ΑΝΑΓΝΩΣΜΑ Α' ΕΣΠΕΡΙΝΟΥ
ΕΚ ΤΗΣ ΓΕΝΕΣΕΩΣ
ἐν τῷ ἑξακοσιοστῷ ἔτει ἐν τῇ ζωῇ τοῦ Νῶε, τοῦ δευτέρου μηνός, ἑβδόμῃ καὶ εἰκάδι τοῦ μηνός, τῇ ἡμέρᾳ ταύτῃ ἐῤῥάγησαν πᾶσαι αἱ πηγαὶ τῆς ἀβύσσου, καὶ οἱ καταῤῥάκται τοῦ οὐρανοῦ ἠνεῴχθησαν.
Κατά το εξακοσιοστόν έτος της ηλικίας του Νώε,
εις τας είκοσι δύο του δευτέρου μηνός διερράγησαν όλαι αι πηγαί των υπογείων
υδάτων και των θαλασσών και ήνοιξαν οι καταρράκται του ουρανού εις
καταρρακτώδεις βροχάς.
καὶ ἐγένετο
ὑετὸς ἐπὶ τῆς γῆς τεσσαράκοντα ἡμέρας
καὶ τεσσαράκοντα νύκτας.
Εβρεχε δε συνεχώς επί τεσσαράκοντα ημερονύκτια εις
την γην.
ἐν τῇ ἡμέρᾳ
ταύτῃ εἰσῆλθε Νῶε, Σήμ, Χάμ, Ἰάφεθ, οἱ υἱοὶ
Νῶε, καὶ ἡ γυνὴ Νῶε καὶ αἱ τρεῖς
γυναῖκες τῶν υἱῶν αὐτοῦ μετ᾿ αὐτοῦ
εἰς τὴν κιβωτόν.
Κατά την ημέραν αυτήν, όπως είχε διατάξει ο Θεός,
εισήλθεν εις την κιβωτόν ο Νώε και τα παιδιά του, ο Σημ, ο Χαμ και ο Ιάφεθ, η
γυναίκα του Νώε και αι τρεις γυναίκες των παιδιών του.
καὶ πάντα τὰ
θηρία κατὰ γένος καὶ πάντα τὰ κτήνη κατὰ γένος καὶ
πᾶν ἑρπετὸν κινούμενον ἐπὶ τῆς γῆς
κατὰ γένος καὶ πᾶν ὄρνεον πετεινὸν κατὰ
γένος αὐτοῦ
Μαζή του επίσης είχον εισέλθει όλα τα θηρία κατά
τα είδη αυτών και όλα τα κτήνη κατά τα είδη αυτών και όλα τα είδη των ερπετών
που σύρονται εις την γην, και όλα τα πτηνά του ουρανού κατά τα είδη αυτών.
εἰσῆλθον
πρὸς Νῶε εἰς τὴν κιβωτόν, δύο δύο ἄρσεν καὶ
θῆλυ ἀπὸ πάσης σαρκός, ἐν ᾧ ἐστι πνεῦμα
ζωῆς.
Κατά ζεύγη, άρρενα και θήλεα, εισήλθον μαζή με
τον Νώε εις την κιβωτόν, κάθε ζωντανόν της ξηράς.
καὶ τὰ εἰσπορευόμενα
ἄρσεν καὶ θῆλυ ἀπὸ πάσης σαρκὸς εἰσῆλθε,
καθὰ ἐνετείλατο ὁ Θεὸς τῷ Νῶε. καὶ ἔκλεισε
Κύριος ὁ Θεὸς τὴν κιβωτὸν ἔξωθεν αὐτοῦ.
Τα εισελθόντα εις την κιβωτόν ζώα ήσαν από όλα τα
είδη αρσενικά και θηλυκά, όπως είχε διατάξει ο Θεός τον Νώε. Και αφού τα πάντα
ησφαλίσθησαν εις την κιβωτόν, έκλεισεν ο ίδιος ο Θεός απ' έξω την κιβωτόν.
Καὶ ἐγένετο
ὁ κατακλυσμὸς τεσσαράκοντα ἡμέρας καὶ τεσσαράκοντα
νύκτας ἐπὶ τῆς γῆς, καὶ ἐπεπληθύνθη τὸ
ὕδωρ καὶ ἐπῆρε τὴν κιβωτόν, καὶ ὑψώθη
ἀπὸ τῆς γῆς.
Ο κατακλυσμός εγίνετο επί τεσσαράκοντα κατά
συνέχειαν ημερονύκτια εις την γην και επληθύνθη πάρα πολύ το νερό επάνω εις την
γην, ανεσήκωσε την κιβωτόν εις την επιφάνειάν του και την ύψωσεν επάνω από την
γην.
καὶ ἐπεκράτει
τὸ ὕδωρ καὶ ἐπληθύνετο σφόδρα ἐπὶ τῆς
γῆς, καί ἐπεφέρετο ἡ κιβωτὸς ἐπάνω τοῦ ὕδατος.
Και εκυριάρχει συνεχώς το ύδωρ και επληθύνετο
ολονέν και περισσότερον επάνω εις την γην, η δε κιβωτός εφέρετο επάνω εις τα
ύδατα.
τὸ δὲ ὕδωρ
ἐπεκράτει σφόδρα σφόδρα ἐπὶ τῆς γῆς καὶ ἐκάλυψε
πάντα τὰ ὄρη τὰ ὑψηλά, ἃ ἦν ὑποκάτω
τοῦ οὐρανοῦ·
Και εξωγκώθη ακόμη περισσότερον το ύδωρ και
υπερεπληθύνθη και εσκέπασεν όλα τα όρη τα υψηλά, όσα υπήρχον κάτω από τον
ουρανόν.
πεντεκαίδεκα πήχεις ὑπεράνω
ὑψώθη τὸ ὕδωρ καὶ ἐπεκάλυψε πάντα τὰ ὄρη
τὰ ὑψηλά.
Δέκα πέντε πήχεις επάνω από τα υψηλότερα όρη υψώθη
το ύδωρ και εσκέπασεν εξ ολοκλήρου αυτά.
καὶ ἀπέθανε
πᾶσα σὰρξ κινουμένη ἐπὶ τῆς γῆς τῶν
πετεινῶν καὶ τῶν κτηνῶν καὶ τῶν θηρίων καὶ
πᾶν ἑρπετὸν κινούμενον ἐπὶ τῆς γῆς καὶ
πᾶς ἄνθρωπος.
Επνίγη δε και απέθανε μέσα εις τα ύδατα του
κατακλυσμού κάθε ζωϊκή υπαρξις της γης, τα πτηνά του ουρανού και τα κτήνη και
τα θηρία και τα ερπετά που σύρονται εις την γην και κάθε άνθρωπος·
καὶ πάντα, ὅσα
ἔχει πνοὴν ζωῆς, καὶ πᾶν, ὃ ἦν ἐπὶ
τῆς ξηρᾶς, ἀπέθανε.
και όλα όσα έχουν ζωήν και αναπνέουν, κάθε τι το
οποίον έζη εις την ξηράν επνίγη.
καὶ ἐξήλειψε
πᾶν τὸ ἀνάστημα, ὃ ἦν ἐπί προσώπου τῆς
γῆς, ἀπὸ ἀνθρώπου ἕως κτήνους καὶ ἑρπετῶν
καὶ τῶν πετεινῶν τοῦ οὐρανοῦ, καὶ ἐξηλείφθησαν
ἀπὸ τῆς γῆς· καὶ κατελείφθη μόνος Νῶε
καὶ οἱ μετ᾿ αὐτοῦ ἐν τῇ κιβωτῷ.
Τοιουτοτρόπως ο Θεός εξηφάνισε κάθε ζωντανήν
ύπαρξιν επί της γης από ανθρώπου μέχρι των κτηνών και ερπετών και πτηνών του
ουρανού· τα πάντα εξηφανίσθησαν από το πρόσωπον της γης. Εμεινε δε εν τη ζωή
μόνον ο Νώε και όσοι ήσαν μαζή με αυτόν εις την κιβωτόν.
καὶ ὑψώθη
τὸ ὕδωρ ἐπὶ τῆς γῆς ἡμέρας ἑκατὸν
πεντήκοντα.
Και το ύδωρ κατεπλημμύρισε την επιφάνειαν της γης
επί εκατόν πεντήκοντα ημέρας.
Καὶ ἀνεμνήσθη
ὁ Θεὸς τοῦ Νῶε καὶ πάντων τῶν θηρίων καὶ
πάντων τῶν κτηνῶν καὶ πάντων τῶν πετεινῶν καὶ
πάντων τῶν ἑρπετῶν τῶν ἑρπόντων, ὅσα ἦν
μετ᾿ αὐτοῦ ἐν τῇ κιβωτῷ, καὶ ἐπήγαγεν
ὁ Θεὸς πνεῦμα ἐπὶ τὴν γῆν, καὶ ἐκόπασε
τὸ ὕδωρ,
Ενεθυμήθη δε ο Θεός τον Νώε και όλα τα θηρία
και όλα τα κτήνη και όλα τα πτηνά και όλα τα ερπετά, που σύρονται εις την γην,
όλα όσα ευρίσκοντο μαζή με τον Νώε εις την κιβωτόν· και έστειλε τότε ο Θεός
άνεμον εις την γην, συνεπεία του οποίου ήρχισε να υποχωρή και να ελαττώνεται το
ύδωρ, που εσκέπαζε την γην.
καὶ ἐπεκαλύφθησαν
αἱ πηγαὶ τῆς ἀβύσσου καὶ οἱ καταῤῥάκται
τοῦ οὐρανοῦ, καὶ συνεσχέθη ὁ ὑετὸς ἀπὸ
τοῦ οὐρανοῦ.
Επωματίσθησαν κατά διαταγήν του Θεού αι πηγαί
της ξηράς και της θαλάσσης, έκλεισαν οι καταρράκται του ουρανού και εσταμάτησε
τελείως η κατακλυσμιαία βροχή.
καὶ ἐνεδίδου
τὸ ὕδωρ πορευόμενον ἀπὸ τῆς γῆς, καὶ ἠλαττονοῦτο
τὸ ὕδωρ μετὰ πεντήκοντα καὶ ἑκατὸν ἡμέρας.
Το ύδωρ υποχωρούσε ολονέν και περισσότερον και
απεσύρετο από την γην. Μετά εκατόν πεντήκοντα ημέρας από την έναρξιν του
κατακλυσμού ήρχισε να υποχωρή το ύδωρ.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου