ΕΝΑΣ ΕΝΑΝΤΙΟΝ ΟΛΩΝ
Του Μητροπολίτου Φλωρίνης π. Αυγουστίνου
ΣΗΜΕΡΑ, ἀγαπητοί μου, ἑορτάζει ὁ ἅγιος Μᾶρκος Ἐφέσου ὁ Εὐγενικός. Στὰ ἐκκλησιαστικὰ βιβλία ὑπάρχουν καὶ ἄλλοι Μᾶρκοι. Ἕνας εἶνε ὁ εὐαγγελιστής, ποὺ ἔγραψε τὸ δεύτερο Εὐαγγέλιο. Ἄλλος Μᾶρκος εἶνε ὁ ἀσκητὴς ποὺ ἔζησε στὴν ἔρημο. Ὁ σημερινὸς λέγεται Μᾶρκος ὁ Εὐγενικός, καὶ ἦταν μητροπολίτης Ἐφέσου.
* * *
Πότε ἔζησε; Λίγο προτοῦ νὰ πέσῃ ἡ Πόλις. Ἡ Πόλις ἔπεσε 29 Μαΐου 1453, ἡμέρα
Τρίτη. Μερικὰ χρόνια πρὶν ἔζησε καὶ ἔδρασε ὁ ἅγιος Μᾶρκος. Ἦταν χρόνια δύσκολα γιὰ τὸ γένος μας. Οἱ Τοῦρκοι εἶχαν κατορθώσει νὰ κυριεύσουν ὅλη τὴ Μικρὰ Ἀσία. Κάψανε σπίτια, ἀτιμάσανε γυναῖκες… Περάσανε τὰ Δαρδανέλλια, ἦρθαν στὴ Θρᾴκη, φτάσανε μέχρι τὴν Κω᾿σταντινούπολι, καὶ τὴν πολιόρκησαν. Κινδύνευσε ἡ Πόλις νὰ πέσῃ στὰ χέρια τους.Αὐτοκράτωρ ἦταν τότε ἕνας ἀδελφὸς τοῦ Κω᾿σταντίνου τοῦ Παλαιολόγου, ὁ Ἰωάννης Παλαιολόγος. Αὐτὸς συνεκάλεσε στὸ παλάτι σύσκεψι. Μαζευτήκανε στρατηγοί, ναύαρχοι, ὅλοι οἱ μεγάλοι, καὶ ἐσκέπτοντο πῶς θὰ σωθοῦνε ἀπὸ τὸν κίνδυνο τῶν Τούρκων. Ὅλοι εἶπαν· Μόνοι μας δὲ᾿ μποροῦμε· πρέπει νὰ ζητήσουμε τὴ βοήθεια τῶν Εὐρωπαίων. Ἀλλὰ οἱ Εὐρωπαῖοι (Ἰταλοί, Γάλλοι, Ἱσπανοί, Γερμανοί…) δὲν εἶνε ὀρθόδοξοι. Πιστεύουν στὸν πάπα, καὶ αὐτὸν προσκυνοῦνε. Ἦταν καὶ τότε ὁ πάπας πανίσχυρος, γιατὶ ἐξουσίαζε ὄχι μόνο θρησκευτικῶς, ἀλλὰ καὶ πολιτικῶς. Ὅ,τι ἤθελε ἔκανε. Ἂν ἔλεγε «πόλεμος», πόλεμος γινόταν· ἂν ἔλεγε «εἰρήνη», εἰρήνη. Ἔπρεπε λοιπὸν νὰ πᾶνε στὸν πάπα καὶ νὰ τὸν παρακαλέσουν νὰ στείλῃ βοήθεια. Σχηματίσθηκε λοιπὸν μιὰ ἐπιτροπή. Ἐκκλησιαστικὰ μέλη τῆς ἐπιτροπῆς ἦταν ὁ πατριάρχης, ὡρισμένοι μητροπολῖται, καὶ μεταξὺ αὐτῶν ὁ ἅγιος Μᾶρκος μητροπολίτης Ἐφέσου.
Ἂν πάρετε ἕνα χάρτη, θὰ δῆτε ὅτι ἡ Ἔφεσος εἶνε στὴ Μικρὰ Ἀσία, ἀπέναντι ἀπὸ τὴ Σάμο. Ἦταν μία ἀπὸ τὶς ὡραιότερες πόλεις, μὲ 30 – 40 χιλιάδες Χριστιανούς, μὲ ὡραῖες ἐκκλησίες καὶ μοναστήρια, ποὺ ὑπῆρχαν ἐκεῖ μέχρι τὸ 1922. Τώρα δὲν ὑπάρχει τίποτα. Οἱ Τοῦρκοι τὶς ἐκκλησίες τὶς κάνανε σταύλους καὶ κινηματογράφους… Τότε λοιπὸν μητροπολίτης Ἐφέσου ἦταν ὁ ἅγιος Μᾶρκος.
Τὸν πῆραν μαζί τους στὴν ἐπιτροπή, γιατὶ ἦταν πολὺ μορφωμένος. Ἤξερε τὴν ἁγία Γραφὴ ἀπέξω, ἤξερε τοὺς πατέρες, ἤξερε φιλοσοφία· ἦταν ὁ πιὸ κατάλληλος νὰ κάνῃ συζήτησι μὲ τοὺς δυτικούς.
Μπῆκαν σὲ καράβι γιὰ νὰ πᾶνε. Τώρα ἀπὸ τὴν Πόλι φθάνεις στὴ Ῥώμη μὲ τὸ ἀεροπλάνο σὲ δυὸ ὧρες. Τότε ὅμως ἤθελαν μῆνες· νὰ περάσουν τὰ Δαρδανέλλια, τὸ Αἰγαῖο, κάτω ἀπὸ τὴν Πελοπόννησο, γιὰ νὰ φθάσουν ἐκεῖ. Τὰ καράβια ἦταν ἱστιοφόρα. Ξεκίνησαν λοιπὸν καὶ ὕστερα ἀπὸ τέσσερις μῆνες φθάσανε στὴν Ἰταλία.
Μόλις βγήκανε ἔξω, ὁ πάπας εἶχε τὴν ἀξίωσι, ὅλη ἡ ἐπιτροπὴ τῶν ἐκλεκτῶν Βυζαντινῶν μὲ ἐπὶ κεφαλῆς τὸν αὐτοκράτορα νὰ περάσουν νὰ τὸν προσκυνήσουν, νὰ πέσουν στὰ πόδια του καὶ νὰ φιλήσουν τὴν παντόφλα του. Αὐτοὶ τί ἀπήντησαν· Ἐμεῖς ἄνθρωπο δὲν προσκυνᾶμε· τὸ Θεό προσκυνᾶμε. Καὶ δὲν ἀσπάσθηκαν τὴν παντόφλα του. Μέχρι καὶ σήμερα, ὅποιος πάῃ στὴ Ῥώμη νὰ δῇ τὸν πάπα, πρέπει νὰ φιλήσῃ ὄχι τὸ χέρι ἀλλὰ τὸ πόδι του. Ἐμεῖς ἔχουμε συνήθεια καὶ φιλᾶμε τὸ χέρι τῶν κληρικῶν καὶ τῶν μεγαλυτέρων· ἀλλὰ ἐκεῖ στὴ Ῥώμη φιλᾶνε τὴν παντόφλα τοῦ πάπα.
Ἄρχισαν τέλος πάντων οἱ συζητήσεις. Σὲ ὅλα εἶχαν διαφορὲς μεγάλες. Ποιές διαφορές; Μερικὲς εἶνε οἱ ἑξῆς.
Ἐμεῖς στὸ βάπτισμα βυθίζουμε τὸν βαπτιζόμενο στὴν κολυμβήθρα· πρέπει νὰ χωθῇ ὅλο τὸ κορμὶ στὸ νερό, νὰ μὴ μείνῃ τίποτε ἀσκέπαστο. Οἱ φράγκοι δὲν βυθίζουν τὸ σῶμα· μόνο τὸ ῥαντίζουν. Ἕνα αὐτό.
Τὸ δεύτερο. Ἐμεῖς κοινωνοῦμε σῶμα καὶ αἷμα τοῦ Χριστοῦ μας. Αὐτοὶ δίνουν μόνο «σῶμα», τὴν ὄστια ὅπως τὴ λένε.
Τρίτον. Ἐμεῖς λέμε, ὅτι τὸ Πνεῦμα τὸ ἅγιο ἐκπορεύεται ἐκ τοῦ Πατρός. Αὐτοὶ προσθέτουν, ὅτι ἐκπορεύεται «καὶ ἐκ τοῦ Υἱοῦ».
Ἐμεῖς ἔχουμε τὸ Χριστὸ ἀρχηγό μας. Αὐτοὶ λένε, ὅτι ὁ πάπας ἔχει τὸ «πρωτεῖο».
Αὐτὲς καὶ ἄλλες ἀκόμα διαφορὲς ὑπάρχουν μεταξύ μας. Καὶ σ᾿ αὐτὰ τὰ σημεῖα ἔμεινε ἀνυποχώρητος ὁ ἅγιος Μᾶρκος.
Στὸ τέλος ὁ πάπας, ὅταν εἶδε τὰ δύσκολα, χρησιμοποίησε βία. Τοὺς ἔθεσε σὲ περιορισμό, τοὺς ἄφησε νηστικοὺς μέρες ὁλόκληρες, τοὺς τυράννησε. Τότε τὰ μέλη τῆς ἐπιτροπῆς, ὁ ἕνας κατόπιν τοῦ ἄλλου ὑποχώρησαν καὶ ἄρχισαν νὰ ὑπογράφουν τὴν ἕνωσι. Μόνο ἕνας δὲν ὑποχώρησε. Καὶ αὐτὸς ἦταν ὁ Μᾶρκος ὁ Εὐγενικός. Ὅταν ὁ πάπας ἔμαθε τὴν ἄρνησί του, εἶπε· Ἀφοῦ δὲν ὑπέγραψε αὐτός, «δὲν κάναμε τίποτα».
Δὲν ὑπέγραψε, καὶ κινδύνευσε τὰ μέγιστα τότε. Μὲ δυσκολία κατώρθωσε νὰ φύγῃ ἀβλαβὴς ἀπὸ τὴ Ῥώμη καὶ νὰ ἐπιστρέψῃ στὴν Πόλι. Ὅταν ἔφθασε, βγῆκε ὅλος ὁ λαὸς καὶ τὸν ὑποδέχθηκε. Γιατὶ ἦταν ἥρωας. Ἔμεινε ἀνυποχώρητος, ἕνας αὐτὸς ἐναντίον ὅλων.
Τὸ δεύτερο. Ἐμεῖς κοινωνοῦμε σῶμα καὶ αἷμα τοῦ Χριστοῦ μας. Αὐτοὶ δίνουν μόνο «σῶμα», τὴν ὄστια ὅπως τὴ λένε.
Τρίτον. Ἐμεῖς λέμε, ὅτι τὸ Πνεῦμα τὸ ἅγιο ἐκπορεύεται ἐκ τοῦ Πατρός. Αὐτοὶ προσθέτουν, ὅτι ἐκπορεύεται «καὶ ἐκ τοῦ Υἱοῦ».
Ἐμεῖς ἔχουμε τὸ Χριστὸ ἀρχηγό μας. Αὐτοὶ λένε, ὅτι ὁ πάπας ἔχει τὸ «πρωτεῖο».
Αὐτὲς καὶ ἄλλες ἀκόμα διαφορὲς ὑπάρχουν μεταξύ μας. Καὶ σ᾿ αὐτὰ τὰ σημεῖα ἔμεινε ἀνυποχώρητος ὁ ἅγιος Μᾶρκος.
Στὸ τέλος ὁ πάπας, ὅταν εἶδε τὰ δύσκολα, χρησιμοποίησε βία. Τοὺς ἔθεσε σὲ περιορισμό, τοὺς ἄφησε νηστικοὺς μέρες ὁλόκληρες, τοὺς τυράννησε. Τότε τὰ μέλη τῆς ἐπιτροπῆς, ὁ ἕνας κατόπιν τοῦ ἄλλου ὑποχώρησαν καὶ ἄρχισαν νὰ ὑπογράφουν τὴν ἕνωσι. Μόνο ἕνας δὲν ὑποχώρησε. Καὶ αὐτὸς ἦταν ὁ Μᾶρκος ὁ Εὐγενικός. Ὅταν ὁ πάπας ἔμαθε τὴν ἄρνησί του, εἶπε· Ἀφοῦ δὲν ὑπέγραψε αὐτός, «δὲν κάναμε τίποτα».
Δὲν ὑπέγραψε, καὶ κινδύνευσε τὰ μέγιστα τότε. Μὲ δυσκολία κατώρθωσε νὰ φύγῃ ἀβλαβὴς ἀπὸ τὴ Ῥώμη καὶ νὰ ἐπιστρέψῃ στὴν Πόλι. Ὅταν ἔφθασε, βγῆκε ὅλος ὁ λαὸς καὶ τὸν ὑποδέχθηκε. Γιατὶ ἦταν ἥρωας. Ἔμεινε ἀνυποχώρητος, ἕνας αὐτὸς ἐναντίον ὅλων.
* * *
Τιμοῦμε τὸν ἅγιο Μᾶρκο τὸν Εὐγενικό. Γιατὶ ἂν δὲν ἦταν αὐτός, ἐμεῖς τώρα θὰ ἤμαστε φράγκοι. Ἀντιστάθηκε αὐτὸς καὶ κράτησε τὴν ὀρθόδοξο πίστι, ὅπως παλαιότερα ὁ Μέγας Ἀθανάσιος. Οἱ παπικοὶ ἔλεγαν· Ἂν μπορῇς νὰ μετακινήσῃς τὸν Ὄλυμπο, μπορεῖς νὰ κλονίσης κι αὐτὸν ἀπὸ τὶς πεποιθήσεις του.
Τί μᾶς διδάσκει ὁ ἅγιος Μᾶρκος; Πρῶτον ἕνα δίδαγμα ἐθνικό. Νὰ προσέξουμε καὶ σήμερα, γιατὶ πάλι κινδυνεύουμε ἀπὸ τοὺς Τούρκους. Τὰ ίδια ἔχουμε. Τότε κατέφυγαν στὸν πάπα. Καὶ αὐτός, κατὰ τὴ συμφωνία ποὺ ἔγινε, ἔστειλε μιὰ μικρὴ βοήθεια, λίγα καράβια καὶ λίγους στρατιῶτες. Καὶ ἡ Πόλις ἔπεσε. Τὰ ίδια καὶ σήμερα. Τὴν ὥρα τοῦ κινδύνου ἐμεῖς ποῦ ἀποβλέπουμε; Στοὺς ἰσχυροὺς τῆς ἡμέρας, ἄλλη μιὰ φορά, γιὰ νὰ μᾶς βοηθήσουν. Δὲν κάνω πολιτική, ἀλλὰ σᾶς λέω τὴν πικρὰ ἀλήθεια. Ὅταν ἤμεθα στὴ Μικρὰ Ἀσία, μᾶς ἄφησαν καὶ οἱ Ἄγγλοι καὶ οἱ Ἰταλοὶ καὶ οἱ Γάλλοι. Μείναμε μόνοι. Ἐνῷ λίγο ἂν μᾶς βοηθοῦσαν, δὲ᾿ θὰ θρηνούσαμε τὴν καταστροφή. Μισοῦν, φθονοῦν τὴν Ἑλλάδα. Τί πρέπει νὰ κάνουμε ἐμεῖς; Νὰ ἔχουμε ὁμόνοια καὶ ἀγάπη, γιὰ νὰ μπορέσουμε νὰ κρατηθοῦμε σ᾿ αὐτὰ τὰ ἐδάφη, ποὺ εἶνε ποτισμένα μὲ αἷμα.
Ἀλλὰ καὶ ἕνα θρησκευτικὸ δίδαγμα. Στὰ χρόνια μας ἔχουν σηκωθῆ πολλοὶ ἄθεοι. Ἄλλοτε στὸν εὐλογημένο τόπο μας δὲν ὑπῆρχε ἄθεος. Τώρα οἱ ἄθεοι φτάσανε μέχρι τὶς στάνες· ἔχουμε καὶ τσοπαναραίους ἀθέους. Ἂν συναντήσετε ἄθεο, ποὺ λέει ὅτι δὲν ὑπάρχει Θεὸς κι ὅτι ὅλα ἔγιναν ἔτσι, νὰ τοῦ πῆτε ἕνα πρᾶγμα· «Τὸ σπιτάκι ποὺ κάθεσαι, ἔτσι μόνο του ἔγινε; Κάποιος τὸ ἔχτισε. Καὶ τὸ σύμπαν, τὸ μεγάλο αὐτὸ σπίτι, ποιός τὸ ἔχτισε; Ὁ Κύριος ἡμῶν Ἰησοῦς Χριστός!». Κλεῖστε τ᾿ αὐτιά σας στοὺς ἀπίστους καὶ ἄθεους. Ἀκόμα κλεῖστε τ᾿ αὐτιά σας στοὺς αἱρετικοὺς καὶ μάλιστα στοὺς χιλιαστάς, ποὺ μᾶς ἦρθαν ἀπὸ τὴν Ἀμερικὴ μὲ βαλίτσες δολλάρια. Αὐτὸ ποὺ πρέπει νὰ τοὺς ποῦμε ἐμεῖς εἶνε· Φτωχοὶ είμαστε, ἀλλὰ δὲ᾿ θὰ πουλήσουμε τὴν πίστι μας. Παραπάνω ἀπὸ τὰ δολλάρια τῆς Ἀμερικῆς εἶνε ὁ Χριστός μας. Δὲ᾿ θὰ πουλήσουμε τὸ Χριστὸ σὰν τὸν Ἰούδα ἀντὶ τριάκοντα ἀργυρίων!…
Ἕνας τέτοιος πράκτορας ἦρθε κάποτε στὴ Φλώρινα καὶ ζήτησε ἀπὸ μιὰ γυναῖκα – ἰδιοκτήτη κινηματογράφου νὰ τοὺς παραχωρήσῃ τὴν αίθουσα, γιὰ νὰ μαζευτοῦν ἐκεῖ ἀπ᾿ ὅλη τὴ Μακεδονία καὶ νὰ κάνουν συγκέντρωσι. Τῆς ἔδιναν, γιὰ μία ὥρα, πολλὰ χρήματα. Κι αὐτὴ τί ἀπήντησε· ―Φτωχιὰ εἶμαι, ἀλλὰ τὸν κινηματογράφο σ᾿ ἐσᾶς δὲν τὸν δίνω. Ὅλα τὰ δολλάρια τῆς Ἀμερικῆς νὰ μοῦ δώσετε, δὲ᾿ μαγαρίζω τὴν αίθουσα!…
Κάτω στὴ Θεσσαλία, κοντὰ στὸν Πηνειό, εἶνε ἕνα χωριουδάκι. Εἶχε παπᾶ, χτυποῦσε καμπάνα, πήγαιναν ὅλοι στὴν ἐκκλησία· εὐλογημένο χωριό. Ἦρθε ὅμως ἀπὸ τὴ Γερμανία ἕνας ποὺ εἶχε γίνει χιλιαστής. Αὐτὸς κατώρθωσε σιγὰ – σιγὰ νὰ κάνη καὶ ἕναν δεύτερο χιλιαστή, σὲ λίγο ἕναν τρίτο… Τώρα τὸ χωριὸ εἶνε ὅλο χιλιαστικό. Ψώριασαν τὰ πρόβατα! Φτάνει ἕνα γιὰ νὰ ψωριάσῃ ὅλο τὸ κοπάδι.
Γι᾿ αὐτό, ἂν καμμιὰ φορὰ στὴν ἐνορία σας ἔρθῃ χιλιαστής, σημάνετε συναγερμό. Ἀνεβῆτε στὰ καμπαναριὰ καὶ χτυπῆστε νεκρικὰ τὶς καμπάνες, σὰ᾿ νὰ εἶνε Μεγάλη Παρασκευή. Διῶξτε τους μακριά. Γιατὶ εἶνε λύκοι φοβεροί, ἀπατεῶνες καὶ πλαστογράφοι τῆς ἀληθειας. Ἔτσι θὰ εἶστε παιδιὰ τοῦ Μεγάλου Ἀθανασίου καὶ παιδιὰ τοῦ Μάρκου τοῦ Εὐγενικοῦ. Ἔτσι θὰ κρατήσουμε τὴν πίστι μας ἀπὸ γενεὰ σὲ γενεά, δοξάζοντες Πατέρα Υἱὸν καὶ ἅγιον Πνεῦμα εἰς αἰῶνα αἰῶνος.
Τί μᾶς διδάσκει ὁ ἅγιος Μᾶρκος; Πρῶτον ἕνα δίδαγμα ἐθνικό. Νὰ προσέξουμε καὶ σήμερα, γιατὶ πάλι κινδυνεύουμε ἀπὸ τοὺς Τούρκους. Τὰ ίδια ἔχουμε. Τότε κατέφυγαν στὸν πάπα. Καὶ αὐτός, κατὰ τὴ συμφωνία ποὺ ἔγινε, ἔστειλε μιὰ μικρὴ βοήθεια, λίγα καράβια καὶ λίγους στρατιῶτες. Καὶ ἡ Πόλις ἔπεσε. Τὰ ίδια καὶ σήμερα. Τὴν ὥρα τοῦ κινδύνου ἐμεῖς ποῦ ἀποβλέπουμε; Στοὺς ἰσχυροὺς τῆς ἡμέρας, ἄλλη μιὰ φορά, γιὰ νὰ μᾶς βοηθήσουν. Δὲν κάνω πολιτική, ἀλλὰ σᾶς λέω τὴν πικρὰ ἀλήθεια. Ὅταν ἤμεθα στὴ Μικρὰ Ἀσία, μᾶς ἄφησαν καὶ οἱ Ἄγγλοι καὶ οἱ Ἰταλοὶ καὶ οἱ Γάλλοι. Μείναμε μόνοι. Ἐνῷ λίγο ἂν μᾶς βοηθοῦσαν, δὲ᾿ θὰ θρηνούσαμε τὴν καταστροφή. Μισοῦν, φθονοῦν τὴν Ἑλλάδα. Τί πρέπει νὰ κάνουμε ἐμεῖς; Νὰ ἔχουμε ὁμόνοια καὶ ἀγάπη, γιὰ νὰ μπορέσουμε νὰ κρατηθοῦμε σ᾿ αὐτὰ τὰ ἐδάφη, ποὺ εἶνε ποτισμένα μὲ αἷμα.
Ἀλλὰ καὶ ἕνα θρησκευτικὸ δίδαγμα. Στὰ χρόνια μας ἔχουν σηκωθῆ πολλοὶ ἄθεοι. Ἄλλοτε στὸν εὐλογημένο τόπο μας δὲν ὑπῆρχε ἄθεος. Τώρα οἱ ἄθεοι φτάσανε μέχρι τὶς στάνες· ἔχουμε καὶ τσοπαναραίους ἀθέους. Ἂν συναντήσετε ἄθεο, ποὺ λέει ὅτι δὲν ὑπάρχει Θεὸς κι ὅτι ὅλα ἔγιναν ἔτσι, νὰ τοῦ πῆτε ἕνα πρᾶγμα· «Τὸ σπιτάκι ποὺ κάθεσαι, ἔτσι μόνο του ἔγινε; Κάποιος τὸ ἔχτισε. Καὶ τὸ σύμπαν, τὸ μεγάλο αὐτὸ σπίτι, ποιός τὸ ἔχτισε; Ὁ Κύριος ἡμῶν Ἰησοῦς Χριστός!». Κλεῖστε τ᾿ αὐτιά σας στοὺς ἀπίστους καὶ ἄθεους. Ἀκόμα κλεῖστε τ᾿ αὐτιά σας στοὺς αἱρετικοὺς καὶ μάλιστα στοὺς χιλιαστάς, ποὺ μᾶς ἦρθαν ἀπὸ τὴν Ἀμερικὴ μὲ βαλίτσες δολλάρια. Αὐτὸ ποὺ πρέπει νὰ τοὺς ποῦμε ἐμεῖς εἶνε· Φτωχοὶ είμαστε, ἀλλὰ δὲ᾿ θὰ πουλήσουμε τὴν πίστι μας. Παραπάνω ἀπὸ τὰ δολλάρια τῆς Ἀμερικῆς εἶνε ὁ Χριστός μας. Δὲ᾿ θὰ πουλήσουμε τὸ Χριστὸ σὰν τὸν Ἰούδα ἀντὶ τριάκοντα ἀργυρίων!…
Ἕνας τέτοιος πράκτορας ἦρθε κάποτε στὴ Φλώρινα καὶ ζήτησε ἀπὸ μιὰ γυναῖκα – ἰδιοκτήτη κινηματογράφου νὰ τοὺς παραχωρήσῃ τὴν αίθουσα, γιὰ νὰ μαζευτοῦν ἐκεῖ ἀπ᾿ ὅλη τὴ Μακεδονία καὶ νὰ κάνουν συγκέντρωσι. Τῆς ἔδιναν, γιὰ μία ὥρα, πολλὰ χρήματα. Κι αὐτὴ τί ἀπήντησε· ―Φτωχιὰ εἶμαι, ἀλλὰ τὸν κινηματογράφο σ᾿ ἐσᾶς δὲν τὸν δίνω. Ὅλα τὰ δολλάρια τῆς Ἀμερικῆς νὰ μοῦ δώσετε, δὲ᾿ μαγαρίζω τὴν αίθουσα!…
Κάτω στὴ Θεσσαλία, κοντὰ στὸν Πηνειό, εἶνε ἕνα χωριουδάκι. Εἶχε παπᾶ, χτυποῦσε καμπάνα, πήγαιναν ὅλοι στὴν ἐκκλησία· εὐλογημένο χωριό. Ἦρθε ὅμως ἀπὸ τὴ Γερμανία ἕνας ποὺ εἶχε γίνει χιλιαστής. Αὐτὸς κατώρθωσε σιγὰ – σιγὰ νὰ κάνη καὶ ἕναν δεύτερο χιλιαστή, σὲ λίγο ἕναν τρίτο… Τώρα τὸ χωριὸ εἶνε ὅλο χιλιαστικό. Ψώριασαν τὰ πρόβατα! Φτάνει ἕνα γιὰ νὰ ψωριάσῃ ὅλο τὸ κοπάδι.
Γι᾿ αὐτό, ἂν καμμιὰ φορὰ στὴν ἐνορία σας ἔρθῃ χιλιαστής, σημάνετε συναγερμό. Ἀνεβῆτε στὰ καμπαναριὰ καὶ χτυπῆστε νεκρικὰ τὶς καμπάνες, σὰ᾿ νὰ εἶνε Μεγάλη Παρασκευή. Διῶξτε τους μακριά. Γιατὶ εἶνε λύκοι φοβεροί, ἀπατεῶνες καὶ πλαστογράφοι τῆς ἀληθειας. Ἔτσι θὰ εἶστε παιδιὰ τοῦ Μεγάλου Ἀθανασίου καὶ παιδιὰ τοῦ Μάρκου τοῦ Εὐγενικοῦ. Ἔτσι θὰ κρατήσουμε τὴν πίστι μας ἀπὸ γενεὰ σὲ γενεά, δοξάζοντες Πατέρα Υἱὸν καὶ ἅγιον Πνεῦμα εἰς αἰῶνα αἰῶνος.
† ἐπίσκοπος Αὐγουστῖνος
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου