Όλοι οι Καρυώτες γνώριζαν τον Κώστα και του έδειχναν αγάπη και συμπάθεια.
Τον έβλεπαν να περιφέρεται στις Καρυές, να λειτουργήται τακτικά στο Πρωτάτο, να κάνη τις τρέλλες του, και όλοι ήταν σε απορία. Είναι τρελλός, πάσχει στα μυαλά του ή κάνει τον τρελλό και είναι δια Χριστόν σαλός; Το ήρεμο, φωτεινό, αν και άπλυτο πρόσωπό του, και μερικά σοφά και προορατικά που έλεγε, προβλημάτιζαν τους πατέρες. Ήταν ήσυχος, άκακος, δεν πείραζε κανέναν και δεν ζητούσε τίποτε από κανέναν. Αλλά ποιος ήταν ο Κώστας; Ήταν μοναχός ή λαϊκός; Αυτό ήταν μυστήριο ανεξιχνίαστο.
Γεννήθηκε στις 10-2-1898 στο Καλέντζι Δωδώνης της Ηπείρου από τον Σταύρο Αγγελή και την Ανθούλα. Ήρθε για μοναχός και έμενε για ένα διάστημα στο Διονυσίου ως δόκιμος. Ύστερα ήρθε στις Καρυές και έμενε σαν Καβιώτης (*) σ’ ένα ερειπωμένο κελλί στο Σαράι.
Φορούσε μία καλογερική σκούφια, είχε γένεια και μαλλιά, και απ’ αυτό φαινόταν σαν καλόγερος. Αντί για ράσα φορούσε ένα πανωφόρι, μία παλαιά χλαίνη. Τον χειμώνα κυκλοφορούσε σχεδόν γυμνός με ένα κουρέλι πάνω του μέχρι τα γόνατα, ενώ το καλοκαίρι φορούσε παλτό δεμένο στην μέση με σχοινί.
Ποτέ του δεν πλύθηκε και ποτέ του δεν έπλυνε τα ρούχα του. Όταν δεν έπαιρναν άλλη λίγδα, τα άπλωνε στην βροχή, πλένονταν μόνα τους και αφού στέγνωναν, τα φορούσε.
Πήγαινε στον παπα-Γαβριήλ τον Μακκαβό. Εκείνος τον λυπόταν, του έδινε φαγητό και έρριχνε μέσα στα ρούχα του σκόνη για τους ψύλλους που τον έτρωγαν.
Είχε ένα «μπακράτσι» (κονσερβοκούτι με ένα σύρμα για χερούλι), γι’ αυτό μερικοί τον αποκαλούσαν «μπακρατσά». Πήγαινε σε Κονάκια ή σε Κελλιά και περίμενε ώρες, μέχρι να ανοίξη την πόρτα μόνος του ο νοικοκύρης. Εκείνος καταλάβαινε και του έβαζε φαγητό στο μπακράτσι. Ό,τι του έδιναν, σούπα, γλυκά, σαλάτα, τα έβαζε όλα μαζί, και μερικές φορές συμπλήρωνε με νερό το «μπακράτσι» του. Έκανε μετάνοια, έλεγε ευχαριστώ και έφευγε.
Πήγαινε στο Κουτλουμούσι και καθόταν με τους πατέρες στην τράπεζα τελευταίος. Τέσσερις-πέντε μερίδες φαγητού τις ανακάτευε όλες και πότε ξεσπούσε σε δάκρυα με λυγμούς, πότε σε γέλια. Ο ηγούμενος παπα-Μακάριος τον είχε σε μεγάλη ευλάβεια και έλεγε σ’ ένα νέο καλογέρι που ήταν τραπεζάρης: «Τον Κώστα και τα μάτια σου. Να τον προσέχης και να του δίνης ό,τι ζητήσει».
Άλλες φορές τον έβλεπαν οι πατέρες να στέκεται στραμμένος προς το κοιμητήρι, απέναντι από το Πρωτάτο, για μία-δύο ώρες. Τον άκουγαν να ψιθυρίζη κάτι, να κάνη μορφασμούς, αλλά δεν καταλάβαιναν τι έλεγε. Μήπως έκανε προσευχή για τους κεκοιμημένους;
Το ίδιο έκανε και άλλες φορές. Καθόταν στον δρόμο και ψιθύριζε. Ήταν συνεπαρμένος, προσηλωμένος ο νους του σ’ αυτά που έλεγε μουρμουριστά. Οι πνευματικοί πατέρες πίστευαν ότι στιχολογούσε το Ψαλτήρι, ηρπάζετο ο νους του και δεν καταλάβαινε ότι τον πλησίασαν άνθρωποι. Όταν του μιλούσαν συνερχόταν, έκανε κάποιες χειρονομίες, καμμία σαλότητα και έφευγε, κρύβοντας την πνευματική του εργασία.
Ο Επίσκοπος Ροδοστόλου κ. Χρυσόστομος, που τον έζησε χρόνια στο Σαράι, προσπάθησε να μάθη περισσότερα για τον Κώστα και την ζωή του από καλή περιέργεια. Τον παρακολούθησε. Τον άκουσε να κάνη Εσπερινό, να τα λέη όλα απ’ έξω χωρίς βιβλίο και φως, και μάλιστα έψαλε το «Κύριε εκέκραξα…», τα αναστάσιμα τροπάρια και το Θεοτοκίον στον ήχο της Κυριακής εκείνης.
Κάποια φορά που είχε φύγει από το Κελλί του, πήγαν να το εξερευνήσουν αλλά έκπληκτοι βρήκαν τον Κώστα μέσα. Και ενώ ήταν αμήχανοι, τους είπε να προσκυνήσουν τέσσερις μεγάλες εικόνες ολόσωμες σε φυσικό μέγεθος. Του ζήτησαν συγγνώμη και αυτός τους είπε: «Στο καλό, ο Χριστός μαζί σας». Στο κελλί του δεν είδαν ούτε τραπέζι ούτε κρεββάτι ούτε κουβέρτες και μαξιλάρι, και φυσικά ούτε θέρμανση. Και ο χειμώνας στις Καρυές δεν βγαίνει εύκολα, ακόμη και με θέρμανση.
Όλα αυτά έκαναν τον άγιο Ροδοστόλου να σέβεται και να ευλαβήται πολύ τον γερω-Κώστα.
(*) Μοναχός που είναι γραμμένος στην Κοινότητα και μένει φιλοξενούμενος ή με μικρό ενοίκιο σε κάποιο Κελλί.
Από το βιβλίο: Από την ασκητική και ησυχαστική Αγιορειτική παράδοση, Άγιον Όρος 2011, σελ. 99.
ΠΗΓΗ: ΚΛΙΚ
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου