Πέμπτη 29 Οκτωβρίου 2020

«ΕIΜΑΣΤΕ ΤΑ ΠΑΙΔΙA ΤΗΣ ΠΑΝΑΓIΑΣ» (Δ. Νατσιός)

 

«ΕIΜΑΣΤΕ ΤΑ ΠΑΙΔΙA ΤΗΣ ΠΑΝΑΓIΑΣ» (Δ. Νατσιός)

«Εἴμαστε τὰ παιδιὰ τῆς Παναγίας»
Δημ. Νατσιός, Δάσκαλος-Κιλκίς

.——————–. Τὴν 1η Φεβρουαρίου 1941, δημοσιεύτηκε διάλογος συντάκτου τοῦ περιοδικοῦ «ΖΩΗ» μὲ τραυματίες πολέμου μὲς στὸ θάλαμο νοσοκομείου:
«Ἐκεῖ πάνω, κύριε, ἔχουμε γίνει ἄλλοι ἄνθρωποι. Νὰ τὸ ξέρετε. Νὰ τὸ

λέτε παντοῦ. Εἴμαστε τὰ παιδιὰ τῆς Παναγίας. Ἡ Μεγαλόχαρη εἶναι μάνα καὶ προστάτιδά μας».
«Μὲ βλέπετε, μᾶς λέει ἕνας νεαρὸς τραυματίας πολεμιστής, ἀπὸ τὸ ἀντικρινὸ κρεβάτι. Ἐγὼ δὲν ἤμουν θρῆσκος. Δὲν πίστευα σὲ θαύματα. Ἡ γριὰ μάνα μου θυμιάτιζε τὰ βραδάκια τὸ εἰκόνισμα τῆς Παναγίας κι ἐγὼ μέσα μου τὴν κορόιδευα. Ἀλλὰ τώρα, ἄν μοῦ τὰ πεῖ ἄλλος αὐτά, θὰ τὸν θεωρήσω ἐχθρό μου.
Σᾶς μιλάω ἴσια. Αὐτὰ ποὺ εἶδα ἐκεῖ πάνω στὴν Ἀλβανία, δὲν εἶναι ἕνα θαῦμα, εἶναι χίλια θαύματα. Κάθε ὕψωμα ποὺ παίρνουμε, εἶναι ἕνα θαῦμα. Κάθε μάχη, κάθε ἐξόρμηση δική μας, ἕνα θαῦμα. Κάθε μέρα πολέμου ποὺ περνᾶ, ἕνα μεγάλο θαῦμα. Ὁ Θεὸς εἶναι μαζί μας…». (Μερόπη Σπυροπούλου, «Στὴν ἐποποιϊα τοῦ 1940-41. Μὲ πίστη», ἐκδ. «Ἀρχονταρίκι»).
.——————–. Ναὶ ἦταν θαῦμα τὸ Σαράντα. Ἡ Ἁγία Σκέπη τῆς Θεοτόκου. «Ἔ! λέγανε οἱ ξένοι ἄνθρωποι, ποὺ βλέπανε τὰ γινόμενα, τί θὰ κάμει τόσο μικρὸς λαὸς μὲ τόσον μεγάλο ἀντίπαλο; Θὰ γονατίσει σὲ μία μέρα!». Ἔτσι λένε καὶ σήμερα. Καὶ τὸ λένε καὶ «δικοί μας», οἱ παραλυμένοι καὶ μπουχτισμένοι ἀπὸ τὴν καλοπέραση σύμβουλοι καὶ παρασύμβουλοι τῆς ἡγεσίας. Τὸ διαλαλοῦν καὶ τὰ συφοριασμένα κανάλια τῆς ἀφιλοπατρίας καὶ τῆς ἐκκλησιομαχίας.
.——————–. Τότε ὁ λαὸς πίστευε πὼς θὰ τὸν βοηθήσει ἡ προσβεβλημένη Παναγία. Ἡ Μεγαλόχαρη, ποὺ ὕπουλα καὶ ἄνανδρα τὴν ἡμέρα ποὺ οἱ ταπεινοὶ καὶ οἱ καταφρονεμένοι τὴν προσκυνοῦσαν στὴν Τῆνο, στὸ κόσμημα τοῦ Αἰγαίου, οἱ ἐχθροὶ τὴν περιφρονοῦσαν.
.——————–. «Καλὰ περιμένετε νὰ δεῖτε. Περιμένετε ὕστερα ἀπὸ ἕναν μήνα, τὰ Εἰσόδια τῆς Θεοτόκου», ἔλεγαν οἱ μάνες τῶν στρατιωτῶν. Τὴν ἡμέρα ἐκείνη, στὶς 21 Νοεμβρίου τοῦ 1940, ὁ ἑλληνικὸς στρατὸς ἀπελευθερώνει τὴν Κορυτσά. Μάνες-Μπουμπουλίνες, ἔλεγε ἡ ἀθάνατη καπετάνισσα τοῦ Αἰγαίου:
«Ἔχασα τὸν σύζυγό μου. Εὐλογητὸς ὁ Θεός!
Ὁ μεγαλύτερος γιός μου σκοτώθηκε μὲ τὸ ὅπλο στὸ χέρι. Εὐλογητὸς ὁ Θεός!
Ὁ δεύτερος γιός μου, δεκατετραετὴς τὴν ἡλικία, μάχεται μαζὶ μὲ τοὺς Ἕλληνες καὶ πιθανῶς νὰ βρεῖ ἔνδοξο θάνατο. Εὐλογητὸς ὁ Θεός!
Ὑπὸ τὴν σκιὰ τοῦ Σταυροῦ θὰ χυθεῖ ἐπίσης τὸ αἷμα μου. Εὐλογητὸς ὁ Θεός! Ἀλλὰ θὰ νικήσουμε ἢ θὰ παύσουμε νὰ ζοῦμε. Θὰ ἔχουμε ὅμως τὴν παρηγοριὰ ὅτι δὲν ἀφήσαμε πίσω μας δούλους Ἕλληνες».
.——————–. Στὴν τότε ἐφημερίδα «Πρωΐα», δημοσιεύτηκε μία ἐπιστολή, μάνας χήρας ἀπὸ τὰ Μέγαρα, ποὺ μόλις εἶχε λάβει τὸν πολεμικὸ σταυρὸ ἀνδρείας τοῦ σκοτωμένου γιοῦ της. Ἔγραφε ἡ νέα Μπουμπουλίνα:
«Ὁ Δημητρός μου, ὁ μοναχογιός μου, προστάτης τῶν τριῶν κοριτσιῶν μου, ἔπεσε ὑπὲρ Πίστεως καὶ Πατρίδος. Χαλάλι τῆς πατρίδος ὁ Δημητρός μου. Ἂς ἦταν νὰ πέθαινα κι ἐγὼ πολεμώντας μαζί του. Ζήτω ἡ Ἑλλάς».
.——————–. Ζοῦμε στιγμὲς ποὺ λίγο διαφέρουν ἀπὸ τὴν πρὸ τῆς 28ης τοῦ ’40 ἐποχή. Καὶ πάλι δίπλα μας ἕνας ἄφρων δικτάτορας, ἕνα φιλοπόλεμο οὐτιδανὸ σκουπίδι τῆς ἱστορίας, ποὺ εἶναι ἱκανὸ νὰ βυθίσει στὰ σκοτάδια του, τὴν ταραγμένη περιοχή μας. Περισσότερο ἀπὸ ἄλλη φορᾶ ἀπαιτεῖται ὁμοψυχία, νὰ μᾶς «πιάσει τό… ἑλληνικό μας».
.——————–.  «Κάποτε μία μέρα συζητοῦσαν δύο ἁπλοὶ ἄνθρωποι -δύο ψαράδες ἦταν- γιὰ τὴν πίεση ποὺ ἀσκοῦν οἱ μεγάλες δυνάμεις πάνω στὴν πολιτικὴ ζωὴ τοῦ τόπου γιὰ τὰ συμφέροντά τους, ὁ ἕνας ξεστόμισε μία φράση ποὺ μὲ ξάφνιασε. Εἶπε ὀργισμένος: -Ἂν μᾶς πιάσει καμμιὰ μέρα τὸ ἑλληνικό μας;».  (Σ. Μυριβήλης, περ. «ΓΝΩΣΕΙΣ» 1959 τ. 14).  Μακάρι νὰ μᾶς πιάσει τὸ ἑλληνικό μας, γιατί ἔρχεται αὐτὸ ποὺ ἔγραψε ὁ Ὀδυσσέας Ἀνδροῦτσος στὸν Κολοκοτρώνη, ὅταν στὴν ἀρχὴ τῆς Ἐθνικῆς Ἐπανάστασης ἐρίζουν οἱ καπεταναῖοι γιὰ τὰ πρωτεῖα καὶ ἡ δολερὴ διχόνοια χαμογελοῦσε «καθενὸς» μὲ τὸ σκῆπτρο της. «Σᾶς στέλνω τὸν Δράμαλη (σήμερα τὸν Ἐρντογάν), μὲ 30.000 ἀσκέρι γιὰ νὰ μονοιάσετε»… Τὸ 1940 μᾶς ἔπιασε τὸ ἑλληνικό μας. Τιμοῦμε σήμερα ἥρωες. Καὶ ὅπως μᾶς κανοναρχεῖ ἡ ἁγία μας Ἐκκλησία, νὰ παραλλάξω λίγο τὴν φράση, «τιμὴ ἥρωος, μίμησις ἥρωος». Νὰ κλείσω μὲ ἕνα κείμενο ποὺ μοσχοβολᾶ Ἑλλάδα καὶ ὁμόνοια. Μᾶς ἔρχεται ἀπὸ τὰ μεγάλα χρόνια:.
——————–.  «Εἴμαστε πιὰ στὸν Ἀπρίλη τοῦ 1941. Ἡ ἄνοιξη ἀγνοοῦσε τὰ ἔργα τῶν ἀνθρώπων καὶ εἶχε φτάσει στὴν Ἀθήνα μὲ ὅλο τὸ φῶς της, μὲ τὰ δυνατά της χρώματα, μὲ τὸ ἐλαφρὸ ἀεράκι της, μὲ ὅλη τὴν ἐγκαρδιότητά της. Ἔλαμπε ὁ κεντρικὸς ἀθηναϊκὸς δρόμος. Μόνο ποὺ ἐνῶ ἐβούιζε ἀπὸ κίνηση, ἔμοιαζε σὰν ἄδειος. Ἔλειπε ἡ μισή, γιὰ νὰ μὴν πῶ, ἡ καλύτερη Ἑλλάδα: ἔλειπε ἡ ἑλληνικὴ νεότητα. Μὰ νὰ ποὺ ὁ δρόμος γέμισε πάλι, καὶ ἡ μισὴ Ἑλλάδα ἔγινε πάλι ὁλόκληρη. Μέσα σὲ μία στιγμή, μέσα σὲ μίαν ἁπλὴ κίνηση, μέσα σὲ μία αὐθόρμητη συνεργασία. Στὸ ἀντικρινὸ πεζοδρόμιο, κατέβαινε ἕνας τραυματίας. Ἡ στολή του τσαλακωμένη, τὸ μελαχροινὸ πρόσωπό του σκοτεινὸ ἀπὸ τὴν ταλαιπωρία καὶ τὴν ἀγωνία, ἀλλὰ τὸ πανί, ποὺ κράταγε τὸ πονεμένο καὶ βαρὺ ἀπὸ δόξα δεξί του χέρι, καθαρὸ καὶ κατάλευκο. Τὸ βῆμα του, σταθερὸ κ’ αἰσιόδοξο, μπερδεύτηκε μία στιγμή. Ἔσκυψε, εἶδε καὶ τραβήχτηκε στὴν ἄκρη τοῦ πεζοδρομίου. Εἶχαν λυθῆ τὰ κορδόνια τῆς μίας ἀρβύλας του. Πλησίασε σ’ ἕνα πεζούλι, ἔβαλε τὸ πόδι του ἀπάνω κ’ ἔσκυψε. Τότε ὅμως ἄρχισε μία προσπάθεια ποὺ παραμέρισε καὶ τὴν ἄνοιξη καὶ κάθε ψευδαίσθηση. Γιὰ νὰ δεθοῦν τὰ λυμένα του κορδόνια, χρειάζονται δύο χέρια γερά. Προπάντων τὸ δεξί, μὲ τὰ ἐπιτήδεια δάχτυλά του. Μὰ αὐτὸ ἴσα-ἴσα τὸ χέρι κρεμόταν βαρὺ καὶ τιμημένο. Καὶ ἡ προσπάθεια ἔπρεπε νὰ γίνει μ’ ἕνα χέρι καὶ μάλιστα μὲ τ’ ἀριστερό. Ἄρχισε, λοιπόν, ἀλλὰ δὲν κράτησε πολύ. Τὴν εἶδαν πολλοί, μὰ πιὸ κοντά της ἔτυχε ἕνας ψηλὸς γέροντας, μὲ πρόσωπο πλαισιωμένο ἀπὸ μικρὴ ἄσπρη γενειάδα, ὁλόισιος σὰν λαμπάδα κι ἀξιοπρεπὴς σὰν ἑλληνικὴ ὑπερηφάνεια, καλοντυμένος μὰ κι αὐστηρὸς στὴν ἐμφάνιση. Ἕνας γνωστὸς ἄρχοντας, παλιὸ ἀθηναϊκὸ σπίτι, μὲ πλούτη καὶ μὲ ὄνομα μεγάλο. Κι ὁ ψηλὸς γέροντας δὲν εἶδε μόνο πρῶτος, μὰ καὶ πρόφτασε νὰ τρέξη πρῶτος κοντὰ στὴν προσπάθεια ποὺ γινόταν ἀπάνω ἀπὸ τὴν ἀρβύλα μὲ τὰ λυμένα κορδόνια. Μ’ ἕνα γρήγορο βῆμα, βρέθηκε πλάι στὸ σκυμμένο τραυματία, ἔβγαλε τὰ κίτρινα γάντια του, ἔσκυψε κι αὐτός, σχεδὸν γονάτισε, κ’ ἔκαμε ὅ,τι δὲν μποροῦσε νὰ κάμη τὸ πονεμένο χέρι. Ὅταν ὁ γέροντας τελείωσε τὴ μικρὴ ἐξυπηρέτηση καὶ ὕψωσε τὸ ἀνάστημά του, ὁ νέος πολεμιστὴς τὸν κοίταξε στὰ μάτια καὶ δὲν ἤξερε τί νὰ τοῦ πῆ, πῶς νὰ τὸν εὐχαριστήση. Δὲν βρῆκε τὰ λόγια ποὺ ἤθελε, ὅπως δὲν τάβρισκε κανένας ἐκείνη τὴ στιγμή, κ’ ἔκανε κάτι πιὸ εὔγλωττο: πῆρε τὸ δεξὶ χέρι τοῦ γέροντα, ἔσκυψε καὶ τὸ φίλησε. Εἶχαν σταθῆ καὶ μερικοὶ ἄλλοι μαζὶ μ’ ἐμένα κ’ ἔμεναν σαστισμένοι. Ἔβλεπαν καὶ δὲν πίστευαν. Ἔβλεπαν κ’ ἔνιωθαν νὰ δυναμώνη, νὰ κυριαρχῆ μέσα τους ὁ νέος ἄνθρωπος ποὺ γεννήθηκε σὲ ὅλες τὶς ἑλληνικὲς συνειδήσεις τοὺς μῆνες ἐκείνους. Ὅλ’ ἡ Ἑλλάδα σὲ μιὰν ἁπλὴ σκηνή! Ἐκεῖ κι ὁ μεγάλος πατριωτισμός, ἐκεῖ κι ὁ βαθὺς σεβασμός, ἐκεῖ καὶ ἡ σιδερένια κοινωνικὴ ἀλληλεγγύη.
Ἔτσι ἐζήσαμε τὴ μεγάλη ἐκείνη ἐποχή, τὸ κρίσιμο ἐκεῖνο ὁρόσημο τοῦ ἐθνικοῦ μας βίου:
 Ὅλοι μαζὶ οἱ Ἕλληνες. Ὁ ἕνας κοντά, πολὺ κοντὰ στὸν ἄλλο, τὸ ἕνα χέρι στ’ ἄλλο χέρι καὶ ἡ μία καρδιὰ πλάι στὴν ἄλλη καρδιά». (Ἀπὸ τὸ βιβλίο «Πανηγυρικοὶ λόγοι ἀκαδημαϊκῶν, 28η Ὀκτ 1940», ἐπιμέλεια Π. Χάρης, σελ. 482-483. Ὁμιλητής, τὸ 1969, εἶναι ὁ Πέτρος Χάρης).

Δημήτρης Νατσιὸς

δάσκαλος-Κιλκὶς 

ΠΗΓΗ:   ΚΛΙΚ

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου