Σάββατο 4 Απριλίου 2020

Ε΄ ΚΥΡΙΑΚΗ ΤΩΝ ΝΗΣΤΕΙΩΝ


«... πόσῳ μᾶλλον τὸ αἷμα τοῦ Χριστοῦ, ... καθαριεῖ τὴν συνείδησιν ὑμῶν 
ἀπὸ νεκρῶν ἔργων εἰς τὸ λατρεύειν Θεῷ ζῶντι;» (Ἐβρ. Θ΄ 14)

Ἡ συνείδησις

Περὶ συνειδήσεως ὁ λόγος εἰς τὸ σημερινὸν Ἀποστολικὸν ἀνάγνωσμα. Πιὸ συγκεκριμμένα δέ, ἡ κάθαρσις τῆς συνειδήσεως. Τὶ εἶναι ὅμως ἡ συνείδησις; Τὴν ἀναφέρομεν πολλάκις εἰς τὰς καθημερινὰς ὁμιλίας καὶ συζητήσεις μας ἀλλὰ πιθανὸν νὰ μὴν γνωρίζομεν ἐπαρκῶς τὶ εἶναι ἀκριβῶς. Κατὰ τὸν θεῖον Χρυσόστομον, ἡ συνείδησις εἶναι τὸ ἀδέκαστον ἐκεῖνο δικαστήριον τὸ ὁποῖον «ἐντέθεικεν ἡμῖν ὁ Θεὸς ... οὐδέποτε διαφθειρόμενον» (Πρὸς Ἐβραίους, ΚΔ΄ ΕΠΕ 25,156-158. PG 61,167). Εἶναι «ὁ ἀόρατος ἐκεῖνος δικαστὴς» ὁ ὁποῖος εἶναι πάντοτε σύμφωνος πρὸς τὸν Θεῖον Νόμον καὶ δὲν κάνει ποτὲ λάθος. Εἶναι ἐκεῖνος ποὺ μᾶς ἐπαινεῖ ὅταν εἴμεθα νομοταγεῖς ἀπέναντι εἰς τὸν νόμον τοῦ Θεοῦ καὶ ἀντιθέτως, διαμαρτύρεται καὶ μᾶς ἐλέγχει, ὅταν παραβαίνομεν τὰς Θείας ἐντολάς. Εἶναι ὁ ἀλάνθαστος συνήγορος τῆς ἀρετῆς καὶ ὁ σφοδρὸς κατήγορος τῆς ἁμαρτίας. Μπορεῖ ὁ ἄνθρωπος νὰ ἀδιαφορῇ εἰς τὰς διαμαρτυρίας τῆς συνειδήσεώς του, δὲν μπορεῖ ὅμως νὰ τὴν φιμώσῃ καὶ νὰ τὴν ὑποχρεώσῃ νὰ σιωπήσῃ.

Ὁ Θεῖος Νόμος

Πῶς ὅμως ἡ συνείδησις μπορεῖ νὰ γνωρίζῃ ἐπακριβῶς τὸν Θεῖον Νόμον; Εἶναι αὐτονόητον ὅτι αἱ γνώσεις τῆς συνειδήσεως εἶναι περιορισμέναι. Τοῦτο ἐπιβεβαιώνεται καὶ ἀπὸ τὸ γεγονὸς ὅτι ὁ κάθε ἕνας ἔχει ἀνάγκην μαθήσεως. Πρὸς τοῦτο ὁ Θεὸς ἦλθεν εἰς τὸν κόσμον, ὅπως διδάξῃ, κηρύξῃ, θαυματουργήσῃ. Πρὸς τοῦτο, ἐπίσης ἔδωκεν ἐντολὴν εἰς τοὺς μαθητάς του ὅπως φέρουν τὴν Θείαν διδασκαλίαν εἰς τὰ ἔθνη, «διδάσκοντες αὐτοὺς τηρεῖν πάντα ὅσα ἐνετειλάμην ὑμῖν˙» (Ματθ. ΚΗ΄ 20). Διὰ τὸν λόγον τοῦτον, πάντοτε ἡ Ἁγία μας Ἐκκλησία, ἐνεργοῦσε ἀλλὰ καὶ ἐνεργεῖ εἰς τοὺς πιστούς, διὰ τῆς διδασκαλίας τῶν Θείων λόγων.
Συνεπῶς, ἡ συνείδησις τοῦ Χριστιανοῦ, καὶ θείαν προέλευσιν ἔχει ἀλλὰ καὶ ἁγιάζεται περαιτέρω μὲ τὴν διδασκαλίαν τῆς Ἐκκλησίας μας. Ὁ θεῖος Ἀπόστολος Παῦλος, θέλοντας νὰ μᾶς δείξῃ τὸ ἀλάνθαστον τῆς συνειδήσεως, λέγει εἰς τοὺς Ρωμαίους, ὅτι ἀκόμη καὶ ἐκεῖνοι οἱ λαοὶ ποὺ δὲν γνώρισαν τὸν νόμον τοῦ Θεοῦ, θὰ κριθοῦν ἀπὸ τὸν Κριτὴν κατὰ τὴν διαβεβαίωσιν τῆς συνειδήσεώς των˙ «ὅταν γὰρ ἔθνη τὰ μὴ νόμον ἔχοντα φύσει τὰ τοῦ νόμου ποιῇ, οὗτοι νόμον μὴ ἔχοντες ἑαυτοῖς εἰσι νόμος, οἵτινες ἐνδείκνυνται τὸ ἔργον τοῦ νόμου γραπτὸν ἐν ταῖς καρδίαις αὐτῶν, συμμαρτυρούσης αὐτῶν τῆς συνειδήσεως καὶ μεταξὺ ἀλλήλων τῶν λογισμῶν κατηγορούντων ἢ καὶ ἀπολογουμένων» (Ρωμ. Β΄ 14-15).

Τὸ Αἷμα τοῦ Χριστοῦ

Ἀλάνθαστος λοιπὸν ἡ συνείδησις, κατὰ τὸν ἱερὸν Χρυσόστομον. Ὅμως, ὅταν ὁ ἄνθρωπος ἁμαρτάνῃ μολύνει τὴν ψυχήν του ἀλλὰ καὶ τὴν συνείδησίν του. Κατὰ συνέπειαν, ὅπως ἡ ψυχή μας ἔχει ἀνάγκην διαρκοῦς καθάρσεως, ἔτσι καὶ ἡ συνείδησις ὀφείλει νὰ εὑρίσκεται πάντοτε εἰς ἀρίστην καὶ τελείαν κατάστασιν. Ὁ χριστιανὸς εἶναι ὁ ἀρμόδιος διὰ τὴν περιποίησιν τῆς συνειδήσεώς του˙ μὲ κάθε τρόπον, κάθε λόγον καὶ λογισμόν, μὲ κάθε κίνησιν καὶ ἐνέργειάν του.
Ἐκεῖνο ὅμως, τὸ πρῶτον καὶ ἀπαραίτητον στοιχεῖον διὰ τὸν ἁγιασμὸν τῆς συνειδήσεως, εἶναι «τὸ αἷμα τοῦ Χριστοῦ», κατὰ τὸν λόγον τῆς σημερινῆς περικοπῆς.  Ὁ Ἀπόστολος Παῦλος, βλέποντας τοὺς Ἐβραίους προσκεκολλημένους εἰς τὰς θυσίας τῶν ζώων, τὰς ὁποίας ὥριζεν ὁ νόμος τοῦ Μωϋσέως ὡς ἀπαραιτήτους διὰ τὴν κάθαρσιν τῆς συνειδήσεως, συγκρίνει ἀλλὰ καὶ ὑποδεικνύει ὡς πολὺ ἀνώτερον καὶ πολὺ ἀποτελεσματικώτερον τὸ αἷμα τοῦ Κυρίου μας Ἰησοῦ Χριστοῦ τὸ ὁποῖον ἔρρευσεν ἐπὶ τοῦ Σταυροῦ, διὰ τὸν ἁγιασμὸν ἡμῶν. Ἄλλωστε δι’ αὐτὸν ἀκριβῶς τὸν λόγον ἐθυσιάσθη ὁ Κύριος ἐπὶ τοῦ Σταυροῦ. Διὰ νὰ δυνηθῇ δὲ ὁ ἄνθρωπος νὰ ὑπερπηδᾷ τὰ ἐμπόδια τῆς ἁμαρτίας ἀλλὰ καὶ νὰ θεραπεύεται ἀπὸ τὰς καθημερινὰς πνευματικάς του πτώσεις, ὁ Κύριός μας, παρέδωσεν εἰς τὴν Ἐκκλησίαν τὸ Πανάγιον Σῶμά Του καὶ τὸ Ζωήρρυτον Αἷμα Του εἰς συνεχῆ θυσίαν καὶ εἰς καθημερινὴν βρῶσιν καὶ πόσιν ἀπὸ ἡμᾶς. «Τοῦτο ποιεῖτε εἰς τὴν ἐμὴν ἀνάμνησιν» (Λουκ. ΚΒ΄ 19), εἶπεν εἰς τοὺς μαθητάς Του.
Ἑπομένως, ὁ κάθε ἄνθρωπος, ἔχει ἀνὰ πᾶσαν στιγμὴν εἰς τὴν διάθεσίν του, τὸ Σῶμα καὶ τὸ Αἷμα τοῦ Κυρίου μας Ἰησοῦ Χριστοῦ, «τὸ ἐκχυθὲν ὑπὲρ τῆς τοῦ κόσμου, ζωῆς καὶ σωτηρίας» (Εὐχὴ καθαγιασμοῦ, Λειτουργίας Μεγ. Βασιλείου).

Τὸ Μυστὴριον τῆς Μετανοίας καὶ Ἐξομολογήσεως

Ἐδῶ ὅμως θὰ πρέπει νὰ προσέξωμεν ἐκεῖνο τὸ ὁποῖον μᾶς ὑπογραμμίζει ὁ θεῖος Ἀπόστολος Παῦλος καὶ τὸ ὁποῖον ἔχει κεφαλαιώδη σημασίαν δι’ ὅλους ἡμᾶς οἱ ὁποῖοι θέλομεν νὰ μετέχωμεν τῆς κοινωνίας τοῦ Σώματος καὶ τοῦ Αἵματος τοῦ Κυρίου μας. «ὥστε ὃς ἂν ἐσθίῃ τὸν ἄρτον τοῦτον ἢ πίνῃ τὸ ποτήριον τοῦ Κυρίου ἀναξίως, ἔνοχος ἔσται τοῦ σώματος καὶ αἵματος τοῦ Κυρίου. δοκιμαζέτω δὲ ἄνθρωπος ἑαυτόν, καὶ οὕτως ἐκ τοῦ ἄρτου ἐσθιέτω καὶ ἐκ τοῦ ποτηρίου πινέτω·ὁ γὰρ ἐσθίων καὶ πίνων ἀναξίως κρῖμα ἑαυτῷ ἐσθίει καὶ πίνει, μὴ διακρίνων τὸ σῶμα τοῦ Κυρίου. διὰ τοῦτο ἐν ὑμῖν πολλοὶ ἀσθενεῖς καὶ ἄῤῥωστοι καὶ κοιμῶνται ἱκανοί». (Α΄ Κορινθ. ΙΑ΄ 27-30) . Καλὸν καὶ ἅγιον εἶναι νὰ ἐπιθυμοῦμε καὶ νὰ νοσταλγοῦμε τὴν μετάληψιν τοῦ Πανακηράτου Σώματος καὶ τοῦ Ζωηρρύτου Αἵματος τοῦ Χριστοῦ μας. Ὅμως, ἡ μετοχὴ αὐτὴ θὰ πρέπῃ νὰ γίνεται κατόπιν ἰδιαιτέρας προετοιμασίας. Σύμφωνα δὲ μὲ τὸ προαναφερθὲν λόγιον τοῦ Ἀποστόλου, ἡ ἀπρόσεκτος καὶ ἐπιπολαία προσέγγισις καὶ μετάληψις τῶν Οὐρανίων τούτων Δώρων, θὰ ἐπιφέρῃ ἀντίθετα ἀποτελέσματα ἀπὸ ἐκεῖνα ποὺ θὰ ἐπιθυμούσαμε.
Αὐτὴ δὲ ἡ προετοιμασία κυρίως συνίσταται, εἰς τήν, ἀπαραιτήτως προηγουμένην μετοχήν μας εἰς τὸ Μυστήριον τῆς Ἱερᾶς Ἐξομολογήσεως. Ἐκεῖ ὁ Χριστιανὸς καθαίρεται καὶ ἁγιάζεται καὶ λαμβάνει τὴν συγχώρησιν τῶν ἁμαρτημάτων του. Ἐκεῖ ἀξιοῦται νὰ γίνῃ κοινωνὸς τῶν οὐρανίων μυστηρίων καὶ «σύσσωμος καὶ σύναιμος» τοῦ Κυρίου Ἰησοῦ Χριστοῦ. Ἐκεῖ καὶ μόνον ἐκεῖ, μὲ τὴν συγχώρησιν τῶν ἁμαρτιῶν μας, τὸ Πανάχραντον Σῶμα καὶ τὸ Ζωοποιὸν Αἷμα γίνονται τὰ ἁγιαστικὰ ἐκεῖνα δῶρα τὰ ὁποῖα φέρουν τὸν ἄνθρωπον εἰς κατάστασιν θεώσεως καὶ τελειότητος «εἰς τὸ λατρεύειν Θεῷ ζῶντι».



 Ἀρχιμ. Τιμόθεος Γ. Παπασταύρου

Ἱεροκῆρυξ Ἱερᾶς Μητροπόλεως Πατρῶν

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου