ΘΕΣΕΙΣ τῆς ΕΚΚΛΗΣΙΑΣ τῆς ΕΛΛΑΔΟΣ γιὰ τὴν ΣΥΝΤΑΓΜΑΤΙΚΗ ΑΝΑΘΕΩΡΗΣΗ
Θέσεις τῆς Ἐκκλησίας τῆς Ἑλλάδος
γιὰ τὴν Συνταγματικὴ ἀναθεώρηση
12.2.2019
Πρὸς τοὺς κ.κ. Προέδρους
τῶν Κοινοβουλευτικῶν Κομμάτων
καὶ τοὺς ἀνεξάρτητους Βουλευτὲς
τῶν Κοινοβουλευτικῶν Κομμάτων
καὶ τοὺς ἀνεξάρτητους Βουλευτὲς
Ἀξιότιμοι,
. Συνοδικῇ Ἀποφάσει, ληφθείσῃ ἐν τῇ Συνεδρίᾳ τῆς Διαρκοῦς Ἱερᾶς Συνόδου τῆς 7ης μηνὸς Φεβρουαρίου ἐ.ε., σᾶς γνωρίζουμε ὅτι ἡ Διαρκὴς Ἱερὰ Σύνοδος, ἐν τῇ ρηθείσῃ Συνεδρίᾳ Αὐτῆς, ἀπεφάσισε τὴν διὰ τοῦ παρόντος ἀποστολὴ τῶν κατωτέρω θέσεων τῆς Ἐκκλησίας τῆς Ἑλλάδος ἐν σχέσει πρὸς τὴν ἐκκρεμῆ διαδικασία ἀναθεωρήσεως τοῦ ἰσχύοντος Συντάγματος ἐπὶ τῶν ζητημάτων ἐνδιαφέροντός Της καὶ παρακαλοῦμε νὰ συνεκτιμηθοῦν κατὰ τὶς συζητήσεις καὶ ψηφοφορίες στὴ Βουλὴ τῶν Ἑλλήνων.
. Ἡ Ἐκκλησία τῆς Ἑλλάδος θεωρεῖ ὅτι:
1.Ἡ προμετωπίδα τοῦ Συντάγματος, ποὺ ἐπικαλεῖται τὴν Ἁγία Τριάδα, ἀποτελεῖ βασικὸ στοιχεῖο ἱστορικῆς συνδέσεως τοῦ παρόντος Συντάγματος μὲ τὴν ἐπαναστατικὴ προέλευση τοῦ Ἑλληνικοῦ Κράτους. Ἡ προμετωπίδα αὐτὴ ὑπῆρχε σὲ ὅλα τὰ ἐπαναστατικὰ Συντάγματα καὶ ἡ διατήρησή της τεκμηριώνει τὴν διαρκῆ πεποίθηση τοῦ συντακτικοῦ νομοθέτη, ὅτι ὁ ἑλληνικὸς λαὸς ἀσκοῦσε πρωτογενῆ συντακτικὴ ἐξουσία καὶ πρὶν τὴν 3η Φεβρουαρίου 1830 (Πρωτόκολλο Λονδίνου), ὁπότε ἔλαβε χώρα ἡ διεθνὴς ἀναγνώριση τοῦ Ἑλληνικοῦ Κράτους. Τὸ Ἑλληνικὸ Κράτος δὲν εἶναι ἁπλῶς ἕνα δημιούργημα τῶν συμφωνιῶν τῶν Μεγάλων Δυνάμεων, ἀλλὰ ἐρείδεται στὴ βάση ἑνὸς Ἔθνους μὲ συγκεκριμένη πολιτιστικὴ καὶ θρησκευτικὴ ταυτότητα. Δὲν εἶναι τυχαῖο, ὅτι ὁ πατριωτικὸς αὐτὸς συμβολισμὸς τῆς προμετωπίδας καὶ ἡ ἀναγωγή της στὴν Ἁγία Τριάδα ξεκίνησε μὲ τὶς Ἐθνοσυνελεύσεις τῆς ἐποχῆς τῆς Ἐπανάστασης ὡς πολιτικὴ ἐπιλογὴ τῶν χριστιανῶν ἱδρυτῶν τοῦ νέου Κράτους. Ἡ παραμονὴ τῆς προμετωπίδας τῶν ἐπαναστατικῶν Συνταγμάτων στὸ ἰσχῦον Σύνταγμα, ἀποδεικνύει ὡς σταθερὴ τὴν ἄποψη τῆς Πολιτείας μας ὅτι ὁ Ἑλληνικὸς Λαός, μέσα ἀπὸ ἀγώνα γιὰ ἐθνικὴ ἀνεξαρτησία ἀπέναντι στὴν ἀλλόθρησκη ἐξουσία, δημιούργησε τὸ νέο κράτος.
2. Τὸ ἄρθρο 3 ἀποτελεῖ θεμέλιο νομικῆς ὀργανώσεως τῶν σχέσεων τόσο τοῦ Κράτους καὶ τῆς Ὀρθόδοξης Ἐκκλησίας τῆς Ἑλλάδος, ὅσο καὶ τῆς τελευταίας μὲ τὴν Μεγάλη του Χριστοῦ Ἐκκλησία τῆς Κωνσταντινουπόλεως. Ἀποτελεῖ ἀμετάβλητο στοιχεῖο πάγιας συνταγματικῆς παραδόσεως, ἔτυχε ἐπιμελοῦς ἑρμηνευτικῆς ἐπεξεργασίας ἀπὸ τὰ δικαστήρια καὶ δὴ τὸ Συμβούλιο τῆς Ἐπικρατείας, χωρὶς ποτὲ νὰ προκαλέσει προβλήματα στὴν πράξη, ἐνῶ, ὅταν ἀπαιτήθηκε, συνερμηνεύθηκε ἀπὸ τὰ δικαστήρια μὲ τὸ ἄρθρο 13 Συντ. περὶ θρησκευτικῆς ἐλευθερίας. Ὁ ὅρος «ἐπικρατοῦσα θρησκεία» ἔχει περιεχόμενο ἱστορικὸ καὶ πολιτισμικό, πληθυσμιακὸ καὶ διαπιστωτικό τῆς ἱστορικῆς, ἀλλὰ καὶ ἐνεργοῦ σχέσης τοῦ Ἑλληνικοῦ Ἔθνους μὲ τὴν ὀρθόδοξη παράδοση. Ἀπὸ τὸ ἄρθρο 3 παρ. 1 τοῦ Συντάγματος δὲν προκύπτει κανένας περιορισμὸς τῶν δικαιωμάτων πλήρους θρησκευτικῆς ἐλευθερίας τῶν μὴ ὀρθόδοξων θρησκευτικῶν κοινοτήτων ἢ κατοίκων τῆς Ἐπικράτειας. Σὲ κάθε περίπτωση ἡ Ἐκκλησία τῆς Ἑλλάδος στηρίζει κάθε ἰδιαίτερη συνταγματικὴ ἀναφορὰ καὶ προστασία πρὸς τὸ Οἰκουμενικὸ Πατριαρχεῖο, τὴν Ἐκκλησία τῆς Κρήτης καὶ τὶς Ἱερὲς Μητροπόλεις τῆς Δωδεκανήσου.
3. Ἡ προτεινόμενη τροποποίηση τοῦ ἄρθρου 3 Συντ. εἰσάγει στὸ ἀνωτέρω σύστημα ρυθμίσεως παράγοντα νοηματικὰ ἀόριστο, ὁ ὁποῖος εἶναι βέβαιο ὅτι θὰ προκαλέσει ἑρμηνευτικὰ προβλήματα καὶ παραδοχὲς ἐπικίνδυνες στὶς σχέσεις τῶν δύο ἐγχωρίων θεσμῶν (Κράτους – Ἐκκλησίας τῆς Ἑλλάδος) καὶ περαιτέρω καὶ στὶς σχέσεις αὐτῶν μὲ τὸ Οἰκουμενικὸ Πατριαρχεῖο Κωνσταντινουπόλεως.
. Ἡ εἰσαγωγὴ τῆς ρήτρας περὶ θρησκευτικὰ οὐδέτερου κράτους, εἰδικὰ στὴν πρώτη παράγραφο τοῦ ἄρθρου 3 τοῦ Συντάγματος, ποὺ ἀναγνωρίζει τὸν ρόλο τῆς Ὀρθόδοξης Ἐκκλησίας, δίνει τὴν ἐντύπωση ὅτι ἀποσκοπεῖ νὰ ἀνταγωνισθεῖ, καὶ στὴν πράξη νὰ ἀκυρώσει, τὴν ὑφιστάμενη στὸ ἴδιο ἄρθρο ἀναγνώριση τῆς πλειοψηφούσας ὀρθόδοξης χριστιανικῆς κοινότητας τῆς χώρας. Ἡ εἰσαγωγὴ στὸ Σύνταγμα τῆς ρήτρας ὅτι ἡ Ἑλλάδα εἶναι «θρησκευτικὰ οὐδέτερο κράτος» εἶναι πολιτικά, νομικὰ καὶ ἐν γένει ἐπιστημονικὰ ἀόριστη. Δὲν μπορεῖ νὰ γίνει καμία συζήτηση, ἐὰν δὲν διευκρινίζεται ποιὸ μοντέλο θρησκευτικῆς οὐδετερότητας ὑπονοεῖται, διότι ὑπάρχουν διεθνῶς τόσα μοντέλα θρησκευτικῆς οὐδετερότητας, ὅσα καὶ τὰ κράτη, ποὺ δηλώνουν θρησκευτικῶς οὐδέτερα, εἴτε μέσῳ τῆς καθιερώσεώς τους ρητῶς στὰ οἰκεῖα Συντάγματα, εἴτε μέσῳ τῆς σχετικῆς νομοθεσίας καὶ τῆς ἱστορικῆς τους παραδόσεως. Εἶναι προβληματικὴ καὶ ἐπικίνδυνη ἡ εἰσαγωγὴ μίας ρήτρας συνθηματικῆς συντομίας, ἡ ὁποία διεθνῶς ἔχει πολύσημο περιεχόμενο. Θὰ πρέπει νὰ διευκρινίζεται, ἐὰν πρόκειται γιὰ μία δυσμενῆ οὐδετερότητα (θρησκευτικὰ ἀδιάφορο κράτος) ἢ γιὰ μία εὐμενῆ οὐδετερότητα (μὴ παρεμβατικὸ κράτος, τὸ ὁποῖο ἐνισχύει τὰ θρησκεύματα καὶ ἀναγνωρίζει ἰδιαίτερο καθεστὼς γιὰ τὴ διευκόλυνση τῆς ἀποστολῆς τους). Δὲν εἶναι τυχαῖο ἐξ ἄλλου ὅτι κράτη, θρησκευτικῶς οὐδέτερα, ἔχουν ἐπιλέξει στὰ Συντάγματά τους περιφραστικὴ περιγραφὴ τοῦ εἴδους τῆς οὐδετερότητας, ποὺ υἱοθετοῦν (π.χ. «δὲν ὑπάρχει ἐπίσημη θρησκεία», «τὸ κράτος δὲν παρεμβαίνει στὶς θρησκευτικὲς κοινότητες» κ.λπ.), ὥστε νὰ εἶναι σαφὲς τὸ περιεχόμενο τῆς οὐδετερότητας, ποὺ ἐννοοῦν καὶ δὲν μεταχειρίζονται αὐτὸν τὸν ὄρο, ὁ ὁποῖος μπορεῖ νὰ ἐπιστηρίξει ἀκόμα καὶ νομοθετικὲς πολιτικὲς ἐχθρικὲς πρὸς τὸ θρησκευτικὸ φαινόμενο. Φυσικὰ ὁ ἀναθεωρητικὸς ζῆλος περὶ τὶς συνταγματικὲς σχέσεις Κράτους καὶ Ὀρθόδοξης Ἐκκλησίας, στὸ μέτρο ποὺ ἐπιχειρεῖ νὰ παρουσιάσει ὡς μείζονες θεσμικὲς ἀλλαγὲς καὶ ὡς νέες ἀξιακὲς κατακτήσεις, νομικὲς ἀρχὲς ποὺ εἶναι ἀπὸ καιροῦ δεδομένες στὴν νομολογία τῶν ἑλληνικῶν δικαστηρίων, ἀποβλέπει ἁπλῶς στὴν παραγωγὴ ἐντυπώσεων ὅτι ὁ δημόσιος χῶρος στὴν Ἑλλάδα δῆθεν «θεοκρατεῖται» καὶ ἐπέρχεται θεσμικὸς ἐκσυγχρονισμὸς τῆς ἑλληνικῆς κοινωνίας. Ὡστόσο ὁ κοσμικὸς χαρακτήρας τοῦ Ἑλληνικοῦ Κράτους ἐπαρκῶς προκύπτει ἀπὸ τρεῖς ἰσχυρὲς ρῆτρες (ἄρθρα 1 παρ. 2-3, 87 παρ. 2, 13 παρ. 4 Συντ.).
4. Ἡ τυχὸν ἐπιβολὴ ἀποκλειστικὰ πολιτικοῦ ὅρκου σὲ ὅλους τοὺς κρατικοὺς ἀξιωματούχους καὶ δημόσιους λειτουργοὺς καὶ ὑπαλλήλους, ἀντὶ τῆς δυνατότητας ἐπιλογῆς μεταξὺ πολιτικῆς ἢ θρησκευτικῆς ὁρκοδοσίας, συνιστᾶ μία μορφὴ ἀπόλυτης ἀπαγόρευσης ἐκδήλωσης θρησκευτικῶν πεποιθήσεων, ἀλλὰ ταυτόχρονα, συνδυαζόμενη μὲ τὴν ρήτρα περὶ θρησκευτικῆς οὐδετερότητας, ἀποκαλύπτει ὅτι τὸ νόημα τῆς τελευταίας ρήτρας ἀποσκοπεῖ στὴ θεμελίωση τοῦ θρησκευτικὰ ἀδιάφορου κράτους.
5. Ἡ συνταγματικὴ ἀναφορὰ καὶ προστασία τοῦ θεσμοῦ τῆς οἰκογένειας ὡς «θεμελίου συντήρησης καὶ προαγωγῆς τοῦ Ἔθνους» πρέπει νὰ διατηρηθεῖ. Τὸ ἐνδιαφέρον τῆς Ἐκκλησίας πηγάζει ἀπὸ τὴν ὅλη διδασκαλία της, ἰδιαίτερα ἀπὸ τὰ κείμενα τῶν Εὐαγγελίων, ἀλλὰ καὶ ἀπὸ τὸ ρόλο τῆς παραδοσιακῆς οἰκογένειας στὴν ἐπιβίωση τοῦ Ἔθνους. Ἡ σχετικὴ διάταξη περὶ ἀναγνώρισης τῆς οἰκογένειας, ὡς βασικοῦ κυττάρου τῆς ἑλληνικῆς κοινωνίας, δὲν πρέπει νὰ ἀπαλειφθεῖ ἢ νὰ δώσει τὴν θέση τῆς μέσα στὸ κείμενο τοῦ Συντάγματος σὲ ἄλλες μορφὲς συμβίωσης, οἱ ὁποῖες δὲν ἔχουν καμία παράδοση στὴν ἑλληνικὴ κοινωνία, ἀλλὰ οὔτε ἐξασφαλίζουν καὶ τὴν προοπτικὴ ἱστορικῆς ἐπιβίωσης τοῦ ἑλληνικοῦ λαοῦ ἢ ἐθνικῆς καὶ κοινωνικῆς συνοχῆς τῆς χώρας.
6. Τέλος παρατίθενται καὶ οἱ κατωτέρω συνοπτικὲς παρατηρήσεις, ὥστε νὰ καταστεῖ σαφὲς ποιὰ ζητήματα σχέσεων Κράτους καὶ Ὀρθόδοξης Ἐκκλησίας τῆς Ἑλλάδος δὲν ἀφοροῦν οἱ ὑφιστάμενες συνταγματικὲς διατάξεις:
α. Εἶναι γνωστὸ ὅτι ἡ κρατικὴ μισθοδοσία τοῦ Κλήρου καὶ ἐπιχορήγηση τῆς ἐκκλησιαστικῆς ἐκπαίδευσης δὲν ἔχουν σχέση μὲ τὸ ἄρθρο 3 πάρ. 1 ἐδαφ. α´ Συντ. (δηλαδὴ τὴν ρήτρα περὶ ἐπικρατούσας θρησκείας).
β. Ἡ νομικὴ μορφὴ τῆς Ἐκκλησίας τῆς Ἑλλάδος καὶ τῶν φορέων Της ὡς «νομικῶν προσώπων δημοσίου δικαίου» δὲν προκύπτει ἀπὸ τὸ ἄρθρο 3 Συντ. Εἶναι ζήτημα τοῦ νομοθέτη ὁ καθορισμὸς τῆς νομικῆς προσωπικότητας τῆς Ἐκκλησίας τῆς Ἑλλάδος καὶ τῶν φορέων Της.
γ. Ἐπιπλέον, μετὰ τὸ 2010 δὲν ὑπάρχει στὴν νομοθεσία κανένα φορολογικὸ προνόμιο εἰδικὰ προβλεπόμενο γιὰ τὴν Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία τῆς Ἑλλάδος. Αὐτὸ ἀποδεικνύει ὅτι οὐδεμία σχέση ἔχει τὸ ἄρθρο 3 Συντ. μὲ τὴν φορολογία τῶν φορέων τῆς Ἐκκλησίας, καὶ ὅτι οὐδεμία προνομιακὴ φορολογικὴ μεταχείρισή Της ἐπιβάλλει.
δ. Τὸ Μάθημα τῶν Θρησκευτικῶν δὲν ὑφίσταται στὴν ἐκπαίδευση λόγῳ τοῦ ἄρθρου 3 Συντ. Τὸ μάθημα ὑφίσταται λόγῳ τοῦ ἄρθρου 16 παρ. 2 Σύντ., ποὺ ἐπιβάλλει τὴν θρησκευτικὴ ἀγωγὴ τῶν νέων. Ἀκόμα καὶ ἐὰν δὲν ὑπῆρχε τὸ ἄρθρο 3 Συντ., ποὺ τεκμαίρει τὸ γεγονὸς ὅτι ἡ πλειοψηφία τῶν Ἑλλήνων εἶναι ὀρθόδοξοι χριστιανοί, τὸ Μάθημα τῶν Θρησκευτικῶν καὶ πάλι θὰ εἶχε πλειοψηφία ὕλης ἀπὸ τὴν Ἀνατολικὴ Ὀρθοδοξία, ἀφοῦ τὸ ἀνωτέρω ἀντικειμενικὸ γεγονὸς συντρέχει εἴτε τὸ τεκμαίρει τὸ ἄρθρο 3 Συντ., εἴτε ὄχι. Τὸ μάθημα πρέπει νὰ ἀνταποκρίνεται στὶς μορφωτικὲς ἀνάγκες τῆς ἑλληνικῆς κοινωνίας, ἡ ὁποία κατὰ πλειοψηφία ἀνήκει στὴν Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία, καὶ δὲν μπορεῖ νὰ ἀγνοεῖ τὴν ἱστορικὴ πορεία καὶ κοινωνικὴ πραγματικότητα τοῦ Ἑλληνικοῦ Λαοῦ. Αὐτὰ ὅμως δὲν ἔχουν σχέση μὲ τὸ ἄρθρο 3 Συντ.
ε. Τὸ ἄρθρο 3 Συντ. ἐγγυᾶται ὅτι τὸ Κράτος ἀναγνωρίζει ὡς Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία, ὡς φορέα τῆς ἐπικρατούσας θρησκείας τῶν Ἑλλήνων ἐκείνη τὴν Ἐκκλησία ποὺ διοικεῖται μὲ βάση τὰ Πατριαρχικὰ ἔγγραφα (Τόμος 1850, Πράξη 1928) καὶ ἔχει «κοινωνία» μὲ τὸ Οἰκουμενικὸ Πατριαρχεῖο. Αὐτὸ σημαίνει ὅτι δὲν μποροῦν νὰ διεκδικήσουν τὴν θρησκευτικὴ ἐκπροσώπηση τῶν ἐν Ἑλλάδι ὀρθόδοξων χριστιανῶν ἔναντι τοῦ Κράτους ἄλλες θρησκευτικὲς κοινότητες καὶ ὁμάδες, ποὺ δὲν πληροῦν τὰ παραπάνω κριτήρια. Τὸ ἄρθρο 3 Συντ. ἀποτελεῖ ἕνα χρήσιμο κανόνα ἀναγνώρισης ἀπὸ τὸ Κράτος ποιὰ Ἐκκλησία εἶναι αὐτή, ποὺ ἐκπροσωπεῖ τὴν πλειοψηφία τῶν Ἑλλήνων.
. Συνεπῶς, ὑπὸ τὴν ἰσχὺ τοῦ ἄρθρου 3 Συντ. καὶ τῶν ὁρισμῶν, ποὺ αὐτὸ εἰσάγει (= ὁρίζει ποιὰ Ἐκκλησία εἶναι ὁ φορέας τῆς ἐπικρατούσας θρησκείας τῆς χώρας), οἱ σχέσεις Κράτους καὶ Ὀρθόδοξης Ἐκκλησίας μποροῦν νὰ τροποποιοῦνται μὲ κοινοὺς νόμους, χωρὶς τὴν ἀνάγκη ἀναθεωρήσεως τοῦ ἄρθρου 3 τοῦ Συντάγματος. Πρὸς τὴν κατεύθυνση αὐτὴ ἡ Ἐκκλησία τῆς Ἑλλάδος ἔχει ζητήσει νομοθετικὲς ἀλλαγές, ἤτοι πρὸς τὴν κατεύθυνση τῆς μεγαλύτερης αὐτονομίας Της ἀπὸ τὸ Κράτος, ποὺ ἐκκρεμοῦν καὶ δὲν προϋποθέτουν καμία συνταγματικὴ ἀναθεώρηση.
. Ἐπὶ δὲ τούτοις, εὐελπιστοῦντες ὅτι θέλετε κατανοήσει τὴν σημασία τῶν ὡς ἄνω ἐκτεθέντων καὶ ὅτι θὰ λάβετε ὑπ’ ὄψιν τὶς θέσεις τῆς Ἐκκλησίας τῆς Ἑλλάδος, ἐπικαλούμεθα ἐφ’ ὑμᾶς πλούσια τὴ Χάρη τοῦ Θεοῦ καὶ διατελοῦμε μετ᾽ εὐχῶν καὶ τιμῆς.
Ὁ Ἀρχιγραμματεὺς
† Ὁ Μεθώνης Κλήμης
† Ὁ Μεθώνης Κλήμης
ΠΗΓΗ: ecclesia.gr
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου