Ἦταν ἡ πρώτη μέρα μετὰ ἀπὸ τόσους μῆνες ποὺ ἡ Σάρα δὲν οὔρλιαξε. Ἡ πρώτη μέρα ποὺ δὲν ἔκλαψε. Μὲ ἀγκάλιασε. Γιὰ πρώτη φορὰ ἀρχίζει νὰ ἐλπίζει. Τὸ σπίτι πουλήθηκε ἀλλὰ ὁ Γκάμπι πάλι δὲν ἐπέστρεψε.
.                   Μετὰ ἀπὸ μία ἑβδομάδα, ὁ διαμεσολαβητὴς χτύπησε τὴν πόρτα. Μπῆκε μέσα, σήκωσε τὰ χέρια ψηλὰ καὶ εἶπε:  “Δύο ἐπέστρεψαν ἀλλὰ ὄχι τὸ παιδί σας. Δὲν ξέρουμε τίποτα γιὰ αὐτόν. Χάσαμε τὰ ἴχνη του”. Αὐτὸ τὸ πρωινὸ δὲν θὰ τὸ ξεχάσω ποτέ. Ἦταν πρὶν 3 μῆνες. Πηγαίνω στὸ δωμάτιο καὶ ἡ Σάρα ἀκόμα κοιμᾶται. Ἀμέσως ἀνοίγει τὰ μάτια. Τῆς λέω μόνο: “Δὲν ἐπέστρεψε”. Μετὰ ἀπὸ λίγο, σηκώνεται ὄρθια. Μὲ κοιτάει μὲ ἕνα ἄδειο βλέμμα. Τὰ μάτια της κοιτάζουν τὸ κενὸ καὶ μὲ τὰ χείλη  οὐρλιάζει “ΓΚΑΜΠΙ- ΓΚΑΜΠΙ- ΓΚΑΜΠΙ”. Τὸ ἐπαναλαμβάνει 3 φορὲς καὶ μετὰ πέφτει κάτω.
.                   Πέθανε μὲ τὸ ὄνομα τοῦ γιοῦ μας στὰ χείλη. Τὰ ἔχασα ὅλα καὶ εἶμαι μόνος καὶ ἀκόμα ἐλπίζω. Κάτι στὴν καρδιά μου, μοῦ λέει ὅτι εἶναι ἀκόμα ζωντανὸς καὶ νὰ ἔχω ἐλπίδα. Μᾶς τὰ ἔκλεψαν ὅλα. Δὲν μποροῦν νὰ μᾶς κλέψουν καὶ τὴν καρδιά. Εἶμαι χριστιανὸς καὶ ἡ τελευταία μου ἐλπίδα εἶναι ἡ πίστη.

ΠΗΓΗ: dimpenews.com
ΠΗΓΗ:   ΚΛΙΚ

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου