Δευτέρα 2 Δεκεμβρίου 2019

ΤΟ ΠΑΘΟΣ ΤΗΣ ΟΜΟΦΥΛΟΦΙΛΙΑΣ καὶ Η ΠΡΟΣΕΓΓΙΣΗ ΤΟΥ ΑΠΟ ΕΚΚΛΗΣΙΟΛΟΓΙΚΗ-ΑΝΘΡΩΠΟΛΟΓΙΚΗ ΑΠΟΨΗ-1

ΤΟ ΠΑΘΟΣ ΤΗΣ ΟΜΟΦΥΛΟΦΙΛΙΑΣ
ΚΑΙ Η ΠΡΟΣΕΓΓΙΣΗ ΤΟΥ ΑΠΟ ΕΚΚΛΗΣΙΟΛΟΓΙΚΗ-ΑΝΘΡΩΠΟΛΟΓΙΚΗ ΑΠΟΨΗ
-Α´-

τοῦ Ἰωάννη Ν. Μαρκᾶ,
πτυχιούχου Θεολογίας Α.Π.Θ. (M. Th.)
Ὁμιλία στὸν Ι. Ν. Κοιμήσεως Θεοτόκου Ἀμαρουσίου 06.11.2019

ΠΗΓΗ: «Ἑστία Πατερικῶν Μελετῶν»

«Ὀλέθρια σάρκα. Τοῦ δολίου Βελίαρ κύμα σκοτεινὸ
σάρκα φρικτή, ρίζα τῶν πολύμορφων παθῶν.
Ὀλέθρια σάρκα, φίλη του ἐδῶ κόσμου ποὺ κυλάει·
σάρκα φρικτή· ἀντίπαλε τῆς οὐράνιας ζωῆς.
«Κατὰ σαρκός», ποίημα ἁγίου Γρηγορίου Θεολόγου [1]
 .

Α΄ ΜΕΡΟΣ: ΕΙΣΑΓΩΓΗ

Σεβαστοὶ πατέρες,
Ἀγαπητοὶ ἐν Χριστῷ ἀδελφοί,

.            Ἀρχικὰ θὰ ἤθελα νὰ σᾶς εὐχαριστήσω γιὰ τὴν πρόσκληση πού μοῦ ἀπευθύνατε νὰ παραβρεθῶ ἀπόψε στὸν Ι. Ν. Κοιμήσεως Θεοτόκου Ἀμαρουσίου καὶ νὰ συμμετέχω στὸν κύκλο τῶν ὁμιλιῶν ποὺ προγραμμάτισε γιὰ τὸ ἐκκλησιαστικὸ καὶ ἐκπαιδευτικὸ ἔτος ποὺ διανύουμε ἡ δραστήρια καὶ πάντοτε γρηγοροῦσα «Ἑστία Πατερικῶν Μελετῶν».
.          Τὸ θέμα γύρω ἀπὸ τὸ πάθος τῆς ὁμοφυλοφιλίας, τὸ ὁποῖο θὰ ἀναπτύξουμε ἐντὸς ὀλίγου, εἶναι ἕνα ἀπὸ τὰ πλέον ἐπίκαιρα καὶ εὐαίσθητα θέματα στὴ σημερινὴ ἐποχὴ τῆς ἀποστασίας ποὺ ὅλοι βιώνουμε. Μὲ τὴ χάρη τοῦ Θεοῦ θὰ προσπαθήσουμε νὰ προσεγγίσουμε αὐτὸ τὸ ζήτημα, ὄχι ἐπὶ τῇ βάσει κοσμικῶν «ἐπιστημονικῶν» ἐπιχειρημάτων (π.χ. ἰατρικῆς, ψυχιατρικῆς, βιολογίας κτλ), ἢ ἀφηρημένων καὶ γενικόλογων «ἀνθρωπίνων δικαιωμάτων», ἀλλὰ μὲ ὅρους θεολογικούς, ἐκκλησιαστικοὺς καὶ ποιμαντικούς, ὅπως ἑδράζονται:

α) στὴν Ἁγία Γραφή, ὡς ἀποκάλυψη τοῦ θελήματος τοῦ ἴδιου του Θεοῦ στὸν ἄνθρωπο, καὶ

β) στὴν ἀνόθευτη διδασκαλία τῶν Ἁγίων καὶ Θεοφόρων Πατέρων, οἱ ὁποῖοι ἀσχολήθηκαν μὲ τὴ σειρά τους ἀπλανῶς καὶ ἀλαθήτως μὲ τὸ ἐν λόγῳ θέμα.

.            Γίνεται συνεπῶς σαφὲς πὼς στὴν παροῦσα ὁμιλία δὲν θὰ ἐκφέρουμε προσωπικὲς ἀπόψεις, οὔτε ἀσφαλῶς θὰ στοχοποιήσουμε κάποιους περιθωριακοὺς ἀνθρώπους, κάποιους «λεπρούς», στὴν τάξη τῶν ὁποίων δὲν ἀνήκουμε ἐμεῖς οἱ «καθαροί». Ἄλλωστε, ἡ προσέγγιση τῶν ἐφάμαρτων ζητημάτων ἐκ μέρους τῆς Ἐκκλησίας δὲν ἔχει ὡς σκοπὸ τὸν στιγματισμὸ καὶ τὴν ἐξουθένωση τοῦ «πλησίον», ἀλλὰ τὴν ἑκούσια ἀποδοχὴ τῆς χριστιανικῆς διδασκαλίας, ποὺ θὰ τὸν ὁδηγήσει στὴ συναίσθηση τῆς ἐμπαθοῦς καταστάσεώς του καὶ ἐν τέλει στὴ θεραπεία του. Γιὰ ὅσους σκόπιμα ἢ μὴ τὸ παραγνωρίζουν, ἡ ἀναφορὰ τῆς Ἐκκλησίας τοῦ Χριστοῦ, παρὰ τὸ γεγονὸς ὅτι ἀποτελεῖ θεῖο καθίδρυμα, δὲν ἐξαντλεῖται μόνο στοὺς ἐνάρετους ἀνθρώπους, ἀλλὰ ἐπεκτείνεται κυρίως στοὺς πνευματικὰ ἀδύνατους καὶ ἀτελεῖς, στοὺς πάσχοντες καὶ τοὺς νοσοῦντες. Πρόκειται οὐσιαστικὰ γιὰ τὸ κατεξοχὴν ὁρατὸ θεραπευτήριο, ὅπου πραγματώνεται διαχρονικὰ ἡ λυτρωτικὴ ὑπόσχεση τοῦ «ἰατροῦ τῶν ψυχῶν καὶ τῶν σωμάτων» Χριστοῦ στὸ ταλαιπωρημένο, ἀπὸ τὸν πόνο καὶ τὴν ἁμαρτία, ἀνθρώπινο γένος πὼς «οὐ χρείαν ἔχουσιν οἱ ἰσχύοντες ἰατροῦ, ἂλλ οἱ κακῶς ἔχοντες» (Μτθ. θ΄ 12).
.            Ἄρα συνοπτικά, ὁ σκοπὸς τῆς Ἐκκλησίας εἶναι νὰ ὁδηγήσει στὴ σωτηρία τὸ γένος τῶν ἀνθρώπων καὶ στὴν ἀποκατάσταση τῆς βασιλείας τοῦ Θεοῦ στὴ γῆ. Εἶναι μὲ ἄλλα λόγια ἡ ἀνατροπὴ τῆς ἁμαρτίας καὶ ἡ ἐπικράτηση τῆς ἀγάπης, τῆς χαρᾶς καὶ τῆς ἐλευθερίας στὴ γῆ. Διὰ μέσου της Ἐκκλησίας συμφιλιώνεται πάλι ὁ μετὰ τὴν πτώση ἄνθρωπος μὲ τὸν Θεό, ποὺ ἀπὸ ἐχθρός τοῦ Θεοῦ (ἕνεκα τῆς καταστάσεως τῆς ἁμαρτίας ποὺ βρισκόταν) προάγεται ἐκ νέου σὲ μέτοχο τῆς ἀρχαίας αὐτοῦ Χάριτος καὶ δόξας. Μόνον ἡ Ἐκκλησία ἀσκεῖ τὸ ἔργο τῆς ἀπολυτρώσεως καὶ τοῦ ἁγιασμοῦ, ἕνα ἔργο τὸ ὁποῖο τῆς τὸ ἀνέθεσε ὁ Σωτήρας Χριστὸς διὰ τῆς Χάριτος τοῦ Ἁγίου Πνεύματος. Ἔτσι ἡ Ἐκκλησία καθίσταται ὁ μοναδικὸς αὐθεντικὸς φορέας, μέσῳ τοῦ ὁποίου ὁ ἄνθρωπος μπορεῖ νὰ ἐπικοινωνήσει μὲ τὸν Θεὸ καὶ νὰ ἐξυγιανθεῖ ψυχοσωματικά, ἔχοντας προπαρασκευασμένα τὰ κατάλληλα φάρμακα ποὺ εἶναι τὰ ἱερά της μυστήρια, γιὰ νὰ ἀναγεννήσει τὰ ἄσωτα μέλη της καὶ νὰ τὰ μεταβάλει ἀπὸ τέκνα ἀπωλείας σὲ τέκνα Χάριτος.
.           Ὡς ἐκ τούτου, ἡ Ἐκκλησία ἀποτελεῖ τὴν «κιβωτὸ τῆς σωτηρίας» τοῦ ἀνθρώπου, ἐντός τῆς ὁποίας ὅλα ἀνεξαιρέτως τὰ πάθη δύνανται νὰ μεταμορφωθοῦν καὶ νὰ ἀναβαθμιστοῦν μὲ ὁρίζοντα σωτηριολογικό, ἐφ᾽ ὅσον ὁ ἀσθενὴς ἄνθρωπος μετανοήσει ἐμπράκτως, κατὰ τὸ εὐαγγελικὸ πρότυπο τοῦ «ἀσώτου υἱοῦ». Ἑπομένως εἶναι σημαντικὸ νὰ γίνει κατανοητὸ ἀπὸ τὸ ἀκροατήριο, πὼς ἡ ὅποια συζήτηση γιὰ τὸ πάθος τῆς ὁμοφυλοφιλίας, ἐφ᾽ ὅσον ἀποσυνδεθεῖ ἀπὸ τὴ σωτηριολογία τοῦ ἀνθρώπου, εὔλογα μπορεῖ νὰ διολισθήσει σὲ μία συζήτηση ἄσκοπη γιὰ τὸν Ὀρθόδοξο Χριστιανό, ἰδιαίτερα ὅταν ἀπέναντί του ἔχει νὰ συνδιαλλαγεῖ μὲ τὸν ἀκαδημαϊκὸ (ἢ καὶ λαϊκὸ) κόσμο τοῦ ρασιοναλισμοῦ (=ὀρθολογισμοῦ), ὁ ὁποῖος στὸ μεγαλύτερο μέρος του ἔχει γίνει πηγὴ διαφθορᾶς. Γιὰ τὸν κόσμο αὐτό, ποὺ ἔχει ὡς χαρακτηριστικὸ γνώρισμά του τὸν πνευματικὸ ἀναλφαβητισμό, ἡ «ἐρωτικὴ ἀπελευθέρωση», καὶ μάλιστα στὴν πιὸ ἀχαλίνωτη φάση της, εἶναι ἐνδεικτική τῆς «εἰλικρίνειας» τῆς σύγχρονης ἀνθρωπότητας, ἐνταγμένη στὸ δόγμα: «τὰ πάντα ἐπιτρέπονται». Αὐτὸς ὁ κόσμος, ζώντας πλέον στὸν οἶστρο τῆς ἀποστασίας του ἀπὸ τὸν Θεό, δὲν δύναται νὰ συνειδητοποιήσει πὼς σκοπὸς τῆς ἐνανθρωπήσεως τοῦ Θεοῦ Λόγου εἶναι ἡ σωτηρία καὶ ἡ θέωση τοῦ ἀνθρώπου, καὶ ὅτι ἡ «ὁρατὴ Ἐκκλησία» ἀποτελεῖ τὸν μόνο σωτηριώδη φορέα.
.           Ὅμως αὐτὸς ὁ κόσμος σὲ καμμία περίπτωση δὲν μπορεῖ νὰ προσδιοριστεῖ ὡς χριστιανικός, ἀκόμα κι ἂν τυπικὰ μιλᾶμε γιὰ βαπτισμένους Ὀρθοδόξους. Διότι ὅπως θὰ μᾶς πεῖ ὁ ἅγιος Μακάριος ὁ Αἰγύπτιος, «ὁ τῶν χριστιανῶν κόσμος ἕτερός ἐστι, καὶ διαγωγὴ καὶ νοῦς καὶ λόγος καὶ πράξις ἑτέρα τυγχάνει, καὶ ἡ τῶν ἀνθρώπων τοῦ κόσμου τούτου διαγωγὴ καὶ νοῦς καὶ λόγος καὶ πράξις ἑτέρα. Ἄλλο τί εἰσιν ἐκεῖνοι καὶ ἄλλο τί εἰσιν οὗτοι, καὶ πολλὴ διάστασις μεταξὺ τούτων κακείνων» [2] .

Β΄ ΜΕΡΟΣ: ΤΟ ΠΑΘΟΣ ΤΗΣ ΟΜΟΦΥΛΟΦΙΛΙΑΣ
ΚΑΙ ΟΙ ΟΝΤΟΛΟΓΙΚΕΣ ΠΡΟΔΙΑΓΡΑΦΕΣ ΤΟΥ ΑΝΘΡΩΠΟΥ

Ποιὲς εἶναι οἱ ὀντολογικὲς προδιαγραφὲς τοῦ ἀνθρώπου

.             Προτοῦ ὅμως ἐμβαθύνουμε στὸ θέμα ποὺ μᾶς ἀφορᾶ, καλὸ εἶναι νὰ δώσουμε τὶς ἀκριβεῖς συντεταγμένες περὶ τῆς δημιουργίας τοῦ ἀνθρώπου, ὥστε νὰ προσδιορίσουμε ἐπακριβῶς τὰ κατασκευαστικὰ ὅρια τῆς ἀνθρωπίνης φύσεως. Τούτη ἡ ἀνάλυση θὰ μᾶς χρησιμέψει νὰ κατανοήσουμε πότε ἡ ἀνθρώπινη φύση κινεῖται στὸ κατὰ φύσιν τῆς δημιουργίας, καὶ πότε κινεῖται στὸ παρὰ φύσιν, ὅπου ὑπάρχει σαφέστατη ἐκτροπὴ τῶν φυσικῶν λειτουργιῶν τοῦ ἀνθρώπου. Κατὰ τὸν ἅγιο Ἰσαὰκ τὸν Σύρο, ὅταν ὁ ἄνθρωπος βρίσκεται στὴν πρώτη περίπτωση σαφῶς καὶ ἀνταποκρίνεται στὶς προδιαγραφὲς τοῦ κατ’ εἰκόνα, διότι «ἡ ψυχή, ὅταν εὑρεθῆ κατὰ φύσιν, ἄνω διάγει,… ὅταν δὲ ἄνω γένηται, ἀπαθὴς εὑρίσκεται», ἐνῶ ὅταν βρίσκεται στὴν δεύτερη περίπτωση τελεῖ ὑπὸ τὸ καθεστὼς τῆς ἁμαρτίας, κάτι τὸ ὁποῖο ἐπιφέρει σοβαρὲς συνέπειες ὡς πρὸς τὴν σωτηρία τῆς ψυχῆς του καὶ τὴν ἐπαναγωγή του στὴν πορεία πρὸς τὸ καθ’ ὁμοίωσιν, ἀφοὺ «ἂν κατέλθῃ ἡ φύσις ἐκ τῆς οἰκείας τάξεως, τότε τὰ πάθη ἐν αὐτῇ εὑρίσκεται» [3]. Ὁ ἅγιος Ἰωάννης ὁ Δαμασκηνὸς διασαφηνίζει σχετικὰ πὼς ἡ ἁμαρτία εἶναι ἡ κατάχρηση τῶν φυσικῶν δυνάμεων ποὺ ἔχουν δωρηθεῖ ἀπὸ τὸν Θεὸ στὴ ψυχή, διευκρινίζοντας ὡστόσο πὼς οἱ δυνάμεις αὐτὲς καθ’ ἐαυτὲς δὲν εἶναι κακές, γίνονται ὅμως κακές, ὅταν στρέφονται ἐνάντια στὸ νόμο τοῦ Θεοῦ ποὺ τὶς ἔδωσε [4] . Στὸ σημεῖο αὐτὸ προκαταβολικὰ μόνο νὰ σημειώσουμε πὼς ἡ ὁμοφυλοφιλία ἀποτελεῖ κατὰ τὸν ἱερὸ Χρυσόστομο τὴ μεγαλύτερη ἐκτροπὴ-ἀτιμία [5] , ὅσον ἀφορᾶ στὶς φυσικὲς λειτουργίες τοῦ ἀνθρώπου, κατὰ συνέπεια οἱ σωτηριολογικὲς ἐπιπτώσεις γιὰ ἕναν ὁμοφυλόφιλο εἶναι τεράστιες, καθώς, ὅπως τονίζουν ὁμοφώνως οἱ Πατέρες τῆς Ἐκκλησίας, ἡ ἁμαρτία αὐτὴ ὁμοιάζει μὲ ἀκαριαῖο θάνατο τῆς ψυχῆς τοῦ ἀνθρώπου. Αλλά αὐτὸ θὰ τὸ ἀναλύσουμε διεξοδικὰ λίγο πιὸ κάτω.
.          Τώρα, ἂς ἔλθουμε στὴ δημιουργία τοῦ ἀνθρώπου μέσα ἀπὸ τὴν οἰκεία περιγραφὴ τῶν Πατέρων, ὥστε νὰ γνωρίσουμε καλύτερα τοὺς λόγους τῶν ὄντων. Κι ἂς ἀναφέρουμε ἐν πρώτοις τὴ σοφὴ διάγνωση τοῦ ἁγίου Γρηγορίου τοῦ Θεολόγου, πὼς ἔπειτα ἀπὸ τὴ δημιουργία τῶν νοητῶν (ἀγγελικῶν τάξεων) καὶ αἰσθητῶν κτισμάτων, ὁ Θεός, διὰ τῆς πανσόφου βουλήσεώς Του, προέβη καὶ σὲ μία σύνθεση τῶν δύο φύσεων, τῆς ἀοράτου καὶ τῆς ὁρατῆς [6]. Ἀπὸ αὐτὴ τὴ χειροποίητη σύνθεση προέκυψε ὁ ἄνθρωπος, τὸ τελειότερο δημιούργημα τοῦ Θεοῦ, ὁ ὁποῖος πλάστηκε στὸ μεθόριο ὁρατοῦ καὶ ἀοράτου κόσμου, ἔχοντας ἐξασφαλισμένο τὸ κατ’ εἰκόνα καὶ δυνάμει τὸ καθ’ ὁμοίωσιν. Ο ἅγιος Ἰωάννης ὁ Δαμασκηνὸς στὸ ἔργο του «Ἔκδοσις ἀκριβής της Ὀρθοδόξου πίστεως» μᾶς δίδει ὁρισμένα σημαντικὰ χαρακτηριστικὰ γνωρίσματα τοῦ πρώτου ἀνθρώπου. Μὲ βάση λοιπὸν αὐτὴ τὴν ἀξιόπιστη περιγραφή, «ὁ Θεὸς δημιούργησε τὸν ἄνθρωπο ἄκακο, εὐθύ, ἐνάρετο, ἄλυπο, ἀμέριμνο, στολισμένο μὲ τὴ λαμπρότητα κάθε ἀρετῆς, προικισμένο μὲ ὅλα τὰ ἀγαθά, ὡσὰν κάποιο δεύτερο κόσμο, μικρὸ κόσμο μέσα στὸ μεγάλο, ἄλλον ἄγγελο προσκυνητή, σύνθετο, θεατὴ τῆς ὁρατῆς δημιουργίας, γνώστη τῶν μυστηρίων τῆς νοητῆς, βασιλιὰ τῶν ἐπιγείων, ποὺ κυβερνᾶται «ἄνωθεν» (=ἀπὸ τὸ Θεό), ἐπίγειο καὶ οὐράνιο, προσωρινὸ καὶ ἀθάνατο, ὁρατὸν καὶ νοούμενον, ἐνδιάμεσο μεταξὺ μεγαλείου καὶ μικρότητος, τὸν ἴδιο πνεῦμα καὶ σάρκα … ἀκόμη τὸν δημιούργησε ἀναμάρτητο κατὰ τὴ φύση καὶ ἐλεύθερο κατὰ τὴ θέληση…» [7].
.             Ἀντιστοίχως ὁ Μέγας Βασίλειος χαρακτηρίζει τὸν ἄνθρωπο ὡς τὸ μόνο θεόπλαστο ζῶο, τὸ ὁποῖο ἔγινε μὲ βάση τὴν εἰκόνα τοῦ Δημιουργοῦ. Ἔχοντας ψυχὴ νοερὴ μπορεῖ νὰ στοχάζεται τὸ Θεό, νὰ κατανοεῖ τοὺς λόγους τῶν ὄντων καὶ μὲ ἐνάρετη ζωὴ νὰ κατευθύνεται πρὸς τὴν ἀγγελικὴ ἰσοτιμία. Καὶ συνεχίζει ὁ θεῖος καὶ ὄντως μεγάλος Βασίλειος λέγοντας πὼς ἡ ὑπεροχὴ τοῦ ἀνθρώπου σὲ σχέση μὲ τὰ ἄλλα ζῶα εἶναι συντριπτική, διότι μόνον ὁ ἄνθρωπος ἀξιώθηκε νὰ πλαστεῖ ὄρθιος, κάτι ποὺ φανερώνει οὐράνια συγγένεια. Καὶ τοῦτο συνέβη σκόπιμα, ὥστε ὁ ἄνθρωπος νὰ μὴν εἶναι μία βοσκηματώδης ὕπαρξη ποὺ ἔχει προσήλωση στὰ γήινα καὶ στὰ τῆς κοιλίας πάθη, ἀλλὰ νὰ στρέφεται πρὸς τὰ ἄνω καὶ νὰ ἐξαντλεῖ ὅλη τὴν ὁρμή του στὰ ἐπουράνια ἐνδιαφέροντα [8].
.             Ὁ ἅγιος Γρηγόριος Νύσσης, κατὰ σάρκα ἀδελφός του Μεγάλου Βασιλείου προχωρεῖ σὲ μία ἀκόμη πιὸ ἐντυπωσιακὴ καὶ ἀναλυτικὴ ἀνατομία τοῦ ἀνθρώπινου εἴδους. Ἀφοῦ μὲ τὴ σειρά του ἐπαναλαμβάνει τὶς περισσότερες ἀπὸ τὶς θέσεις ποὺ ἤδη ἐκτέθησαν, ἀναφέρει ἐπιπλέον πὼς ἡ ἀνθρώπινη φύση εἶναι διπλή. Διότι πρῶτα κατασκευάστηκε ἡ φύση ποὺ εἶχε ὁμοιότητα μὲ τὸ θεῖο, κάτι ποὺ φαίνεται ἀπὸ τὸ ὅτι ὁ ἄνθρωπος πλάστηκε κατ’ εἰκόνα τοῦ Θεοῦ, καὶ ἔπειτα εἶναι ἡ φύση ποὺ διαιρέθηκε κατὰ τὴ διαφορὰ στὰ γένη, ἄρρεν καὶ θῆλυ, κάτι ποὺ εἶναι ξένο ὡς πρὸς τὶς ἰδιότητες τοῦ Θεοῦ [9]. Ἡ πρώτη φύση ἔχει τὶς προδιαγραφὲς τῆς κατασκευαστικῆς ἀκρίβειας, ἐνώ ἡ δεύτερη φύση οἰκονομήθηκε διὰ κτίσεως, ἐξ αἰτίας τῆς τρεπτότητας τοῦ ἀνθρώπου πρὸς τὸ πονηρὸ καὶ τὴν κακὴ χρήση τοῦ αὐτεξουσίου του, τὴν ὁποία ὁ Θεὸς προκατάλαβε μὲ τὴν προγνωστική του δύναμη. «Καὶ ἐπειδή», καταλήγει ὁ ἅγιος Νύσσης, «εἶδε τί θὰ συμβεῖ, ἐπινοεῖ στὴν εἰκόνα τὴ διαφορὰ μεταξὺ ἄρρενος καὶ θήλεος, ἡ ὁποία δὲν βλέπει πρὸς τὸ θεῖο ἀρχέτυπο, ἀλλά, ὅπως ἔχει λεχθεῖ, εἶναι προσοικειωμένη πρὸς τὴν ἀλογώτερη φύση» [10].
.                Τί σημαίνει ὅμως, αὐτὸ ποὺ εἴδαμε λίγο πιὸ πάνω νὰ παρατηρεῖ ὁ ἅγιος Ἰωάννης ὁ Δαμασκηνός, πὼς ὁ ἄνθρωπος πλάστηκε ἀναμάρτητος κατὰ τὴ φύση, ἐνῶ γνωρίζουμε πὼς κυριολεκτικὰ ἀναμάρτητος κατὰ τὴ φύση εἶναι μόνον ὁ Θεός; Ὅτι ὁ ἄνθρωπος, ἐν ὅσῳ ζοῦσε στὸν Παράδεισο καὶ τηροῦσε τὶς ἐντολές, εἶχε τάση διαρκῶς πρὸς τὸ ἀγαθό, καθότι πλάστηκε ἀπὸ τὸ Θεὸ «καλὸς λίαν». Ταυτόχρονα ὅμως, ὅπως ἀναφέρθηκε, ἦταν ἐλεύθερος κατὰ τὴ βούληση, ἄρα στὴν πραγματικότητα ἦταν τρεπτὸς τόσο πρὸς τὸ καλό, ὅσο καὶ πρὸς τὸ κακό. Αὐτὸ τὸ στοιχεῖο τῆς ἐλευθερίας ἀποτελοῦσε καὶ τὸ μεγάλο δῶρο ποὺ ἔκανε ὁ Θεὸς πρὸς τὸν ἄνθρωπο, ἄσχετα ἂν ὁ τελευταῖος δὲν τὸ ἀξιοποίησε καὶ ἐξέπεσε προσωρινὰ τῆς πορείας πρὸς τὸ καθ’ ὁμοίωσιν.
.            Μερικοὶ βέβαια στὸ σημεῖο αὐτὸ ἴσως ἀπορήσουν καὶ ἀντείπουν, «καὶ γιατί ὁ Θεὸς δὲν μᾶς παγίωσε στὴν κατάσταση τῆς ἀναμαρτησίας, ἀκόμη κι ἂν ἐμεῖς οἱ ἄνθρωποι θὰ θέλαμε νὰ ἁμαρτήσουμε»; Διότι, ἀπαντᾶ μὲ θαυμαστὸ τρόπο ὁ ἅγιος Ἰωάννης ὁ Δαμασκηνός, στὸ Θεὸ δὲν ἀρέσει αὐτὸ ποὺ γίνεται μὲ ἐξαναγκασμό, ἀλλὰ αὐτὸ ποὺ ἐπιτυγχάνεται μὲ ἀρετὴ καὶ μάλιστα κι αὐτὴ ὄχι μὲ τὸ ζόρι, ἐξ ἀνάγκης, ἀλλὰ μὲ ἀγαθὴ προαίρεση [11]. Ο ἄνθρωπος δὲν πλάστηκε γιὰ νὰ ζεῖ δεμένος, ἀλλὰ ἐλεύθερος, ἀκριβῶς γιατί δὲν ἀνήκει ὀντολογικὰ στὴν ἄλογη φύση, ἀλλὰ στὴ λογική. Ἀκόμα καὶ μετὰ τὴν πτώση καὶ ἰδιαίτερα μετὰ τὴν ἔλευση τοῦ Λυτρωτῆ καὶ Σωτήρα, Κυρίου ἡμῶν Ἰησοῦ Χριστοῦ, ὁ ἄνθρωπος ὀφείλει νὰ μὴν σέρνεται πίσω ἀπὸ τὴν ἄλογη φύση, τρώγοντας καὶ πίνοντας ἀδιακρίτως, ἀφοῦ δὲν γεννηθήκαμε γιὰ νὰ τρῶμε καὶ νὰ πίνουμε, ἀλλὰ γιὰ νὰ ἀποφεύγουμε τὴν ἁμαρτία καὶ νὰ ἐργαζόμαστε τὴν ἀρετὴ [12].
.              Πράγματι, ὁ μεταπτωτικὸς ἄνθρωπος μπορεῖ νὰ βρίσκεται σὲ μειονεκτικότερη θέση ἀπὸ ὅ,τι ἦταν ὁ Ἀδὰμ στὸν Παράδεισο, ἀκριβῶς ἐπειδὴ ἀμαυρώθηκε τὸ κατ’ εἰκόνα καὶ ἀσθένησε σοβαρὰ ἡ ἀνθρώπινη φύση, πλὴν ὅμως, ἀπ’ τὴ στιγμὴ ποὺ δὲν καταστράφηκε ὁλοσχερῶς τὸ κατ’ εἰκόνα, παρέμειναν ἐντός του κάποιες πνευματικὲς δυνάμεις, οἱ ὁποῖες ὄχι μόνο ἔχουν τὸ ὀντολογικό τους ὑπόβαθρο στὸ ἀμαυρωμένο κατ’ εἰκόνα, ἀλλὰ τοῦ δίνουν τὴ δυνατότητα νὰ ἀναφέρεται στὸ Θεὸ καὶ νὰ πραγματώνει τὸ καλὸ [13] . Κι αὐτὸ ἀκριβῶς εἶναι τὸ ἐνθαρρυντικό, πὼς ενῶ ὁ ἄνθρωπος διέκοψε θεληματικῶς τὴν πορεία πρὸς τὸ ἀγαθό, ἡ θέληση καὶ τὸ λογικό του δὲν ὑποδουλώθηκαν, ἀλλὰ παρέμειναν ἐλεύθερα, ὥστε ἀκόμα καὶ σὲ αὐτὴ τὴν ἀρρωστημένη κατάσταση νὰ δύναται ὁ ἄνθρωπος νὰ ἀποφασίζει γιὰ τὴν σωτηρία τῆς ψυχῆς του.
.                Ἀντίθετα στὴν αἱρετικὴ Δύση, ὁ Λούθηρος ἐξέφρασε ἐντελῶς διαφορετικὴ γνώμη. Πιὸ συγκεκριμένα, ὑποστήριξε ὅτι τὸ κατ’ εἰκόνα τοῦ ἀνθρώπου καταστράφηκε πλήρως, μὲ ἄμεση συνέπεια ἡ ἁμαρτία νὰ ἀποτελεῖ ὀντολογικὸ γνώρισμα τοῦ ἀνθρώπου, ἀκόμα καὶ μετὰ τὴν ἀναγέννησή του μέσα ἀπὸ τὰ μυστήρια τῆς Ἐκκλησίας. Αὐτή ἡ ἀπαράδεκτη δογματικὴ θέση τοῦ Λουθήρου οὐσιαστικὰ νομιμοποίησε τὸ δικαίωμα στὴν ἁμαρτία, ὡς μία sui generis (=ἰδίου γένους) κατάσταση ὡς πρὸς τὴν ἀνθρώπινη φύση, παρουσιάζοντας ταυτόχρονα τὴ θέληση τοῦ ἀνθρώπου ὡς ἀνελεύθερη, ἄρα καὶ τὴ σωτηρία τοῦ ἀνθρώπου ἐξαρτημένη ἀποκλειστικὰ ἀπὸ τὸ Θεό. Μέσα ἀπὸ αὐτὴ τὴν πέρα γιὰ πέρα ἄστοχη προσέγγιση ὁ Λούθηρος θεμελίωσε τὴν ἑπόμενη κακοδοξία του περὶ ἀπολύτου προορισμοῦ, ὡς ἀποτέλεσμα τῆς ὑπόδουλης καὶ ἀνίκανης ἀνθρωπίνης θελήσεως νὰ κάνει κάτι πραγματικὰ καλὸ καὶ δίκαιο [14] .
.                Ἡ γνώση αὐτῆς τῆς δογματικῆς κακοδοξίας τοῦ Λουθήρου ἀποκτᾶ ἰδιαίτερη σημασία, διότι μᾶς βοηθάει νὰ κατανοήσουμε γιὰ ποιὸ λόγο ὁ «πολιτισμένος» δυτικὸς κόσμος διολίσθησε στὴν ἐποχή μας σὲ διαστροφὲς τύπου ὁμοφυλοφιλίας, παιδοφιλίας καὶ κτηνοβασίας. Ἡ «θεολογικὴ» ἀμνήστευση τῆς ἔννοιας ἁμαρτία, καθὼς καὶ ἡ ὑποβάθμιση τοῦ διαβόλου σὲ μία ἡμιφανταστικὴ σφαίρα, συνετέλεσαν, ὥστε νὰ ἐπιχειρεῖται βαθμιαία ἡ ἀπενοχοποίηση κάθε διαστροφῆς καὶ ἡ θεσμική της ἀναγνώριση ὡς ἀτομικὸ δικαίωμα καὶ φυσικὴ λειτουργία. Ἔτσι δὲν εἶναι τυχαῖο, πὼς πολλοὶ ἄνθρωποι σήμερα, ἀκόμη καὶ Ὀρθόδοξοι Χριστιανοὶ ποὺ «πᾶνε στὴν Ἐκκλησία», δικαιολογοῦν τὸ πάθος τῆς ὁμοφυλοφιλίας, ὡς μία φυσιολογικὴ-ὀντολογικὴ κατάσταση τοῦ ἀνθρώπου, ἐκφράζοντας, ἔστω καὶ ἀνεπιγνώστως, τὴν λουθηρανικὴ δικαιολογία πὼς «ἔτσι γεννήθηκε αὐτὸς ὁ ἄνθρωπος». Ὑπονοοῦν ἀσφαλῶς αὐτὸ ποὺ ὑποστήριζε ὁ Λούθηρος, ὅτι δηλαδὴ ἡ ἁμαρτία, σὲ ὁποιαδήποτε μορφή της, ἀπὸ τὴ στιγμὴ ποὺ καταστράφηκε τὸ κατ’ εἰκόνα, εἶναι ριζωμένη ἐντός τοῦ ἀνθρώπου καὶ ἀποτελεῖ μία πραγματικότητα τὴν ὁποία ὁ ἄνθρωπος, ὄχι μόνο δὲν δύναται νὰ τὴν ἀναστρέψει, ἀλλὰ ὀφείλει νὰ τὴν ἀποδεχτεῖ, ἀφοῦ ἔτσι κι ἀλλιῶς ἡ σωτηρία τοῦ ἀνθρώπου ἐξαρτᾶται ἀποκλειστικὰ καὶ μόνο ἀπὸ τὴ βούληση τοῦ Θεοὺ [15].
.                  Κατὰ συνέπεια, εἶναι ἐντελῶς αὐθαίρετη καὶ ἀντίθετη, ὡς πρὸς τὴν Ὀρθόδοξη αὐτοσυνειδησία καὶ ζωή, ἡ προωθούμενη στὶς μέρες μας νεοταξικὴ συγκατάβαση πρὸς τὶς ἄλογες ἐπιθυμίες τοῦ ἀνθρώπου. Τὸ ὅτι κατακυριεύονται κάποιοι ἀπὸ τὴν ἐπιθυμία τοῦ ὁμόφυλου πλησίον τους, αὐτὸ ἀποτελεῖ σοβαρὴ ἐκτροπὴ καὶ μόνο ποὺ γίνεται λόγος γιὰ ἐπιθυμία, πόσο μᾶλλον ὅταν αὐτὴ κινεῖται στὸ χῶρο τοῦ παρὰ φύσιν. Ο ἅγιος Ἰωάννης ὁ Χρυσόστομος εἶναι ἀπόλυτα σαφής, ὅταν ἀναφέρει πὼς ἀκόμα καὶ ἡ κατὰ φύσιν ἐπιθυμία, π.χ. τοῦ νὰ πηγαίνει κάποιος μὲ πολλὲς γυναῖκες, ξεφεύγει ἀπὸ τὰ ὅρια τῆς ἀνάγκης, ὅπως ἴσως θὰ μποροῦσε νὰ θεωρηθεῖ ὅταν ὁ ἄνδρας συνευρίσκεται μὲ τὴ νόμιμη γυναίκα του. Ἑπομένως, ἀκόμη καὶ ἐὰν ἀποδεχτοῦμε πὼς ἡ κατὰ φύσιν ἕλξη ποὺ νιώθει ὁ ἄνδρας ἀπὸ τὴ γυναίκα, ἔχει κάποιο στοιχεῖο ἀναγκαιότητας, αὐτὸ σὲ καμμία περίπτωση δὲν δικαιολογεῖ τὴν ὑπέρβαση αὐτοῦ τοῦ ὁρίου. Ἄρα, ἡ ἀγάπη πολλῶν γυναικῶν γιὰ παράδειγμα, δὲν ἀποτελεῖ κάποια ἀναγκαιότητα, ἀλλὰ πηγάζει καθαρὰ ἀπὸ τὴν προαίρεση καὶ βούληση τοῦ ἀνθρώπου ἐκείνου ποὺ κατακυριεύεται ἀπὸ κενοδοξία, ἀκολασία καὶ τὴν πέραν τοῦ μέτρου ἡδονή. Καὶ συμπεραίνει ὁ θεῖος Χρυσόστομος: «… Ὥστε δὲν ὀφείλεται στὴ φύση. Μὴ προβάλεις ὡς αἰτία τὴν ἐπιθυμία· αὐτή σοῦ δόθηκε γιὰ γάμο, σοῦ χορηγήθηκε γιὰ τεκνογονία, ὄχι γιὰ μοιχεία, οὔτε γιὰ ἀτιμία. Γνωρίζουν καὶ οἱ νόμοι νὰ συγχωροῦν τὰ ἁμαρτήματα, τὰ ὁποῖα γίνονται ἀπὸ ἀνάγκη· μᾶλλον δὲ κανένα ἁμάρτημα δὲν γίνεται ἀπὸ ἀνάγκη, ἀλλὰ ὅλα γίνονται ἀπὸ ἀκολασία. Διότι δὲν δημιούργησε ὁ Θεὸς τὴ φύση ἔτσι, ὥστε νὰ ἔχει ἀνάγκη νὰ ἁμαρτάνει· διότι, ἐὰν συνέβαινε αὐτό, δὲν θὰ ὑπῆρχε κόλαση. Διότι γιὰ ὅσα γίνονται ἀπὸ ἀνάγκη καὶ βία, οὔτε ἐμεῖς ζητοῦμε λόγο, οὔτε ὁ Θεὸς ὁ τόσο φιλάνθρωπος καὶ ἀγαθός…» [16] .
.                 Πρὸς ἐπίρρωσιν τῆς ἀνωτέρω θέσεως ἔρχεται καὶ ὁ ἕτερος σπουδαῖος Ἰωάννης, ὁ Δαμασκηνός, νὰ ἐξειδικεύσει τὸ θέμα περὶ ἡδονῶν καὶ νὰ ὁμιλήσει γιὰ φυσικὲς καὶ μὴ φυσικὲς ἡδονὲς τοῦ ἀνθρώπου. Ξεκινώντας ἀπὸ τὶς φυσικὲς ἡδονὲς κάνει ἕνα διαχωρισμὸ ἀνάμεσα σὲ αὐτὲς ποὺ εἶναι ἀπαραίτητες-ὑποχρεωτικές, ὅπως εἶναι οἱ τροφές, ποὺ χρειάζονται γιὰ νὰ ἐπιβιώσει ὁ ἄνθρωπος, καὶ σὲ αὐτὲς ποὺ εἶναι μὴ ἀπαραίτητες-προαιρετικές, ὅπως εἶναι οἱ νόμιμες σαρκικὲς ἐπαφές, ποὺ προάγουν στὴ διαιώνιση ὅλου τοῦ ἀνθρωπίνου γένους, ἀλλὰ εἶναι δυνατὸν κανεὶς νὰ τὶς ἀποφεύγει, ἐὰν ἐπιθυμεῖ νὰ ζήσει παρθενικὸ βίο. Τέλος ὑπάρχουν καὶ οἱ ἡδονὲς ἐκεῖνες, ποὺ εἶναι μὴ φυσικὲς καὶ μὴ ἀπαραίτητες, ὅπως οἱ κάθε εἴδους ἀκόλαστες πράξεις, οἱ ὁποῖες οὔτε στὴ διατήρηση τῆς ζωῆς μας συντελοῦν, οὔτε στὴ συνέχιση τοῦ ἀνθρωπίνου γένους. Ὅπως εἶναι εὔλογο, αὐτὲς οἱ τελευταῖες πρέπει νὰ ἀποφεύγονται ἐντελῶς ἀπὸ ἕναν ἄνθρωπο ποὺ θέλει νὰ αὐτοπροσδιορίζεται ὡς Χριστιανός, ἀντιθέτως νὰ ἀκολουθοῦνται ὅσες εἶναι φυσικὲς καὶ ἀπαραίτητες, ἐνῶ ὅσες εἶναι φυσικὲς ἀλλὰ μὴ ἀπαραίτητες νὰ τίθενται σὲ δευτερεύουσα θέση καὶ νὰ ἐφαρμόζονται πάντα κατὰ τὸν κατάλληλο χρόνο καὶ τὸ κατάλληλο μέτρο [17] .

Γιατί ἡ ὁμοφυλοφιλία ἀποτελεῖ ἄρνηση τῆς ἀνθρώπινης ὀντολογίας καὶ φυσιολογίας

.               Κάθε ἁμάρτημα ἐπιφέρει ὁρισμένες σοβαρὲς ψυχοσωματικὲς ἐπιπτώσεις στὸν ἄνθρωπο ἐκεῖνον ποὺ τὸ διαπράττει. Ἀπὸ τὰ θανάσιμα ὅμως ἁμαρτήματα, τὸ πλέον σοβαρὸ ὡς πρὸς τὶς ἐπιπτώσεις, εἶναι τὸ ἁμάρτημα τῆς πορνείας. Ἐνθυμούμενοι τὸν ἅγιο Ἰωάννη τῆς Κλίμακας, φέρνουμε στὸ νοῦ μας τὴ σοφὴ διαπίστωσή του πὼς δὲν εἶναι καθόλου τυχαῖο πού, ἐνῶ γιὰ τὰ ἄλλα ἁμαρτήματα συνηθίζουμε νὰ λέμε ὅτι ὁ τάδε ἔσφαλε, στὰ σαρκικὰ συνηθίζουμε νὰ λέμε ὅτι ὁ τάδε ἔπεσε [18]. Καὶ τοῦτο διότι, κατὰ τὸν ἅγιο Ἰωάννη τὸν Χρυσόστομο, ὁποιοδήποτε ἄλλο ἁμάρτημα κι ἂν διαπράξει ὁ ἄνθρωπος εἶναι ἁμάρτημα ποὺ διαπράττεται ἐκτός τοῦ ἀνθρωπίνου σώματος, σὲ ἀντίθεση μὲ τὸ ἁμάρτημα τῆς πορνείας ποὺ μολύνει ὅσο κανένα ἄλλο τὴ σάρκα καὶ ἐπιφέρει σημαντικὴ φθορὰ στὴ φύση τοῦ σώματος [19]. Ὁ τελῶν λοιπὸν τὴν πορνεία δὲν διαφέρει σὲ τίποτα ἀπὸ ἕνα ράκος, ἐπειδὴ ἀπὸ τὸ σῶμα του ἔχει ἀπολεσθεῖ κάθε εὐσέβεια καὶ ἔχει καταντήσει κατοικητήριο ὅλων τῶν δαιμόνων. Όπως προσθέτει χαρακτηριστικὰ ὁ ἱερὸς Χρυσόστομος, «εἰς αὐτὸ ὁ διάβολος τὴν ἰδίαν ἀπομάσσεται σῆψιν» [20].
.                Ὅμως κι αὐτὸ τὸ ἴδιο τὸ ἁμάρτημα τῆς πορνείας ὑπόκειται σὲ μία ἀξιολογικὴ διαβάθμιση. Διότι, ὅπως ἤδη ἔχει λεχθεῖ ἀνωτέρω, ὑπάρχει ἡ πορνεία ποὺ κινεῖται στὸ χῶρο τοῦ κατὰ φύσιν, μὲ τὴν ὀργανικὴ ἔννοια [21] καὶ ὑπάρχει ἡ πορνεία ποὺ κινεῖται στὸ χῶρο τοῦ παρὰ φύσιν. Σὲ αὐτὴ τὴ δεύτερη κατηγορία ἐντάσσεται ἡ ὁμοφυλοφιλία, ἡ ὁποία ἀποτελεῖ, κατὰ τὸν ἱερὸ Χρυσόστομο, τὸν κολοφώνα τῶν ἁμαρτημάτων. Και γιὰ ποιὸ λόγο ἀποτελεῖ τὸν κολοφώνα, δηλαδὴ τὸ ἀποκορύφωμα τῶν ἁμαρτημάτων, πολὺ πάνω κι ἀπὸ εἰδεχθεῖς πράξεις, ὅπως ὁ φόνος π.χ.; Διότι συνιστᾶ μιὰ εὐθεία ὕβρη ἀπέναντι στὸ πιὸ τέλειο δημιούργημα τοῦ Θεοῦ ποὺ εἶναι ὁ ἄνθρωπος, ὁ ὁποῖος κατ’ ἐντολὴν τοῦ Τριαδικοῦ Θεοῦ ἐπλάσθη «κατ᾽ εἰκόνα ἡμετέραν καὶ καθ᾽ ὁμοίωσιν» [22].
.                Καὶ εἶναι τόσο πολὺ βαρὺ παράπτωμα αὐτό, θὰ μποροῦσε νὰ ρωτήσει κάποιος; Σύμφωνα μὲ τοὺς Πατέρες τῆς Ἐκκλησίας, ναὶ εἶναι, γιατί σὲ μία περίπτωση φόνου γιὰ παράδειγμα, μπορεῖ νὰ συντρέχουν ἕνα σωρὸ ἐλαφρυντικά: «ἐν βρασμῷ ψυχῆς», λόγοι αὐτοάμυνας, ψυχολογικὰ προβλήματα, δαιμονισμοὶ κ.α. Ἐπιπλέον, ἔχει παρατηρηθεῖ πὼς σὲ μία τέτοια περίπτωση, ὅπως εἶναι ἡ ἀφαίρεση μίας ἀνθρώπινης ζωῆς, ἡ μετάνοια γιὰ τοὺς δολοφόνους εἶναι πολὺ πιὸ εὔκολη καὶ συχνή, ἐπειδὴ τὸ φριχτὸ ἀποτέλεσμα αὐτῆς τῆς θανάσιμης ἁμαρτίας εἶναι ἀρκετὸ γιὰ νὰ βασανίσει καὶ νὰ σωφρονίσει τὸν ἐγκληματία. Ἀντιθέτως, στὸ ἁμάρτημα τῆς ὁμοφυλοφιλίας τὶς περισσότερες φορές, οὔτε κὰν περνάει ἀπὸ τὸ μυαλὸ τοῦ ἐνεργοῦντος τὴν πράξη πὼς εἶναι κι ἐκεῖνος σωματοκτόνος καὶ ὅτι μάλιστα ἡ δική του ἡ θέση εἶναι πολὺ πιὸ ἐπιβαρυντικὴ ἀπὸ κείνη τοῦ φονιά, καθότι ἡ δική του ἡ πράξη συνοδεύεται ἀπὸ δαιμονικὴ ἀναίδεια καὶ ἀνταρσία, ὄχι μόνο πρὸς τὴ δημιουργία, ἀλλὰ καὶ ἀπέναντι σὲ αὐτὸν τὸν ἴδιο τὸν Δημιουργό. Ἐὰν ἕνας κοινὸς δολοφόνος ἀποσπᾶ τὴν ψυχὴ ἀπὸ τὸ σῶμα γιὰ μία φορά, ὁ ἐραστὴς τῆς ὁμοφυλοφιλίας «δολοφονεῖ» κατ’ ἐπανάληψη καὶ τὸ σῶμα καὶ τὴ ψυχή, κατὰ τὸν ἱερὸ Χρυσοστομο [23]. Σὺν τοῖς ἄλλοις, καταντᾶ προδότης τῆς ἴδιας του τῆς φύσεως, ἀπὸ τὴ στιγμὴ ποὺ οὔτε δύναται νὰ ἀποκτήσει κατὰ τρόπο ὀντολογικὸ τὴ φύση ποὺ ἐπιθυμεῖ, ἀλλὰ οὔτε προσπαθεῖ νὰ διατηρήσει καὶ ἐκείνη ποὺ εἶχε.
.                Ἀλλὰ ἂς ἐπιστρέψουμε στὴ θεϊκὴ ἐντολή, τῆς τοῦ ἀνθρώπου πλάσεως, κατ’ εἰκόνα Θεοῦ καὶ καθ’ ὁμοίωσιν.

ΣΥΝΕΧΙΖΕΤΑΙ: ΤΟ ΠΑΘΟΣ ΤΗΣ ΟΜΟΦΥΛΟΦΙΛΙΑΣ καὶ Η ΠΡΟΣΕΓΓΙΣΗ ΤΟΥ ΑΠΟ ΕΚΚΛΗΣΙΟΛΟΓΙΚΗ-ΑΝΘΡΩΠΟΛΟΓΙΚΗ ΑΠΟΨΗ-2 

ΠΗΓΗ:  ΚΛΙΚ

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου