Τετάρτη 31 Μαρτίου 2021

«O ΘΕΟΣ ΕΔΩΣΕ ΤΗΝ ΥΠΟΓΡΑΦΗ ΤΟΥ ΔΙΑ ΤΗΝ ΕΛΕΥΘΕΡΙΑΝ ΤΗΣ ΕΛΛΑΔΟΣ»

«O ΘΕΟΣ ΕΔΩΣΕ ΤΗΝ ΥΠΟΓΡΑΦΗ ΤΟΥ ΔΙΑ ΤΗΝ ΕΛΕΥΘΕΡΙΑΝ ΤΗΣ ΕΛΛΑΔΟΣ»

«Ὁ Θεὸς ἔδωσε τὴν ὑπογραφή Του
διὰ τὴν ἐλευθερίαν τῆς  Ἑλλάδος…»
(Θεόδωρος Κολοκοτρώνης)

Α. Κ. ΚΟΡΝΑΡΟΥ-ΚΑΛΑΜΑΡΑ
περιοδ. «Ὁ Κόσμος τῆς Ἑλληνίδος»,
Ἀρ. τ. 626, Μάρτιος -Ἀπρίλιος 2018 

.                           «Ἕλληνες, μὴ φοβεῖσθε. δὲν εἶναι πολλοὶ οἱ Τοῦρκοι, ὅπως σᾶς λέγουν. Κάνετε κουράγιο. Ἐγὼ θὰ βγῶ νὰ πολεμήσω. Ὁ Θεὸς εἶναι μὲ μᾶς, δὲ θὰ μᾶς ἀφήσει νὰ χαθοῦμε». Φώναζε μὲ τὴ βροντώδη φωνή του ὁ Γέρος τοῦ Μοριᾶ στοὺς Ἕλληνες, γιὰ νὰ πολεμήσουν, ὅταν φόβος καὶ τρόμος ἁπλώθηκε στὴν Πελοπόννησο μὲ τὴν ἐμφάνιση τῆς στρατιᾶς τοῦ Δράμαλη ( Ἰούλιος 1822). Τότε τὰ μέλη τῆς προσωρινῆς Κυβερνήσεως μέσα στὸν πανικὸ κατέφυγαν σὲ δύο γολέττες στὸ λιμάνι τῶν Μύλων, ἐνῷ ὁ Μαῖτλαντ, Ἄγλλος Ἁρμοστὴς στὰ Ἑπτάνησα, προφήτευσε: «Τὸν Αὔγουστο ἡ Ἑλλὰς δὲν θὰ ὑπάρχει». Μὰ ὁ Κολοκοτρώνης τὸν διέψευσε κι ἐκείνη τὴ φορά. Ποτὲ δὲν ἀμφέβαλλε γιὰ τὴ νικηφόρο ἔκβαση τοῦ ἐθνικοῦ μας Ἀγῶνα, γιατὶ εἶχε πίστη βαθιὰ πὼς ὁ Θεὸς δὲν ἐγκαταλείπει τὴν Ἑλλάδα. « Ὁ Θεὸς ἔδωσε τὴν ὑπογραφή Του διὰ τὴν ἐλευθερίαν τῆς Ἑλλάδος, δὲν τὴν παίρνει ὀπίσω»,συνήθιζε νὰ λέει μὲ ἐπιμονή.
.                           Ἦταν πολὺ σκληρὸ τὸ ἔργο του καὶ ἀγωνιῶδες. Ὁ ἴδιος ἐξομολογεῖται στὰ Ἀπομνημονεύματά του Διήγησις συμβάντων τῆς ἑλληνικῆς φυλῆς: «Ἡ ἀρχηγία ἑνὸς στρατεύματος Ἑλληνικοῦ ἦτον μία τυραννία, διατὶ ἔκαμνε καὶ τὸν ἀρχηγὸν καὶ τὸν κριτή, καὶ τὸν φροντιστή, καὶ νὰ τοῦ φεύγουν καθεημέρα καὶ πάλιν νὰ ἔρχωνται. νὰ βαστάῃ ἕνα στρατόπεδο μὲ ψέματα καὶ κολακείαις, μὲ παραμύθια, νὰ τοῦ λείπουν καὶ ζωοτροφὲς καὶ πολεμοφόδια καὶ νὰ μὴν ἀκοῦν καὶ νὰ φωνάζῃ ὁ ἀρχηγός, ἄλλον νὰ φοβερίζῃ, ἄλλον νὰ κολακεύῃ κατὰ τοὺς ἀνθρώπους». Ποῦ στηριζόταν λοιπὸν ὁ Κολοκοτρώνης καὶ πῶς ἄντεχε ἐπικηρυγμένος ἀπ’ τοὺς Τούρκους νὰ τρέχει στὰ Κύθηρα ἢ στὰ Ἑπτάνησα, νὰ πολεμᾷ στὴν Πελοπόννησο, νὰ γίνεται θῦμα συνωμοσίας σὲ ἐμφύλιες διαμάχες, νὰ φυλακίζεται, νὰ δικάζεται, νὰ καταδικάζεται σὲ θάνατο καὶ νά… μένει μέχρι τέλους ἀλύγιστος καὶ ἀνίκητος; « Ἔχω τὸ θάρρος μου εἰς τὸν Προστάτην τῆς Ἑλλάδος Θεόν», ἔλεγε. Ἀλλὰ καὶ ἐκείνη ἡ ἀρχαιοελληνικὴ περικεφαλαία στὸ κεφάλι του, μὲ τὸν μεγάλο λευκὸ σταυρὸ στὸ ἐμπρόσθιο μέρος, ἦταν σύμβολο Πατρίδας καὶ Θρησκείας.
.                           «Εἶναι θέλημα Θεοῦ. Εἶναι κοντά μας καὶ βοηθάει, γιατὶ πολεμᾶμε γιὰ τὴν πίστη μας, γιὰ τὴν πατρίδα μας, γιὰ τοὺς γέρους γονιούς, γιὰ τὰ ἀδύνατα παιδιά μας, γιὰ τὴ ζωή μας, τὴ λευτεριά μας… Καὶ ὅταν ὁ δίκαιος Θεὸς μᾶς βοηθάει, ποιὸς ἐχθρὸς ἠμπορεῖ νὰ μᾶς κάνει καλά;». Μὲ τέτοια λόγια, σὰν ἀπὸ θεία φώτιση, φτέρωνε τὶς καρδιὲς τῶν ἀγωνιστῶν ὁ Κολοκοτρώνης, καλώντας τους νὰ πολεμήσουν τὸν κατακτητή. Κι ἔτρεχαν κοντά του σὰν τὰ ρυάκια.
.                           Σὲ ὥρα φυγῆς καὶ σφαγῆς γεννήθηκε. Ἑτοιμόγεννη ἡ μάννα του Ζαμπία ἔτρεχε νὰ σωθεῖ, κυνηγημένη ἀπ’ τοὺς Τούρκους, καὶ τὸν γέννησε κάτω ἀπὸ μιὰ φτελιὰ στὸ Ραμοβούνι τῆς Μεσσηνίας, στὶς 30 Ἀπριλίου 1770, Δευτέρα τῆς Λαμπρῆς. Μέσα στὸν καθαρὸ ἀέρα τῆς φύσης κράτησε ὁ Θοδωράκηςβρέφος ἀμόλυντη τὴν πνοὴ τοῦ Θεοῦ στὰ σπλάχνα του καὶ τὸν θέριευε στὰ δύσκολα καὶ ἀδύνατα. Φόβος καὶ τρόμος ἔγινε στοὺς Τούρκους. «Πύργος δυνάμεως» καὶ μόνο τὸ ὄνομά του στὰ παλληκάρια του. «Εἶμαι ὁ Κολοκοτρώνης», τοὺς φώναζε, «ἀκολουθῆστέ με καὶ ἔχει ὁ Θεός».
.                           Ἀπ’ τὰ 15 του χρόνια ἁρματολός, στὰ 17 καπετάνιος. Ἄλλοτε κλέφτης στὴ στεριά, ἄλλοτε πειρατὴς μὲ τὸν Βλαχάβα καὶ τὸν Νικοτσάρα στὴ θάλασσα, ἔγινε ἔμπειρος στοὺς ἀγῶνες, καὶ ὑπηρετώντας στὸν ρωσικὸ στρατὸ στὰ Ἑπτάνησα ἢ μὲ τὸν βαθμὸ τοῦ ταγματάρχη στὸν ἀγγλικὸ ἔμαθε τὴν τακτικὴ τοῦ πολέμου καὶ ἔδειχε ἡγετικὲς ἱκανότητες. Στὰ Ἑπτάνησα μελέτησε καὶ τὴν Ἑλληνικὴ Ἱστορία. Σὲ ἡλικία 8-9 χρόνων εἶχε μάθει τὴν Ἀλφαβήτα καὶ λίγα γράμματα ἀπὸ τὰ ἱερὰ ἀναγνώσματα στὸ Μοναστηράκι τῶν Ἁγίων Θεοδώρων, κοντὰ στὸ Πυργάκι τῆς Πελοποννήσου. Ἐκεῖ ὁ πατέρας του Καπετὰν Κωνσταντής, κυνηγημένος ἀπὸ Τούρκους κι Ἀρβανιτάδες λίγο μετὰ τὰ Ὀρλωφικά, ἔκρυψε τὴ γυναῖκά του καὶ τὰ ἕξι μικρά τους γιὰ προστασία. «Εἰς τὸν καιρὸν τῆς νεότητάς μου ὅπου ἠμποροῦσα νὰ μάθω κάτι τι, σχολεῖα, Ἀκαδημίαι δὲν ὑπῆρχαν… Τὸ Ψαλτήρι, τὸ Κτωήχι, ὁ Μηνιαῖος καὶ αἱ Προφητεῖαι ἦσαν τὰ βιβλία ποὺ ἀνέγνωσα», διηγεῖται.
.                           Σὲ ἡλικία 20 ἐτῶν ἔκανε τὸν γάμο του καὶ ἀπέκτησε ἕξι παιδιά. Κι ὅταν μυήθηκε στὴ Φιλικὴ Ἑταιρεία τὸ 1828 στὴ Ζάκυνθο, μόλις ὁρκίσθηκε, εἶπε: « Ἐγώ, ἡ φαμίλια μου, τ’ ἅρματά μου, ὅ,τι ἔχω εἶναι γιὰ τὴν Ἑλλάδα». Ὅταν ἦρθε ἡ ὥρα, πῆρε τὸ μήνυμα ἀπὸ τὸν Ὑψηλάντη, καὶ ἀποβιβάστηκε στὴ Μάνη. « Ἔκοψα δύο σημαῖες μὲ Σταυρὸ κι ἐκίνησα». Μὲ τὸν Πετρόμπεη Μαυρομιχάλη κήρυξαν τὴν Ἐπανάσταση στὴν Καλαμάτα στὶς 23 Μαρτίου 1821. Τὴν ἡμέρα τοῦ Εὐαγγελισμοῦ, 25 Μαρτίου, ἤθελαν νὰ κάνουν ἀρχή, γιὰ νὰ σημάνει καὶ ὁ Εὐαγγελισμὸς τοῦ Γένους μὲ τὸν Εὐαγγελισμὸ τῆς Θεοτόκου. Ἀλλὰ ἤδη μὲ τὴν ἀπελευθέρωση τῆς Καλαμάτας, ξημερώνοντας τοῦ Εὐαγγελισμοῦ, ὁ κόσμος εἶχε ξεσηκωθεῖ.
.                          Ἀπ’ ὅπου περνοῦσαν ἠχοῦσαν οἱ καμπάνες χαρμόσυνα, οἱ ἱερεῖς τοὺς εὐλογοῦσαν, ὁ λαὸς τοὺς φιλοῦσε. «Οἱ Ἕλληνες ὅπου ὅλοι μὲ τὲς εἰκόνες ἔκαναν δέησι καὶ εὐχαριστίες… Μοῦ ἤρχετο νὰ κλαύσω ἀπὸ τὴν προθυμία ποὺ ἔβλεπα».« Ἡ ὥρα ἔφθασε. Τὰ πάντα εἶναι δικά μας, καὶ ὁ Θεὸς τοῦ παντὸς μεθ’ ἡμῶν ἔσεται…», ἔγραφαν σὲ ἐπιστολή τους ὁ Κολοκοτρώνης καὶ ὁ Παπαφλέσσας πρὸς τοὺς κατοίκους τῆς Ἀρκαδίας. Οἱ Τοῦρκοι ἔτρεχαν νὰ κλειστοῦν στὰ κάστρα. Ἡ ἐπανάσταση γενικεύθηκε στὴν Πελοπόννησο. Ὁ Κολοκοτρώνης ἀεικίνητος τὴν ἀλώνιζε ἀπ’ ἄκρη σ’ ἄκρη, μέρα καὶ νύχτα, καλπάζοντας μὲ τ’ ἄλογό του, ποὺ πετοῦσε, μὰ καὶ τὸ στιβαρό του πάτημα ἤξερε κορφοβούνια καὶ διάσελα, μονοπάτια κι ἀπόκρυφες λαγκαδιές. Οἱ Ἕλληνες ὅμως, ἀσυνήθιστοι ἀπὸ τὴ στρατιωτικὴ ζωὴ καὶ ἄοπλοι, ἄφηναν τὸ στρατόπεδο καὶ ἔτρεχαν στὶς οἰκογένειές τους. Τοὺς ἔβλεπε νὰ φεύγουν καὶ τοῦ ἔρχονταν δάκρυα.
.                          Νὰ τί μᾶς λέει ὁ ἴδιος: «Ἔκατσα ἕως ποὺ ἐσκαπέτισαν… ἀπὲ κατέβηκα κάτου, ἦτον μία ἐκκλησία εἰς τὸν δρόμον, ἡ Παναγία στὸ Χρυσοβίτζι, καὶ τὸ καθησιό μου ἦτον ὅπου ἔκλαιγα τὴν Ἑλλάς: Παναγία μου, βοήθησε καὶ τούτην τὴν φορὰν τοὺς Ἕλληνας νὰ ἐμψυχωθοῦν, καὶ ἐπῆρα ἕναν δρόμον κατὰ τὴν Πιάνα… ἐγὼ ἤμουν καὶ χωρὶς τουφέκι…». Ἡ προσευχή του εἰσακούστηκε. «Σὲ τρεῖς ἡμέρες ἔμασα 300 καὶ ἔρριξα τὸ ὀρδί μου εἰς τὴν Πιάνα ἀγνάντια ἀπὸ τὴν Τριπολιτσὰ τρεῖς ὥρες». Προστάτιδά του ἔνιωθε τὴν Παναγία κάθε στιγμή. Τὴν ἐπικαλοῦνταν καὶ μέσα ἀπὸ τὰ ὄνειρα. Ἀπολαυστικὴ εἶναι ἡ διήγηση τοῦ Φωτάκου: «Ὁ Κολοκοτρώνης, ὅταν διέταττε τὰς θέσεις εἰς τοὺς στρατιώτας, ἐκάθητο εἰς ἕνα μέρος, ἔγερνε τὴν κεφαλὴν καὶ ἐκαμώνετο ὅτι τάχα τοῦ ἤρχετο ὕπνος καὶ ὕστερα ἀπὸ ὀλίγον ἐξύπνα, ἔτριβε τὰ μάτια του, ἐχασμουργέτο καὶ ἔλεγεν ὅτι εἶδε ὄνειρον: μίαν γυναῖκα μὲ βουνήσια φορέματα καὶ ὅτι τάχα ἦτον ἡ Παναγία… ἐνῷ ἄλλες φορὲς ποὺ οἱ στρατιῶται ἤθελαν νὰ πολεμήσουν ἐνῷ δὲν ἔπρεπε, τοὺς ἔλεγε ὅτι δὲν εἶδε τὴν Παναγίαν».
.                          Ἐπὶ ἕξι μῆνες κράτησε ἡ πολιορκία τῆς Τριπολιτσᾶς. Ἡ ἅλωσή της (23 Σεπτεμβρίου 1821) παγίωσε τὴ θέση τῆς Ἐπανάστασης. Νοῦς καὶ ψυχὴ τῆς πολιορκίας ἦταν ὁ Κολοκοτρώνης, ἀλλὰ ἐκεῖνος ὁ φωτισμένος πολέμαρχος ἀπέδιδε τὴ νίκη στὸν Θεό. «Τώρα ὁ Ἅγιος Θεὸς ἠθέλησε καὶ μᾶς ἐδυνάμωσε καὶ ἐπήραμε τὴν Τριπολιτζά», γράφει.
.                          Στὰ Δερβενάκια, στὴν περίφημη δημηγορία του πρὶν ἀπὸ τὴ μάχη, τοὺς εἶπε, ὅπως ἀναφέρει ὁ Φωτάκος: « Ἀπόψε ἦλθεν ἡ Παναγία καὶ μοῦ εἶπεν ὅτι θὰ εἴμεθα νικηταὶ τόσον πολύ, ὅπου ἄλλην νίκην καλλιτέραν ἀπὸ τὴν σημερινὴν δὲν ἐκάμαμεν… ὁ Θεὸς εἶναι μὲ ἡμᾶς, νὰ μὴν σᾶς μέλλει τίποτε!…».
.                          Ἡ μάχη στὰ Δερβενάκια δόθηκε στὶς 22 Ἰουλίου 1822, ἀνήμερα τῆς Ἁγίας Παρασκευῆς. Σὲ ὅλη τὴ διάρκεια τῆς μάχης, γράφει ὁ αὐτόπτης Φωτάκος, ὁ Κολοκοτρώνης ἔβαλε «τοὺς ἱερεῖς καὶ ἐδιάβαζαν παράκλησιν, ὁ Παπαγιαννόπουλος ἔψαλλε καὶ ὁ ἀρχηγὸς εἶχε τὸ κιάλι καὶ ἔβλεπε τοὺς Τούρκους…».
.                          Κι ὅταν τὴν ἑπομένη τοῦ θριάμβου μετέδωσε μὲ γράμμα του τὴν εἴδηση στοὺς Ὑδροσπετσιῶτες, γράφει: «Γνωστοποιῶ πρὸς ὅλους τοὺς πατριῶτας τὴν λαμπρὰν νίκην ὅπου ὁ Θεὸς καὶ ἡ χθὲς ἑορτάζουσα Ἁγία Παρασκευὴ μᾶς ἐχάρισεν…». Ἐκεῖνος σὰν νὰ μὴν ἔκανε τίποτε. Ἀφιερώνει τὴν τιμὴ καὶ πάλι στὸ Θεῖον!
.                          Ἄνθρωπος τοῦ Θεοῦ ὁ Κολοκοτρώνης, προσευχόταν σὰν παιδί, διάβαζε τὸ Εὐαγγέλιο, ἐκκλησιαζόταν τακτικὰ σὲ συγκεκριμένη ἐκκλησία τῆς Τριπολιτσᾶς, νήστευε, ἔκανε τάματα γιὰ τὴν πατρίδα του, συμμετεῖχε στὰ ἱερὰ Μυστήρια τῆς Ἐκκλησίας μας, εἶχε χτίσει ναὸ τῶν Ἁγίων Θεοδώρων μέσα στὸ κτῆμά του στὸ Ναύπλιο, καὶ μεγάλωσε τὸν ναὸ τῆς Ἁγίας Παρασκευῆς στὴν Ἀλωνίσταινα ἀπὸ τὰ λάφυρα τοῦ Δράμαλη. Ἐμεῖς τὸν βλέπουμε ὡς ἕναν ἀτρόμητο πολεμιστή, σκληρὸ καὶ ἀγριωπό, μὲ τὰ φλογερὰ μάτια καὶ τὴ βουερὴ φωνή, ἀδάμαστο καὶ ἀκατάβλητο, ὡς Ἡγέτη καὶ Ἀρχιστράτηγο! Ἀλλὰ ἐκεῖνος ἦταν ἄνθρωπος μὲ χάρες, εὐαίσθητος, μὲ βαθὺ θρησκευτικὸ συναίσθημα καὶ ἀρετὲς συνειδητοῦ χριστιανοῦ.
.                          Ἀμνησίκακος καὶ ὑποχωρητικός, προσπαθοῦσε νὰ ἀμβλύνει τὶς ἀντιθέσεις. «Θάψατε εἰς τὴν θάλασσαν τὰς ἔριδας καὶ τὰς διχονοίας», φώναζε, ὅταν τὸν ἀποφυλάκισαν ἀπὸ τὸν Προφήτη Ἠλία τῆς Ὕδρας, ἆρον ἆρον, γιὰ νὰ ἀντιμετωπίσει τὸν Ἰμπραήμ (1825). Συγχωροῦσε τοὺς ἐχθρούς του. Συγχώρησε τοὺς φονιάδες τοῦ ἀδελφοῦ Γιάννη καὶ ἐκείνους ποὺ σκότωσαν τὸν πατέρα του τὸ 1780 στὴν Καστάνιτσα τῆς Μάνης. «Ἠρκέσθη νὰ τοὺς ζητήσῃ τὸ τουφέκι τοῦ πατρός του, τὸ ὁποῖον λαβὼν περιηργύρωσε». Κι ὅταν σκοτώθηκε ὁ ἀγαπημένος του γιὸς Πᾶνος (1824), καὶ ὁ ἄλλος του γιός, ὁ Γενναῖος, ἀνακάλυψε τοὺς δράστες καὶ δὲν τοὺς σκότωσε, παρὰ μόνο τοὺς διέταξε νὰ φύγουν ἀπὸ τὴν Πελοπόννησο, «Ἔκανες πολὺ καλὰ ὡς Κολοκοτρώνης – ἂν τοὺς ἐσκότωνες, δὲν ἤσουν παιδί μου», τοῦ εἶπε ὁ Γέρος, ὅταν πληροφορήθηκε τὰ σχετικά (Θ. Ρηγόπουλος).
.                          Σεβόταν τὰ ἅγια Μυστήρια. Ἑκατὸν εἴκοσι παιδάκια εἶχε βαφτίσει, ὅλα Θοδωράκηδες καὶ Θοδωροῦλες, «γιὰ νὰ μὴν ξεχνάει πῶς τὰ λένε», ὅπως ἔλεγε χαριτολογώντας ὁ ἴδιος, ἀναφέρει ὁ Γ. Τερτσέτης. «Ἱερὸν μυστήριον» θεωρεῖ τὸν γάμο. «Κύριε Ρήγα Παλαμήδη. Ἐπειδὴ μεθαύριον Κυριακὴν ἀπεφασίσθη νὰ γίνῃ ἡ χαρὰ τοῦ υἱοῦ μου Πάνου, διὰ νὰ ἀνανεωθῇ λοιπὸν ἡ παλαιά μας συγγένεια διὰ τοῦ ἱεροῦ τούτου μυστηρίου, σὲ προσκαλῶ νὰ λάβῃς τὴν φροντίδα νὰ τὸν στεφανώσῃς. 8 Φεβρ. 1823, ὁ ἀδελφὸς Θεόδωρος Κολοκοτρώνης», ἔγραφε σὲ ἐπιστολή του στὸν Ρήγα Παλαμήδη.
.                          Ἀλλὰ καὶ τὴ νηστεία τηροῦσε μὲ μεγάλη συνέπεια ὁ ἴδιος, καὶ τοὺς στρατιῶτές του παρακινοῦσε νὰ νηστεύουν. Εἴκοσι τρεῖς ὧρες πολεμοῦσαν στὸ Βαλτέτσι (13 Μαΐου 1821). Νὰ τί γράφει γιὰ ἐκείνη τὴν πρώτη μεγάλη νίκη τοῦ Ἀγῶνα: « Ἐκεῖνος ὁ πόλεμος ἐστάθη ἡ εὐτυχία τῆς πατρίδος… Ἐπειδὴ ἐκείνην τὴν ἡμέραν ἦτο Παρασκευή, ἔβαλα λόγον ὅτι πρέπει νὰ νηστεύωμεν ὅλοι διὰ δοξολογίαν ἐκείνης τῆς ἡμέρας καὶ νὰ δοξάζεται εἰς αἰῶνας αἰώνων ἕως οὗ στέκει τὸ Ἔθνος, ὅτι ἦτον ἡ ἐλευθερία τῆς Πατρίδος».
.                          Σὰν πραγματικὸς πατέρας ἀγαποῦσε τοὺς στρατιῶτές του. Ὅπως γράφει ὁ ὑπασπιστής του Φωτάκος: «Προσπαθοῦσε νὰ τοὺς κάμῃ νὰ γνωρίζονται, ν’ ἀγαπιῶνται καὶ νὰ πονοῦνται μεταξύ των… Ἔπαιζαν, ὡμιλοῦσαν, ἔρριχναν τὸ λιθάρι, ἐχόρευαν, ἐπήδαγαν, καὶ ἔπειτα μὲ μίαν φωνὴν τοὺς ἐπανέφερε εἰς τὰ ἅρματα».
.                          Στὴ Χάρη τῆς Παναγίας εἶχε κτίσει ἕνα μοναστηράκι κι ἀποσυρόταν συχνὰ ἐκεῖ, ὅταν εὕρισκε εὐκαιρία, γιὰ νὰ προσεύχεται καὶ νὰ γαληνεύει. «Μία φορά», λέει ὁ Κολοκοτρώνης, «ἐπῆγα εἰς τὸ πανηγύρι τῆς Ἁγίας Μονῆς. αὐτὸ τὸ Μοναστήρι ἦτον μεγάλο καὶ ἐχαλάσθη εἰς τὴν πρώτην Τουρκιά. ὅταν ἐπέρασα, ἦτον μία μάνδρα χαλασμένη καὶ σκεπασμένη ἡ ἐκκλησιὰ μὲ κλάδους δένδρων. Τότε ἔταξα ὅτι: Παναγία, βοήθησέ μας νὰ ἐλευθερώσωμεν τὴν πατρίδα μας ἀπὸ τὸν τύραννο, καὶ νὰ σὲ φκειάσω καθὼς ἤσουν πρῶτα (1803). Μὲ ἐβοήθησε, καὶ εἰς τὸν δεύτερον χρόνον τῆς ἐπαναστάσεώς μας ἐπλήρωσα τὸ τάμα μου καὶ τὴν ἔφκειασα… Εἰς τὸ πανηγύρι τῆς Ἁγίας Μονῆς ἐπήγαινα κάθε χρόνο».
.                          Μὰ καὶ πόσο οὐρανόσταλτο μήνυμα θεώρησε κατὰ τὸ 1823 τὴν εἴδηση ὅτι στὴν Τῆνο βρέθηκε ἡ εἰκόνα τοῦ Εὐαγγελισμοῦ τῆς Θεοτόκου. Μὲ δάκρυα χαρᾶς φώναξε: «Ἔ, τώρα πιὰ ὁ Θεὸς στερέωσε τὴν ὑπογραφή Του διὰ τὴν ἐλευθερίαν τῆς Ἑλλάδος…», κι ἂς ἦταν τότε σὲ ἔξαρση ὁ ἐμφύλιος σπαραγμός. Νὰ θεωρήσουμε πὼς ἡ Χάρη Της τὸν ἀντάμειψε γιὰ τὴν πίστη του, τὸν διαφύλαξε ἐν ζωῇ καὶ τὸν ἀξίωσε νὰ φθάσει προσκυνητὴς τῆς Ἁγίας Εἰκόνας στὸ νησί Της τὸ 1838;
.                          Πάντα μὲ τὴ μνήμη τοῦ Θεοῦ ζοῦσε ὁ Κολοκοτρώνης καί «ἐγκαρδίωνε», ὅπως ἔλεγε, τοὺς Ἕλληνες. Καὶ τοὺς φώναζε ἀποκαλώντας τους « Ἕλληνες», γιὰ νὰ τοὺς θυμίζει τὴν καταγωγή τους, ἀνακινώντας μέσα τους τὸ ἔνδοξο παρελθὸν τοῦ Γένους μας. Τότε ποὺ ὁ Ἰμπραήμ (1827) καλοῦσε μὲ ὑποσχέσεις τοὺς Μανιάτες «νὰ προσκυνήσουν»(νὰ πᾶνε μὲ τὸ μέρος του), ἦταν κίνδυνος νὰ προσκυνήσει ὅλη ἡ Πελοπόννησος. «Εἰς τὸν καιρὸν τοῦ προσκυνήματος», λέει στὴ Διήγησή του, «ἐφοβήθηκα μόνο διὰ τὴν πατρίδα μου». Ἔκανε ἀγῶνα καὶ τότε νὰ προλάβει «νὰ κινηθοῦν ὅσοι βαστοῦν ἅρματα καὶ πιστεύουν Χριστὸ καὶ ἀγαποῦν τὴν πατρίδα. Ἐλάτε νὰ ἀπαντήσουμε καὶ αὐτὸν τὸν μεγάλο κίνδυνο… Δοξολογίαις εἰς τὸν Ὕψιστον, ἄνδρες καὶ γυναῖκες». Ἀλλὰ καὶ ὅταν ὁ λαὸς θρηνοῦσε γιὰ τὴ δολοφονία τοῦ Ἰ. Καποδίστρια, ὁ Κολοκοτρώνης τοὺς παρηγοροῦσε καὶ τοὺς ἐμψύχωνε μὲ τοῦτα τὰ λόγια: « Ἕλληνες, πηγαίνετε στὰ σπίτια σας, μὴν ἔχετε κανένα φόβο, καὶ τοῦ Θεοῦ ἡ δύναμις θέλει τὰ οἰκονομήσει ὅλα». Ἀκόμα καὶ στὶς προσωπικές του κρίσιμες ὧρες ἐπικαλοῦνταν μόνο τὴ θεία δύναμη. Στὴ μεγάλη δίκη ( ἈπρίλιοςΜάιος 1834), ποὺ κατηγορήθηκε γιά «ἐσχάτη προδοσία» –ὅτι δῆθεν ἑτοίμαζε συνωμοσία μὲ ἄλλους ὁπλαρχηγοὺς ἐναντίον τοῦ ἀνήλικου βασιλιᾶ Ὄθωνα–, ὅταν ἄκουσε τὴν καταδίκη του εἰς θάνατον, ἔκανε τὸν σταυρό του λέγοντας: «Κύριε ἐλέησον! Μνήσθητί μου, Κύριε, ὅταν ἔλθῃς ἐν τῇ βασιλείᾳ Σου». Μὲ τὴν ἐνηλικίωση τοῦ Ὄθωνα, τοῦ δόθηκε χάρη καὶ εὐτύχησε νὰ ἀπολαύσει τὴ λαϊκὴ ἀναγνώριση.
.                          Ὁ Γέρος τοῦ Μοριᾶ, μὲ τὴ σύνεση καὶ τὴν εὐφυΐα, τὴν τόλμη καὶ τὸν βαρύτατο λόγο του, ἔμεινε στὶς καρδιὲς τῶν Ἑλλήνων. Ἡ πεποίθησή του πώς «ὁ Θεὸς δὲν παίρνει ὀπίσω τὴν ὑπογραφή Του διὰ τὴν ἐλευθερίαν τῆς Ἑλλάδος» ἐπαληθεύθηκε. Τί λύτρωση ἦταν ἐκείνη! «Εἶδα τὴν πατρίδα μου ἐλεύθερη. Εἶδα ἐκεῖνο ποὺ ποθοῦσα καὶ ἐγὼ καὶ ὁ πατέρας μου καὶ ὁ πάππος μου καὶ ὅλη ἡ γενιά μου, καθὼς καὶ ὅλοι οἱ Ἕλληνες». Καταξιώθηκε ὡς Ἀρχιστράτηγος. Πληγώθηκε πολλὲς φορές, ἀλλὰ πάντα δίδασκε: «Πρέπει νὰ φυλάξετε τὴν πίστη σας καὶ νὰ τὴν στερεώσετε», εἶπε στοὺς μαθητὲς τοῦ Γυμνασίου στὰ 1838 πάνω στὴν Πνύκα, «διότι, ὅταν ἐπιάσαμε τὰ ἅρματα, εἴπαμε πρῶτα ὑπὲρ Πίστεως καὶ ἔπειτα ὑπὲρ Πατρίδος».
.                          «Χριστιανὰ ὑπῆρξαν καὶ τὰ τέλη τῆς ζωῆς του. Κατέβηκε στὸ Μοριά, πῆγε στὰ ἀγαπημένα του λημέρια, χαιρέτησε ὅλο τὸν κόσμο γυρεύοντας συγχώρεση, φιλήθηκε μὲ τοὺς παλιοὺς ἐχθρούς του. Γύρισε πάλι στὴν Ἀθήνα, Νήστεψε ὅλο τὸ Δεκέμβριο. Τὴ νύχτα τῆς 3ης Φεβρουαρίου 1843 πέθανε ἥσυχα, ὕστερα ἀπὸ σύντομη ἀδιαθεσία» (Σπ. Δημητρακόπουλος).
.                          Καὶ σήμερα, 175 (σ. Χρ. Βιβλ. 178) χρόνια ἀπὸ τὸν θάνατό του, ὁ Γέρος τοῦ Μοριᾶ μὲ τὴ βροντώδη φωνή του, ποὺ ὁ ἀντίλαλός της ἀκόμα δονεῖ τὰ καταράχια τῆς Πελοποννήσου, κρατᾷ σὲ ἐπαγρύπνιση τὴν ἐθνική μας συνείδηση ἀλαλάζοντας: «Πέρα πᾶσα ἀπελπισία ἀπὸ τὴν ψυχή μας. Ἡ μητέρα δύναται νὰ ἀλησμονήσῃ νὰ βυζάσῃ τὸ νεογέννητο βρέφος της, ὁ Θεὸς δὲν μᾶς ἀλησμονᾷ, δὲν μᾶς ἀποστρέφεται». 

ΠΗΓΗ:   ΚΛΙΚ

 

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου