Ένας αδελφός της συνοδείας λυπήθηκε τον μπαρμπα-Γιάννη τον ψαρά, που ζούσε κάτω στον αρσανά μόνος του σαν σκυλί και παρακαλεί τον Γέροντα Ιωσήφ να τον περιμαζέψουν κοντά τους· αντάλλαγμα μια ψευτοβαρκούλα για να πιάνουν κανένα ψαράκι να τρώνε φρέσκα κι αυτοί σαν άνθρωποι πότε πότε. Αφού υπόσχεται το καλογέρι ότι θα αναλάβει προσωπικά το γεροντάκι, συγκαταβαίνει ο Γέροντας και τον περιμαζεύουν. Για λίγες μέρες όλα πήγαιναν μέλι γάλα. Από περιποίηση το γεροντάκι άφθαστος. Να κάπου κάπου και τα φρέσκα ………. και μαριδούλες. Έλα όμως που άλλαξαν τα πράγματα και ο γέρος (με το συμπάθειο) άρχισε να τα κάνει πάνω του. Έτρεχε ο φτωχός για τουαλέτα και ο δρόμος από το κελλί ως το αποχωρητήριο ήταν μια ταινία από … μυρωδιές. Μια μέρα, δύο, ε κάπου θα σταματήσει. Όμως η δουλειά συνεχίζει κανονικά και ασταμάτητα και το καλογέρι έφτασε πια να αγανακτήσει. Πάει στον Γέροντα αγανακτισμένος.
– Ε Γέροντα, είπαμε να γηροκομήσουμε τον Γιάννη, ε όχι και να μας λερώνει κι όλους κάθε λίγο! Θα τον πάω εκεί που τον βρήκα και θα ησυχάσω.
– Τι είπες μωρέ; Εσύ δεν ζήτησες να τον φέρεις; Τώρα τον διώχνεις; Διώξε τον! Όμως γνώριζε ότι αν τον διώξεις διώχνεις από εδώ και τον Χριστόν.
– Και τι θα κάνουμε Γέροντα;
– Άντε φύγε κι άλλη φορά να προσέχεις όταν ζητάς κάτι. Φώναξε τον Παπα-Χαράλαμπο.
Φεύγει ο αδελφός. Φωνάζει τον Χαράλαμπο.
– Χαράλαμπε, από σήμερα αναλαμβάνειςεσύ τον Μπαρμπα-Γιάννη.
– Ναν’ ευλογημένο Γέροντα.
Βάζει μετάνοια και φεύγει. Φεύγει αλλά μέσα τον πολεμά ο λογισμός: «Α! Ακούς εκεί να βγάλει ο άλλος τον πειρασμό και να τον φορτωθώ εγώ». Ωστόσο, συνηθισμένος στην τελεία υπακοή αρχίζει αμέσως δουλειά. «Δεν είχα μόνο να πλύνω ένα σωρό παντελόνια, αλλά και το κρεββάτι και το δωμάτιο και γραμμή ως το αποχωρητήριο. Ασυνήθιστος στην αρχή από τέτοιες δουλειές αηδίαζα· συγκρατιόμουν να μην κάνω εμετό. Όμως αφού με έβαλε ο Γέροντας το έκανα με προθυμία και η ευχή δεν σταματούσε ούτε στιγμή. Αυτό κράτησε μια-δυο μέρες. Κατόπιν; Ποιος να το φανταστεί ότι εκείνη η μεγάλη δυσωσμία μετετράπη σε ουράνια ευωδία τόσο πάντερπνο, ώστε νόμιζες ότι ερχόταν από λουλούδια του παραδείσου».
Κι αυτός έπλενε συγχρόνως παντελόνια λερωμένα και τουαλέτες. Δεν άντεξε. Έπρεπε να διηγηθεί το θαύμα στον Γέροντα.
– Τι είν’αυτό Γέροντά μου; Μέθυσα από γλυκύτατη ευωδία και η καρδιά μου πάει να σπάσει από αδιάλειπτο νοερά προσευχή.
Και ο Γέροντας τον βάζει στην αγκαλιά με δάκρυα και του λέγει:
– Αυτό, παιδί μου, είναι καρπός της τελείας υπακοής. Αυτή την ευωδία ζούσε και η Αγία Θεοδώρα η διά Χριστό σαλή που έπλενε καθημερινά τουαλέτες. Συνέχισε με την ίδια προθυμία και θα γνωρίσεις ανώτερες καταστάσεις.
Πράγματι η προθυμία και η τελεία υπακοή σύντομα οδήγησαν τον Παπα-Χαράλαμπο σ’ ανώτερες καταστάσεις. Καθώς ο ίδιος ομολογούσε στα τέκνα του πολλάκις αρπαζόταν στην προσευχή το πνεύμα του σε θεωρία. Σταματούσε ο νους και εκστατικός μόνο έβλεπε, απολάμβανε, θαύμαζε. Κάποτε καθώς προσευχόταν βγήκε από τον εαυτό του, έφυγε από την σφαίρα της γης. Απ’ εκεί ψηλά έβλεπε πλήθος ουράνια σώματα και την γη σαν μια σφαίρα όπως την περιγράφουν οι επιστήμονες. «Ω», έλεγε, «τι μεγαλεία, ως θαυμαστά τα έργα σου Κύριε!» Ἀλλοτε πάλι ενώ προσευχόταν βλέπει ζωντανά μπροστά του τον Χριστόν να τον ευλογεί. «Πρόλαβα να δω μια ματιά· γυμνός με τρύπια πόδια, χέρια, ξυπόλυτος και με τρύπα στα πλευρά. Δεν άντεξα. Έπεσα πρηνής κάτω και ώρες ολόκληρες έκλαια με λυγμούς. Ω Κύριε! Εσύ ο αληθινός Θεός, τόσο πολύ για μας ταπεινώθηκες, τόσα έπαθες για μας τους αχαρίστους! Για πολλούς μήνες ζούσα με συνεχή δάκρυα, με ανεξάλειπτη μέχρι σήμερα αυτή την μνήμη».
**Ι.Μ.Δ, ΠαπαΧαράλαμπος Διονυσιάτης, ο απλοϊκός ηγούμενος και διδάσκαλος της νοεράς προσευχής, Έκδοση γ΄, 2004**
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου