ΚΥΡΙΑΚΗ ΤΩΝ ΜΥΡΟΦΟΡΩΝ
«Ἐπισκέψασθε οὖν, ἀδελφοί, ἄνδρας ἐξ ὑμῶν
μαρτυρουμένους
(Πράξ. ΣΤ΄ 3)
ΧΡΙΣΤΟΣ ΑΝΕΣΤΗ
Τὸ πρόβλημα
Ἕνα
οὐσιῶδες πρόβλημα ἀντιμετωπίζουν οἱ Ἅγιοι Ἀπόστολοι τὶς πρῶτες ἡμέρες μετὰ τὴν
Πεντηκοστή, ὅταν ἤρχισαν νὰ προσέρχονται εἰς τὴν Χριστιανικὴν Πίστιν, πλήθη
ἀνδρῶν τε καὶ γυναικῶν. Καὶ τὸ πρόβλημα εἶναι, ὅτι ἀδυνατοῦν νὰ ἀνταποκριθοῦν
εἰς τὴν ἐξυπηρέτησιν κάποιων ἀναγκῶν ὅλου ἐκείνου τοῦ πλήθους τῶν
προσερχομένων. Ἡ ἐργασία τῶν Ἀποστόλων εἶναι νὰ κηρύττουν καὶ νὰ κατηχοῦν. Δὲν ἠμποροῦν
συνεπῶς νὰ παραγκωνίζουν τὴν κατήχησιν καὶ τὴν διδασκαλίαν, προκειμένου νὰ
ἐξυπηρετοῦν ὅλο ἐκεῖνο τὸ πλῆθος, κυρίως εἰς τὰ κοινὰ συσσίτια ὅπου συνέτρωγον.
Ἀπεφάσισαν
λοιπόν, νὰ ἐπιλεγοῦν ἀπὸ τὸ πλῆθος τῶν Χριστιανῶν, ἑπτὰ ἄνδρες (καθ’ ὅτι ὁ
ἀριθμὸς αὐτὸς ἦτο συμβολικὸς καὶ ἱερὸς εἰς τοὺς Ἐβραίους) διὰ νὰ διακονοῦν τοὺς
πρώτους ἐκείνους Χριστιανούς. Ἐκεῖνο ποὺ δημιουργεῖ ἐντύπωσιν εἶναι, ὅτι, παρὰ
τὸ γεγονὸς ὅτι ἡ διακονία τοῦ πλήθους, ἀκούεται δευτερεύουσα ἐργασία καὶ
ἀσήμαντος, ἐν τούτοις συνιστᾶται εἰς τὸ πλῆθος ὑπὸ τῶν Ἀποστόλων, οἱ ἑπτὰ αὐτοὶ
διάκονοι νὰ διακρίνονται διὰ τὴν ἀκεραιότητα τοῦ ἤθους των ἀλλὰ καὶ διὰ τὴν
πληρότητά των ὑπὸ Πνεύματος Ἁγίου. «Ἐπισκέψασθε
οὖν, ἀδελφοί, ἄνδρας ἐξ ὑμῶν
μαρτυρουμένους ἑπτά, πλήρεις
Πνεύματος Ἁγίου καὶ σοφίας» (Πράξ. ΣΤ΄ 3). Τοῦτο καταδεικνύει, ὅτι ἡ διακονία δὲν περιορίζεται
μόνον εἰς τὴν διανομὴν τῆς τροφῆς, ἀλλὰ καὶ εἰς τήν, ὑπὸ τὴν εὑρυτέραν ἔννοιαν,
διακονίαν τῶν πρώτων ἐκείνων Χριστιανῶν.
«Ἄνδρας ... μαρτυρουμένους»
Ὁ
ἐπιθετικὸς προσδιορισμός, «μαρτυρουμένους», ὑπογραμμίζει τὴν
σημασίαν καὶ τὴν ἀπαιτουμένην προσοχὴν ποὺ θὰ πρέπῃ νὰ ἐπιδείξουν οἱ Χριστιανοὶ
εἰς τὴν ἐπιλογήν των. Ἡ λέξις «μαρτυρουμένους», σημαίνει, οἱ
ἄνδρες ποὺ θὰ ἐπιλεγοῦν νὰ διαθέτουν τὴν πλήρη ἀποδοχὴν τοῦ πλήθους ἀπὸ κάθε
ἄποψιν. Περισσότερον ὅμως, ἀπὸ ἄποψιν πνευματικὴν καὶ ἁγιότητος βίου. Τοῦτο
ἐπισημαίνεται ἀκόμη περισσότερον, ἀπὸ τήν, ἐν συνεχείᾳ, προσθήκην,
«πλήρεις Πνεύματος Ἁγίου καὶ σοφίας». Ὄχι μόνον δὲν θὰ εἶναι πρόσωπα
ἀμφιβόλου ἀξίας, ἀλλὰ θὰ διακρίνονται διὰ τὴν ἀναμφισβήτητον ἁγιότητα καὶ
καθαρότητα τῆς ζωῆς των. Θὰ εἶναι τὰ «ζωντανὰ» δοχεῖα τοῦ Ἁγίου Πνεύματος.
Ἡ
διακονία τῶν ἑπτὰ ἐκείνων Διακόνων, συνίσταται εἰς τὴν ἐκ τοῦ σύνεγγυς
πρόσβασιν αὐτῶν εἰς τὰς ἀνάγκας καὶ τὰ προβλήματα τοῦ πλήθους! Εἰς τὰς
ἀναποφεύκτους διενέξεις – τοῦτο ἄλλωστε καταδεικνύεται καὶ ὑπογραμμίζεται εἰς
τὸ ἱερὸν κείμενον, «ἐγένετο γογγυσμὸς τῶν Ἑλληνιστῶν πρὸς τοὺς Ἑβραίους, ὅτι παρεθεωροῦντο ἐν τῇ διακονίᾳ τῇ καθημερινῇ αἱ χῆραι
αὐτῶν» (Πράξ. ΣΤ΄ 1) – αἱ ὁποῖαι
συνέβαινον, εἰς τὰ οἰκογενειακὰ θέματα τὰ ὁποῖα ἐδημιουργοῦντο, εἰς τὴν
διανομὴν τῆς ἐλεημοσύνης καὶ φυσικῶς εἰς τὴν διακονίαν τῆς τραπέζης. Ἡ
ἐμπιστοσύνη μὲ τὴν ὁποίαν θὰ ἔπρεπε νὰ περιβάλλονται ἀπὸ τὸν λαόν, ἦτο τὸ
χαρακτηριστικὸν ἐκεῖνο στοιχεῖον τὸ ὁποῖον καὶ θὰ τοὺς καθιέρωνε εἰς τὰς
συνειδήσεις των.
Εἰς τὰς συγκεκριμμένας ἀνάγκας καὶ εἰς πλεῖστας παρομοίας
ἄλλας, ἀντιλαμβάνεται ὁ καθεὶς ὅτι τὰ στοιχεῖα τὰ ὁποῖα ἀπαιτοῦσαν οἱ Ἀπόστολοι
διὰ τοὺς ἑπτὰ Διακόνους, ἦσαν ἀπολύτως ἀπαραίτητα διὰ τὴν ὑψηλὴν αὐτὴν
ἀποστολὴν τὴν ὁποίαν ἐκαλοῦντο νὰ διεκπεραιώσουν. Ἄνθρωποι ἅγιοι, χωρίς, εἰ
δυνατὸν, τὰ κοινὰ πάθη καὶ τὰς ἀνθρωπίνας ἀδυναμίας, μὲ ἀνιδιοτελὴ ἀγάπην, μὲ
ἀκατάγνωστον διαγωγήν, μὲ ἀκεραιότητα ἤθους. Ἕτοιμοι, ἀκόμη καὶ διὰ τὴν
κατήχησιν ἀλλὰ καὶ βάπτισιν αλλοεθνῶν καὶ εἰδωλολατρῶν, ὡς ὥρισεν ὁ Κύριος εἰς
τὴν περίπτωσιν τοῦ εὐνούχου ὑπὸ τοῦ Διακόνου Φιλίππου. Ἕτοιμοι, διὰ τὴν
οἵανδήποτε βοήθειαν, διὰ τὴν στήριξιν τῶν πιστῶν, διὰ τὴν πνευματικὴν
κατάρτισιν, διὰ τὴν ὁμολογίαν, ἀκόμη καὶ διὰ τὸ μαρτύριον - ὅπως συνέβη εἰς τὴν
περίπτωσιν τοῦ πρώτου τῶν Διακόνων, τοῦ Στεφάνου.
Ἡ εὐθύνη τοῦ «διακόνου»
ἔναντι τοῦ «διακονουμένου»
Θὰ ἠδύνατο νὰ εἴπῃ κάποιος ὅτι, ἡ διακονία, εἰς τὴν πρώτην
ἐκείνην Χριστιανικὴν κοινωνίαν, εἶναι ἡ κατ’ ἐξοχὴν προσφορὰ ἀγάπης εἰς τὸν
συνάνθρωπον. Ὁ ὑπηρετὼν διάκονος, εἶναι ἡ εἰκών τοῦ Χριστοῦ˙ - ὅπως Ἐκεῖνος «οὐκ
ἦλθε διακονηθῆναι, ἀλλὰ διακονῆσαι», τοιουτοτρόπως καὶ ὁ διάκονος
διακονεῖ ἀγογγύστως καὶ ἀδιαμαρτυρήτως τὸν πλησίον. Φέρει εὐθύνην ἔναντι τοῦ
διακονουμένου καὶ ὀφείλει νὰ ἀκολουθῇ τὸ παράδειγμα τοῦ Κυρίου. «Εἰ
οὖν ἐγὼ ἔνιψα ὑμῶν τοὺς πόδας, ὁ Κύριος καὶ ὁ Διδάσκαλος, καὶ ὑμεῖς ὀφείλετε
ἀλλήλων νίπτειν τοὺς πόδας» (Ἰωάν. ΙΓ΄ 14). Ὁ Διάκονος τοῦ Χριστοῦ,
διακονεῖ ὑποτιμὼν τὸν ἑαυτόν του, ἀλλὰ παραλλήλως, μᾶλλον τιμᾶται ὑπὸ τοῦ Θεοῦ
καὶ προέχει τῶν ἄλλων, διότι ὁ ὑπηρετὼν τὸν πλησίον, ὑπηρετεῖ τὸν Θεόν. Τοῦτο
διδάσκει ὁ Διδάσκαλος, ὅταν ὡς κριτήριον δικαιώσεως, εἰς τὸ Εὐαγγέλιον τῆς
Μελλούσης κρίσεως τονίζει, «ἐφ᾿ ὅσον ἐποιήσατε ἑνὶ τούτων τῶν ἀδελφῶν
μου τῶν ἐλαχίστων, ἐμοὶ ἐποιήσατε» (Ματθ. ΚΕ΄ 40).
Κατ’ αὐτὸν τὸν τρόπον, ἡ διακονία
καὶ προσφορὰ εἰς τὸν πλησίον, λαμβάνει ἀξίαν τεραστίαν καὶ ἡ οὐράνιος ἀπολαβὴ
τοῦ διακονοῦντος θὰ εἶναι ἡ ἐκ δεξιῶν τοῦ Δεσπότου παράστασις. Αὐτὴν τὴν
σωτήριον διακονίαν ἐπέλεξαν καὶ ἐβίωσαν οἱ Ἅγιοι τῆς Ἐκκλησίας μας.
Ἡ βίωσις καὶ ὁ ἁγιασμός.
Εἰς μίαν ἐποχὴν κατὰ τὴν ὁποίαν
περισσεύει ὁ ἐγωϊσμὸς καὶ ἡ φιλαυτία˙ ὅπου ὁ ἄνθρωπος δὲν θέλει νὰ βλέπῃ τίποτε
ἄλλο πλὴν τοῦ ἑαυτοῦ του˙ ὅπου ἔχει πάψει πρὸ πολλοῦ τὸ ἐνδιαφέρον καὶ ἡ ἀγάπη
διὰ τὸν ἄλλον˙ ὅπου ὁ ἄλλος δὲν εἶναι ὁ ἐν Χριστῷ ἀδελφός, ἀλλὰ μᾶλλον ἐχθρὸς
καὶ ἀντίπαλος˙ ὅπου τὸ πλησίασμα στὸν ἄλλον δὲν γίνεται ἀπὸ ἀγάπην ἀλλὰ πάντοτε
σχεδὸν κερδοσκοπικῶς˙ οἱ Διάκονοι τῆς σημερινῆς Ἀποστολικῆς περικοπῆς, μᾶς
ὑποδεικνύουν τὴν διὰ τῆς ταπεινώσεως καὶ ἀνυστεροβούλου ὑπηρεσίας τοῦ
συνανθρώπου, ἀρίστην ὁδόν, τὴν ἀπάγουσαν εἰς τὴν αἰώνιον ζωήν.
Ἡ, διὰ τῆς διακονίας τοῦ
συνανθρώπου, ἐκφραζομένη ἀγάπη, εἶναι ἐκεῖνο ποὺ ἔχει ἀνάγκην σήμερα ὁ κόσμος,
διὰ νὰ δυνηθῇ νὰ ὀρθοποδήσῃ πνευματικῶς καὶ νὰ ἴδη μίαν κοινωνίαν εἰς τὴν
ὁποίαν θὰ ἐπικρατῇ ἡ ἐν Χριστῷ ἀγάπη. Εἶναι ἐκεῖνο ποὺ εὔχονται οἱ ἄνθρωποι καὶ
τὸ ὁποῖον θὰ πραγματώσῃ τὴν ἐπιθυμίαν τοῦ Κυρίου μας καὶ τὸ ὁποῖον μᾶς
ὑπέδειξεν νὰ εὐχόμεθα˙ Κύριε, «ἐλθέτω ἡ βασιλεία Σου». Ἀμὴν.
ΑΛΗΘΩΣ ΑΝΕΣΤΗ
Ἀρχιμ.
Τιμόθεος Γ. Παπασταύρου
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου