Το τέλος του Δημήτρη Πλαπούτα
Απόσπασμα από το βιβλίο του Κώστα Δ. Παπαδημητρίου:
«ΤΕΛΕΥΤΑΙΕΣ ΩΡΕΣ -ΤΕΛΕΥΤΑΙΑ ΛΟΓΙΑ των ΑΓΩΝΙΣΤΩΝ του 21.»
Βαρυφορτωμένος με τιμές και αξιώματα ο γέρο Δημήτρης Πλαπούτας άφησε την πολύβουη Αθήνα και γύρισε στο όμορφο χωριό του, το Παλούμπα. Εκεί που η ανυπόταχτη κι απροσκύνητη βουνίσια γενιά του είχε στήσει τη μονιά της αρκετές δεκάδες χρόνια πριν. Εκεί στην καρδιά του άλλοτε αρματωμένου Μοριά που τροχίστηκαν τα άρματα του γένους και ετοιμάστηκε ο μεγάλος ξεσηκωμός απ’ την αθάνατη κλεφτουριά.
Εκεί θα εύρισκε ανάπαυση μαζί με τον αείμνηστο πατέρα του, τον πρώτο κλέφτη Κόλια, αυτός ο τίμιος, ο αμνησίκακος, ο ακάματος στρατιώτης, ο ακατάβλητος και πολύπειρος ηγέτης, ο αποφασιστικός και ριψοκίνδυνος, το δεξί χέρι, όχι του Κολοκοτρώνη, όπως είπαν πολλοί, αλλά του Αγώνα.
Έσερνε όμως μαζί του τώρα και μια ηλικία 78 χρόνων. Και ήταν πρόωρα γηρασμένος απ’ τη σκληραγωγία, τις αγωνίες, τους κόπους και τις περιπέτειες του σκληρού πολέμου, τις στενοχώριες. Είχε φτάσει σε μια απλότητα, σε μια ημερότητα και καλωσύνη παιδική. Το κορμί του μονάχα ήταν στη γη ο νους του κρυφοκουβέντιαζε με τους όσιους και τους μάρτυρες του μεγάλου Αγώνα.
Αναθυμιόταν τις δοξασμένες μέρες, αλλά και τις πικραμένες. Τις φοβερές και ένδοξες μάχες στο Λεβίδι, στο Βαλτέτσι, στα Δερβενάκια, στο Χαρβάτι που πληγώθηκε, στην Πολιανή, στα Τρίκορφα, στην Αλωνίσταινα. Και πόσες άλλες! Πόσες νίκες και δόξες αλλά και πόσες φορές δε συνάντησε το χάρο σε απόσταση αναπνοής!
Δυο, όμως, εικόνες έχουν μείνει μόνιμα στο μυαλό του και δεν τον αποχωρίζονται. Η πρώτη ήταν εκείνη που γνώρισε το 1802 τη Στεκούλα, τη γυναίκα του. Μόλις 16 χρόνων η Στεκούλα, πανώρια, ομορφοστολισμένη κι αυτός, με την κάτασπρη του φουστανέλλα και τα μεϊντανογέλεκα, την κουμπούρα στο σελάχι, στη μέση το γιαταγάνι, πήγαν στην εκκλησιά για τις χαρές τους και κει χτυπήθηκαν με τους Τούρκους και πληγώθηκε αυτός και τον γιατροπόρευε στα κλέφτικα λημέρια η Στεκούλα, η όμορφη Κοτρωνοπούλα.
Και η δεύτερη ήταν ακόμα πιο ζωντανή.
Ήταν τότε που τον έκλεισαν στη φυλακή με τον Κολοκοτρώνη. Ξημέρωνε η μέρα της δίκης τους. Ξύπνησαν και άρχισε μεταξύ τους έναν διάλογος που τον ζωντάνεψε η λαϊκή μούσα περισσότερο:
Κολοκοτρώνης:
«Ξύπνα καημένε ξάδερφε και μη βαρειοκοιμάσαι
Ξύπνα και χάραξ’ η αυγή, ξύπνα και πήρ’ η μέρα.
Ξύπνα, Πλαπούτα, φόρεσε τα γιορτινά σου ρούχα,
γιατί θα πάμε σε χαρές σε μέγα πανηγύρι…»
ΠΛΑΠΟΥΤΑΣ:
«Άκουσε, ξάδερφ’ άκουσε, τ’ όνειρο που είδα
Απόψε που κοιμόμουνα στον ύπνο μου απάνω
θολό ποτάμι βλέπαμε, θολό κοκκινισμένο
Στην αντίπερα όχθη του μας τήραγαν ελάφια
Τραβάμε τα σπαθιά ευτύς και πέφτουμε στο ρέμα
για νά ‘βγουμε αντίπερα να κόψουμε τα λάφια
Μα ξάφνου πέσαν στο νερό οι φούντες των φεσιών μας
Ξήγα το, Γέρο, ξήγα το και πες μου πως το κρένεις…»
Κολοκοτρώνης:
«Τα λάφια που ‘δες αντικρύ είναι οι φαμελιές μας
και το ποτάμι το θολό είναι ο θάνατος μας
κι οι φούντες που επέσανε μέσ’ τα θολά νερά του
είν’ τα κεφάλια μας τα δυο που θα πνιγούν στο αίμα…».
Και στις 30 Απριλίου 1834 στις έντεκα και μισή το πρωί που οδηγήθηκαν μπροστά στο δικαστήριο οι δυο «προδότες». Όλο το Ναύπλιο ανάστατο. Σκυθρωποί και περίλυποι τρεις χιλιάδες άνθρωποι σπρώχνονται να μπουν στην αίθουσα του δικαστηρίου. Τις πρώτες θέσεις τις είχαν πιάσει οι μεγαλοκυρίες της Αυλής και της αριστοκρατίας, ενώ στην αυλή, στους δρόμους και στα σοκκάκια πήχτρα ο λαός μ’ ανατριχίλα αγωνίας περίμεναν τη φοβερή απόφαση.
Μαζεύτηκε το αίμα στο κεφάλι του όταν ακούστηκε η κατηγορία:
«…Ωργανίσθη εις το βασίλειον τούτο σύστασις και συνωμοσία επισκοπώ να ταράξη την κοινήν ησυχίαν και να προσβάλλη την εσωτερικήν ασφάλειαν του κράτους και την εθνικήν ανεξαρτησίαν…»
Και όταν ήρθε η στιγμή της απολογίας αγανακτισμένος είπε και τούτα:
«Μια χάρη μόνο σας ζητώ, είπε στους δικαστές. Όταν παρουσιαστούν οι κατήγοροι μας, ρωτήστε τους: «Που είσαστε σεις κρυμμένοι τόσα χρόνια, όταν άναβε το ντουφέκι πάνω στις κορφές, στις πλαγιές και στους κάμπους της πατρίδας; Πού είσαστε θαμμένοι ετότες και ξετρυπώσατε τώρα, για να ρίξετε πέτρες και λάσπες πάνω στα κεφάλια μας;… Αυτός – κι έδειξε τον Κολοκοτρώνη – που αντίκρυσε χίλιες φορές το θάνατο για την πατρίδα είναι προδότης; Ποιος από σάς μπορεί να ειπή ότι αγαπάτε περισσότερο από εμάς την Ελλάδα; Και αν το ειπή κανένας σας ποιος θα τον πιστέψει;»
Και ακολουθεί η φοβερή δικαστική απόφαση:
«Ο Δ. Πλαπουτας και ο Θ. Κολοκοτρώνης καταδικάζονται εις θάνατον ως ένοχοι εσχάτης προδοσίας!…».
Κλαίει στο άκουσμα της ο Πολυζωίδης και σκεπάζει το πρόσωπο του με τις παλάμες των χεριών του. Δακρύζει και ο ίδιος. Όχι γιατί λυπάται τη ζωή του, αλλά γιατί σκέπτεται τις ανύπαντρες και χωρίς προίκα θυγατέρες του και τον ανήλικο γιο του, το Γιωργίκο.
Δε μνησικακούσε όμως για κανέναν. Όλοι είχαν αναγνωρίσει το λάθος τους και αποκατέστησαν την τιμή του ένδοξου αγωνιστή. Τον έκαμαν και αντιστράτηγο και γερουσιαστή και υπασπιστή του βασιλιά. Και πολλές φορές βουλευτή και πληρεξούσιο. Και ζούσε τώρα ήρεμος και ευτυχισμένος. Είχε και βαθειά ευσέβεια. Έχτισε και την εκκλησιά τ’ Αϊ-Γιώργη στο χωριό του.
Και εκτός απ’ τις πολλές ελεημοσύνες του και τις προσπάθειες του να κατευνάσει τα αναμμένα πάθη των χωριανών του, είχε στο σπίτι του εστία όλων των φίλων, συγγενών και συμπατριωτών του.
Ναι, αλλά τώρα η μεγάλη νύχτα άπλωνε σιγά σιγά τις φτερούγες της από πάνω του. Είχε νοιώσει τη νύστα του θανάτου να βαραίνει γλυκά τα βλέφαρα του. Και την παραμονή του θανάτου, γράφει ο βιογράφος του Αγ. Τσελάλης, «προϊδών αυτόν, ητοίμασε μόνος τα του θανάτου του, προείπεν εις τους οικείους του ότι θα εταξίδευεν ανεπιστρεπτί, αποχαιρέτησε όλους και ήρεμος το βράδυ της 27 Ιουλίου 1864 ξεψύχησε με το γέλιο στο στόμα, σαν να χαιρόταν το θάνατο, γιατί πέθαινε με δόξας περηφάνεια και εύρανση, που πλήρωνε το μέγα καθήκον και πηγαίνει να σμίξει στον άλλον κόσμον τ’ άλλα παληκάρια της λευτεριάς».
«Τον αγώνα τον καλόν ηγωνίσθης, σεβαστέ πρώταθλε της ημών απελευθερώσεως», είπε ανάμεσα στα άλλα ο εκφωνητής του επικήδειου λόγου του. «Και την πίστιν διέσωσας από των λυμαινομένων αυτήν βαρβάρων, ότε τα τέκνα της Ελλάδος έφριττον καταδιωκόμενα υπ’ αυτών… Μακράν τα δάκρυα επί θανάτω ήρωος… Πανήγυρις η πομπή του…».
Κατά την ταφήν του όλοι οι συναγωνιστές του που τον συνόδευαν στην τελευταία του κατοικία, έρριξαν απανωτές μπαταρίες. Κι ένα κανόνι που το μετέφεραν απ’ το Λάλα βρόντηξε κι αυτό. Και αντιβούιζαν βουνά και κάμποι, αντιλαλώντας τους άθλους του μεγάλου νεκρού.
Ο ποιητής Αριστ. Βαλαωρίτης στο άκουσμα του θανάτου του Πλαπούτα συγκινήθηκε και εμπνεύστηκε το παρακάτω ελεγείο:
«Πάψε, Ροφιά, το βογγητό, στρέψε τα κύματα σου,
νάχη το Λάλα ελεύθερο πέρασμα η ψυχή του.
Ξέρεις εκεί ποιος κείτεται; Δε θέλω τα νερά σου,
ποτάμι, ν’ ανταριάζονται, ν’ αρπάζουν το φιλί μου,
όταν εδώθε θα πετάει να τον καλονυχτίζη.
Πάψε. Ροφιά, το βογγητό… σίγησε… μη θελήσεις
τ’ αδέρφια να χωρίσης
γιατί ο Πλαπούτας και νεκρός κρατεί το μετερίζι…»
Ο Πλαπούτας δεν είναι ούτε μικρότερος, ούτε κατώτερος απ’ τον Κολοκοτρώνη. Αλλά ο κάθε λαός, θέλει το θρύλο του. Και ο ελληνικός λαός, επάξια «εσώρευσε τα πέπλα της αίγλης και τα στεφάνια της δόξας στο θρυλικό Γέρο». Οι σωροί όμως των δαφνών, των αίνων, των ύμνων και των ανδριάντων, έσκιασαν τους άλλους. Και πρώτον τον Πλαπούτα. Πολλοί του Γέρου οι ανδριάντες. Του Πλαπούτα ούτε μια πλάκα.
Του στήθηκε στον τάφο του ένα μικρό μνημείο. Ένας κεραυνός όμως το γκρέμισε κι αυτό σαν νάθελε να δείξει ετούτο το κεραύνωμα του ουρανού πως τέτοιοι σεμνοί ήρωες, δε χρειάζονται μνημεία για να κραυγάζουν τους άθλους τους. Τους αρκεί η ευγνωμοσύνη που φωλιάζει στις καρδιές των ανθρώπων. Αυτή κρατάει τη μνήμη τους αιώνια.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου