Γ΄ ΚΥΡΙΑΚΗ ΤΩΝ ΝΗΣΤΕΙΩΝ (ΣΤΑΥΡΟΠΡΟΣΚΥΝΗΣΕΩΣ)
«Προσερχώμεθα οὖν μετὰ παρρησίας
τῷ θρόνῳ τῆς χάριτος» (Ἐβρ. Δ΄ 16)
Ὁ Μέγας Ἀρχιερεύς
Πολλὴν παρρηγορίαν μᾶς προσφέρει
σήμερον τὸ ἱερὸν Ἀποστολικὸν Ἀνάγνωσμα. Ὁ Μέγας Ἀρχιερεύς, δηλαδὴ ὁ Κύριός μας,
παρ’ ὅλην τὴν ἁμαρτωλότητά μας εἶναι στὴ ... διάθεσή μας. Ὅσον ἁμαρτωλοὶ καὶ ἂν
εἴμεθα, ὅσον καὶ ἂν αἰσθανώμεθα ἀπομεμακρυσμένοι ἀπὸ τὴν χάριν Του, ὅσον καὶ ἂν
νιώθουμε ὅτι ἡ δικαία ὀργή Του εἶναι ἕτοιμη νὰ ἐκσπάσῃ ἐπὶ τὰς κεφαλὰς ἡμῶν τῶν
ἀναξίων καὶ ἀγνομόνων, ἕνεκα τῶν ἀπείρων ἁμαρτιῶν μας, ὁ Ἀπόστολος Παῦλος μᾶς
παρρηγορεῖ, παρουσιάζοντάς μας τὸν Μέγα Ἀρχιερέα ὡς συμπαθῆ καὶ εὔσπλαγχνον ἐπὶ
τὴν ἁμαρτωλὸν καὶ ἀσθενῆ ἀνθρωπίνην φύσιν. Τόσον δὲ συμπαθῆ, ὥστε νὰ δυνάμεθα
νὰ τὸν προσεγγίζωμεν καὶ νὰ τὸν κοιτοῦμε παρακλητικῶς, νὰ ἔχωμεν τὴν εὐχέρειαν
νὰ τοῦ ζητοῦμεν τὴν συγχώρησιν τῶν ἁμαρτιῶν μας καὶ νὰ τὸν αἰσθανώμεθα, Πατέρα
καὶ προστάτην καὶ βοηθόν.
Ἡ ὀδυνηρὴ ἀπομάκρυνσις
Ὄντως, ὁ ἄνθρωπος, ὅσον ἐνάρετος
καὶ ἂν αἰσθάνεται, εἶναι λογικὸν νὰ νιώθῃ ἔνοχος ἀπέναντι στὸν Θεὸν καὶ νὰ
τρέμει στὴν ἰδέα ὅτι δὲν «τοῦ ἐπιτρέπεται» οὔτε κἂν νὰ σηκώνῃ καὶ αὐτοὺς τοὺς
ὀφθαλμούς του, ἐνώπιόν Του. Εἶναι δυστυχῶς αἱ ἁμαρτίαι μας, τὰς ὁποίας, ὅσον
μικρὰς καὶ ἂν τὰς θεωροῦμεν, δὲν παύουν νὰ κλονίζουν τὰς μετὰ τοῦ Κυρίου μας
Ἰησοῦ Χριστοῦ, σχέσεις μας. Τοῦτο διαπιστώνει ὁ καθένας, ἐὰν ἁπλῶς μελετήσῃ
ἔστω καὶ δι’ ὀλίγον, τὰς κατανυκτικοτάτας εὐχὰς καὶ τὰ κείμενα τῶν ἁγίων
Πατέρων τῆς Ἐκκλησίας μας. Ἐκεῖ θὰ ἐννοήσῃ ὅτι ἂν οἱ Ἅγιοι ὁμιλοῦν τόσον
εὐτελιστικῶς διὰ τὸν ἑαυτόν τους καὶ τὸν ἐξαθλιώνουν, καὶ τὸν θεωροῦν ἄξιον μυρίων
κολάσεων, πόσον μᾶλλον ἡμεῖς οἱ ὁποῖοι ἀδρανοῦμεν καὶ διὰ τὰ πλέον στοιχειώδη
διὰ τὴν σωτηρίαν μας.
Ἐὰν κάποιος, ἐπίσης, ἐτρυφήσῃ εἰς τὰ ἱερὰ
συναξάρια τῶν Ἁγίων τῆς Ἐκκλησίας μας, θὰ ἐκπλαγῇ μὲ τὴν στάσιν πολλῶν μαρτύρων,
οἱ ὁποῖοι θεωροῦν ὅτι ἡ θυσία τοῦ σώματός των εἶναι ἡ ἐλαχίστη, μὲ βάσιν ἐκεῖνο τὸ λόγιον τοῦ Κυρίου μας˙ «ὅταν ποιήσητε πάντα τὰ διαταχθέντα ὑμῖν, λέγετε ὅτι δοῦλοι ἀχρεῖοί
ἐσμεν, ὅτι ὃ ὠφείλομεν ποιῆσαι πεποιήκαμεν» (Λουκ. ΙΖ΄ 10). Τί νὰ εἴπωμεν ἑπομένως ἡμεῖς οἱ ὁποῖοι δὲν ἔχομεν νὰ ἐπιδείξωμεν τὴν
παραμικρὰν θυσίαν διὰ τὴν ἀγάπην τοῦ Θεοῦ; Ἀναλογιζόμεθα, καὶ ὄχι ἀδίκως, ὅτι
κατὰ τὴν ὥραν τῆς φρικτῆς ἀπολογίας ἡμῶν, θὰ εὑρεθοῦμεν ἀναπολόγητοι διότι
ἐμακρύνθημεν τοῦ Παναγάθου Πατρὸς ἡμῶν καὶ ἀπεκόπημεν τοῦ ἐλέους καὶ τῆς
φιλανθρωπίας Αὐτοῦ.
Ἡ σωτήριος ἐπιστροφή
Ὅμως ὁ Φιλάνθρωπος
Δεσπότης δὲν ἀπέστρεψε τὸ πρόσωπόν Του ἀπὸ τὴν ἀνθρωπίνην ὕπαρξιν. Ὢς
διδασκόμεθα ἀπὸ τὴν παραβολὴν τοῦ Ἀσώτου υἱοῦ, περιμένει τὸ ἀπολωλὸς. Ἀνησυχεῖ
διὰ τὴν καθυστέρησιν καὶ ἀναβολὴν τῆς ἐπιστροφῆς του. Θλίβεται καὶ πονεῖ διὰ
τὰς ἑκουσίας πτώσεις του καὶ δὲν παύει νὰ «κρούῃ τὴν θύραν» τῆς σκληρᾶς καρδίας
του. Καὶ ὅταν ἀποφασίσῃ ὁ ἄσωτος ἄνθρωπος νὰ ἐπιστρέψῃ εἰς τὸν Πατέρα του, τότε
ὁ Γλυκύτατος ἐκεῖνος Πατέρας, «δραμὼν ἐπιπίπτει ἐπὶ τὸν τράχηλον αὐτοῦ καὶ
καταφιλεῖ αὐτόν.». Ποίαν συγκινητικωτέραν συμπεριφορὰν θὰ ἠμποροῦσε νὰ
περιμένῃ καὶ ὁ πλέον αἰσιόδοξος «Ἄσωτος»;
Πόσον γλυκύτερα θὰ ὡμιλοῦσε καὶ ἡ πλέον γλυκεῖα ἀνθρωπίνη γλῶσσα; Ποῖος κατὰ
σάρκα πατὴρ θὰ ἐπεφύλασσεν τοιαύτην ὑποδοχὴν εἰς τὸν ἀποστάτην υἱόν του, ὅσον
μετανοημένος καὶ ἂν ἐπέστρεφεν οὗτος εἰς αὐτόν, ἀλλὰ καὶ ὅσην ἀγάπην καὶ
κατανόησιν καὶ ἂν διέθετεν ὁ συγκεκριμμένος οὗτος πατήρ; Μόνον ὁ Πανάγαθος καὶ
Πανοικτίρμων Θεὸς ἐπιδεικνύει τοιαύτην συγκλονιστικὴν ἀγάπην, ὥστε νὰ ἀφήνῃ τὰ
«ἑννενήκοντα ἑννέα» καὶ «ἐπὶ τὰ ὄρη πορευθεὶς» νὰ ἀναζητεῖ «τὸ πλανώμενον»!
Αὐτὴν τὴν
ἐπιστροφὴν ἀξιολογεῖ ἐν προκειμένῳ ὁ Ἀπόστολος Παῦλος, ὅταν μᾶς παρουσιάζῃ τὸν
Κύριόν μας, νὰ ἀναμένῃ τὴν ἐπιστροφήν μας καὶ νὰ μᾶς παρέχῃ τὴν ἄνεσιν ὅπως
προσερχώμεθα ἀφόβως καὶ μετὰ παρρησίας εἰς τὸν θρόνον Του διὰ νὰ λάβωμεν τὴν
συγχώρησιν τῶν ἁμαρτιῶν μας. Ὄχι δὲ μόνον τὴν συγχώρησιν, ἀλλὰ καὶ τὴν χάριν
Του καὶ τὴν ὁλόθυμον συνδρομὴν καὶ βοήθειάν Του, διὰ νὰ ἀντιπαρέλθωμεν τὰς οἵασδήποτε
δυσκολίας καὶ ἐμπόδια ποὺ δημιουργεῖ ὁ μισάνθρωπος ἐχθρὸς ἡμῶν.
Μετὰ παρρησίας
Ἡ πλέον
συγκινητικὴ λέξις, ὅμως, εἶναι ἡ λέξις «παρρησίας».
Ἐδῶ κρύπτεται, ὄχι τόσον τὸ θάρρος ποὺ ἐπιθυμεῖ νὰ δώσῃ ὁ Κύριος εἰς τὸν
μετανοοῦντα καὶ ἐπιστρέφοντα εἰς αὐτόν, ἀλλὰ περισσότερον τὴν σφοδρὰν ἐπιθυμίαν
Αὐτοῦ τοῦ ἰδίου λατρευτοῦ Ἰησοῦ μας, ὅπως μᾶς ἐπαναφέρει εἰς τὸ «ἀρχαῖον
κάλλος». Ἡ «παρρησία» ποὺ μᾶς
ἐπιτρέπει νὰ ἔχωμεν ἐνώπιόν Του, εἰς οὐδεμίαν περίπτωσιν ἀποτελεῖ παραχώρησιν
δικαιωμάτων εἰς ἡμᾶς, ὅπως θεωρήσωμεν ὅτι συγκαταβαίνει ὁ Δεσπότης καὶ
συμβιβάζεται καὶ ἀποδέχεται τὰς πτώσεις καὶ ἁμαρτίας ἡμῶν. Ἀντιθέτως˙ ἡ
«παρρησία» μᾶς παρέχεται ὡς ἔνδειξις ἀγάπης καὶ Θείας ἐπιθυμίας καὶ ἀποτελεῖ τὴν ὤθησιν ἐκείνην ἡ ὁποία ὑπερνικᾷ
τὴν οἵανδήποτε ἐπιφύλαξιν τὴν ὁποίαν προσπαθεῖ νὰ ἐνσπείρῃ ὁ ἀντίδικος καὶ
μισάνθρωπος Διάβολος.
Τὸ μεγάλο λάθος
Ἡ «παρρησία» δὲν
ἀποτελεῖ δικαίωμα ἡμῶν καὶ κατάκτησιν, ἀλλὰ ἔκφρασιν ὑψίστης ἀγάπης καὶ ἄκρας
ταπεινώσεως τοῦ Σωτῆρος μας. Ἂν δὲ ὁμιλήσωμεν διὰ «δικαίωμα», ἓν δικαίωμα μᾶς
παρέχεται καὶ τοῦτο, τῆς ἀναζητήσεως συγχωρήσεως καὶ θεραπείας. Ἐνθυμούμεθα,
ὑποθέτω, τὸν πρεσβύτερον υἱὸν τῆς τοῦ Ἀσώτου παραβολῆς. Ὄχι ἐκ λάθους, - ἅπαγε
τῆς βλασφημίας - ἀλλὰ σκοπίμως παρέλειψεν ὁ Κύριος νὰ μᾶς διευκρινήσῃ ἂν
τελικῶς εἰσῆλθεν εἰς τὴν πανηγυρίζουσαν Θείαν Οὐράνιον κατοικίαν. Πολλὰς
πιθανότητας ὑποκρύπτει ἡ ἐκ τοῦ Κυρίου, ἐσκεμμένη, ἐπὶ τοῦ προκειμένου,
παράλειψις, διὰ νὰ μᾶς ὑποχρεώσῃ νὰ θεωρήσωμεν ὅτι τελικῶς ἴσως ἔγινεν οὗτος ὁ
... δεύτερος ἄσωτος. Τοῦτο δέ, διότι
ἡ παρεχομένη εἰς αὐτὸν παρρησία τὴν ὁποίαν ἀπελάμβανεν πλησίον τοῦ Πατρός,
παρεξηγήθη ὑπ’ αὐτοῦ καὶ ἐθεώρησεν ἑαυτὸν κυρίαρχον καὶ δικαιοῦχον καὶ
διαχειριστὴν τῶν οὐρανίων δωρεῶν.
«Προσερχώμεθα οὖν μετὰ παρρησίας τῷ θρόνῳ
τῆς χάριτος, ἵνα λάβωμεν ἔλεον καὶ χάριν εὕρωμεν εἰς εὔκαιρον βοήθειαν». Ἀς
θαυμάσωμεν τὸ μεγαλεῖον τῆς ἀπείρου καὶ ἀνεξικάκου ἀγάπης τοῦ Κυρίου μας καὶ ἀς
προσέλθωμεν, ναί, μετὰ παρρησίας, ζητοῦντες παρ’ Αὐτοῦ ἐκεῖνο ποὺ καὶ Ἐκεῖνος
θέλει˙ τὴν ἐπιστροφὴν καὶ μετ’Αὐτοῦ αἰωνίαν συγκατοίκησιν. Ἀμήν.
Ἀρχιμ. Τιμόθεος Γ. Παπασταύρου
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου