Πέμπτη 12 Νοεμβρίου 2020

EΧΟΥΜΕ ΟΙ ΤΩΡΙΝΟΙ ΕΛΛΗΝΕΣ ΤΕΤΟΙΑ ΑΓΑΠΗ ΓΙΑ ΤΗΝ ΠΑΤΡΙΔΑ;

 

EΧΟΥΜΕ ἆραγε ΟΙ ΤΩΡΙΝΟΙ ΕΛΛΗΝΕΣ ΤΕΤΟΙΑ ΑΓΑΠΗ ΓΙΑ ΤΗΝ ΠΑΤΡΙΔΑ; (Δ. Νατσιός)

Ἔχουμε, οἱ τωρινοὶ Ἕλληνες,
τέτοια ἀγάπη γιὰ τὴν πατρίδα;

Δημήτρης Νατσιὸς
δάσκαλος-Κιλκὶς

– – – – . Πρῶτον: Κάποτε ἡ Διοίκηση διορίζει τὸν Μακρυγιάννη “ἀρχηγὸ τῶν Ἀθηναίων”. Τὸν πλησιάζει ὁ Γρόπιος (Gropius), πρόξενος τῆς Ἀούστριας καὶ τοῦ λέει νὰ δεχτεῖ τὸν “Γκόρδον”, τὸν Ἄγγλο, ὡς

ἀρχηγό, διότι θὰ βάλει τὰ χρήματα. Ἀπαντᾶ ὁ πατριδοφύλακας στρατηγός: “Σύρε πές του, ὅποιος εἶναι αὐτὸς ὁπού θὰ βάλει τὰ χρήματα, ὄχι ἀρχηγὸν τὸν κάνω καμπούλι (= δέχομαι νὰ γίνει), διὰ τὴν ἀγάπη τῆς πατρίδος μου, ἀλλὰ ὅπου κατουράγει νὰ μοῦ δίνει νὰ πίνω ἐγὼ τὸ κάτουρο. Τὸ κάνω αὐτὸ καὶ τοῦ τὸ δίνω ἐγγράφως”. (Ἀπομνημονεύματα, ἐκδ. Ζαχαρόπουλος, σελ. 483). Ἔχουμε, οἱ τωρινοὶ Ἕλληνες, τέτοια ἀγάπη γιὰ τὴν πατρίδα;
– – – – . Δεύτερον: Ἀποσπῶ ἀπὸ τὸ “Συναξάρι” τῶν ἡρώων τοῦ ἐθνικοαπελευθερωτικοῦ ἀγώνα τῶν Ἑλλήνων τῆς Κύπρου μας, τὸ 1955, ἀπὸ τὸ πολυτίμητο βιβλίο τοῦ Σπύρου Παπαγεωργίου «Διὰ χειρὸς ἡρώων», μίαν ἐπιστολὴ τοῦ Ἰακώβου Πατάτσου. Διαβάζω καὶ «προσκυνῶ» τὰ πάθη τοῦ λαοῦ μας. Γράμμα στὴν μάνα του, στὶς 8 Αὐγούστου τοῦ 1956: «Χαῖρε. Εὑρίσκομαι μεταξὺ τῶν ἀγγέλων. Τώρα ἀπολαμβάνω τοὺς κόπους μου. Τὸ πνεῦμα μου φτερουγίζει γύρω ἀπὸ τὸν θρόνο τοῦ Κυρίου. Θέλω νὰ χαρεῖς, ὅπως κι ἐγώ. Ἂν κλαῖς, θὰ λυποῦμαι. Τὸ ὄνομά σου θὰ γραφεῖ στὴν ἱστορία, γιατί ἐδέχθης νὰ θυσιασθεῖ τὸ παιδί σου γιὰ τὴν Πατρίδα. Εἶναι καιρὸς τώρα νὰ καμαρώσεις τὸ παιδί σου. Εὑρίσκεται ἐκεῖ ψηλὰ ὅπου ψάλλουν οἱ ἀγγέλοι. Χαῖρε ἀγαπημένη μου μητέρα. Μὴ κλαῖς γιὰ νὰ ἀκούσεις τὴν ἀγγελικὴ φωνή μου ποὺ ψάλλει: Ἅγιος, Ἅγιος, Ἅγιος Κύριος Σαβαώθ. Ψάλλε καὶ σὺ μαζί μου. Ψάλλε, προσεύχου, δόξαζε τὸν Θεὸν σ’ ὅλη σου τὴν ζωήν». Αὐτὸ δὲν εἶναι ἐπιστολή, εἶναι δοξαστικὸ ἀθλητοῦ τοῦ Ἔθνους μας. Ἔχουμε, οἱ τωρινοὶ Ἕλληνες, τέτοια ἀγάπη γιὰ τὴν πατρίδα;
– – – – . Τρίτον: Ὁ Παῦλος Μελᾶς, ὁ ἀητὸς τῆς Μακεδονίας μας, ψυχορραγοῦσε λέγοντας: «Τὸν σταυρὸ νὰ τὸν δώσεις στὴν γυναίκα μου καὶ τὸ τουφέκι τοῦ Μίκη καὶ νὰ τοὺς πεῖς ὅτι τὸ καθῆκον μου ἔκαμα». Ἔχουμε, οἱ τωρινοὶ Ἕλληνες, τέτοια ἀγάπη γιὰ τὴν πατρίδα;
. Τέταρτον: Μάχη τοῦ Κιλκίς. 20 Ἰουνίου 1913. Στρατιώτης τοῦ 22ου Σ.Π. τραυματίζεται στὸ χέρι. Τοῦ λένε νὰ φύγει γιὰ τὸ χειρουργεῖο. «-Τί ἔκανε, λέει; Γιὰ μία τσουγκρανιὰ νὰ φύγω; Τὸ παλιοτόμαρό μου βαστάει ἀκόμη. Καὶ συνεχίζει τὸν ἀγώνα. Παίρνει δεύτερο βόλι καὶ ἐξακολουθεῖ νὰ μάχεται καὶ τὸ δεύτερο τραῦμα γίνεται τρίτο καὶ ἕπεται συνέχεια. Ὅταν δὲν ἦτο δυνατὸν πλέον νὰ συνεχίσει τὸν ἀγώνα, λέει:
«-Μωρὲ δὲν μποροῦσα νὰ εἶχα κι ἄλλο παλιοτόμαρο, νὰ βγάλω αὐτὸ τὸ τρυπημένο καὶ νὰ βάλω τὸ καινούργιο;». (σελ. 76). Μὲ ἐκεῖνα τὰ ἡρωικά… παλιοτόμαρα εἶναι ραμμένη ἡ γαλανόλευκη. Ἔχουμε, οἱ τωρινοὶ Ἕλληνες, τέτοια ἀγάπη γιὰ τὴν πατρίδα;
– – – – . Πέμπτον: Διασώζει ὁ συγγραφέας Χρ. Ζαλοκώστας στὸ βιβλίο του «Τὸ περιβόλι τῶν θεῶν», σ. 135, ἕνα… ἀξιοπερίεγο ἐπεισόδιο: Περιγράφει τὴν ἐπίσκεψη τοῦ πρωθυπουργοῦ Μεταξᾶ στὸ στρατιωτικὸ νοσοκομεῖο «Εὐαγγελισμὸς» καὶ τὴν στιχομυθία μὲ πληγωμένο στρατιώτη:
«-Ποῦ πληγώθηκες ἐσύ, παιδί μου; -Στὸ Ἰβάν! -Ἔ, τὸ Ἰβάν τὸ τιμωρήσαμε! Ἔπεσε χθὲς τὸ βράδυ.
-Ναί, ἔπεσε κ. Πρόεδρε. Θὰ μποροῦσε ὅμως νὰ εἶχε πέσει ἐδῶ καὶ πέντε μέρες. Ὅταν βρήκαμε τὴν πρώτη ἀντίσταση, ἔπρεπε νὰ μᾶς θυσιάσει ὁ συνταγματάρχης μας. Θὰ τὸ παίρναμε ἀπὸ τότε». Ἔχουμε, οἱ τωρινοὶ Ἕλληνες, τέτοια ἀγάπη γιὰ τὴν πατρίδα;
– – – – . Ἕκτον: Στὸ ἐξαιρετικὸ βιβλίο τοῦ Χρήστου Ἀγγελομάτη «Χρονικὸν Μεγάλης Τραγωδίας», στὶς σελίδες 183-184, περιέχεται μία ἐπιστολὴ τοῦ Θεοδ. Μουτσούλα, ὑποναυάρχου τοῦ Λιμενικοῦ Σώματος ἐ.ἀ., ὁ ὁποῖος ἀναφέρεται στὸν πατέρα του, ταγματάρχη πεζικοῦ Κωνσταντῖνο Μουτσούλα.
Διαβάζω: «Ἦτο, τότε, ἡ μοιραία ἡμέρα τῆς 26ης Αὐγούστου 1922, ὄτε τὰ πάντα εἶχον διαλυθῆ. Ὅλως τυχαίως, ὅμως, συνήντησε τὸν ταγματάρχην Μουτσούλαν ὁ ὑπολιμενάρχης Σμύρνης Ἀντώνιος Μπαχᾶς καὶ τὸν ἐπιβίβασε βιαίως ἐπὶ τοῦ ἀποπλεύσαντος τὴν ἡμέραν ἐκείνην τελευταίου ἐπιτάκτου ἀτμοπλοίου “Νάξος”. Ἅμα τῇ εἰσόδῳ τῆς “Νάξος” εἰς τὸν λιμένα τῆς Χίου, ὁ ταγματάρχης Μουτσούλας, ἀνελθὼν ἐπὶ τοῦ καταστρώματος τοῦ πλοίου, τὸ ὁποῖον ἦτο κατάμεστον ἀπὸ ἀξιωματικοὺς καὶ ὀπλίτας, ἀνεφώνησεν: “Ἔπειτα ἀπὸ τὸ αἶσχος αὐτό, τὴν ἐθνικὴν αὐτὴν συμφοράν, δὲν μᾶς ἐπιτρέπεται νὰ πατήσωμεν χῶμα ἑλληνικόν!. Ὅλοι οἱ Ἕλληνες νὰ πᾶμε νὰ πνιγοῦμε! Καί, πρῶτος, δίδω τὸ παράδειγμα ἐγώ!!”. Καὶ πράγματι ἐρρίφθη εἰς τὴν θάλασσαν καὶ ἐπνίγη. Οἱ Χιῶτες ἐνεταφίασαν αὐτὸν ἐκβρασθέντα μετὰ τριήμερον, εἰς τὴν ἐκκλησίαν Ἅγιος Ἰωάννης καὶ ἐπὶ μαρμαρίνης στήλης ἄγνωστος μοὶ μέχρι τοῦδε, ἐχάραξε: «Ἢ καλῶς ζῆν ἢ καλῶς τεθνάναι τὸν εὐγενῆ χρή».
Ἔχουμε, οἱ τωρινοὶ Ἕλληνες, τέτοια ἀγάπη γιὰ τὴν πατρίδα;
(Κάποιοι θὰ σκεφτοῦν ὅτι αὐτοκτόνησε. Δὲν ξέρω, ὅμως ἐγὼ διαβάζω φιλότιμο καὶ μία εὐαίσθητη καρδιὰ ποὺ παλλόταν ἀπὸ φιλοπατρία).
– – – – . Ἕβδομον: Τὸν Ἀπρίλιο τοῦ 1804 στὸ Μοναστήρι τοῦ Σέλτσου, ἔγινε ὁ ξακουσμένος «χαλασμὸς τῶν Μποτσαραίων». Σκοτώθηκαν πολλοί, μεταξὺ αὐτῶν καὶ ἡ περίφημη κόρη τοῦ Νότη, Λένω (Ἑλένη) Μπότσαρη. Διαβάζω: «Ὁ Νότης κείτεται στὸ πεδίο τῆς μάχης, διάτρητος ἀπὸ τὶς πληγὲς πνιγμένος στὸ αἷμα κατάμαυρος ἀπὸ τὸ μπαρούτι. Ἑφτὰ πληγὲς εἶχε καὶ τὴν σοβαρότερη στὸ δεξὶ μάτι. Τὴν ὥρα ἐκείνη ἡ κόρη του Ἑλένη, λεβεντοκόριτσο 22 χρονῶν, λυγερή, ξανθή, ἦρθε μετὰ τὸν ἡρωικὸ θάνατο τοῦ θείου της Νίκηζα, μὲ τὸν ὁποῖο συμπολεμοῦσε, καὶ βρῆκε τὸν πατέρα της μισοπεθαμένο. Μὲ τὸ ματωμένο γιαταγάνι στὸ χέρι, ἔσκυψε καὶ τὸν ρώτησε:
-Τί νὰ κάνω πατέρα;
-Παιδί μου, ἦρθε ἡ ὥρα σου. Σκοτώσου! Τῆς ἀποκρίθηκε ψιθυριστά. Χίμηξε ἡ Ἑλένη μὲ τὸ γιαταγάνι, ἀναμέρισε τοὺς ἐχθροὺς καὶ πνίγηκε στὸν Ἀχελῶο», γιὰ νὰ μὴν τὴν μαγαρίσουν, τὴν κόρη, τὴν ἀτρόμητη Σουλιωτοπούλα. («Μνήμη Σουλίου», συλλογικὸ ἔργο τοῦ 1971).
Ἔχουμε, οἱ τωρινοὶ Ἕλληνες, τέτοια ἀγάπη γιὰ τὴν πατρίδα;
. – – – – . Ὄγδοον: Γεώργιος Γεννάδιος, Δάσκαλος τοῦ Γένους. Πέθανε πάμφτωχος. Λίγο μετὰ τὴν πτώση τοῦ Μεσολογγίου, στὸ Ναύπλιο, προσπαθεῖ νὰ ἀναπτερώσει τὸ ἠθικό. Ὁ αὐτήκοος καὶ αὐτόπτης Ἀλ. Ραγκαβής, στὰ ἀπομνημονεύματά του, μεταφέρει τὴν σκηνὴ καὶ τὰ λόγια τοῦ Δασκάλου τοῦ Γένους. «Ἡ πατρὶς καταστρέφεται, ὁ ἀγὼν ματαιοῦται, ἡ ἐλευθερία ἐκπνέει. Ἀπαιτεῖται βοήθεια σύντονος. Πρέπει οἱ ἀνδρεῖοι οὗτοι, οἵτινες ἔφαγον πυρῖτιν καὶ ἀνέπνευσαν φλόγας καὶ ἤδη ἀργοὶ καὶ λιμώττοντες μᾶς περιστοιχίζουν, νὰ σπεύσωσιν ὅπου νέος κίνδυνος τοὺς καλεῖ. Πρὸς τοῦτο ἀπαιτοῦνται πόροι καὶ πόροι ἐλλείπουσιν. Ἀλλ’ ἂν θέλωμεν νὰ ἔχωμεν πατρίδα, ἂν εἴμεθα ἄξιοι νὰ ζῶμεν ἄνδρες ἐλεύθεροι, πόρους εὑρίσκομεν. Ἂς δώση ἕκαστος ὅ,τι ἔχει καὶ δύναται. Ἰδοὺ ἡ πενιχρὰ προσφορά μου. Ἂς μὲ μιμηθῆ ὅστις θέλει. Καὶ ἐπικροτοῦντος τοῦ πλήθους ἐκένωσε κατὰ γῆς τὸ ἰσχνὸν διδασκαλικὸν βαλάντιόν του… Ἀλλὰ ὄχι, ἐπανέλαβε μετ’ ὀλίγον, ἡ συνεισφορὰ αὕτη εἶναι οὐτιδανή. Ὀβολόν ἄλλον δὲν ἔχω νὰ δώσω, ἀλλ’ ἔχω ἐμαυτὸν καὶ ἰδοὺ τὸν πωλῶ. Τίς θέλει διδάσκαλον ἐπὶ τέσσαρα ἔτη διὰ τὰ παιδιά του; Ἂς καταβάλη ἐνταῦθα τὸ τίμημα». Τέσσερα χρόνια «ἰδιαίτερα» καὶ τὸ ἀντίτιμο γιὰ τὴν πατρίδα.
– – – – . Ἔχουμε, οἱ τωρινοὶ Ἕλληνες, τέτοια ἀγάπη γιὰ τὴν πατρίδα; Ὄχι, δὲν ἔχουμε, γι’ αὐτὸ καὶ ὑποφέρουμε καὶ ἐπιπλέουν τὰ σκουπίδια καὶ εἴμαστε γεμάτοι φόβο. Ἡ Πίστη καὶ ἡ Φιλοπατρία ἦταν τὰ δύο φτερά, μὲ τὰ ὁποῖα πετοῦσε ὁ Ἑλληνισμός. Τσακίστηκαν τὰ φτερά μας καὶ σερνόμαστε….

Δημήτρης Νατσιὸς
δάσκαλος-Κιλκὶς 

ΠΗΓΗ:  ΚΛΙΚ

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου