Τετάρτη 23 Ιανουαρίου 2019

ΤΟ ΛΕΩΦΟΡΕΙΟ ΤΟΥ ΧΡΟΝΟΥ (Ἀρχιμ. Δαν. Ἀεράκη)

Τὸ λε­ω­φο­ρεῖο τοῦ χρό­νου

τοῦ Ἀρχιμ. Δανιὴλ Ἀεράκη

Τρία ἤ δύο μέ­ρη;

  • Συ­νή­θως δι­α­κρί­νου­με τὸ χρό­νο σὲ τρία μέ­ρη: Στὸ πα­ρελ­θόν, στὸ πα­ρὸν καὶ στὸ μέλ­λον. Ἡ τρι­με­ρὴς αὐ­τὴ δι­ά­κρι­σις δὲν φαί­νε­ται νὰ ἔ­χη ἀν­τι­κει­με­νι­κὴ ὑ­πό­στα­σι. Ἂν θε­λή­σου­με νὰ προσ­δι­ο­ρί­σου­με τὸ πα­ρόν, θὰ δι­α­πι­στώ­σου­με, ὅ­τι δὲν ἀ­πο­τε­λεῖ τί­πο­τε πε­ρισ­σό­τε­ρο ἀ­πό μιὰ δι­α­χω­ρι­στι­κὴ το­μὴ ἀ­νά­με­σα στὸ πα­ρελ­θὸν καὶ στὸ μέλ­λον. Πρῶ­τος τό τό­νι­σε αὐ­τὸ ὁ Ἀ­ρι­στο­τέ­λης: «Τό μεν πα­ρελ­θὸν γέ­γο­νε, τὰ δὲ τοῦ μέλ­λον­τος μέλ­λει γε­νέ­σθαι· τό δὲ νῦν οὐ μέ­ρος».

Ροὴ χρό­νου

  • Πα­ρόν! Δὲν εἶ­ναι μέ­ρος τοῦ χρό­νου. Ὑ­πάρ­χει τὸ πρὸ καὶ τὸ με­τά. Στὴ μέ­ση τό πα­ρόν, ἢ μᾶλ­λον ὁ Πα­ρών.

  • Ὁ Πα­ρὼν εἶ­ναι Ἄ­χρο­νος. Εἶ­ναι ὁ Ἄ­χρο­νος Θε­ός. Ὁ χρό­νος εἶ­ναι συ­νυ­φα­σμέ­νος μὲ τὸ χῶ­ρο καὶ μὲ τὴ δη­μι­ουρ­γία. Ἡ ἀρ­χὴ τοῦ δρό­μου δὲν εἶ­ναι δρό­μος. Ἡ ἀρ­χὴ τοῦ χρό­νου δὲν εἶ­ναι χρό­νος. Ἡ ἀρ­χὴ τῆς δη­μι­ουρ­γί­ας δὲν εἶ­ναι δη­μι­ουρ­γία. Ἡ Ἀρ­χὴ τῆς Θε­ό­τη­τας; Εἶ­ναι Θε­ό­τη­τα. Δὲν ὑ­πάρ­χει χρό­νος, πού δὲν ὑ­πάρ­χει Θε­ός.

  • Ὁ Θε­ὸς δὲν ἔ­χει ἀρ­χή. Εἶ­ναι ἡ Ἀρ­χή: «Ἐν ἀρ­χῇ ἐ­ποί­η­σεν ὁ Θε­ὸς τὸν οὐ­ρα­νόν καὶ τὴν γῆν». «Ἐν ἀρ­χῇ ἦν ὁ Λό­γος καὶ ὁ Λό­γος ἦν πρὸς τὸν Θε­ὸν καὶ Θε­ὸς ἦν ὁ Λό­γος» (Ἰ­ω­άν. α’ 1). Ὅ­ταν ὁ Θε­ὸς ἀ­πε­φά­σι­σε νὰ κα­τα­σκευ­ά­ση τὸ δρό­μο, διὰ τοῦ ὁ­ποί­ου φα­νε­ρώ­νε­ται ὅ­τι ὑ­πάρ­χει, μπῆ­κε στὴ ζωή μας καὶ ὁ χρό­νος. Ὀ δρό­μος εἶ­ναι ἡ πο­ρεία τοῦ κτι­στοῦ δη­μι­ουρ­γή­μα­τος ἀ­πὸ τὸν Ἄ­κτι­στο Θεό. Τὸ λε­ω­φο­ρεῖο τοῦ χρό­νου ξε­κί­νη­σε. Τρέ­χει μὲ τὴν τα­χύ­τη­τα τῶν ἀ­στέ­ρων. Τρέ­χει μὲ τὴ ροὴ τῶν πο­τα­μῶν. Τρέ­χει μὲ τοὺς κτύ­πους τῆς ἀν­θρώ­πι­νης καρ­δι­ᾶς. Τρέ­χει… «Τὰ πάν­τα ρεῖ» στὸ πο­τά­μι τοῦ χρό­νου. Ὁ Θε­ὸς πα­ρα­μέ­νει Ἄ­χρο­νος, τὰ δη­μι­ουρ­γή­μα­τά Του ὅ­μως μπῆ­καν στὴν τρο­χιὰ τοῦ χρό­νου. Παραστατικό το ποίημα τοῦ Δροσίνη:

Πές μου πο­τά­μι πού τρε­λὰ μέ­σα στοὺς κάμ­πους τρέ­χεις
καὶ τό­σες ὀ­μορ­φι­ές τῆς γῆς μὲ τὰ νε­ρά σου βρέ­χεις,
γι­α­τί μᾶς ψάλ­λεις θλι­βε­ρὸ σκο­πὸ μὲ τὴ φω­νή σου;
Ποι­ὸς ἄλ­λος ζεῖ τέ­τοια ζωὴ γλυ­κειά σὰν τὴ δι­κή σου;
Κι ἐ­κεῖ­νο ἀ­πο­κρί­θη­κε: Τί εὐ­τυ­χία ἔ­χω,
ἀ­φοῦ ἡ μοῖ­ρα μοῦ ‘γρα­ψε αἰ­ώ­νια νὰ τρέ­χω;
Ἂν ρο­δο­δά­φνες γέρ­νου­νε μὲ χά­ρη στὰ νε­ρά μου,
ἂν λυ­γα­ρι­ὲς κι ἀ­γράμ­πε­λες ἀν­θί­ζουν στὰ πλευ­ρά μου,
μή­πως μπο­ρῶ νὰ τὶς χα­ρῶ καὶ νὰ τὶς ἀ­γα­πή­σω;
Περ­νῶ, τὶς βλέ­πω μιὰ στι­γμὴ καὶ τὶς ἀ­φή­νω πί­σω…
Καὶ τὸ πο­τά­μι σώ­πα­σε κι ἀ­φή­νει τὸ δι­α­βά­τη
μὲ πι­κρα­μέ­νη τὴν καρ­διά, μὲ δα­κρυ­σμέ­νο μά­τι,
γι­α­τί μιὰ μαύ­ρη, μιὰ σκλη­ρὴ ἰ­δέα τὸν τρο­μά­ζει,
πώς κι ἡ δι­κιά του ἡ ζωὴ μὲ τὸ πο­τά­μι μοι­ά­ζει.

  • Ἠ ζωὴ τοῦ ἀν­θρώ­που μοι­ά­ζει μὲ τὸ πο­τά­μι. Τρέ­χει καὶ κυ­λᾶ. Βρί­σκει δυ­σκο­λί­ες. Βρί­σκει καὶ ἀν­θι­σμὲ­να λου­λού­δια. Μὰ οὔ­τε τὰ βρά­χια προ­λα­βαί­νει νὰ τὰ φω­το­γρα­φί­ση, οὔ­τε τὰ λου­λού­δια νὰ τὰ ζω­γρα­φί­ση.

«Καὶ ἡ δι­κιά του ἡ ζωὴ μὲ τὸ πο­τά­μι μοι­ά­ζει…». Τρέ­χει, μὰ δὲν χά­νε­ται. Ξε­χύ­νε­ται στὴν ἀ­πε­ραν­τω­σύ­νη τῆς θά­λασ­σας. Καὶ ἡ ζωὴ μᾶς τρέ­χει. Δὲν στα­μα­τᾶ. Δὲν πη­γαί­νει στὸ μη­δέν. Κα­τα­λή­γει στὴν πα­νέ­μορ­φη θά­λασ­σα τῆς αἰ­ω­νι­ό­τη­τας.

Πα­ρόν. ΠΑΡΩΝ

  • Τὸ πα­ρὸν εἶ­ναι πα­ρὸν πρα­γμα­τι­κὰ μό­νο ὡς πρό­σω­πο. Ὁ Θε­ὸς διὰ μέ­σου τῶν δη­μι­ουρ­γη­μά­των Του, φω­νά­ζει: Πα­ρών!

—Μὲ κρύ­βουν τὰ δη­μι­ουρ­γή­μα­τά μου, ἢ μᾶλ­λον μὲ φα­νε­ρώ­νουν τὰ δη­μι­ουρ­γή­μα­τά μου. Εἶ­μαι ὁ «παν­τα­χοῦ Πα­ρὼν καὶ τὰ πάν­τα πλη­ρῶν». Τὸ πα­ρὸν εἶ­ναι πρα­γμα­τι­κὰ πα­ρόν, μό­νο ὡς Πρό­σω­πο. Ὄ­χι μο­νὸ μὲ τὴν ἔν­νοια πού εἴ­πα­με, ἀ­ό­ρα­τος Θε­ός, αἰ­ω­νί­ως Πα­ρών, πού φω­νά­ζει διὰ μέ­σου τῶν ὁ­ρα­τῶν κτι­σμά­των «Πα­ρών». Λέ­ει ὁ Παῦ­λος: «Τὰ γὰρ ἀ­ό­ρα­τα αὐ­τοῦ ἀ­πό κτί­σε­ως κό­σμου τοῖς ποι­ή­μα­σι νο­ού­με­να κα­θο­ρᾶ­ται, ἡ τὲ ἀ­ῒ­δι­ος αὐ­τοῦ δύ­να­μις καὶ θει­ό­της» (Ρωμ. α’ 20). Πα­ρὼν ὁ Θε­ός! Ὡς αἰ­ώ­νι­ος καὶ προ­αι­ώ­νι­ος ὕ­παρ­ξις. Πα­ροῦ­σα και ἡ νέα πό­λις, ἡ αἰ­ώ­νια ζωή. Ὁ Ἀ­βρα­άμ, λέ­ει ἡ πρὸς Ἑ­βραί­ους, «ἐ­ξε­δέ­χε­το τὴν τοὺς θε­μελί­ους ἔ­χου­σαν πό­λιν, ἧς τε­χνί­της καὶ δη­μι­ουρ­γὸς ὁ Θε­ὸς» (Ἑβρ. ι­α’ 1).

  • Καὶ μὲ ἄλ­λη ἔν­νοια τὸ πα­ρὸν ὑ­πάρ­χει ὡς Πρό­σω­πο. Φω­νά­ζει ἐ­δῶ καὶ δύο χι­λι­ά­δες χρό­νια: «Πα­ρών»! Εἶ­ναι τὸ σαρ­κω­μέ­νο Πρό­σω­πο τοῦ Αἰ­ω­νί­ου Θε­οῦ Λό­γου. Μὲ τὴ σάρ­κω­σι τοῦ Χρι­στοῦ ὁ Ἄ­χρο­νος μπαί­νει στὸ χρό­νο. Ἔ­γι­νε ἄν­θρω­πος ἀ­λη­θι­νός. Καὶ μπο­ροῦ­με γιὰ τὴν ἀν­θρώ­πι­νή Του πο­ρεία στὴ γῆ νὰ λέ­με καὶ γι’ Αὐ­τόν, ὅτι ἦ­ταν κά­πο­τε ὀ­κτα­ή­με­ρος, σα­ράν­τα ἡ­με­ρῶν, δώ­δε­κα ἐ­τῶν, τρι­άν­τα ἐ­τῶν. Ἀλλ’ αὐ­τὸ δὲν ση­μαί­νει, ὅ­τι πε­ρι­ο­ρί­ζε­ται στὸ χρό­νο.

  • Ὁ Χρι­στὸς εἶ­ναι ὁ Αἰ­ώ­νι­ος καὶ ὡς Θε­άν­θρω­πος. Εἶ­ναι τὸ Αἰ­ώ­νιο Πα­ρόν. Γιὰ τὴ ζωή Του καὶ γιὰ τὴν προ­σφο­ρά Του ἡ Γρα­φὴ δὲν χρη­σι­μο­ποι­εῖ χρονόμε­τρο. Δὲν λέ­ει π.χ.: «Μα­ζί μου θὰ ἔ­χε­τε ἕ­να λαμ­πρὸ μέλ­λον!». Ἡ Γρα­φὴ χρη­σι­μο­ποι­εῖ τὸ αἰ­ω­νι­ό­με­τρο: Τὸ ἄμετρο! Ὄ­χι, τὸ μέ­τρο. Τὸ ἄ­με­τρο τῆς αἰ­ω­νι­ό­τητας. Πό­σες φο­ρὲς ἡ Και­νὴ Δι­α­θή­κη μι­λά­ει γιὰ χρό­νο καὶ πό­σες φορὲς γιὰ αἰ­ω­νι­ό­τη­τα; Γιὰ τὸ δεύ­τε­ρο πο­λὺ πε­ρισ­σό­τε­ρες φο­ρές: «Οὔ­τως ἠ­γά­πη­σεν ὁ Θε­ὸς τὸν κό­σμον, ὥ­στε τὸν Υἱ­όν αὐ­τοῦ τὸν μο­νο­γε­νῆ ἔ­δω­κεν, ἵ­να πᾶς ὁ πι­στεύ­ων εἰς αὐ­τὸν μὴ ἀ­πό­λη­ται, ἀλλ’ ἔ­χη ζωὴ αἰ­ώ­νι­ον» (Ἰ­ω­αν. γ’).

Πα­ρὸν μὲ δύο μά­τια

  • Τὸ πα­ρὸν εἶ­ναι φευ­γα­λέα στι­γμή. Καὶ ὅ­μως εἶ­ναι τὸ μό­νο, πού εἶ­ναι δι­κό μας. Τὸ πα­ρελ­θὸν δὲν εἶ­ναι δι­κό μας, ἀ­φοῦ τό χά­σα­με. Τὸ μέλ­λον δὲν εἶ­ναι δι­κό μας ἀ­φοῦ δὲν βρί­σκε­ται στὴ δι­ά­θε­σί μας. Ὁ Μέ­γας Βα­σί­λει­ος λέ­ει: «Τοι­οῦ­τος ὁ χρό­νος, οὗ τὸ μὲν πα­ρελ­θὸν ἠ­φα­νί­σθη, τὸ δὲ μέλ­λον οὔ­πω πά­ρε­στι, τὸ δὲ πα­ρὸν πρὶν ἢ γνω­σθῆ­ναι δι­α­δι­δρά­σκει τὴν αἴ­σθη­σιν». Φευ­γα­λέα στι­γμὴ τὸ πα­ρόν. Στα­θε­ρὸς ὅ­μως γιὰ πάν­τα ὁ Πα­ρών, ὁ Χρι­στός. Εἶ­ναι ὁ Πα­ρών, πού βρί­σκε­ται ἀ­νά­με­σα στὸ πρὸ καὶ στὸ με­τά. Χω­ρί­ζει στὰ δύο τὴν ἱ­στο­ρία χρο­νι­κά. Ἔτ­σι μι­λᾶ­με γιὰ πρὸ Χρι­στοῦ ἱ­στο­ρία καὶ με­τὰ Χρι­στὸν ἱ­στο­ρία. Χω­ρί­ζει στὰ δύο καὶ τὴ ζωή μας: Στὴν πρὸ Χρι­στοῦ, τὴ βου­τη­γμέ­νη στὴν ἁ­μαρ­τία, καὶ στὴ με­τὰ Χρι­στό, τὴν δο­σμέ­νη στὴ με­τά­νοια.

  • Τὸ πα­ρὸν ἔ­χει δύο μά­τια: Τὸ ἕ­να λέ­γε­ται μνή­μη, τὸ ἄλ­λο λέ­γε­ται προσ­δο­κία. Βλέ­που­με τὸ πα­ρελ­θὸν μὲ τὴ μνή­μη. Θυ­μό­μα­στε τά ὅ­σα δι­α­πρά­ξα­με. Ἡ ἱ­στο­ρία μας, ἱ­στο­ρία λα­θῶν καὶ πα­θῶν. Βλέ­που­με τὸ μέλ­λον μὲ προσ­δο­κία. Προσ­δο­κία ὄ­χι γι­α­τί πε­ρι­μέ­νου­με καὶ λαχ­τα­ρᾶ­με πε­ρισ­σό­τε­ρα κο­σμι­κὰ ἀ­γα­θὰ καὶ δό­ξες καὶ τι­μές. Προσ­δο­κᾶ­με, ὅ­τι ἐ­πι­τέ­λους θὰ με­τα­νο­ή­σου­με εἰ­λι­κρι­νά, θὰ στα­μα­τή­σου­με νὰ προ­σβάλ­λου­με τὸ ἅ­γιο θέ­λη­μα τοῦ Θε­οῦ, θὰ ζή­σου­με κα­τὰ τὸ Εὐ­αγ­γέ­λιο, θὰ ἀλ­λά­ξου­με ζωή.

Πα­ρόν: εὐ­και­ρία

Κα­τὰ τοῦ­το, λοι­πόν, τὸ πα­ρὸν ἐν Χρι­στῷ Ἰ­η­σοῦ εἶ­ναι «χρό­νος» μὲ τὴν ἁ­γι­ο­γρα­φι­κὴ ἔν­νοια τοῦ «και­ρός». Και­ρὸς ση­μαί­νει εὐ­και­ρία. Οἱ ἀρ­χαῖ­οι στὴ μυ­θο­λο­γία εἰ­κό­νι­ζαν τὴν Εὐ­και­ρία μὲ μία κό­ρη, πού ἔ­τρε­χε καὶ τὰ μα­κρυὰ μαλ­λιὰ της ἀ­νέ­μι­ζαν. Ὅ­ποι­ος προ­λά­βαι­νε καὶ ἔ­πι­α­νε τὰ μαλ­λιά της, δὲν ἔ­χα­νε τὴν εὐ­και­ρία… Πι­ά­σου καὶ σὺ ἀ­πὸ τὴν εὐ­και­ρία.

Εὐ­και­ρία εἶ­ναι τὸ «Νῦν», τὸ πα­ρόν, ὁ πα­ρὸν χρό­νος. Εὐ­και­ρία ἐκ­πτώ­σε­ων, νὰ σβή­σουν τὰ ἁ­μαρ­τή­μα­τά μας. Εὐ­και­ρία γιὰ τὴ σω­στὴ ἐ­κμε­τάλ­λευ­σι καὶ χρῆ­σι τοῦ ὑ­πο­λοί­που χρό­νου τῆς ζω­ῆς μας. Εὐ­και­ρία γιὰ τὴν ἐ­ξα­γο­ρὰ τῆς αἰ­ω­νι­ό­τη­τας. Οὐ­σι­α­στι­κὰ ἀ­πὸ τὸ πα­ρὸν ἐ­ξαρ­τᾶ­ται τὸ αἰ­ώ­νιο μέλ­λον. «Ἰ­δοὺ νῦν και­ρὸς εὐ­πρόσ­δε­κτος, ἰ­δού νῦν ἡ­μέ­ρα σω­τη­ρί­ας» (Β΄ Κορ. στ΄ 2).

  • Τὸ «Νῦν» κα­θα­ρί­ζει καὶ κα­θο­ρί­ζει τὶς δύο δι­α­στά­σεις τῆς ζω­ῆς μας. Μπο­ροῦ­με μὲ τὸ Νῦν, μέ το τώ­ρα, δη­λα­δή, νὰ κα­θα­ρί­σου­με τὸ πα­ρελ­θόν. Πῶς; Μὲ τὴ δύ­να­μι καὶ τὴν εὐ­και­ρία, πού λέ­γε­ται με­τά­νοια. Τὸ κή­ρυ­γμα τοῦ Κυ­ρί­ου συ­νο­ψί­ζε­ται σέ λί­γες λέ­ξεις: «Με­τα­νο­εῖ­τε· ἤγ­γι­κε γὰρ ἡ βα­σι­λεία τῶν οὐ­ρα­νῶν» (Ματθ. δ΄ 10). Ἂν τὸ νῦν, τὸ τώ­ρα, γί­νη αὔ­ριο, τό­τε τὸ αὔ­ριο γί­νε­ται με­θαύ­ριο, τὸ με­θαύ­ριο γί­νε­ται πο­τὲ καὶ μὲ τὸ αὔ­ριο τῆς ἀ­να­βο­λῆς χά­νου­με τὸ αἰ­ώ­νιο αὔ­ριο τῆς προ­σμο­νῆς.

  • Τὸ νῦν ἐ­πί­σης ἔ­χει σχέ­σι καὶ μὲ τὸ μέλ­λον. Κα­θο­ρί­ζει τὴν πο­ρεία τῆς νέ­ας ἐν Χρι­στῷ ζω­ῆς. Τὰ ὄ­νει­ρά μᾶς εἶ­ναι τὰ δι­κά Του θε­λή­μα­τα. Οἱ στό­χοι μας εἶ­ναι οἱ δι­κοί Του πό­θοι. «Θέ­λω ὅπου εἶ­μαι Ἐ­γώ, καὶ οἱ δι­κοί μου ἄν­θρω­ποι νὰ εἶ­ναι μα­ζί μου» (Ἰ­ω­αν. ιζ’ 4).

  • Τὸ πῶς μιὰ στι­γμὴ δυ­να­τῆς με­τα­νοί­ας κα­θα­ρί­ζει τὸ πα­ρελ­θὸν καὶ κα­θο­ρί­ζει τὸ μέλ­λον, τὸ βλέ­που­με στὴν πα­ρα­βο­λὴ τοῦ Ἀ­σώ­του. Μέ­σα σὲ μιὰ στι­γμή! Εἶ­ναι ἡ στι­γμὴ πού ζυ­γί­ζει αἰ­ω­νι­ό­τη­τα. Μέ­σα σὲ μιὰ στι­γμὴ τοῦ ‘ρθε ὁ πό­θος νὰ κα­θα­ρί­ση τὸ ἐ­λε­ει­νὸ πα­ρελ­θόν. Εἶ­ναι ἡ μνή­μη τῆς με­τα­νοί­ας. «Πό­σοι μί­σθι­οι τοῦ πα­τρός μου πε­ρισ­σεύ­ου­σιν ἄρ­των, ἐ­γὼ δὲ λι­μῷ ἀ­πό­λυμ­μι» (Λουκ. ιε΄ 17). — Χά­νο­μαι! Θὰ χα­θῶ; — Ὄ­χι, μοῦ μέ­νει τὸ τώ­ρα. Τώ­ρα «ἀ­να­στάς πο­ρεύ­σο­μαι πρὸς τὸν Πα­τέ­ρα μου». Ὁ Πα­τέ­ρας δὲν πέ­θα­νε. Ὁ Πα­τέ­ρας ζῆ. Κι ὁ Πα­τέ­ρας ἔ­δω­σε τὸν μο­νά­κρι­βο Γυιό του γιὰ μέ­να. Τώ­ρα ἐ­μέ­να πε­ρι­μέ­νει!

Ὁ Ἄσωτος ἐ­ξα­κο­λου­θεῖ νὰ ἔ­χη τὴ μνή­μη τοῦ πα­ρελ­θόν­τος, ντυ­μέ­νη ὅ­μως μὲ τὸ οὐ­ρά­νιο ροῦ­χο τῆς με­τά­νοι­ας καὶ πλυ­μέ­νη μὲ τὰ δά­κρυα τῆς ἐ­πι­στρο­φῆς. Ὀ Πα­τέ­ρας, ὅ­ταν βλέ­πη με­τά­νοια καὶ ἐ­ξο­μο­λό­γη­σι εἰ­λι­κρι­νή, χά­νει τὴ μνή­μη τοῦ δι­κοῦ μας πα­ρελ­θόν­τος.

  • Μιὰ στι­γμὴ κα­θο­ρί­ζει καὶ τὸ μέλ­λον, τὴν αἰ­ω­νι­ό­τη­τα.

Στὴν Ἐκ­κλη­σία ἡ μνή­μη τοῦ πα­ρελ­θόν­τος γί­νε­ται μνή­μη ἐν Χρι­στῷ. Καὶ ἡ ἐλ­πί­δα τοῦ μέλ­λον­τος γί­νε­ται ἐλ­πί­δα ἐν Χρι­στῷ. Γι’ αὐ­τὸ καὶ ἡ ζωὴ τοῦ Χρι­στι­α­νοῦ ὡς μέ­λους τῆς Ἐκ­κλη­σί­ας τρέ­φε­ται μὲ τὴ μνή­μη καὶ τὴν ἐλ­πί­δα τοῦ Χρι­στοῦ.

Πολ­λὰ χρό­νια ἢ ἕ­να λε­πτό;

  • Τὸ πα­ρόν! Ἕ­να λε­πτό! Τί ἀ­ξία ἔ­χει ἕ­να λε­πτό; Ἕ­να λε­πτὸ τοῦ ἀ­πέ­με­νε γιὰ τὴν τε­λευ­ταία του πνοή. Εἶ­ναι ὁ λη­στής. Καὶ πρό­λα­βε. Καὶ μὲ ἕ­να λε­πτὸ τοῦ χρό­νου, λε­πτὸ με­τα­νοί­ας, ἀ­γό­ρα­σε τὸν πα­ρά­δει­σο. Μὲ ἕ­να λε­πτὸ με­τα­πή­δη­σε ἀ­πὸ τὴν κό­λα­σι στὸν πα­ρά­δει­σο.

  • Μὲ ἕ­να λε­πτὸ ἐ­ξα­σφα­λί­ζεις τὴν αἰ­ω­νι­ό­τη­τα. Χει­ρί­σου κα­λά τό λε­πτὸ τοῦ πα­ρόν­τος. Ἕ­να λε­πτὸ πρὸ τοῦ θα­νά­του σὲ ὁ­δη­γεῖ στὴν αἰ­ώ­νια ζωή. Ἕ­να λε­πτὸ με­τὰ τὸ θά­να­το σὲ κα­θη­λώ­νει στὴν αἰ­ώ­νια κό­λα­σι, γιά πάν­τα, ἀ­με­τά­θε­τα.

  • Δὲν ξέ­ρω ἂν ἔ­χης πολ­λὰ λε­πτὰ χρη­μα­τι­κά. Ξέ­ρω ὅ­μως, ὅ­τι ἔ­χεις ἀ­κό­μα πολ­λὰ λε­πτὰ χρό­νου. Ἀρ­κε­τὰ πῆ­γε χα­μέ­νος «ὁ πα­ρε­λη­λυ­θώς χρό­νος» (Α’ Πέτρ. δ΄ 3). Ἔ­λε­γε κά­πο­τε σπου­δαῖ­ος ἱ­ε­ρο­κή­ρυ­κας τὴ μέ­ρα τῆς Πρω­το­χρο­νι­ᾶς:

—Βλέ­που­με μπρο­στὰ μας τό­σους φί­λους, καὶ τοὺς λέ­με «Χρό­νια πολ­λά». Ἂν βλέ­πα­με μπρο­στὰ μας τοὺς φί­λους καὶ τοὺς συγ­γε­νεῖς, πού δὲν μπο­ροῦν νὰ βγοῦν ἀ­πὸ τὴν αἰ­ώ­νια κό­λα­σι, ἂν μπο­ρού­σα­με νὰ τοὺς δοῦ­με, ἢ μᾶλ­λον, ἂν μπο­ροῦ­σαν νὰ μᾶς ἀ­παν­τή­σουν στὸ ἐ­ρώ­τη­μα: « Τί δῶ­ρο θέ­λε­τε νὰ σᾶς κά­νου­με σή­με­ρα Πρω­το­χρο­νιά», νὰ εἶ­σθε βέ­βαι­οι, ὅ­τι ἀ­πὸ τὸ στό­μα ὅ­λων, θὰ ἀ­κού­γα­με ἕ­να κραυ­γα­λέο, σπα­ρα­κτι­κὸ αἴ­τη­μα: «Ἕ­να λε­πτό! Μό­νο ἕ­να λε­πτὸ νὰ ξα­νάρ­θου­με στὴ ζωή! Ἕ­να λε­πτό! Μᾶς φτά­νει: Νὰ φω­νά­ξου­με: Ἁ­μαρ­τή­σα­με!… Ἔ­λε­ος, Κύ­ριε, ἔ­λε­ος. Σπλα­χνί­σου μας…». Αὐ­τό τό λε­πτό, πού ὅ­λοι οἱ κο­λα­σμέ­νοι ζη­τοῦν, μὰ δὲν τὸ ἔ­χουν, αὐ­τὸ τὸ λε­πτό τό ἔ­χου­με ἐ­μεῖς.

  • Τρέ­ξε! Νὰ τὸ ἐ­ξαρ­γυ­ρώ­σης στὴν τρά­πε­ζα τοῦ θεί­ου ἐ­λέ­ους!

Τε­λι­κά τό «Νῦν», ἡ ἀ­κα­θό­ρι­στη στι­γμὴ τοῦ πα­ρόν­τος, πού δὲν εἶ­ναι ὡ­ρο­λο­γι­α­κὸς χρό­νος, θὰ πα­ρα­τα­θῆ στὸ ἄ­πει­ρο. Θά γί­νη τό αἰ­ώ­νιο σή­με­ρα. Ἀ­πό μιὰ στι­γμὴ ἐ­ξαρ­τᾶ­ται τὸ αἰ­ώ­νιο μέλ­λον μας.

Πλοῖο, λε­ω­φο­ρεῖο, γέ­φυ­ρα

Ὁ χρό­νος συ­νυ­φαί­νε­ται μέ τή ζωὴ καὶ τὴν κα­τευ­θύ­νει στὸν θά­να­το. Ὅ­πως οἱ ἐ­πι­βά­τες τοῦ πλοί­ου ὁ­δη­γοῦν­ται στὸ λι­μά­νι, ἔ­στω καὶ ἂν κοι­μοῦν­ται καὶ δὲν ἀν­τλαμ­βά­νον­ται τί­πο­τε, ἔτ­σι καὶ οἱ ἄν­θρω­ποι μὲ τὸ πέ­ρα­σμα τοῦ χρό­νου ὁ­δη­γοῦν­ται φυ­σι­ο­λο­γι­κὰ στὸ τέ­λος τῆς ζω­ῆς τους. Λέ­ει ὁ Μέ­γας Βα­σί­λει­ος: «Κοι­μᾶ­σαι καὶ ὁ χρό­νος σὲ πα­ρα­τρέ­χει. Εἶ­σαι ξυ­πνη­τὸς καὶ ἔ­χεις φρον­τί­δες, ἀλ­λὰ ἡ ζωὴ δα­πα­νᾶ­ται, ἔ­στω κι ἂν αὐ­τὸ δὲν γί­νε­ται ἀν­τι­λη­πτό. Ὅ­λοι τρέ­χου­με κά­ποι­ον δρό­μο, σπεύ­δον­τας ὁ κα­θέ­νας πρὸς τὸ τέ­λος… Ὅ­λα περ­νοῦν καὶ μέ­νουν πί­σω σου… Τέ­τοια εἶ­ναι ἡ ζωή. Οὔ­τε οἱ χα­ρὲς τῆς εἶ­ναι μό­νι­μες, οὔ­τε οἱ λύ­πες δι­αρ­κεῖς. Καὶ ὁ δρό­μος δὲν εἶ­ναι δι­κός σου, οὔ­τε τὰ πα­ρόν­τα δι­κά σου».

  • Μπῆ­κε στὸ χρό­νο ὁ Ἄ­χρο­νος, γιὰ νὰ μᾶς ἀ­παλ­λὰ­ξη ἀ­πό τὴν τρο­μο­κρα­τία τοῦ χρό­νου. Μᾶς τρο­μά­ζει τὸ κύ­λι­σμα, τὸ τρέ­ξι­μο τοῦ χρό­νου, γι­α­τί νο­μί­ζου­με ὅ­τι τὸ ὄ­χη­μα του μᾶς πη­γαί­νει στὸ θά­να­το. Ἦλ­θε ὅ­μως ὁ Χρι­στὸς καὶ ἄλ­λα­ξε τὸ ὄ­χη­μα τοῦ χρό­νου. Δὲν εἶ­ναι ὁ χρό­νος ἡ νε­κρο­φό­ρα, πού μᾶς πη­γαί­νει σι­γὰ-σι­γὰ, πέν­θι­μα στόν τά­φο. Ὄ­χι. Ὁ χρό­νος ἔ­χει και­νούρ­γιο ὄ­χη­μα. Ἡ μάρ­κα του εἶ­ναι τε­λευ­ταί­ου τύ­που. Λέ­γε­ται ἀ­νά­στα­σις. Ὁ χρό­νος με­τὰ Χρι­στὸ καὶ μὲ τὸ Χρι­στὸ τρέ­χει μὲ τὸ ὄ­χη­μα, πού λέ­γε­ται ζω­η­φόρος. Τρέ­χει καὶ κα­νεὶς δὲν τὸν στα­μα­τᾶ. Ἁ­πλῶς σὲ κά­ποια στι­γμή, μὰ θὰ εἶ­ναι μό­νο ἁ­πλῶς μιὰ στι­γμή, θὰ πε­ρά­ση τὰ σύ­νο­ρα. Ὁ Ἄγ­γε­λος αὐ­το­μά­τως θὰ ἐ­λέγ­ξη ἂν τὸ δι­α­βα­τή­ριό μας ἔ­χη τὶς δυὸ σφρα­γί­δες, τὴν ἀ­κλό­νη­τη πί­στι καὶ τὴν ἀ­ρε­τὴ μὲ τὰ κα­λά της ἔρ­γα. Καὶ θὰ πα­ρα­δώ­ση ὁ χρό­νος τὴ δι­κή του πρό­σκαι­ρη ζωὴ στὸ δι­α­στη­μό­πλοιοτῆς ἀ­τέ­λει­ω­της ζω­ῆς τῆς αἰ­ω­νι­ό­τη­τας. Λέ­ει ὁ Μ. Βα­σί­λει­ος: «Ὁ χρό­νος εἶ­ναι ἡ πε­ρί­ο­δος προ­ε­τοι­μα­σί­ας τοῦ ἀν­θρώ­που γιὰ τὴν αἰ­ώ­νια μα­κα­ρι­ό­τη­τα» (στό Ψαλμ. 114,5).

  • Κά­θε φο­ρά χά­νου­με ἀ­πό τὴ ζωὴ μας τό­σο, ὅ­σο ἀ­κρι­βῶς ζή­σα­με. Καὶ δὲν ἔ­χου­με τὴν αἴ­σθη­σι, ὅ­τι δα­πα­νᾶ­ται ἡ ζωή μας, μο­λο­νό­τι με­τροῦ­με πάν­το­τε μὲ βά­σι τή ζωή πού πέ­ρα­σε καὶ χά­θη­κε. Δη­λα­δὴ κά­νου­με ἕ­να λά­θος στὸ μέ­τρη­μα τῶν χρό­νων τῆς ζω­ῆς μας. Ἄς ὑ­πο­θέ­σου­με, ὅ­τι κά­ποι­ος εἶ­ναι 80 χρο­νῶν καὶ ὅ­τι ὁ Θε­ὸς ἔ­χει προ­ο­ρί­σει νὰ ζή­ση 85 χρό­νια. Πό­σα εἶ­ναι τὰ χρό­νια της ζω­ῆς του; —Πέν­τε! Ὄ­χι ὀ­γδόν­τα! Πέν­τε τοῦ ἀ­πο­μέ­νουν. Τὰ ὀ­γδόν­τα ἔ­φυ­γαν.

  • Ὁ ἄν­θρω­πος δρᾶ καὶ κι­νεῖ­ται μέ­σα στὸν κό­σμο, σὰν νὰ ἐ­πρό­κει­το νὰ ζῆ αἰ­ώ­νια. Τὸ πα­ρὸν τὸ χρη­σι­μο­ποι­οῦ­με συ­νή­θως ὡς γέ­φυ­ρα μελ­λον­τι­κῶν σχε­δί­ων. Ἀλλ’ ἀ­πο­δει­κνύ­ε­ται σά­πια ἡ γέ­φυ­ρα αὐ­τή. Στὴν πρα­γμα­τι­κό­τη­τα τὸ πα­ρὸν εἶ­ναι ἡ γέ­φυ­ρα πού μᾶς συν­δέ­ει μὲ τὴν αἰ­ω­νι­ό­τη­τα. Καὶ ἡ γέ­φυ­ρα αὐ­τὴ λέ­γε­ται «Γρη­γο­ρεῖ­τε». Ὁ χρό­νος, ποῦ ζοῦ­με, ἐ­νῶ πα­ρου­σι­ά­ζε­ται ὡς με­τρη­τής τῆς ζω­ῆς μας, εἶ­ναι ταυ­το­χρό­νως καὶ με­τρη­τής τοῦ ἀ­φα­νι­σμοῦ μας.

  • Ὁ χει­ρό­τε­ρος ἐ­χθρὸς τοῦ χρό­νου εἶ­ναι τὸ «ἔ­χω και­ρό». Κά­τω ἀ­πό τά μάρ­μα­ρα τῶν τά­φων εἶ­ναι θαμ­μέ­να ὅ­λα τὰ σχέ­δια καὶ τὰ ὄ­νει­ρα! Ὅ­λα τά ἔ­θα­ψε ὁ πα­ρα­λο­γι­σμὸς τοῦ «ἔ­χω και­ρό». Μέ­σα στὴν καρ­διὰ ὅ­μως τῶν ἁ­γί­ων εἶ­ναι κρυμ­μέ­νοι ὅ­λοι οἱ πό­θοι γιὰ αἰ­ώ­νια ζωή.

  • Οἱ ἅ­γι­οι, οἱ πι­στοὶ χρι­στι­α­νοί, βρῆ­καν τὸ λε­ω­φο­ρεῖο τῆς ζω­ῆς, πού ἀ­φε­τη­ρία ἔ­χει τὸ χρό­νο καὶ τὲρ­μα ἔ­χει τὴν αἰ­ω­νι­ό­τη­τα. Σ’ αὐ­τὸ τὸ λε­ω­φο­ρεῖο μπῆ­κε καὶ ὁ Χρι­στός. Μπῆ­κε στὸ χρό­νο, στὸ λε­ω­φο­ρεῖο τοῦ χρό­νου, ἀλ­λά ἄρ­πα­ξε καὶ τὸ τι­μό­νι Του. Καὶ τὸ ὁ­δη­γεῖ στὴν ἀ­τέρ­μο­να αἰ­ω­νι­ό­τη­τα.

Μὴ χά­σης τὸ λε­ω­φο­ρεῖο τοῦ χρό­νου, πού πά­ει στὴν αἰ­ώ­νια ζωή. Γι­α­τί περ­νά­ει καὶ τὸ λε­ω­φο­ρεῖο τὸ ἄλ­λο. Φέρ­νει μέ­σα του τὸ θά­να­το. Οἱ ἐ­πι­βά­τες του ζοῦν γιὰ τὸ θά­να­το καὶ χά­νον­ται στὸ κα­τρα­κύ­λι­σμα τῆς κο­λά­σε­ως.

  • Ἤρ­θα­με ἀ­πό τό μη­δέν. Μᾶς ἐ­πι­βί­βα­σαν στὸ λε­ω­φο­ρεῖο τοῦ ἐν Χρι­στῷ χρό­νου· Κα­νεὶς ἄς μὴ κα­τέ­βη. Ὅ­λοι μα­ζὶ μὲ τὸν Χρι­στὸ στὴν αἰ­ω­νι­ό­τη­τα, χω­ρὶς πλέ­ον τὸ χρό­νο. Στὴ ζωὴ χω­ρὶς καμ­μιὰ λύ­πη καὶ ἀ­πελ­πι­σία. Στὴ ζωὴ μα­ζὶ μὲ τὸν αἰ­ώ­νιο Χρι­στό. Ἀ­μήν. 

  • ΠΗΓΗ:   ΚΛΙΚ

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου