Ο ΑΒΒΑΣ ΕΦΡΑΙΜ Ο ΤΑΛΑΙΠΩΡΟΣ
Στα σκληρά ησυχαστήρια των Κατουνακίων, σε σπηλιά του δύσβατου αυτού τόπου, που δεν υπάρχει δρόμος, ούτε πέρασμα δρόμου, εκεί με σκληρό αγώνα, πραγματική αυταπάρνηση και παντός είδους στερήσεις, ζούσε ο Μοναχός Εφραίμ ο λεγόμενος ταλαίπωρος.
Ο Αββάς Εφραίμ, κάποια χρονιά με βαρύ χειμώνα, που η περιοχή αυτή
αποκλείστηκε από το πολύ χιόνι, ξέμεινε από παξιμάδι και από κάθε άλλη υλική τροφή και για μια βδομάδα και πλέων ήταν τελείως άσιτος. Όταν μια μέρα, το βράδυ που σουρούπωνε άνοιξε την πόρτα της ξεροκαλύβας του και βγήκε έξω από τη σπηλιά, ξαφνικά βλέπει έναν άνθρωπο μπροστά του με κοσμική περιβολή, φορτωμένο, με ένα μεγάλο σάκκο στην πλάτη.Ο άνθρωπος αυτός είπε στο ερημίτη ασκητή. « Πάτερ, θέλω να πάω στην Κερασιά, αλλ’ επειδή έχει πολύ χιόνι και τώρα νυκτώνει, μπορώ να αφήσω εδώ τον σάκκο μου και να τον πάω αύριο με την ημέρα στον προορισμό του»;
Ο αββάς έμεινε κατάπληκτος και ρώτησε τον ξένο. « Πως ήλθες εδώ αδελφέ μου που όπως βλέπεις δρόμο δε έχει; Όμως έλα μέσα που έχω λίγη φωτιά να ζεσταθείς, άφησε εδώ το φορτίο σου και όταν θέλεις το παίρνεις». Ο ξένος προφασιζόμενος ότι πρέπει να επιστρέψει στο μοναστήρι του Αγίου Παύλου δεν θέλησε να μπει μέσα αλλ’ άφησε το φορτίο του και βιαστικός έφυγε ή μάλλον εξαφανίστηκε από μπροστά του.
Κοίταξε δεξιά κι αριστερά έξω από τη σπηλιά ο Αββάς, αλλά δεν είδε κανένα ίχνος ανθρωπίνων βημάτων πάνω στο χιόνι, ούτε να έρχεται, ούτε να φεύγει. Τότε κατάλαβε ότι πρόκειται για υπερφυσικό φαινόμενο και μέγα θαύμα της θείας πρόνοιας. άνοιξε το σάκο και είδε να είναι γεμάτος παξιμάδια κι άλλα τρόφιμα, τα οποία βάστηξαν μέχρι που πέρασε η βαρυχειμωνιά και άνοιξε ο καιρός.
Ο Αββάς, με δάκρυα χαράς στα μάτια και πνευματική αγαλλίαση στην ψυχή, ευχαρίστησε και δοξολόγησε τον πανάγαθο Θεό και την Κυρία Θεοτόκο, που με την πρόνοια και αγάπη της, φροντίζει τα παιδιά της.
ΠΗΓΗ: ΚΛΙΚ
Στα σκληρά ησυχαστήρια των Κατουνακίων, σε σπηλιά του δύσβατου αυτού τόπου, που δεν υπάρχει δρόμος, ούτε πέρασμα δρόμου, εκεί με σκληρό αγώνα, πραγματική αυταπάρνηση και παντός είδους στερήσεις, ζούσε ο Μοναχός Εφραίμ ο λεγόμενος ταλαίπωρος.
Ο Αββάς Εφραίμ, κάποια χρονιά με βαρύ χειμώνα, που η περιοχή αυτή
αποκλείστηκε από το πολύ χιόνι, ξέμεινε από παξιμάδι και από κάθε άλλη υλική τροφή και για μια βδομάδα και πλέων ήταν τελείως άσιτος. Όταν μια μέρα, το βράδυ που σουρούπωνε άνοιξε την πόρτα της ξεροκαλύβας του και βγήκε έξω από τη σπηλιά, ξαφνικά βλέπει έναν άνθρωπο μπροστά του με κοσμική περιβολή, φορτωμένο, με ένα μεγάλο σάκκο στην πλάτη.Ο άνθρωπος αυτός είπε στο ερημίτη ασκητή. « Πάτερ, θέλω να πάω στην Κερασιά, αλλ’ επειδή έχει πολύ χιόνι και τώρα νυκτώνει, μπορώ να αφήσω εδώ τον σάκκο μου και να τον πάω αύριο με την ημέρα στον προορισμό του»;
Ο αββάς έμεινε κατάπληκτος και ρώτησε τον ξένο. « Πως ήλθες εδώ αδελφέ μου που όπως βλέπεις δρόμο δε έχει; Όμως έλα μέσα που έχω λίγη φωτιά να ζεσταθείς, άφησε εδώ το φορτίο σου και όταν θέλεις το παίρνεις». Ο ξένος προφασιζόμενος ότι πρέπει να επιστρέψει στο μοναστήρι του Αγίου Παύλου δεν θέλησε να μπει μέσα αλλ’ άφησε το φορτίο του και βιαστικός έφυγε ή μάλλον εξαφανίστηκε από μπροστά του.
Κοίταξε δεξιά κι αριστερά έξω από τη σπηλιά ο Αββάς, αλλά δεν είδε κανένα ίχνος ανθρωπίνων βημάτων πάνω στο χιόνι, ούτε να έρχεται, ούτε να φεύγει. Τότε κατάλαβε ότι πρόκειται για υπερφυσικό φαινόμενο και μέγα θαύμα της θείας πρόνοιας. άνοιξε το σάκο και είδε να είναι γεμάτος παξιμάδια κι άλλα τρόφιμα, τα οποία βάστηξαν μέχρι που πέρασε η βαρυχειμωνιά και άνοιξε ο καιρός.
Ο Αββάς, με δάκρυα χαράς στα μάτια και πνευματική αγαλλίαση στην ψυχή, ευχαρίστησε και δοξολόγησε τον πανάγαθο Θεό και την Κυρία Θεοτόκο, που με την πρόνοια και αγάπη της, φροντίζει τα παιδιά της.
ΠΗΓΗ: ΚΛΙΚ
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου