Δευτέρα 23 Αυγούστου 2021

«ΤΟΝ ΜΑΡΚΟ ΠΑΝ᾽ ΣΤΗΝ ΕΚΚΛΗΣΙΑ, ΤΟΝ ΜΑΡΚΟ ΠΑΝ᾽ ΣΤΟ ΜΝΗΜΑ» (Δ. Νατσιός)

«ΤΟΝ ΜΑΡΚΟ ΠΑΝ᾽ ΣΤΗΝ ΕΚΚΛΗΣΙΑ, ΤΟΝ ΜΑΡΚΟ ΠΑΝ᾽ ΣΤΟ ΜΝΗΜΑ» (Δ. Νατσιός)

Τν Μάρκο πν στν κκλησιά,
τ
ν Μάρκο πν στ μνμα…

Δημήτρης Νατσιὸς
δάσκαλος- Κιλκὶς

Θρῆνος μεγάλος γίνεται
Μέσα στὸ Μεσολόγγι.
Τὸν Μάρκο πᾶν᾽ στὴν ἐκκλησιὰ
Τὸν Μάρκο πᾶν᾽ στὸ μνῆμα

.                       Στὸ δρόμο γιὰ τὴν τελευταία του μάχη, στὸ Κεφαλόβρυσο – εἴμαστε στὶς 9 Αὐγούστου τοῦ 1823 –  σταμάτησε, ὁ Μάρκος Μπότσαρης, γιὰ λίγο στὸ ξακουστὸ μοναστήρι τῆς Παναγίας τῆς Προυσιώτισσας. Προσκύνησε τὴν εἰκόνα, παρακαλώντας τὴν Παναγία νὰ εὐλογήσει τὸν ἀγώνα. Ἔδωσε σὲ ἕναν καλόγερο ἕνα πουγκὶ μὲ φλουριά, λέγοντάς του:
-Πάρ᾽το καὶ νὰ τὰ μοιράσεις γιὰ τὴν ψυχὴ τοῦ Μάρκου Μπότσαρη.
Ὁ καλόγερος ποὺ δὲν εἶχε δεῖ ποτέ του τὸν Μπότσαρη, ρώτησε ἀπορημένος:
-Τί; Πέθανε ὁ Μάρκος Μπότσαρης;
Καὶ ἀπαντᾶ ὁ ἥρωας:
-Ὄχι, ἀλλὰ πηγαίνει νὰ πεθάνει.
(Ἀπὸ ἄρθρο τοῦ Γ. Παπαθανασόπουλου, στὶς 20 Φεβρουαρίου τοῦ 2021, ΜΑΡΚΟΣ ΜΠΟΤΣΑΡΗΣ: Ο ΛΕΩΝΙΔΑΣ ΤΟΥ 1821 (Γ. Ν. Παπαθανασόπουλος))

.                             Ὅλη ἡ ἑλληνικὴ ἱστορία, ἀπὸ τὴν ἀρχαιότητα ὣς τὶς ἡμέρες μας, «φωλιάζει» στὸ προαναφερθὲν ἀπόσπασμα. Τὸν ἀθάνατο Μάρκο, ξεπροβοδίζουν καὶ τὸν καρτεροῦν στὸ Συναξάρι τοῦ Γένους, ὅλοι οἱ κοσμοξάκουστοι καπεταναῖοι καὶ πολέμαρχοι. Ὁ Λεωνίδας ποὺ πολεμοῦσε κάτω ἀπὸ τὴν σκιὰ ποὺ ἔφτιαχναν τὰ βέλη τῶν «Περσιάνων». (Ἔτσι βροντοφώναζε στοὺς Τούρκους, ὁ Νικηταρᾶς, στὴν μάχη τῶν Δολιανῶν, ποὺ ἔφευγαν νικημένοι: «Σταθεῖτε ὠρέ Περσιάνοι νὰ πολεμήσουμε!!).
.                    Ἀπὸ τὴν Βασιλεύουσα Πόλη, τοῦ γνέφει ὁ μαρμαρωμένος βασιλιάς μας, κρατώντας τὸ αἱματοβαμμένο κεφάλι του στὰ χέρια, σὰν τὸν Ἅϊ- Γιάννη τὸν Πρόδρομο,
«Ἔτσι καθὼς ἐστέκονταν
ὀρθὸς μπροστὰ στὴν πύλη
Κι ἄπαρτος μὲς στὴν λύπη του», καθὼς τραγουδᾶ καὶ ὁ Ἐλύτης, καὶ νὰ ψιθυρίζει, «πάντες αὐτοπροαιρέτως» πεθαίνουμε ἐμεῖς οἱ Ρωμιοὶ γιὰ τὴν Πίστη καὶ τὴν Πατρίδα. Αὐτοπροαιρέτως καὶ ὁ Μάρκος «πηγαίνει νὰ πεθάνει»…
.                      Αὐτὸ τὸ «αὐτοπροαιρέτως», τὸ ὁποῖο ἀναβλύζει ἀπὸ τὶς ἀρχαῖες ἀρτηρίες τῆς γλώσσας μας, προσμένει καὶτὸν Παῦλο Μελὰ στὴν Μακεδονία. «Σκοτῶστε με παιδιά, πῶς θὰ μ΄ ἀφήσετε στοὺς Τούρκους;», ὁ Μελᾶς. «Δὲν ὑπάρχει ἕνας χριστιανὸς νὰ μοῦ πάρει τὸ κεφάλι;», ὁ Παλαιολόγος. Αὐτοὶ δὲν καταδέχονταν οὔτε τὰ λείψανά τους νὰ βροῦν οἱ Τοῦρκοι. Εἶναι παλιά, ἀρχαία παράδοση. Ο νεκρὸς πολεμιστὴς μὲ κανέναν τρόπο δὲν πρέπει νὰ πέσει στὰ χέρια τῶν ἐχθρῶν, γιὰ νὰ μὴν γίνει καύχημά τους καὶ χλεύη γιὰ τὸν νεκρό. Γύρω ἀπὸ τὸ νεκρὸ σῶμα τοῦ Πάτροκλου γίνεται δεινὴ πάλη μεταξὺ Ἀχαιῶν καὶ Τρώων. Στὰ χρόνια τῆς Τουρκοκρατίας, ὁ πληγωμένος καπετάνιος, προστάζει τὸ κλεφτόπουλο, νὰ κόψει τὸ κεφάλι του γιὰ «νὰ μὴ τὸ πάρουν τὰ σκυλιὰ καὶ μοῦ τὸ μαγαρίσουν!». Αὐτὸ ζητᾶ κι ὁ Παῦλος Μελᾶς. Καὶ ἔτσι ἔγινε. Τὸ ἴδιο ἔκανε καὶ μὲ τὰ ἅρματά του, πρόσταξε νὰ δοθοῦν στὸ γιό του…

«Τοῦ ἀντρειωμένου τ’ ἅρματα
δὲν πρέπει νὰ πουλιῶνται
μόν’ πρέπει τους στὴν ἐκκλησιὰ
ἐκεῖ νὰ λειτουργῶνται»,
λέει τὸ δημοτικὸ τραγούδι.
.                       Καὶ σύμφωνα μὲ τὸ κλέφτικο αὐτὸ ἔθιμο κι ὁ Κίτσος Τζαβέλας, τὸ ἄχρηστο πιὰ σπαθὶ ἐκεῖ τὸ ἀφιερώνει.
.                 Στὴ μάχη τῆς Κλείσοβας στὸ Μεσολόγγι -τοῦ Εὐαγγελισμοῦ στὰ 1826- ἐχθρικὸ βόλι σπάζει στὰ δύο τὸ σπαθὶ τοῦ Κίτσου Τζαβέλα, χωρὶς νὰ ἀγγίξει τὸν πολέμαρχο. Ὅλοι τότε εἶπαν πὼς ἦταν θαῦμα τῆς Παναγίας. Κι ὁ Τζαβέλας ἀφήνοντας γιὰ μία στιγμὴ τὴ μάχη, πηγαίνει στὴν ἐκκλησία τῆς Ἁγίας Τριάδος. Προσκυνᾶ εὐλαβικὰ τὸ εἰκόνισμα τῆς Εὐαγγελίστριας καὶ τῆς ἀφιερώνει τὰ κομμάτια ἀπ’ τὸ σπαθὶ τοῦ λέγοντας:
.                  -Παναγιά μου, σήμερα ὅπου σὲ γιορτάζουμε, σοῦ ἀφιερώνω τοῦτο καὶ βόηθα τὰ παλληκάρια νὰ νικήσουμε τὸν ἐχθρό. Ἡ Θεοτόκος ἔστερξε στὴν παράκληση τοῦ Τζαβέλα καὶ τοῦ χάρισε δοξασμένη νίκη. (περ. «ΓΝΩΣΕΙΣ», τ.3, σελ. 81, Μάρτιος 1958). Οἱ ἀγωνιστὲς τιμοῦσαν τὰ ἅρματά τους. Ἦταν γιὰ ἐκείνους τὰ ἅγια τῶν ἁγίων καὶ ξεχωριστὰ τὰ σπαθιά τους. Τὰ θεωροῦσαν ἅρματα τῆς παλληκαριᾶς. Τὸ κλεφτόπουλο ποὺ ξεψυχάει, γιὰ στερνὴ χάρη ζητᾶ ἀπ’ τὴ μάνα του. «Φέρε μου τὸ σπαθάκι μου, μάνα νὰ τὸ φιλήσω».
.                 Καὶ τοῦ Μάρκου Μπότσαρη τὸ νεκρὸ σῶμα, τὸ σήκωσαν στοὺς ὤμους τους οἱ Σουλιῶτες καὶ θρηνώντας τὸ πῆγαν πρῶτα στὸ μοναστήρι τοῦ Προυσοῦ. Ἐκεῖ γιατροπορευόταν ὁ Καραϊσκάκης. Τὸ ἔμαθε καὶ πῆγε σέρνοντας καὶ φίλησε μὲ δάκρυα τὸν νεκρό, λέγοντας:
-Ἄμποτε, ἥρωα Μάρκο, κι ἐγὼ ἀπὸ τέτοιο θάνατο νὰ πάω. Καὶ πῆγε ἀπὸ τέτοιον θάνατο, ποὺ θάνατος δὲν λογιέται…
.                         Καὶ ὅπως λέει καὶ ἡ ἐκκλησία μας τὴν ἁγιότητα μόνο οἱ ἅγιοι τὴν ἀναγνωρίζουν, ἔτσι καὶ τὴν ἀληθινὴ παλληκαροσύνη, μόνο τὰ πραγματικὰ παλληκάρια τὴν κατανοοῦν καὶ τὴν ἀποθαυμάζουν. Στὸ πόλεμο τῆς Μαράτης, κοντὰ στὴν Ἄρτα, κατὰ τὸ 1821, γνωρίστηκε πρώτη φορὰ ὁ Καραϊσκάκης μὲ τὸν Μάρκο Μπότσαρη. Βρέθηκε στὸ ἴδιο ταμπούρι-πολεμίστρα καὶ θαύμασε τὴν παλικαριά του κι ἀπόρησε τόσο πολύ, ποὺ ἀργότερα συνήθιζε νὰ λέει πὼς δὲν εἶδε ἄλλη φορὰ ἄνθρωπο γενναιότερο. «Σὰν τὸν Μάρκο ἥρωα, μάνα δὲν ξαναγεννάει», ἔλεγε.

.                    Καὶ ὅταν ἡ ρίζα εἶναι σουλιώτικη καὶ τὰ κλωνάρια της γίνονται ὡραῖα.  Ὅταν ἡ γυναίκα τοῦ Μάρκου ἔμαθε τὸν θάνατό του, ἔτυχε νὰ χτενίζει τὸν γιό της, ἀγόρι ἕντεκα ἐτῶν. Ἄρχισε νὰ μοιρολογεῖ τὸ χαμένο ἥρωά της. Ὁ μικρὸς δὲν τὴν ἄφηνε νὰ κλαίει.
.                    Ὁ πατέρας, ἔλεγε, σκοτώθηκε γιὰ τὴν πατρίδα καὶ ἡ ψυχή του πάει στὸν παράδεισο. Μὴν κλαῖς! Νὰ βγάλεις τὰ μαῦρα καὶ νὰ μ’ ἀφήσεις νὰ πάω στὸν θεῖο μου, (τὸν Νότη Μπότσαρη), νὰ πολεμάω μαζί του. Νὰ μοῦ δώσεις ἅρματα καὶ ἄλογο, μπορῶ νὰ τὰ κρατῶ. Θέλω νὰ πάρω τὸ αἷμα τοῦ πατέρα μου….
.                  Νὰ κλείσω, τέτοιες μέρες ποὺ γιορτάζουμε τὸ Ρόδον τὸ Ἀμάραντόν της Ὀρθοδοξίας, τὴν Θεοτόκο, μὲ τὴν προσευχὴ τοῦ Κεφαλλονίτη Ἐπισκόπου Κερνίτζης καὶ Καλαβρύτων καὶ Δασκάλου τοῦ Γένους,  Ἠλία Μηνιάτη (1669-1714):
«Ἕως πότε, πανακήρατε Κόρη, τὸ τρισάθλιον γένος τῶν Ἑλλήνων ἔχει νὰ εὑρίσκεται εἰς τὰ δεσμὰ μίας ἀνυποφέρτου δουλείας;.… Ἄχ! Παρθένε! Ἐνθυμήσου πὼς εἰς τὴν Ἑλλάδα πρότερον, παρὰ εἰς ἄλλον τόπον, ἔλαμψε τὸ ζωηφόρον φῶς τῆς ἀληθινῆς πίστεως. Τὸ ἑλληνικὸν γένος ἐστάθη τὸ πρῶτον ὁπού ἄνοιξε τὰς ἀγκάλας καὶ ἐδέχθη τὸ θεῖον Εὐαγγέλιον,… τὸ πρῶτον ὁπού ἀντεστάθη τῶν τυράννων, ὁπού μὲ μύρια βάσανα ἐγύρευαν νὰ ἐξερριζώσωσιν ἀπὸ τὰς καρδίας τῶν πιστῶν τὸ σεβάσμιόν σου ὄνομα. Τοῦτο ἔδωσε εἰς τὸν κόσμον Διδασκάλους, οἱ ὁποῖοι, μὲ τὸ φῶς τῆς διδασκαλίας τῶν ἐφώτισαν τὰς ἠμαυρωμένας διανοίας τῶν ἀνθρώπων… Καὶ ἂν ἐτοῦται μας αἱ φωναὶ δὲν σὲ παρακινοῦσι εἰς σπλάγχνος, ἂς σὲ παρακινήσωσι τὰ πικρὰ δάκρυα, ὁπού μᾶς πέφτουσιν ἀπὸ τὰ ὀμμάτιά μας…».

Δημήτρης Νατσιὸς

δάσκαλος- Κιλκὶς 

ΠΗΓΗ:  ΚΛΙΚ 

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου