Τετάρτη 29 Ιανουαρίου 2014

Ιωάννης ο Θεολόγος – ο Υιός της Βροντής

Ιωάννης ο Θεολόγος 
Εδώ, μάς άναγκάζουν οί βλασφήμιες τών άρχηγών τών προτεσταντών οί όποιοι δέν βλέπουν ότι μέ τόν ύλισμό, τόν πλοϋτο καί τήν εύμάρεια όπου συμβιβάστηκαν, κατάντησαν χίλια σκόρπια κομμάτια, νά κάνουμε παρένθεση. Τολμοϋν καί έξακολουθοϋν νά τολμούν νά άμφισβητοΰν τό «άειπάρθενον» τής Κυρίας Θεοτόκου. Μάς άναγκάζουν λοιπόν νά θυμηθοϋμε έναν ευσεβή γέροντα τών ήμερών μας, τόν αείμνηστο όσιο ’Αρχιμανδρίτη Ίωήλ Γιαννακόπουλο.
Τόν σεμνό καί λίγο άνάπηρο στήν γλώσσα κληρικό, όπου σάν εργατική μέλισσα, πρόσφερε όσο λίγοι στά χριστιανικά μας γράμματα. Άποτραβηγμένος στό κελλάκι του τής Καλαμάτας. Γιά νά μάς κληροδοτήσει έξαιρετικές έργα-σίες άπάνω στήν Βίβλο. Δέν έβαλε μήτε στιγμή στήν καρδιά του τόν σατανικό σπόρο νά τόν χρυσοστολίσουν ’Επίσκοπο. Καί κοιμήθηκε «πέραν τοϋ κόσμου» διαλεκτός Κυρίου «έν όσιότητι». Ό γέροντας μόλις πληροφορήθηκε ότι κάποιος προτεστάντης Μεταλληνός μέ τήν παρέα του προπαγανδίζουν καί στήν πατρίδα μας τίς γνωστές βλαστήμιες, τόν προκάλεσε μέ όσους ήθελε οπαδούς τής άκολουθίας του, σέ δημόσιο διάλογο. Κάπου στά χώματα τής Μεσσηνίας. Καί μέ τρανά, άδια-φιλονίκητα έπιχειρήματα τού άπέδειξε: Πρώτον: Ότι άν ένας οποιοσδήποτε στήν σειρά τών αιώνων πιστός χριστιανός της μαρτυρικής ’Ορθοδοξίας νά καταφέρνει καί έγκρατεύεται άπέχοντας σαρκικών έπαφών, πόσο μάλλον ό δίκαιος ’Ιωσήφ. Ό διαλεγμένος άπό τήν Θεία Πρόνοια πρό καταβολής κόσμου σάν προστάτης τής μόνης άγνής, τής μόνης ευλογημένης… Δεύτερον: Καί άν άκόμη ύποθέσουμε ότι σέ γεροντική ήλικία μέ όκτώ περίπου μεγάλα παιδιά, ή προσωπικότητα τού «Μνήστο-ρος τού δικαίου» άντιμετώπιζε σαρκικές ένοχλήσεις -φυσιολογικές τάχα κι άπονήρευτες γιά τούς προτεστάν-τες – μόνον τά θεία οράματα, οί θεϊκές άποκαλύψεις γιά τήν ταυτότητα τού Παιδίου καί τής Μητέρας, όπου τόν συνεκλόνισαν καί τόν άνάγκασαν νά ταξιδεύει πεζοπορώντας έξαντληπκά ταξίδια τής έποχής, καταμεσής σέ ληστές καί κινδύνους, μόνον αύτά ήταν άρκετά γία νά τόν κάνουν άσκητή καί άνέγγιχτο άπό τίς ψυχοφθό-ρες ηδονές. Άσε πιά τήν παντοδύναμη πανάγια Χάρη. Τρίτον: ‘Η Παρθένος καταμεσής στήν φοβερή καί μι-σοβάρβαρη έκείνη κοινωνία, τήν διεστραμμένη καί μοιχαλίδα, κατά θεία θέληση, έχοντας άνάγκη τής προστασίας του, τής άνδρικής σκιάς του, μέ καταπλήττουσα ταπείνωση, άνταποκρινόταν στήν καθημερινότητα. Όμως ούδέποτε μετά τήν γέννηση τού «πάντων άγίων, άγιώτατου Δόγου», μέ τήν άλυσίδα τών σημείων όπου τής έδειχνε, έστερξε ποτέ σέ παραδοχή κοινής – σαρκικής συζυγίας. Τέταρτον καί τελευταίο: Ένώ κανένα τέκνο τού Ιωσήφ, νεώτερο τού Κυρίου, πουθενά δέν άναφέρεται, καί άν άκόμη ξεπέσουμε καί ύποθέσουμε βλασφημώντας ότι ή Παρθένος είχε άποκτήσει νεώτερα τέκνα, θά τήν παρέδιδε ποτέ ό Εσταυρωμένος, λίγο πρό τού τέλους στόν ’Ιωάννη; Θά τής έλεγε ποτέ «Γύναι ϊδε ό υιός σου»; Κάθε πολύτεκνη ή καί άκόμη δίτεκνη,
όταν χάνει ιοΰ ενός παιδιοϋ ιήν προστασία, καταφεύγει στό άλλο. Ή Κυρία Θεοτόκος όμως, έπειτα άπό τό «τετέλεσται», δέν είχε πουθενά άλλοΰ «πού τήν κεφαλή κλΐναι». Εκτός άπό τό σπιτικό τού άγαπημένου μαθητή. Μέ κατασπαραγμένη τήν καρδιά, βρισκόταν στό έλεος τού Θεού. Καί ό Θεός Λόγος, ό μονάκριβος Υιός της, «άχρήματος καί άκτήμων», έκεΐ τήν έμπιστεύτηκε. Γιά νά μήν ταλαιπωρηθεί στήν μοναξιά. Στά πεντανέμια. Τά πρακτικά τής δημόσιας αύτής συγκρούσεως στήν Μεσσηνιακή γή, τά πρακτικά τού διαλόγου στόν εικοστό αίώνα, μεταξύ ορθοδόξων καί προτεσταντών, άναφέ-ρουν τήν φράση: «Καί μετά ταΰτα, οί προτεστάνται, έ-φυγον σιωπηλοί μή έχοντες κανένα επιχείρημα τό όποιον νά συνηγορεί» στίς φοβερές τους βλαστήμιες.
ΤΕΤΕΛΕΣΤΑΙ». Τελείωσαν ολα. Ποιά; Όλα όσα  είχαν προαποφασισθεϊ.


Τότε   έλαβε ιό όξος ό ’Ιησούς είπε: Τέτελεσται καί κλίνας τήν κεφαλήν, παρέδωκε ιό ‘ πνεϋμα». Ήταν λέει ήμέρα Παρασκευή. ’Ακολούθησαν ένα – δύο, τρία ξημεροβραδιάσμαια μέ σιγή. Ή ζωή παντού συνεχιζόταν. ’Ίδια όπως πάντα. ’Απογοήτευση καί πένθος. Άγνωστη καί ζοφερή ή πορεία κάθε προσδοκίας. Ανυπόμονη ή ελπίδα στόν άνθρωπο. Δύσκολα στηρίζεται σέ έκπλήξεις. Ύστερα άπό τόσα θαύματα, ύστερα κι άπό τήν Μεταμόρφωση, ήταν ή δέν ήταν ό Μεσσίας; — Παρουσιάστηκε, έλεγαν ψιθυριστά μερικοί άπό τούς μαθητές, στούς δρόμους «προφήτης δυνατός έν έργω καί λόγω ένώπιον τού Θεού». Καί όλου τού λαού. Άλλά οι άρχιερεΐς καί οί άρχοντες πού μάς κυβερνούν, τόν παρέδωκαν στούς Ρωμαίους σάν επικίνδυνο καί τόν καταδίκασαν σέ άτιμωτικό θάνατο. Τόν έσταύρωσαν. ’Ελπίζαμε, οί δυστυχισμένοι, ότι αύτός είναι όπου μέλλει νά λυτρώσει τόν ’Ισραήλ (τόν άρχαιότερο πάντων) άπό τήν κατοχή, τόν έξευτελι-σμό καί τήν ύποδούλωση στούς Ρωμαίους. Γιά νά τόν άνεβάσει σέ ύπερευλογημένο γένος, κυρίαρχο στήν οικουμένη. Καί σά νά μή στάθηκαν άρκετά αύτά όλα όπου συνέβηκαν, κατρακυλάει σήμερα ή τρίτη μέρα… (Τά σκιάζει όλα ή φοβέρα, τά καταπλακώνει ή ά-πελπισία). Κανένας άπό τούς μαθητές καί τούς δικούς του, κανένας δέν περίμενε σέ τρεις μονάχα ημέρες τήν ύπερμυστηριώδη, τήν άθόρυβη Έγερση. Τήν κοσμογο-νική άνατροπή τών πάντων. Τό γεγονός όπου άναπο-δογύρισε τήν άνθρώπινη ύπαρξη καί ιστορία. ’Αλλαγή, άνανέωση, καινούργια πεπρωμένα!… Ποιός περίμενε τόν ’Εσταυρωμένο μέ νέα φύση, μέ νέα κατεύθυνση, μέ νέο σώμα, άμέτοχο άπό τίς κοσμικές επιδιώξεις, «πρωτότοκο τών νεκρών;»
Καί ή παναγία Μητέρα του έκεϊ στό σπιτικό, τό ψαράδικο σπιτικό, τού άγαπημένου του μαθητή; Τό πληγωμένο Μητροπάρθενον κλέος; Είναι πάρα πολύ λεπτό, πάρα πολύ δύσκολο νά προσεγγίσουμε οί άμαρ-τωλοί τήν κατασπαραγμένη άπό όδύνη μητρική έκείνη καρδιά. Έστω κι άν άνήκε «εϊς τήν ύψηλοτέραν τών ούρανών καί καθαρωτέραν λαμπηδόνων ήλιακών». Σιωπηλή όπως πάντα, υπομονετική, «δακρυροοϋσα», μέ έσωτερική θεϊκή έλλαμψη, έτρεφε τυφλή έμπιστοσύνη «είς τόν ύπ’ αύτής άσπόρως συλληφθέντα». Περίμενε. Πίστευε καί περίμενε. Δέν τήν έσκιαζε όπως τούς μαθητές, ή άπελπισία. Μέσα όμως στίς έβδομήντα έκεϊνες σκοτεινές ώρες, μέσα στήν όδύνη τής διαπεραστικής ρομφαίας, μέσα στόν άβάσταχτο χωρισμό, τί άραγε νά προσδοκούσε; Μάς τό ψυθυρίζουν ή ολοκληρωμένη πίστη καί ή άφοσίωσή της άπό τήν άρχή ώσαμε τό τέλος στόν Δυνατό. Δέν τής έναπόθεσε μεγαλεία τέτοια ώστε νά τήν μακαρίζουν «πάσαι αί γενεαί»; Δέν έζησε όσο καμία γυναικεία ύπαρξη μέ τόση άξιπρέπεια; Βέβαια, σέ τέτοιες ώρες καί στιγμές στήν χωματένια καρδιά, ή θλίψη δύσκολα σηκώνει άέρα, βήματα. Πολύ δύσκολα παραμερίζεται. Καί μάλιστα δπως άναφέραμε σέ καρδιά Μητέρας όπου ό χωρισμός άπό μονάκριβο βλαστάρι – καί τί βλαστάρι! – τής δημιουργεί συνέχεια έσωτερικές αιμορραγίες. Ή άσήμαντη γιά τόν κόσμο έκείνη Μητέρα, προτού ίδοΰν οί Μυροφόρες ολοζώντανο τόν Ραββί, προτού γίνει «κεκλεισμένων τών θυρών» ή εμφάνιση στό υπερώο, στό όποιο άκολουθώντας τά βήματα τού ’Ιωάννη παρευρισκόταν, είδε, άπήλαυσε πρώτη τόν Άναστάντα. Δέν τό άναφέρουν οί Εύαγγελιστές. Ms τήν μετριοφροσύνη της καί τήν πρωτόφαντη άξιοπρέπειά της, δέν τό άνάφερε κάν καί ή ’ίδια, όταν έπιτέλους άποφάσισε νά μιλήσει τά τού Εύαγγελισμοϋ στόν υπέροχο έκεϊνο λογοτέχνη – γιατρό Δουκά. Μάς τό πληροφορεί όμως ή ιερή Παράδοση. Τό δεύτερο σκέλος τής ’Εκκλησίας. Μάς τό υποδεικνύει ή θεία δικαιοσύνη. Τό πληροφορήθηκαν άργότερα άσκητές καί όσιοι. Κατά γενική λοιπόν παραδοχή, έμφανίστηκε πρώτα στήν Παρθένο Μητέρα. Τής έδωσε τόν χαιρετισμό τής είρήνης καί τήν διαβεβαίωσε ότι άπό τήν στιγμή τού «τετέλεσται» έγινε προστάτρια καί Μητέρα τών προβάτων τής ποίμνης. Όλων τών παιδιών του, τών άδελφών του, τής γής.
Ταπεινή κι αύτή, σάν ένα σπυρί σιτάρι όσο ζοΰσε, δέν καυχήθηκε ποτέ γιά τίποτα. Καί σέ κανένα. «Ώ χαΐρε καί πάλιν έρώ χαΐρε τρισευλογημένη. Χαϊρε Μαρία, μήτηρ άπάντων ημών».
Ωστόσο έδώ σταματάει άλήθεια ό νούς τού άνθρώπου. Οί αιώνες υποκλίνονται. Ό Δάζαρος καί ό μονάκριβος τής χήρας καθώς καί άλλοι, άναστήθηκαν άπό τόν Μεσσία. ’Αλλά ξαναήλθαν όπως ήταν στήν καθημερινότητα. Καί στήν ρουτίνα. Ξαναπερπάτησαν στήν άγορά. Γιά νά ξανακοιμηθοϋν πάλι τόν αιώνιο ΰπνο ώσαμε τήν σάλπιγγα. Γιά νά ξαναπέσουν άκίνητοι στό χώμα.
Ό Εσταυρωμένος όμως, ό καταγέλαστος καί κατα-φρονεμένος άπό τούς όχλους, ό «τεθείς έν μέσω δύο κακούργων», τό σφάγιο τής δυνάμεως καί τής έξουσίας, πώς άνοστήθηκε καί σέ ποιούς πρωτοφάνηκε; Τί άκρι-βώς είπε, ποιές έντολές έδωσε; Τά παιδιά τής Γαλιλαίος, άλλά κι αύτές οί Μυροφόρες άπόμειναν χάσκον-τας «έν τρόμω». ’Ανάμεσα σέ τρόμο, άπορία καί άμφι-σβήτηση. Άς παρακολουθήσουμε όμως τήν καταπληκτική σέ άπλότητα βάθους, άφήγηση τού Ιωάννη.
«Σχεδόν χαράματα», μάς λέει «τήν πρώτη ήμέρα τής εβδομάδας μετά τό άναπαυπκό Σάββατο, κι ένώ ήτανε άκόμη σκοτάδι, νάσου ή Μαρία ή Μαγδαληνή έφθασε στόν τάφο καί παρατήρησε ότι ό λίθος, ό τόσο βαρύς καί δυσκίνητος, είχε άφαιρεθεΐ. Έλειπε. Τρέχει τότε κι έρχεται καί βρίσκει τόν Σίμωνα Πέτρο, τόν τραβάει άπό κοντά καί προχωρούν καί βρίσκουν καί τόν άλλο μαθητή, τόν όποιο ό ’Ιησούς άγαποΰσε καί τούς λέγει:
—        Τί έφησυχάζετε; Έπήραν τόν Κύριο άπό τό μνήμα. Καί μήτε κάν μάθαμε πού άκριβώς τόν τοποθέτησαν.
Μοναστραπίς ό Πέτρος καί ό άλλος Μαθητής, ξεκίνησαν τραβώντας γιά τόν τόπο τού ένταφιασμοΰ. Πήραν φόρα κι έπιασαν νά τρέχουν. Έτρεχαν μαζί. ’Αλλά ό Μαθητής σάν νεώτερος, έτρεχε γρηγορώτερα, ξεπέ-ρασε τόν μεσήλικα Σίμωνα κι έφθασε πρώτος στόν τάφο. Σκύβει στό έσωτερικό (άφοΰ ό λίθος όντως είχε άφαιρεθεΐ) καί άντικρύζει τά σάβανα άλλά δέν προχώρησε στά ένδότερα. (Οί έβραϊοι συνήθιζαν τά σάβανα νά τά σφιχτοτυλίγουν στό νεκρό σώμα καί μέ τά άρώ-ματα όπου τά ράντιζαν, σχεδόν τά συγκολλούσαν στό δέρμα). Σέ τέσσερα περίπου λεπτά φθάνει ξοπίσω του ό Σίμων – Πέτρος, ό όποιος τόν άκολουθοΰσε λαχανιάζοντας. Αύτός προχώρησε, μπήκε στά ένδότερα καί βλέπει τά σάβανα σέ μία γωνιά άθικτα. Μόνο τό σου-δάριο, τό μαντήλι, πού τού έπικόλλησαν στήν κεφαλή (εβραϊκό έθιμο) βρισκόταν κάπου σέ μιά μεριά χωριστά καί τυλιγμένο. Τότε περπατά, μπαίνει κι ό άλλος Μαθητής, ό όποιος έφθασε πρώτος. Ώ είδε, είδε καί έπίστε-ψε. Άχ, δέν είχαν άκόμη ξεκαθαρίσει στίς καρδιές τους τήν Γραφή, ότι ό ’Ιησούς προοριζόταν νά άναστηθεϊ, νά φύγει άπό τούς νεκρούς.
… Σέ λίγο οί μαθητές ξαναγύρισαν στά σπίτια τους. Ή Μαρία άν καί γυναίκα, στεκότανε ύπομονετικά έξω άπό τόν τάφο κι έκλαιγε. Σφογγίζοντας γιά μιά στιγμή τά δάκρυά της σκύβει στό έσωτερικό καί ώ Θεέ μου, τί βλέπει! Δυό άγγέλους μέ κατάλευκους χιτώνες. Κάθονταν ό ένας πρός τό μέρος τής κεφαλής καί ό άλλος πρός τό μέρος τών ποδιών (Σύμφωνα μέ τήν τοποθέτηση τού ιερού σώματος). Ξάφνου, άκούει νά τήν ρωτούν:
—        Γιατί γυναίκα, κλαϊς;
—        Κλαίω γιατί πήραν άπό δώ τόν Κύριό μου. Καί δέν ξέρω πού άκριβώς τόν τοποθέτησαν, άποκρίθηκε αύθόρμητα.
’Αποτελειώνοντας όμως τήν φράση της, έστρεψε τό πρόσωπο της πρός τά όπίσω. Καί ώ, Θεέ μου, βλέπει
νά στέκεται ολόσωμος ό ’Ιησούς. Ωστόσο δέν καλοκα-τάλαβε, δέν αύτοβεβαιώθηκε.
—        Ποιόν ζητάς, γιατί κλαΐς; άντήχησε τριγύρω.
Νομίζοντας ότι τήν ρωτάει ό κηπουρός, άποκρίθηκε:
—        Άν έσύ άνθρωπε τόν πήρες, πές μου πού άκρι-βώς τόν τοποθέτησες. Έννοια σου καί θά ξοδέψω όσα χρειασθοΰν γιά νά τόν έπανασηκώσω, νά τόν ξαναφέ-ρω σ’ αύτή έδώ τή θέση.
Τότε ό ’Ιησούς, μέ τήν γνώριμή της λαλιά, τήν όλόγλυκια λαλιά, τής σιγοφώναξε:
—        Μαρία! (Ώ θείας, ώ φίλης, ώ γλυκυτάτης Σου φωνής).
Εύθύς άμέσως (καί μέ τήν διαίσθηση τής άνθρώ-πινης ψυχής), κατάλαβε. Ξαναστρέφει (σέ κλάσμα δευτερολέπτου) τό πρόσωπο καί τού λέει:
—        Ραββουνί! (Δάσκαλέ μας, Ιερέ καί άγαπημένε μας). Αύθόρμητα άπλωσε καί τά χέρια.
—        Μή μέ άγγίζεις, άντηχεϊ ξανά τριγύρω. Δέν ήλθε ή ώρα γιά νά άνεβώ πρός τόν Πατέρα μου. Πήγαινε όμως στούς άδελφούς μου (τί τιμή!) καί πές τους: «Ανεβαίνω πρός τόν Πατέρα μου καί Πατέρα σας. Καί Θεό μου καί Θεός σας».
Τί άλλο ποιά νά περιμένει; Γέμισε άγαλλίαση. Ξεκινά πετώντας. Μήτε κατάλαβε τόν δρόμο. Φθάνει εκεί πού έμεναν καί συζητούσαν καταφοβισμένοι οι μαθητές καί τούς άναγγέλει τό καί τό.
—        Όχι μόνο είδα ολοζώντανο τόν Κύριό μας, άλλά καί τόν άκουσα. Καί μάλιστα μοΰ παράγγειλε νά σάς μεταβιβάσω ότι ετοιμάζει τήν άνοδό του, στόν Πατέρα. Στόν Πατέρα μας καί Θεό μας. Τί μέ κυττάτε;
’Εδώ χρειάζεται νά σταθούμε γιά νά καλοπροσέ-ξουμε τήν εϋνοια καί τήν τιμή όπου δείχνει στίς ταπεινές κι άπό τόν κόσμο άσήμαντες καί περιφρονημένες άπό τούς «έκάστοτε» ισχυρούς, ψυχές, ό «τά σύμπαντα έν τή δρακί περιέχων».
Τί τιμή άλήθεια σέ κείνη τήν καταγεμάτη άγάπη, καλόκαρδη καί άποφασισμένη νά διακινδυνέψει τό σταμπάρισμα, τήν σύλληψή της, άπό τούς άδίστακτους Φαρισαίους, Μυροφόρα! Τί τιμή στά καταφοβισμένα, άλλά καταγεμάτα καθάρια καρδιά, παιδιά τής Γαλιλαίος! Τί τιμή στόν ’Ιωάννη, τό δεύτερο παιδί τής Κυρίας Θεοτόκου όπου κάτω άπό τήν σκιά τού τιμίου Σταυρού υιοθετήθηκε παιδί της! Τότε όταν μέ καταξεσκισμένη τήν ψυχή περίμενε «νεκρώσιμη λαμπάδα», νά δει τό τέλος.
… ‘Ύστερα άπό τήν Θεόσωμο ταφή, δέν ήλθε σκυφτός στό ύπερώο καί δέν χειραγώγησε τούς υπόλοιπους άπό τούς έναπομείναντες δέκα; Στήν μυσταγωγία τών παθών; Στόν πικρό άνθό τού πόνου; Γι αύτό καί ό Πανευεργέτης τού έπεφύλαξε τόσες τιμές. “Οταν λόγου χάρη οί Μυροφόρες έκήρυξαν τήν ’Ανάσταση, πρώτος αύτός ζύγωσε στόν τάφο καί βρήκε «τά όθόνια κείμενα μόνα…». Καί είδε καί έπίστεψε. Έτρεξε πρός τά έκεΐ άμφιβάλλοντας, δειλός καί καταφοβισμένος, άλλά γύρισε Θεοκήρυξ. ’Απόστολος…
Τής άκατανίκητης καί άναστημένης ’Αγάπης. Μετά τήν ’Ανάσταση πάλι βλέπει τόν πολυαγαπημένο (σέ κάθε καλοπροαίρετη ψυχή) Κύριο, νά «εισέρχεται κεκλει-σμένων τών θυρών» γιά νά σκορπίσει γαλήνη στούς άναστατωμένους. «Παρίσταται» στήν ψηλάφιση τού Θωμά. Καί πρώτος πάλι τόν ξεχωρίζει στήν λίμνη. Τον είδε καί άνάμεσα στά σύννεφα. Νά άνεβαίνει πρός ιόν Πατέρα. Κι έπειτα άπό λίγες ημέρες ό Παράκλητος στήν καταπληκτική Πεντηκοστή, τόν κατέστησε σκεύος τών θεϊκών βουλών γιά νά βροντοφωνάζει σάν «υιός τής βροντής» στούς αιώνες όσα καί θαρραλέα πέταξε τότε καταμπροστά στό Συνέδριο τών άρχιερέων: «Δέν μπορούμε νά βουβαθοΰμε καί νά μή λέμε όσα είδαμε, όσα ζήσαμε, όσα άκούσαμε».
Τό σύντομο, τό τριήμερο ύπερθριαμβικό γεγονός, όπου χώρισε στά δύο τήν ‘Ιστορία, όπου άλλαξε τήν πορεία καί τήν σκέψη τής οικουμένης, όπου μετέβαλε σέ θρύψαλα, βράχους καί γρανίτες, όπου δημιούργησε νέφη μαρτύρων, ομολογητών, όσίων, πατέρων, έγκρα-τευτών, δικαίων καί λοιπών έκλεκτών προσωπικοτήτων, όπως λέγαμε καί παραπάνω, άποκαλύπτεται σέ γυναικούλες καί φτωχούς ψαράδες! Σέ ταπεινούς καί κατα-φρονεμένους. Ώ, Σοφία τών σοφών, ώ θεία άπλότης, ώ άνομολόγητη Πρόνοια, ώ Άγάπη! Μόνον έτσι κερδίζεται τό ξεπεσμένο σου δημιούργημα. Ή ψυχοσωματική σύνθεσή σου. Μόνον έτσι ό νάνος προσεγγίζει τόν τρισμέγιστο καί ξαναπαίρνει «έν άγαλλιάσει» τό άρ-χαϊον κάλλος.
Λίγο άργότερα ό ταπεινός ψαράς, ό Μαθητής όπου άξιώθηκε νά γείρει στό θεϊκό στήθος, θά ξεπεράσει τόν κόσμο. Τούς σοφούς του, τούς καλαμαράδες του, τούς πανέξυπνους καί ταλαντούχους στοχαστές. Καί θά δώσει άπόκριση στό παναιώνιο τραγικό έρώτημα: «Έν άρ-χή ήν ό Λόγος καί ό Λόγος ήν πρός τό Θεόν καί Θεός ήν ό Λόγος». Δεκαέξι λεξούλες πού εδώ καί δυό χιλιάδες χρόνια ραντίζουν ζωογόνο βροχή όλους τούς άξιους, όλους τούς εύγενεϊς τής άνθρώπινης ράτσας.
ΟΣΑ χρόνια ή Κυρία Θεοτόκος έζησε κοντά στόν Ιωάννη; Εννέα περίπου. Διάφοροι, ισχυρίζονται έπτά. ’Αρκετοί εδώ στόν κόσμο όπου βρεθήκαμε, ένα δυσκολοκατόρθωτο άλλά νικηφόρο έπίτευγμα, τό γιορτάζουν καί τό έκμεταλ-λεύονται. Συνέχεια. Γιά καλοπέραση. «Τά κατάφερα, νίκησα, πέρασα», λένε, «τώρα θ’ άπολαύσω». Μέ τήν ζωηφόρο όμως ’Ανάσταση, μέ τό συγκλονιστικό τοϋτο γεγονός τής θεϊκής παραχωρήσεως, τής συγκαταβά-σεως στήν άνθρώπινη λαχτάρα, άρχίζουν: παράδειγμα καί άγώνας. ’Αγώνας τραχύς, δύσκολος, φοβερός. Μέ άόρατους δαίμονες καί ορατούς διεστραμμένους. Ό Θεός ταπεινώθηκε, συκοφαντήθηκε, αύτοθυσιάστηκε, άλλά στό ταλαιπωρημένο δημιούργημά του είπε τήν άποστερνή λυτρωτική λέξη. Άπό δώ καί μπρός άρχιζαν «προφορικές καί γραπτές έξετάσεις» τού δημιουργήματος. Μέ πρωτοπόρους πρωταγωνιστές τούς Αποστόλους. Άπό δώ καί μπρός, άφοΰ ό Παράκλητος τούς γέμισε φώς καί τούς άνοιξε τά μάτια τής ψυχής, έπρεπε νά άνασκουμπωθούν. Καί σάν πρόβατα καταμεσής σέ λύκους νά άναζητήσουν όλους όσους έπιθυμοΰσαν νά ζυγώσουν τήν Αλήθεια, νά λυτρωθούν. Ή δουλειά τούς ήταν κινητική δράση, κήρυγμα φανέρωση όσων γεγονότων έζηοαν, θάρρος, ποτέ δειλία, άποφυγή άπό φαγοπότι, ϋπνο καί χουζούρι. Τό «πέραν τούτων», άνή-κε στά χέρια τού Δυνατού. Όταν ό χριστιανός ένεργεϊ σάν χριστιανός καί άπλώνει τό έκατό «τοϊς έκατόν» τού έαυτοΰ του, τά παρακάτω δέν είναι δική του δουλειά. Σάν τόν γεωργό όταν βγαίνει εύσυνείδητα στά χωράφια νά σπείρει.
Έπειτα λοιπόν άπό τήν καταπληκτική Πεντηκοστή καί όταν οί ’Απόστολοι μέ καιόμενη εσωτερική φλόγα, άρχισαν τό έργο τού κηρύγματος, όπως τόσο παραστατικά μάς τό άφηγεΐται ό θεηγόρος Δουκάς στίς Πράξεις, τό έργο όπου προξενούσε μαστιγώσεις, διωγμούς, φυλακίσεις, ό ’Ιωάννης μέ τήν Θεοτόκο δέν έμειναν «έν άναπαύσει». Δέν κάθονταν στό σπίτι τής Γεθσημανή ( = τόπος καί χώρος έλαιώνων καί έλαιοτριβείων) μέ σταυρωμένα χέρια. Ό ιερός Μαθητής είχε άπό δώ καί μπρός διπλή φροντίδα, διπλή εύθύνη. Νά έξοικονομεΐ κοντά στό τσούρμο τού πατέρα του Ζεβεδαίου τήν συντήρησή του καί τήν συντήρηση τής Κυρίας Θεοτόκου, τής δεύτερης παναγίας Μητέρας του καί συνάμα νά λαλεΐ «πανταχού τόν λόγον. Νά «όμιλεΐ» δηλαδή συνέχεια γιά τά γεγονότα όπου έζησε. Καί καταμπροστά όπως άναφέραμε, στό καταδιωκτικό συνέδριο τών ’Ιουδαίων καί στόν όχλο όπου κάθε λίγο καί λιγάκι τόν περικύκλωνε. Ή κυρία Θεοτόκος πάλι μέ τό καταπληκτικό ταπεινό φρόνημα μέ τό όποιο «έπεσφράγισε» ολάκερη τήν ζωή της καί μέ τήν ίερά σιωπή, τήν σιωπή τών άσκητών (’Ίσως γιά τούτο άργότερα δέν έγινε καί ή προστάτις τού λουλουδιού τής ’Ορθόδοξης Εκκλησίας, τού Μοναχισμού;) τά έννέα τούτα χρόνια, φρόντιζε γιά όλες τίς καθημερινές άπαιτήσεις τού σπιτιού, ϋφαινε, μαγείρευε, έπλενε, στήριζε, δυνάμωνε καί συνέχεια καλλιεργούσε τόν προνομιούχο χαρακτήρα τοϋ μαθητή. Σάν γυναίκα, δέν μπορούσε έκείνη τήν έποχή νά βγει στήν άγορά, νά κηρύξει. Άλλά προσευχόταν. Ή άγνή Παρθένος, ή άκηλίδωτος Μητέρα ώσαμε νά τήν καλέσει γιά τήν αιωνιότητα ό Παντεπόπτης Υίός, ώσαμε νά τήν καταστήσει «Μητροπάρθενον κλέος», καί παγκόσμιον Μητέρα, καλλιεργούσε καί στιγμή μέ στιγμή, προετοίμαζε τόν ύψιπέτη καί Παρθένο. Τό δεύτερο τούτο παιδί της. Μήπως πίσω άπό κάθε εύεργετική διάβαση προσώπου άξιου κι εύγενικού, σέ όλες τίς έποχές, δέν κρύβεται σχεδόν πάντα μιά ύπομονεηκή γυναίκα; Μιά Έμμέλεια, μιά Μόνικα, μιά Ανθούσα; Μιά άδελ-φή, μιά σύζυγος, μιά μητέρα;
… Στά εννέα τούτα χρόνια καί όταν ό Παύλος πρόφερε τά ύπέροχα έκεϊνα γιά τόν Ιωάννη, ότι δηλαδή είναι «ό στύλος τής Εκκλησίας», πήγε ό άκόλουθός του ό Λουκάς ό γιατρός στό σπιτάκι τού «Ήγαπημέ-νου», στή Γεθσημανή καί προσκυνώντας την, τήν παρα-κάλεσε νά λύσει τήν σιγή, νά μιλήσει. Πότε άκριβώς, δέν γνωρίζουμε. Μερικοί παραδοσιακοί, εικάζουν ότι όσα πληροφορήθηκε ό θεηγόρος τρίτος Εύαγγελιστής γιά τήν ζωή τής Παρθένου, τά πληροφορήθηκε μέ κάθε λεπτομέρεια άπ’ εύθείας άπό τόν ’Ιωάννη. Σέ κάποια συνάντησή τους στά ‘Ιεροσόλυμα. Ότι δέν άποπειράθη-κε νά ένοχλήσει τήν Μητέρα. ‘Ότι άπό λεπτότητα καί σεβασμό δέν άποπειράθηκε γιά χάρη τού άρχοντα Θεόφιλου, νά τής άνακινήσει τίς δραματικές πτυχές τής άνθρωποσωτήριας ιστορίας της.
Συμβαίνει καί πολλά καί σημαντικά γεγονότα όπου γίνονται καταμεσής σέ άγιες υπάρξεις, πολλά δηλαδή
σημεϊα, όπου παραχωρεί ή χάρη ιοϋ Θεοϋ, δέν άνα-φέρονται. Σβήνουν. Παρέρχονται δίχως νά γνωοτο-ποιηθοϋν. Δίχως νά τά χαράξει ποτέ κοντύλι σέ κάποια έπιφάνεια. Τά καταπίνει ό χρόνος. Έτσι γενεές μεταγενέστεροι, στερούνται τεράστιας σημασίας, φωτεινά συμβάντα, λεπτομέρειες «θείω άλατι ήρτημένας». Ποιός τάχα σοφός ή φημισμένος τραγωδός, ή καί πεζογράφος σάν τόν Ξενοφώντα λόγου χάρη, θά μπορούσε νά παρακολουθήσει τήν πάμπτωχη καί άσημη έβραιοπούλα, όταν πήρε στρατί-στρατί τό μονοπάτι καί πεζοπορώντας μέ τόν καρπό τού ‘Αγίου Πνεύματος «έν τή κοιλία αύτής», ξεκίνησε γιά νά έπισκεφθεΐ κάποια έξαδέλφη της στά ορεινά, στίς κακοτράχαλες έκεΐνες άνηφοριές, τήν Ελισάβετ; Καί όμως τί σημαντικά γεγονότα, τί λόγια ειπώθηκαν, τί προφητείες ξεστομήθηκαν μ’ αύτή τήν κοινή συναντησούλα, δύο άσημων γιά τόν κόσμο τής έξουσίας, καί τής χλιδής, γυναικών; Γεγονότα, όπου σήμερα, στήν έποχή τού κομπασμού τής τεχνοκρατίας, συνηθίζουμε νά τά διαβάζουμε στό Εύαγγέλιο έπιστολή «πρός Θεόφιλον» τού Δουκά, νά τά άπολαμβάνουμε, νά τά χαιρόμαστε, δίχως κάν νά βασανίζουμε τήν σκέψη μας πώς διεσώθησαν, τί ή Θεία Πρόνοια άκριβώς παραχώρησε ώστε νά παραμείνουν άπόκτημα τής Εκκλησίας καί τών άνθρώπων. Δύο άσήμαντες γυναίκες, ή μιά κοπελλούδα καί ή άλλη σχεδόν γερόντισσα, συναντήθηκαν κάπου σ’ ένα βουνοχώρι. Σ’ ένα φτωχόσπιτο. Ή κοπελλούδα βήμα – βήμα περπάτησε κι έφθασε ώσαμε κεϊ, έπισκέπτρια. Ή άλλη καταχάρηκε μόλις τής χτύπησε τήν πόρτα. Αύθόρμητα άπλωσε τά χέρια σάν μάνα σέ χιλιαγαπημένη θυγατέρα. Κι άγκαλιάστηκαν. Άλλά ό έναγκαλισμός τους, τά πρώτα λόγια όπου άντάλλαξαν, άπετέλεσαν καί άποιελοΰν λαξευμένο ογκόλιθο, κόσμημα καί βάθος άρχιτεκτονικής στά κράσπεδα τής Εκκλησίας.
Πηγη

ΠΗΓΗ: http://www.pentapostagma.gr/2014/01/%CE%B9%CF%89%CE%AC%CE%BD%CE%BD%CE%B7%CF%82-%CE%BF-%CE%B8%CE%B5%CE%BF%CE%BB%CF%8C%CE%B3%CE%BF%CF%82-%CE%BF-%CF%85%CE%B9%CF%8C%CF%82-%CF%84%CE%B7%CF%82-%CE%B2%CF%81%CE%BF%CE%BD%CF%84%CE%AE%CF%82.html?utm_source=feedburner&utm_medium=email&utm_campaign=Feed%3A+pentapostagma+%28%CE%A0%CE%95%CE%9D%CE%A4%CE%91%CE%A0%CE%9F%CE%A3%CE%A4%CE%91%CE%93%CE%9C%CE%91%29

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου