Τετάρτη 17 Ιουνίου 2020

ΜΟΡΦΕΣ ΤΟΥ 1821– 9. ΟΔΥΣΣΕΑΣ ΑΝΔΡΟΥΤΣΟΣ [Β´] (Γ. Ν. Παπαθανασόπουλος)

ΜΟΡΦΕΣ ΤΟΥ 1821–ΟΔΥΣΣΕΑΣ ΑΝΔΡΟΥΤΣΟΣ
Ὁ ἀκραία ἀδικημένος ἥρωας τοῦ 21

Β΄ ΜΕΡΟΣ
Ἡ δολοφονία τοῦ ἥρωα – Ἡ τύχη τῶν δολοφόνων του

Τοῦ Γιώργου Ν. Παπαθανασόπουλου

Βλ. σχετ.:

ΜΟΡΦΕΣ TOY 1821 – 1. ΙΩΑΝΝΗΣ ΚΑΠΟΔΙΣΤΡΙΑΣ (Γ. Ν. Παπαθανασόπουλος)
ΜΟΡΦΕΣ ΤΟΥ 1821– 2. ΘΕΟΔΩΡΟΣ ΚΟΛΟΚΟΤΡΩΝΗΣ (Γ. Ν. Παπαθανασόπουλος)
ΜΟΡΦΕΣ ΤΟΥ 1821– 3. ΑΛΕΞΑΝΔΡΟΣ ΥΨΗΛΑΝΤΗΣ (Γ. Ν. Παπαθανασόπουλος)
ΜΟΡΦΕΣ ΤΟΥ 1821– 4. ΔΙΟΝΥΣΙΟΣ ΣΟΛΩΜΟΣ (Γ. Ν. Παπαθανασόπουλος)
ΜΟΡΦΕΣ ΤΟΥ 1821– 5. ΕΠΙΣΚΟΠΟΣ ΡΩΓΩΝ ΙΩΣΗΦ (Γ. Ν. Παπαθανασόπουλος)
ΜΟΡΦΕΣ ΤΟΥ 1821– 6. ΓΡΗΓΟΡΙΟΣ E΄ (Γ. Ν. Παπαθανασόπουλος)
ΜΟΡΦΕΣ ΤΟΥ 1821– 7. ΛΟΡΔΟΣ ΜΠΑΪΡΟΝ (Γ. Ν. Παπαθανασόπουλος)
ΜΟΡΦΕΣ ΤΟΥ 1821– 8. ΑΘΑΝΑΣΙΟΣ ΔΙΑΚΟΣ (Γ. Ν. Παπαθανασόπουλος)
ΜΟΡΦΕΣ ΤΟΥ 1821– 9. ΟΔΥΣΣΕΑΣ ΑΝΔΡΟΥΤΣΟΣ (Γ. Ν. Παπαθανασόπουλος)


.            Τὴ δολοφονία τοῦ Ὀδυσσέα Ἀνδρούτσου περιγράφει μὲ ἐξαιρετικὸ τρόπο ὁ Βοιωτὸς συγγραφέας Τάκης Λάππας στὸ ὁμώνυμο βιβλίο του, ποὺ ἐξεδόθη τὸ 1964. Ἡ περιγραφή του στηρίζεται στὰ ὅσα ὁμολόγησε ὁ Κώστας Καλατζὴς μετὰ ἀπὸ χρόνια. Ἦταν ὁ νυχτοφύλακας τῆς φυλακῆς στὴν Ἀκρόπολη, ὅπου οἱ δεσμῶτες του εἶχαν βάλει τὸν Ὀδυσσέα Ἀνδροῦτσο. Καταγόταν ἀπὸ τὴ Λειβαδιὰ καὶ εἶδε μὲ τὰ μάτια του νὰ βασανίζεται καὶ νὰ ἐκτελεῖται ὁ ἥρωας. Περασμένα μεσάνυχτα τῆς 4ης πρὸς τὴν 5η Ἰουνίου 1825 καὶ στὸ φῶς τοῦ φαναριοῦ ποὺ κρατοῦσαν διέκρινε τοὺς ἐκτελεστές του: τὸν Γιάννη Μαμούρη, πρωτοπαλίκαρο τοῦ Γκούρα, ἢ «Γιάννη τοῦ Γκούρα» καὶ τοὺς πιστοὺς στὸν Γκούρα Μπαλαούλα, Τζαμάλα καὶ Τριανταφύλλου.
.               Ὅταν ἄνοιξε ἡ καγκελόφρακτη σιδερένια πόρτα τῆς φυλακῆς, ὁ Ὀδυσσέας κατάλαβε ὅτι ἦρθαν οἱ μπράβοι τοῦ Γκούρα καὶ τοῦ Κωλέττη νὰ τὸν τελειώσουν. Σηκώθηκε ὄρθιος, ἀλλὰ ἦταν δεμένος μὲ χοντρὲς ἁλυσίδες χειροπόδαρα. Τὰ τελευταῖα του λόγια ἦταν: «Ὀρὲ ξέρω καλὰ ποιὸς σᾶς ἔστειλε ἐδῶ καὶ γιατί ἤρθατε τέτοια ὥρα. Δὲ μ᾽ λύνετε τόνα μου χέρι νὰ σᾶς δείξω ποιὸς εἶμαι καὶ πῶς μὲ λένε; Αὐτὲς ἐδῶ τὶς σαπιοκοιλιὲς δὲν τὶς συνερίζομαι, μὰ σὺ ὀρὲ Γιάννη (Μαμούρη) γιατί;» (Σημ. Ὁ Μαμούρης ἦταν μαζὶ μὲ τὸν Ὀδυσσέα στὴ Μάχη τῆς Γραβιᾶς).
.                 Σὰ νὰ ἦσαν ἀφιονισμένοι χωρὶς νὰ μιλήσουν οἱ τέσσερις ἐγκάθετοι ἄρχισαν νὰ τὸν κτυποῦν μὲ μανία. Ὁ Ὀδυσσέας ἂν καὶ χειροπόδαρα δεμένος ἀντιστάθηκε ὅσο μπόρεσε. Ὁ ἀγώνας ἦταν ἄνισος. Γιὰ νὰ δείξουν ὅτι ἦταν «ἀτύχημα» ὁ θάνατός του δὲν χρησιμοποίησαν ὅπλα, ἀλλὰ τὸν ἔπνιξαν μὲ τὰ ἴδια τους τὰ χέρια. Μετὰ τοῦ πέρασαν στὸ σῶμα ἕνα φαγωμένο ἀπὸ τοὺς ἴδιους σχοινὶ καὶ τὸ ἄψυχο σῶμα του τὸ ἔριξαν ἀπὸ ψηλὰ στὸ λιθόστρωτο, ποὺ ἦταν μπροστὰ ἀπὸ τὸ ναὸ τῆς Ἀπτέρου Νίκης, στὴν Ἀκρόπολη. Τὸ ἔγκλημα κουκουλώθηκε γρήγορα, μὲ διαταγὲς τοῦ φρουράρχου τῶν Ἀθηνῶν Γκούρα καὶ τὴν ἐπίνευση τοῦ Κωλέττη. Ἐτάφη ἐκεῖ κοντὰ ποὺ τὸν βρῆκαν νεκρό, δίπλα στὸν ναΐσκο τῶν Ἀσωμάτων. Προηγουμένως ὁ δικός τους γιατρὸς Κάρολος Βιτάλης πιστοποίησε ὅτι «ὁ θάνατος ἐπῆλθε ἀπὸ τὴν πτώση», ἔτσι τὸν ἀνέφερε καὶ ἡ ὑπηρετοῦσα τὸν Κωλέττη ἐφημερίδα «Ἐφημερὶς τῶν Ἀθηνῶν»… Ἡ ἐνόχληση ἀπὸ τὸν Ὀδυσσέα Ἀνδροῦτσο ἔλαβε τέλος. Ἔτσι νόμισαν. Σημειώνεται ὅτι ὁ ἥρωας εἶχε τὸν Γκούρα ὡς τὸ πιὸ ἔμπιστο πρόσωπό του καὶ τὸν εἶχε παντρέψει…

Τὸ τέλος τῶν ἐκτελεστῶν τοῦ Ἀνδρούτσου

.                Στὶς 30 Σεπτεμβρίου τοῦ 1826 ὁ Γκούρας ἦταν στὴν Ἀκρόπολη, κοντὰ στὸ μέρος ὅπου δολοφονήθηκε ὁ Ἀνδροῦτσος, καὶ προσπαθοῦσε νὰ ἀποτρέψει λιποταξίες, ἐν ὄψει τοῦ ὀθωμανικοῦ κινδύνου. Τουρκαλβανὸς προσδιόρισε τὸ ταμπούρι του ἀπὸ τοὺς πυροβολισμοὺς ποὺ ἔριξε καὶ τὸν σημάδεψε, τὸν κτύπησε στὸ κεφάλι καὶ τὸν σκότωσε…
.            Στὶς 27 Ἰανουαρίου 1827 ὀθωμανικοὶ κανονιοβολισμοὶ κτύπησαν ἐπὶ τῆς Ἀκροπόλεως τὸν ναὸ τοῦ Ἐρεχθέως, τὸν ὁποῖο ὁ Γκούρας εἶχε μετατρέψει σὲ οἰκία τῆς οἰκογενείας του καὶ τῶν ὑπόλοιπων συγγενῶν καὶ πιστῶν του. Ἐθραύσθησαν ἕνας ἀπὸ τοὺς κίονες καὶ τὸ ἐπιστήλιο, ποὺ στήριζαν τὴν ὀροφὴ καὶ αὐτὴ πέφτοντας καταπλάκωσε καὶ ἐφόνευσε τὴν χήρα τοῦ Γκούρα καὶ ἄλλους ἕντεκα δικούς του. Ἐτάφησαν ὅλοι κοντὰ στὸν τάφο τοῦ Ἀνδρούτσου. (Σημ. Τὰ στοιχεῖα ἀπὸ τὰ «Ἱστορικά τῆς Ἑλληνικῆς Παλιγγενεσίας» τοῦ Μιχ. Οἰκονόμου, φωτομηχανικὴ ἐπανέκδοση τῆς Δημόσιας Βιβλιοθήκης Δημητσάνης, Ἀθῆναι, 1976). Οἱ ἄλλοι ἐκτελεστές τοῦ Ὀδυσσέα δὲν ἐνοχλήθηκαν γιὰ τὸ ἔγκλημά τους…

Ἀνθολόγηση

.                Ἀπὸ τὴν ἐπιστολὴ τοῦ Ὀδυσσέα στοὺς Γαλαξιδιῶτες:
«Ἠγαπημένοι μου Γαλαξειδιῶτες, ἤτανε φαίνεται ἀπὸ τὸν Θεὸ γραμμένο νὰ ἀδράξωμε τὰ ἅρματα μίαν ἡμέρα καὶ νὰ χυθοῦμε καταπάνου στοὺς τυράννους μας, ποὺ τόσα χρόνια ἀνελεήμονα μᾶς τυραγνεύουν. Τί τὴν θέλομεν, βρὲ ἀδέλφια, αὐτὴν τὴν πολυπικραμένη ζωή, νὰ ζοῦμε ἀποκάτω στὴ σκλαβιὰ καὶ τὸ σπαθὶ τῶν Τούρκων ν’ ἀκονιέται στὰ κεφάλια μας; Δὲν τηρᾶτε ποὺ τίποτε δὲν μᾶς ἀπόμεινε; Αἱ ἐκκλησίαις μας γενήκανε τζαμιά, καὶ ἀχούρια τῶν Τουρκῶν. Κανένας δὲν μπορεῖ νὰ πῆ πὼς τάχα ἔχει τίποτε δικό του, γιατί τὸ ταχὺ βρίσκεται φτωχός, σὰ διακονάρης στὴ στράτα… Ἐγώ, καθὼς τὸ γνωρίζετε, καλώτατα, ἀγαπητοί μου Γαλαξειδιώταις, ἠμπορῶ νὰ ζήσω βασιλικά, μὲ πλούτια, τιμαῖς καὶ δόξαις. Οἱ Τοῦρκοι ὅ, τί καὶ ἂν ζητήσω μου τὸ δίνουνε παρακαλώντας, γιατί τὸ σπαθὶ τοῦ Ὀδυσσέως δὲν χωρατεύει. Μὰ σᾶς λέγω τὴν πάσα ἀλήθεια, ἀδέλφια, δὲν θέλω ἐγὼ μονάχα νὰ καλοπερνάω καὶ τὸ γένος μου νὰ βογκάη στὴ σκλαβιά. Μοῦ καίεται ἡ καρδία μου σὰν βλέπω καὶ συλλογοῦμαι πῶς ἀκόμα οἱ Τοῦρκοι μᾶς τυραγνεύουν…» ( Ἀπὸ τὸ βιβλίο τοῦ Μπάμπη Ἀννινου «Ἡ ἀπολογία τοῦ Ὀδυσσέως Ἀνδρούτσου – Ἡ δολοφονία του», 3η Ἔκδοση, Ἔκδ. «Δημιουργία», Ἀθήνα, 1996, σέλ. 19. Ἐστάλη στὶς 22 Μαρτίου 1822).

.                Ἀπὸ τὴν ὁμιλία τοῦ Ἀνδρούτσου στὴν ἐν Ἄστρει Β΄ Ἐθνοσυνέλευση (1823):
«…Ἐγὼ ἐσυναναστρεφόμουν μὲ τοὺς Τυράννους καὶ ἤμουν καλὰ πληρωμένος διὰ νὰ σέβωμαι τοὺς ὁμογενεῖς τους. Ἀλλὰ κινούμενος ἀπὸ τὸν διάβολό μου (Σημ. Τὸν εἶχαν κατηγορήσει ὅτι ἔχει τὸν διάβολο μέσα του…) Τούρκους ἐσκότωνα. Οἱ κρημνοί, τὰ ποτάμια, οἱ πάγοι, τὰ χιόνια καὶ τὰ δάση ἦσαν τὰ ἀγαπητά μου κατοικητήρια, τὸ τούρκικο αἷμα τὸ προσφάγι μου. Ἐσηκώθη ἡ Ἐπανάστασις καὶ εὐθύς, συρόμενος ἀπὸ τὸν διάβολόν μου, ἐλάτρευσα τοὺς ἀρχηγούς της, τὴν φωνήν Της ἄκουσα εἰς τὰ φυλλοκάρδιά μου, ἐσεβάσθην τὴν ἀπόφασίν Της καὶ ἔτρεξα μὲ ὅλους τοὺς ἁρματολοὺς τῆς Ἑλλάδος νὰ σκοτώσω Τούρκους. Μολονότι ἐκέρδιζα ἐν καιρῷ Τουρκιᾶς, ὁ διάβολός μου, μοῦ ἀφήρεσε αὐτὴν τὴν κλίσιν, ἀφοῦ ἐσηκώσαμε τὰ ἅρματα. Καὶ τί νὰ πολυλογῶ; Τόσον μὲ ἐφώτισεν ὁ διάβολός μου, ὥστε νὰ γεμίσω ψεῖρες, νὰ λιμάξω ψωμί, νὰ κοίτωμαι εἰς τὰ νερά, εἰς τὰ χιόνια καὶ εἰς τὴν λάσπην, νὰ δοκιμάσω κάθε στρατιωτικὴν ἀχαριστίαν, νὰ πίνω φαρμάκια ἀπὸ ἐχθροὺς καὶ φίλους, νὰ κυνηγῶμαι ὡς κατάδικος ἀπὸ αὐτοὺς τοὺς συγγενεῖς καὶ φίλους τῆς δικαιοσύνης, νὰ ἐπιθυμῶ ἐθνικὰς συνελεύσεις, νὰ ἀγαπῶ δικαίους διοικητάς, νὰ εἶμαι λάτρης τῶν ἐναρέτων καὶ φίλος τῶν σοφῶν, νὰ διψῶ τὴν αὐτονομία καὶ τὴν ἀνεξαρτησίαν τῆς Ἑλλάδος, ἐπιθυμώντας –μόνον καὶ μόνον– Ἕλληνες νὰ διοικοῦν καὶ νὰ βασιλεύουν εἰς Ἕλληνας…». (Ἀπὸ τὸ βιβλίο τοῦ Ἰωάννου Κακαβούλια, καθηγητοῦ «Ἡ ἐν Ἄστρει Β΄ Ἐθνικὴ Συνέλευσις τῶν Ἑλλήνων (1823». ἐκδ. Οἶκος Π. Πατσιλινάκου, Ἀθῆναι, 1953, σέλ. 136).

.                 Ἀπὸ τὴν ἴδια τὴν ἐν Ἄστρει Ἐθνοσυνέλευση παρέμβαση – καταπέλτης τοῦ Ὀδ. Ἀνδρούτσου κατὰ τῶν Κωλέτη, Μαυροκορδάτου καὶ Νέγρη:
« Κατάπληξιν μοῦ ἐπροξένησε τὸ θράσος τοῦ τέως προέδρου τοῦ ὑπουργικοῦ συμβουλίου καὶ τώρα ἀρχιγραμματέως τῆς συνελεύσεως νὰ ὁμιλήσει γιὰ ἐπιτυχίας τῆς παραιτηθείσης Κυβερνήσεως. Ἀφοῦ ὁ ἐξοχώτατος κύριος Νέγρης συνεκρότησε παράνομον ἐθνικὴν συνέλευσιν ἐν Ἄστρει διὰ βουλευτῶν ἀντὶ πληρεξουσίων, ὅπως θὰ ἔπρεπε, προσπαθεῖ τώρα νά… μᾶς παρουσιάση τὰς μεγάλας ἐπιτυχίας (!!!) τῆς Κυβερνήσεως; Τί νὰ πρωτοθυμηθῶ; Τοὺς κατατρεγμοὺς τοὺς δικούς μου, ποὺ γιὰ νὰ μὲ βγάλουν ἀπὸ τὴ μέση, μὲ εἶπαν προδότη; Τὸ φόνο τοῦ Κρεββατᾶ, τοῦ ἀξίου τέκνου τοῦ Μιστρᾶ, ποὺ ὄχι μονάχα δὲν τὸν πρόλαβε ἡ Κυβέρνησις, ὅπως μποροῦσε, ὄχι μονάχα δὲν ἐτιμώρησε τοὺς δολοφόνους, ὅπως ἀξιοῦσε ὅλος ὁ ἑλληνικὸς λαός, ἀλλὰ καὶ τοὺς ἔδωσε τιμὲς καὶ βαθμοὺς καὶ ἀξιώματα;…
.  Ἐνῶ θὰ ἔπρεπε αὐτὴ ἡ Κυβέρνησις νὰ ντρέπεται νὰ ἀντικρύση τὸν ἑλληνικὸ λαό, ἔρχεται καὶ πάλι καί, μὲ κάθε θεμιτὸ καὶ ἀθέμιτο μέσον, ζητεῖ νὰ ξανακυβερνήσει τὸν τόπο. Ποιοί εἶναι οἱ τίτλοι της πατριῶται; Σφάλματα καὶ μόνον σφάλματα. Καὶ θὰ σᾶς εἰπῶ ἐγὼ μερικά, ἀφοῦ αὐτοὶ τὰ λησμονοῦν ὅλα. Ἐνῶ ὁ Κολοκοτρώνης πολιορκοῦσε τὴν Πάτρα, ἡ Κυβέρνησι τοῦ Μαυροκορδάτου, Κωλέτη, Νέγρη καὶ τῶν ἄλλων ὁμοίων των, ὄχι μόνον δὲν ἐβοήθησε τὸν ἀρχιστράτηγο, ἀλλὰ ἀντέδρασε κι ἔτσι ἐχάσαμε τὴν Πάτρα. Ἔκαμε ἐκστρατεία πρὸς τὴν Ἤπειρον κατὰ τρόπο ἐπιπόλαιο καὶ ἐγκληματικό. Ἐξοχώτατε Μαυροκορδᾶτε, θὰ δώσετε λόγο στὸν Θεὸ γιὰ τὸ αἷμα ποὺ ἐχύθη στὴ Δυτικὴ Ἑλλάδα ἐξ αἰτίας σου. Ἄλλο πέννα καὶ πολιτικὲς ραδιουργίες, ἐξοχώτατε, κι ἄλλο πόλεμος. Ἐτέθης ἐπὶ κεφαλῆς ὡς …ἀρχιστράτηγος (!!) Ἑλλήνων καὶ Φιλελλήνων καὶ τοὺς ὡδήγησες στὸ Πέτα στὴ σφαγή. Δὲν ἔκαμε νὰ ἀναλάβουν τὴν ἐκστρατεία οἱ ἔξοχοι πολεμικοί, ποὺ διαθέτει ἡ χώρα, ἔπρεπε καὶ τὶς πολεμικὲς δάφνες νὰ τὶς μαζέψης ἐσύ, γιὰ νὰ μείνης μόνος ἄρχοντας ἐδῶ. Κι ἀντὶ γιὰ δάφνες, ἔσπειρες κεφάλια Ἑλλήνων καὶ Φιλελλήνων καὶ θέρισες κατάρες καὶ δάκρυα….» (Αὐτ. σελ. 128-131)

.                  Ἀπὸ τὰ «Ἀπομνημονεύματα» τοῦ Μακρυγιάννη:
.                 «Ὅσα χρήματα πήγαμε ἔξω νὰ πλερώσουμε τοὺς ἀνθρώπους, ὁπού τὰ εἶχε ὁ κύριος Κωλέτης, ἔβαλε φύλακά τους τὸν μπατζανάκη του Γκούρα τὸν Κατζικοστάθη, καὶ γιόμωσε τὸν Γκούρα ὁ Κωλέτης λίρες. Τοῦ γιόμωσε τὸ δισάκκι του ἀπὸ αὐτὲς κι ἀπὸ τὰ λάφυρα τοῦ Νοταρᾶ καὶ Σισίνη κι ἀλλουνῶν. Τὸ ἴδιον καὶ τὸν Κατζικοστάθη. Ἀφοῦ τοὺς ἔκαμε αὐτείνη τὴν καλωσύνη ὁ Κωλέτης, τὸν πουλημένον ἄνθρωπον κι ἅρπαγον τὸν ἔκαμε ἀρχηγὸν νὰ πάγη ἐναντίον τοῦ Δυσσέως – κι ὁ Σοφιανόπουλος συνβουλάτορας. Αὐτὸ μαθαίνει ὁ Δυσσέας, ἄλλο δὲν εἶχε καταφύγιον νὰ σταθῆ εἰς τὴν Ἑλλάδα, σηκώνεται καὶ πάγει εἰς τοὺς Τούρκους καὶ γίνεται μὲ τὸ στανιὸν Τοῦρκος νὰ γλυτώση. Καθὼς ἔκαμε ὁ Μαυροκορδάτος τὸν Βαρνακιώτη κι ἄλλους καὶ πῆγαν μὲ τοὺς Τούρκους καὶ γλύτωσαν, ἔτζι πάγει κι ὁ δυστυχὴς Δυσσέας. Ἦρθε τοῦτες τὶς ἡμέρες ἐδῶ ὁ Γκούρας, γιόμωσε τὸ δισάκκι του λίρες, ἐπικύρωσε καὶ εἰς τὴν Κυβέρνηση ἄλλες ὀχτακόσες χιλιάδες γρόσια, ὅτι κάνει νὰ λάβη ἀπὸ τὴν Κυβέρνηση ἀκόμα, κι ἀχώρια μουκατάδες Ἀθήνας, Φήβας, Λιβαδειᾶς καὶ τὰ ἑξῆς. Κι ὅλο τὸ φουσάτο ὁπού πλερώνει ποτὲς δὲν εἶναι διακόσιοι πενήντα ἄνθρωποι. Τὸν ἕναν εἰς τὴν πλερωμὴ τὸν κάνει δέκα.
.                 Πήγανε ἀναντίον τοῦ δυστυχῆ Δυσσέα. Ἀκούγοντας ὅτι ἔρχεται ἐναντίον του ὁ δικός του ὁ Γκούρας, τὸ παιδί του, ὁπού αὐτὸς τὸν δόξασε, μπιστεύτηκε καὶ βγῆκε καὶ παραδόθη εἰς τὸ παιδί του. Τὸν πῆγε στὴν Ἀθήνα καὶ τὸν σκότωσε. Τελείωσε πλέον ὁ κ. Κωλέτης κι ἀπὸ τὸν τρίτον ἀντίζηλόν του. Δυσσέα Ἀνδρίτζο, Ἀλέξη Νοῦτζο, Χρῆστο Παλάσκα καὶ τοὺς τρεῖς τοὺς σκότωσε». («Μακρυγιάννη Ἀπομνημονεύματα», Ἔκδ. «Γαλαξία», Ἀθήνα, 1964, σελ. 212-213).

.                 Ἀπὸ τὸ «ὡσαννὰ» στὸ «σταύρωσον».
Μετὰ τὴν πρὸ καιροῦ θριαμβευτική του εἴσοδο στὴν ἀπελευθερωμένη ἀπὸ αὐτὸν Ἀθήνα, τώρα φέρνουν σὲ αὐτὴν ἁλυσοδεμένο τὸν Ὀδυσσέα Ἀνδροῦτσο. Ἰδοὺ πῶς περιγράφει τὸ γεγονὸς ὁ Τάκης Λάππας στὸ βιβλίο του «Ὀδυσσέας Ἀνδροῦτσος» (1949): «Ἡ ὑπόληψις αὐτοῦ παρὰ τῷ λαῷ τῶν Ἀθηνῶν καὶ τοὺς στρατιώτας εἶχε παντελῶς ἐκπέσει καὶ οἰκτρὰν πλέον μόνον εἰκόνα πεπτωκότος μεγαλείου παρίστα ὁ Ὀδυσσεύς. Αἱ γυναῖκες ἐράπιζον αὐτόν, τὸ δὲ πλῆθος ὀλίγου δεῖν ἐλιθοβόλει καθ᾽ ὁδὸν τὸν ἥρωα τοῦ Χανίου τῆς Γραβιᾶς». Νὰ εἶναι ἀλήθεια αὐτά; Ἀνεβαίνοντας τὸν Γολγοθᾶ του νὰ ἔγινε περίγελως τῶν ἐχθρῶν του καὶ νὰ πομπεύτηκε τόσο!… Αὐτὸ ἦταν τὸ ἀντίδωρο ποὺ τοῦ δίνανε οἱ Ἀθηναῖοι γιὰ ὅ, τι ἔκανε γιὰ χάρη τῆς πόλης τους…. Μὲ τὸ κατάντημα τοῦ Ὀδυσσέα Ἀνδρούτσου σίγουρα ὁ Κωλέτης ἦταν ἐνθουσιασμένος. Κατάφερε νὰ δώσει τὴν ποθητὴ ἱκανοποίηση στὴν ἐρωμένη του, τὴ χήρα Μπαλάσκα…».

Ἡ ἀποκατάσταση τῆς μνήμης τοῦ Ὀδυσσέα Ἀνδρούτσου.

.         Στὴ μνήμη καὶ στὴν κρίση τῶν Ἑλλήνων οὐδέποτε ὁ Ἀνδροῦτσος θεωρήθηκε προδότης. Ὅμως τὸ κράτος καθυστέρησε σαράντα χρόνια νὰ τὸν ἀποκαταστήσει. Στὶς 21 Φεβρουαρίου 1865 καὶ μετὰ ἀπὸ πολλὲς προσπάθειες τῆς πιστῆς καὶ ἀφοσιωμένης χήρας του Ἑλένης τελέστηκε μνημόσυνο στὸν Μητροπολιτικὸ Ναὸ τῶν Ἀθηνῶν, μὲ τὴν παρουσία τῶν ἀρχῶν, τῶν ἐπιζώντων ἀγωνιστῶν καὶ πλήθους λαοῦ.
.              Ἡ ἐφημερίδα «Αὐγὴ» ἔγραψε γιὰ τὸ γεγονός: «Εἷς τῶν ὀνομαστοτέρων ὁπλαρχηγῶν ἐπὶ τοῦ Ἱεροῦ Ἀγῶνος ὑπῆρξεν ὁ Ὀδυσσεὺς Ἀνδροῦτσος, ὅστις προώρως καὶ σκληρῶς ἐξεμέτρησε τὸ ζῆν ἐν τῇ Ἀκροπόλει τῶν Ἀθηνῶν κατὰ τὸ 1825. Ὁ θάνατος τοῦ Ὀδυσσέως Ἀνδρούτσου ἐγένετο ἔκτοτε τὸ ἀντικείμενον πολλῶν σχολίων, κρίσεων καὶ ἐπικρίσεων ἀπὸ μέρους φίλων του καὶ ἀντιπάλων του. Ἡ ἀδέκαστος Ἱστορία θέλει ἐκφέρει τὴν ἀψευδῆ ἐτυμηγορίαν της.
.         Ἀπὸ τῆς ἐποχῆς ἐκείνης μέχρι σήμερον δὲν εἶχον ἀποδοθῆ αἱ ἀνήκουσαι τιμαὶ εἰς τὸν μακαρίτην Ἀνδροῦτσον. Ὅθεν ἐπιμελείᾳ τῆς χήρας αὐτοῦ ἡ Κυβέρνησις ἠξίωσε νὰ τελεσθῆ δημοσίᾳ μνημόσυνον. Τοῦτο ἐτελέσθη τῷ ὄντι χθὲς ἐν τῷ ἱερῷ ναῷ τῆς Μητροπόλεως, ὅπου παρευρέθη ἄπειρον πλῆθος λαοῦ καὶ πλεῖστοι ἐκ τῶν ἐπιζώντων ἀγωνιστῶν…. Ἀπὸ τοῦ ναοῦ ἡ συνοδεία προέπεμψε τὰ ὀστᾶ μετὰ στρατιωτικῆς παρατάξεως καὶ παιανιζούσης μουσικῆς μέχρι τοῦ κοιμητηρίου, ὅπου ἀπετέθησαν ταῦτα ἐν τῷ ἐπὶ τούτῳ τάφῳ. Ἐνταῦθα τῆς Ἐθνοφυλακῆς παρατεταγμένης ὁ στρατὸς καὶ τὸ πυροβολικὸν ἐπυρσοκρότησε τρίς, ἀποδοθεισῶν τιμῶν ἀντιστρατήγου εἰς τὴν μνήμην τοῦ Ὀδυσσέως Ἀνδρούτσου. Οὕτως ἡ Πατρὶς ἀπέτισε καὶ μίαν ὀφειλήν της, ἀποδοῦσα τὰ νόμιμα μετὰ θάνατον εἰς ἓν ὀνομαστὸν τέκνον της. Αἰωνία ἡ μνήμη τοῦ Ὀδυσσέως Ἀνδρούτσου! Κύριος ἀναπαῦσαι τὴν ψυχὴν αὐτοῦ!».

Πρόσκληση τῆς χήρας Ἀνδρούτσου γιὰ τὸ μνημόσυνο.

.             Ἡ χήρα μετὰ ἀπὸ σαράντα ἐτῶν προσπάθειες εἶδε μὲ ἱκανοποίηση νὰ ἀποκαθίσταται τὸ ὄνομα τοῦ συζύγου της, νὰ τελεῖται ἐπισήμως μνημόσυνο στὴ μνήμη του καὶ τὰ λείψανά του νὰ ἐνταφιάζονται μὲ στρατιωτικὲς τιμὲς στὸ Α΄ Νεκροταφεῖο τῶν Ἀθηνῶν. Ἰδοὺ ἡ πρόσκλησή της γιὰ συμμετοχὴ στὸ μνημόσυνο, ποὺ δημοσίευσε στὴν ἐφημερίδα «Αὐγή»:
.               «Μετὰ τεσσαρακονταετὲς διάστημα χρόνου, καθ᾽ ὃ ὁ Ὕψιστος ἀφῆκε τὴν χάριν του, ὅπως ἡ ἐπιζῶσα ὑποφαινομένη χήρα τοῦ ἀοιδίμου στρατηγοῦ Ὀδυσσέως Ἀνδρούτσου ἀποδώσῃ τὴν θρησκευτικὴν τελετὴν εἰς τὰ ὀστᾶ αὐτοῦ, ταφέντος ἐν σιωπῇ ἕνεκα τοῦ ἐπιγενομένου αὐτῷ σκληροῦ θανάτου ἔν τινι γωνίᾳ τῆς Ἀκροπόλεως τῶν Ἀθηνῶν, ἡ ὑποφαινομένη παρακαλῶ πάντας τοὺς εὑρισκομένους συναγωνιστὰς αὐτοῦ καὶ τοὺς λοιποὺς κατοίκους τῶν Ἀθηνῶν, ὅσοι εὐαρεστοῦνται, νὰ παρευρεθῶσι εἰς τὴν κήδευσιν τῶν ὀστῶν καὶ τὴν νεκρώσιμον θρησκευτικὴν ἀκολουθίαν, γενησομένην ἐν τῷ ναῷ τῆς Μητροπόλεως τὴν 21ην τρέχοντος μηνός, ἡμέραν Κυριακὴν καὶ ὥραν 10 π.μ.. Ἐν Ἀθήναις τῇ 17ῃ Φεβρουαρίου 1865. Ἡ χήρα Ἑλένη Ὀδυσσέως Ἀνδρούτσου». – 

ΠΗΓΗ:   ΚΛΙΚ

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου