Κυριακή 23 Φεβρουαρίου 2014

ΚΥΡΙΑΚΗ  23  ΦΕΒΡΟΥΑΡΙΟΥ  2014

ΑΝΑΓΝΩΣΜΑΤΑ
ΕΩΘΙΝΟΝ

ΕΥΑΓΓΕΛΙΚΟΝ  ΑΝΑΓΝΩΣΜΑ

Β΄  ΕΩΘΙΝΟΝ 

ΚΕΙΜΕΝΟΝ
Διαγενομνου το σαββτου Μαρα Μαγδαλην κα Μαρα το ακβου κα Σαλμη γρασαν ρματα να λθοσαι λεψωσιν τὸν Ἰησοῦν. Κα λαν πρω τς μις σαββτων ρχονται π τ μνημεον, νατελαντος το λου. Κα λεγον πρς αυτς· τς ποκυλσει μν τν λθον κ τς θρας το μνημεου; Κα ναβλψασαι θεωροσιν τι ποκεκλισται λθος· ν γρ μγας σφδρα. Κα εσελθοσαι ες τ μνημεον εδον νεανσκον καθμενον ν τος δεξιος, περιβεβλημνον στολν λευκν, κα ξεθαμβθησαν. Ὁ δ λγει ατας· μ κθαμβεσθε· ησον ζητετε τν Ναζαρηνν τν σταυρωμνον· γρθη, οκ στιν δε· δε τπος που θηκαν ατν. Ἀλλ᾿ πγετε επατε τος μαθητας ατο κα τ Πτρ τι προγει μς ες τν Γαλιλααν· κε ατν ψεσθε, καθς επεν μν. Κα ξελθοσαι φυγον π το μνημεου· εχε δ ατς τρμος κα κστασις, κα οδεν οδν επον· φοβοντο γρ.

ΕΡΜΗΝΕΙΑ

Ὅταν ἐπέρασε τὸ Σάββατον, ἡ Μαρία ἡ Μαγδαληνὴ καὶ ἡ Μαρία τοῦ Ἰακώβου καὶ ἡ Σαλώμη ἀγόρασαν ἀρώματα διὰ νὰ ἔλθουν νὰ ἀλείψουν τὸν Ἰησοῦν. Καὶ πολὺ πρωΐ, τὴν πρώτην ἡμέραν τῆς ἑβδομάδος, ἔρχονται εἰς τὸ μνῆμα, ἀφοῦ εἶχε ἀνατείλει ὁ ἥλιος, καὶ ἔλεγαν μεταξύ τους, «Ποιὸς θὰ μᾶς κυλίσῃ τὸν λίθον ἀπὸ τὴν πόρτα τοῦ μνημείου;». Καὶ ὅταν ἐσήκωσαν τὰ μάτια τους, βλέπουν ὅτι ὁ λίθος εἶχε κυλισθῆ. Ἦτο δὲ πάρα πολὺ μεγάλος. Καὶ ὅταν ἐμπῆκαν εἰς τὸ μνῆμα, εἶδαν ἕνα νέον μὲ λευκὴν στολὴν νὰ κάθεται εἰς τὰ δεξιὰ καὶ κατελήφθησαν ἀπὸ φόβο. Αὐτὸς δὲ λέγει εἰς αὐτάς, «Μὴ τρομάζετε. Τὸν Ἰησοῦν ζητᾶτε τὸν Ναζαρηνὸν τὸν σταυρωμένον; Ἀναστήθηκε, δὲν εἶναι ἐδῶ. Νά ὁ τόπος ὅπου τὸν ἔβαλαν. Ἀλλὰ πηγαίνετε καὶ πέστε εἰς τοὺς μαθητάς του καὶ εἰς τὸν Πέτρον, «Πηγαίνει πρὶν ἀπὸ σᾶς εἰς τὴν Γαλιλαίαν, ἐκεῖ θὰ τὸν ἰδῆτε, καθὼς σᾶς εἶπε». Καὶ ἐβγῆκαν καὶ ἔφυγαν ἀπὸ τὸ μνημεῖον διότι τὰς κατεῖχε τρόμος καὶ ἔκπληξις. Καὶ σὲ κανέναν δὲν εἶπαν τίποτε, διότι ἐφοβοῦντο.

ΑΠΟΣΤΟΛΙΚΟΝ  ΑΝΑΓΝΩΣΜΑ

ΚΥΡΙΑΚΗΣ  ΤΗΣ  ΑΠΟΚΡΕΩ  

ΚΕΙΜΕΝΟΝ
Ἀδελφοί, βρμα δ μς ο παρστησι τ Θε· οτε γρ ἐὰν φγωμεν περισσεωμεν, οτε ἐὰν μ φγωμεν στερομεθα. Βλπετε δ μπως ξουσα μν ατη πρσκομμα γνηται τος σθενοσιν. Ἐὰν γρ τις δ σε, τν χοντα γνσιν, ν εδωλείῳ κατακεμενον, οχ συνεδησις ατο σθενος ντος οκοδομηθσεται ες τ τ εδωλθυτα σθειν; Κα πολεται σθενν δελφς π τ σ γνσει, δι᾿ ν Χριστς πθανεν. Οτω δ μαρτνοντες ες τος δελφος κα τπτοντες ατν τν συνεδησιν σθενοσαν ες Χριστν μαρτνετε. Διπερ ε βρμα σκανδαλζει τν δελφν μου, ο μ φγω κρα ες τν αἰῶνα, να μ τν δελφν μου σκανδαλσω. Οὐκ εμ πστολος; Οκ εμ λεθερος; Οχ ησον Χριστν τν Κριον μν ἑώρακα; ο τ ργον μου μες στε ν Κυρίῳ; Ε λλοις οκ εμ πστολος, λλ γε μν εμι· γρ σφραγς τς μς ποστολς μες στε ν Κυρίῳ.

ΕΡΜΗΝΕΙΑ

Ἀδελφοί, ἐμᾶς δὲν μᾶς συνιστᾶ τὸ φαγητὸν εἰς τὸν Θεόν, διότι οὔτε ἐὰν φάγωμεν, ἔχομεν κανένα πλεονέκτημα, οὔτε ἐὰν δὲν φάγωμεν, χάνομεν τίποτε. Προσέχετε ὅμως μήπως ἡ ἐλευθερία σας αὐτὴ γίνῃ αἰτία νὰ πέσουν οἱ ἀσθενεῖς κατὰ τὴν πίστιν. Ἐὰν κάποιος ἰδῇ ἐσένα ποὺ ἔχεις γνῶσιν, νὰ κάθεσαι εἰς τὸ τραπέζι ἑνὸς ναοῦ εἰδώλων, δὲν θὰ ἐνθαρρυνθῇ ἡ συνείδησίς του, ἐπειδὴ εἶναι ἀδύνατος εἰς τὴν πίστιν, εἰς τὸ νὰ τρώγῃ κρέατα τῶν θυσιῶν ποὺ προσφέρονται εἰς τὰ εἴδωλα; Καὶ ἐξ αἰτίας τῆς γνώσεώς σου θὰ χαθῇ ὁ ἀδύνατος ἀδελφὸς διὰ τὸν ὁποῖον ἐπέθανε ὁ Χριστὸς. Ἁμαρτάνοντες δὲ μὲ αὐτὸν τὸν τρόπον εἰς τοὺς ἀδελφοὺς καὶ πληγώντες τὴν συνείδησίν των ποὺ εἶναι ἀδύνατη, ἁμαρτάνετε εἰς τὸν Χριστόν. Δι’ αὐτὸν τὸν λόγον, ἐὰν φαγητὸν κάνῃ τὸν ἀδελφόν μου νὰ πέσῃ, δὲν θὰ φάγω κρέας ποτέ, διὰ νὰ μὴ γίνω αἰτία νὰ πέσῃ ὁ ἀδελφός μου. Δὲν εἶμαι ἀπόστολος; Δὲν εἶμαι ἐλεύθερος; Δὲν εἶδα τὸν Ἰησοῦν Χριστὸν τὸν Κύριόν μας; Δὲν εἶσθε σεῖς τὸ ἔργον μου ἐν Κυρίῳ; Ἐὰν δι’ ἄλλους δὲν εἶμαι ἀπόστολος, εἶμαι τοὐλάχιστον γιὰ σᾶς, διότι σεῖς εἶσθε ἡ σφραγίδα τῆς ἀποστολῆς μου ἐν Κυρίῳ.

ΕΥΑΓΓΕΛΙΚΟΝ  ΑΝΑΓΝΩΣΜΑ

ΚΥΡΙΑΚΗΣ  ΤΗΣ  ΑΠΟΚΡΕΩ 

ΚΕΙΜΕΝΟΝ
Εἶπεν ὁ Κύριος· ταν λθ υἱὸς το νθρπου ν τ δξ ατο κα πντες ο γιοι γγελοι μετ᾿ ατο, ττε καθσει π θρνου δξης ατο, κα συναχθσεται μπροσθεν ατο πντα τ θνη, κα φοριε ατος π᾿ λλλων σπερ ποιμν φορζει τ πρβατα π τν ρφων, κα στσει τ μν πρβατα κ δεξιν ατο, τ δ ρφια ξ εωνμων. Ττε ρε βασιλες τος κ δεξιν ατο· δετε ο ελογημνοι το πατρς μου, κληρονομσατε τν τοιμασμνην μν βασιλεαν π καταβολς κσμου. Ἐπενασα γρ, κα δκατ μοι φαγεν, δψησα, κα ποτσατ με, ξνος μην, κα συνηγγετ με, γυμνς, κα περιεβλετ με, σθνησα, κα πεσκψασθ με, ν φυλακ μην, κα λθετε πρς με. Ττε ποκριθσονται ατ ο δκαιοι λγοντες· κριε, πτε σε εδομεν πεινντα κα θρψαμεν, διψντα κα ποτσαμεν; Πτε δ σε εδομεν ξνον κα συνηγγομεν, γυμνν κα περιεβλομεν; Πτε δ σε εδομεν σθεν ν φυλακ, κα λθομεν πρς σε; Κα ποκριθες βασιλες ρε ατος· μν λγω μν, φ᾿ σον ποισατε ν τοτων τν δελφν μου τν λαχστων, μο ποισατε. Ττε ρε κα τος ξ εωνμων· πορεεσθε π᾿ μο ο κατηραμνοι ες τ πρ τ αἰώνιον τ τοιμασμνον τ διαβλ κα τος γγλοις ατο. Ἐπενασα γρ, κα οκ δκατ μοι φαγεν, δψησα, κα οκ ποτσατ με, ξνος μην, κα ο συνηγγετ με, γυμνς, κα ο περιεβλετ με, σθενς κα ν φυλακ, κα οκ πεσκψασθ με. Ττε ποκριθσονται ατ κα ατο λγοντες· κριε, πτε σε εδομεν πεινντα διψντα ξνον γυμνν σθεν ν φυλακ, κα ο διηκονσαμν σοι; Ττε ποκριθσεται ατος λγων· μν λγω μν, φ᾿ σον οκ ποισατε ν τοτων τν λαχστων, οδ μο ποισατε. Κα πελεσονται οτοι ες κλασιν αἰώνιον, ο δ δκαιοι ες ζων αἰώνιον.

ΕΡΜΗΝΕΙΑ

Εἶπεν ὁ Κύριος· «Ὅταν ἔλθῃ ὁ Υἱὸς τοῦ ἀνθρώπου μὲ ὅλην του τὴν δόξαν καὶ ὅλοι οἱ ἄγγελοι μαζί του, τότε θὰ καθήσῃ εἰς τὸν θρόνον τῆς δόξης του καὶ θὰ μαζευθοῦν ἐνώπιόν του ὅλα τὰ ἔθνη καὶ θὰ χωρίσῃ τοὺς μὲν ἀπὸ τοὺς δέ, ὅπως ὁ βοσκὸς χωρίζει τὰ πρόβατα ἀπὸ τὰ κατσίκια, καὶ θα τοποθετήσῃ τὰ μὲν πρόβατα πρὸς τὰ δεξιά του, τὰ δὲ κατσίκια πρὸς τὰ ἀριστερά του. Τότε θὰ πῇ ὁ βασιλεὺς εἰς ἐκείνους, ποὺ θὰ εἶναι πρὸς τὰ δεξιά, «Ἐλᾶτε οἱ εὐλογημένοι τοῦ Πατέρα μου, κληρονομῆστε τὴν βασιλείαν, ἡ ὁποία εἶναι ἐτοιμασμένη  γιὰ σᾶς ἀπὸ τὸν καιρὸν τῆς δημιουργίας τοῦ κόσμου. Διότι ἐπείνασα καὶ μοῦ ἐδώκατε νὰ φάγω, ἐδίψασα καὶ μ’ ἐποτίσατε, ξἐνος ἤμουνα καὶ μ’ ἐπήρατε εἰς τὸ σπίτι, γυμνὸς ἤμουνα καὶ μ’ ἐνδύσατε, ἀρρώστησα καὶ μ’ ἐπισκεφθήκατε, εἰς τὴν φυλακὴν ἤμουνα καὶ ἤλθατε σ’ ἐμέ». Τότε θὰ τοῦ ἀποκριθοῦν οἱ δίκαιοι καὶ θὰ ποῦν, «Κύριε, πότε σὲ εἴδαμε νὰ πεινᾷς καὶ σ’ ἐθρέψαμε ἢ νὰ διψᾷς καὶ σ’ ἐποτίσαμε; Πότε δὲ σὲ εἴδαμε ξένον καὶ σ’ ἐπήραμε εἰς τὸ σπίτι ἢ γυμνὸν καὶ σ’ ἐνδύσαμε; Πότε σὲ εἴδαμε ἄρρωστον ἢ φυλακισμένον καὶ ἤλθαμε σ’ἐσέ;». Ὁ βασιλεὺς θὰ ἀπαντήσῃ καὶ θὰ τοὺς πῇ, «Ἀλήθεια σᾶς λέγω, ὅ,τι ἐκάνατε εἰς ἕνα ἀπὸ τούτους τοὺς ἀσήμαντους ἀδεφλοὺς μου, σ’ ἐμὲ τὸ ἐκάνατε». Τότε θὰ πῇ σ’ ἐκείνους, ποὺ θὰ εἶναι πρὸς τὰ ἀριστερά, «Φύγετε ἀπ’ ἐμέ, καταραμένοι, στὴν αἰώνια φωτιά, ποὺ ἔχει ἐτοιμασθῆ διὰ τὸν διάβολον καὶ τοὺς ἀγγέλους του, διότι ἐπείνασα καὶ δὲν μοῦ ἐδώκατε νὰ φάγω, ἐδίψασα καὶ δὲν μ’ ἐποτίσατε, ξένος ἤμουνα καὶ δὲν μ’ ἐπήρατε εἰς τὸ σπίτι, γυμνὸς ἤμουνα καὶ δὲν μ’ ἐνδύσατε, ἀσθενὴς ἤμουνα καὶ φυλακισμένος καὶ δὲν μ’ ἐπισκεφθήκατε». Τότε θὰ ἀποκριθοῦν καὶ αὐτοὶ καὶ θὰ ποῦν, «Κύριε,  πότε σὲ εἴδαμε νὰ πεινᾷς ἢ νὰ διψὰς καὶ νὰ εἶσαι ξένος ἢ γυμνὸς ἢ ἀσθενὴς ἢ φυλακισμένος καὶ δὲν σὲ ὑπηρετήσαμε;» Τότε θὰ ἀποκριθῇ εἰς αὐτοὺς καὶ θὰ πῇ, «Ἀλήθεια σᾶς λέγω, ὅ,τι δὲν ἐκάνατε εἰς ἕνα ἀπὸ τοὺς ἀσήμαντους τούτους, οὔτε εἰς ἐμὲ ἐκάνατε». Καὶ αὐτοὶ θὰ μεταβοῦν εἰς κόλασιν αἰώνιον, οἱ δὲ δίκαιοι εἰς ζωὴν αἰώνιον».

ΠΗΓΗ:   http://www.synaxarion.gr/cms/gr/content/kaini_diathiki.aspx

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου