Πως θα κοινωνήσουμε;
Μητροπολίτου Φλωρίνης π. Αὐγουστίνου Καντιώτου
«Ἔρχεσθε, ὅτι ἤδη ἕτοιμά ἐστι πάντα» (Λουκ. 14,17)
Πλησιάζει, ἀγαπητοί μου, ἡ μεγάλη ἑορτή, ἡ νύχτα ποὺ θ᾽ ἀνοίξουν οἱ οὐρανοὶ καὶ θ᾽ ἀκουστῇ τὸ «Δόξα ἐν ὑψίστοις Θεῷ καὶ ἐπὶ γῆς εἰρήνη, ἐν ἀνθρώποις εὐδοκία» (Λουκ. 2,14).
Πῶς θὰ ἑορτάσουμε τὰ Χριστούγεννα; Ἡ ἑορτὴ συνδέεται μὲ τὴ θεία κοινωνία τῶν ἀχράντων μυστηρίων. Δὲν νοεῖται Χριστιανὸς χωρὶς θεία μετάληψι. Ἀλλ᾽ ἐδῶ εἶνε ὁ φόβος καὶ ὁ κίνδυνος. Πολλοὶ κοινωνοῦν ἀξίως καὶ ἀνοίγουν γι᾽ αὐτοὺς οἱ οὐρανοί,
ἀλλὰ καὶ πολλοὶ – πρῶτος ἀπ᾽ αὐτοὺς ἦταν ὁ Ἰούδας– δὲν κοινωνοῦν ἀξίως. Γι᾽ αὐτὸ ἂς ρωτήσῃ ὁ καθένας τὸν ἑαυτό του· πῶς θὰ κοινωνήσω τὰ ἄχραντα μυστήρια; Σ᾽ αὐτὸ ἀπαντᾷ σήμερα ἡ Ἐκκλησία μὲ τὴ θαυμάσια παραβολὴ τοῦ μεγάλου δείπνου ποὺ ἀκούσαμε. Εἶνε γνωστὴ ἡ παραβολή.Πῶς θὰ ἑορτάσουμε τὰ Χριστούγεννα; Ἡ ἑορτὴ συνδέεται μὲ τὴ θεία κοινωνία τῶν ἀχράντων μυστηρίων. Δὲν νοεῖται Χριστιανὸς χωρὶς θεία μετάληψι. Ἀλλ᾽ ἐδῶ εἶνε ὁ φόβος καὶ ὁ κίνδυνος. Πολλοὶ κοινωνοῦν ἀξίως καὶ ἀνοίγουν γι᾽ αὐτοὺς οἱ οὐρανοί,
* * *
Ἕνας βασιλιᾶς ἔκανε δεῖπνο καὶ κάλεσε πολλούς. Περιέργως ὅμως οἱ προσκεκλημένοι δὲν προσῆλθαν προβάλλοντας διάφορες προφάσεις. Ὁ ἕνας, ποὺ εἶχε μανία ν᾽ ἀγοράζῃ γῆ, ὁ κτηματίας ἄνθρωπος, ἀπήντησε· Ἀγόρασα χωράφι. Ὁ ἄλλος, ἔμπορος – ὁ ἄνθρωπος τῆς ἀγορᾶς, εἶπε· Ἀγόρασα πέντε ζευγάρια βόδια καὶ πρέπει νὰ πάω νὰ τὰ δοκιμάσω. Ὁ τρίτος, πιὸ ἀναιδής, ὁ ἄνθρωπος τῶν ἡδονῶν ποὺ δὲν κάνει χωρὶς αὐτές, εἶπε· Παντρεύτηκα καὶ δὲν μπορῶ νὰ ᾽ρθῶ. «Καὶ ἤρξαντο ἀπὸ μιᾶς παραιτεῖσθαι πάντες» (ἔ.ἀ. 14,18).
Ἔτσι τὰ χωράφια, τὰ κτήματα, τὰ σπίτια, τὸ ἐμπόριο, τὰ χρήματα, οἱ ἡδονές, οἱ διασκεδάσεις, οἱ γυναῖκες, οἱ αἰσχροὶ ἔρωτες, ὅλα αὐτὰ γίνονται παγίδες, σχοινιὰ τοῦ διαβόλου ποὺ δένουν τὶς ψυχές. Λὲς σὲ κάποιον, Ἔλα νὰ κοινωνήσῃς, καὶ δὲν ἔρχεται. Ἔχει τώρα 10 – 15 – 20 χρόνια νὰ μεταλάβῃ· ἄσπρισαν τὰ μαλλιά του, τρίζουν τὰ πόδια του, ὁ χάρος τοῦ σκάβει τὸ λάκκο, κι αὐτὸς τὶς ἅγιες αὐτὲς μέρες δὲν πλησιάζει τὰ ἄχραντα μυστήρια. Θὰ κάνῃ Χριστούγεννα χωρὶς Χριστό. Τί θλιβερό!
Ἡ Ἐκκλησία καλεῖ σὰν τὴν κλῶσσα. Ἐλᾶτε! φωνάζει ὁ Χριστός· οἱ φιλήδονοι κ᾽ οἱ ἄνθρωποι τοῦ πλούτου, ποὺ ἔχουν θεὸ τὸ χρῆμα καὶ τὴν κοιλιά, δὲν ἔρχονται. Ἐλᾶτε λοιπὸν οἱ ἄλλοι. Καὶ ἔρχονται. Ποιοί εἶνε, τοὺς εἴδατε; Αὐτοὶ δὲν ἔχουν ἀξιώματα· εἶνε φτωχοί, ἀνάπηροι, ντυμένοι ῥάκη. Κι ἀνοίγει γι᾽ αὐτοὺς ἡ πόρτα; Βεβαίως. Ἐὰν γιὰ φτωχοὺς δὲν ἀνοίγουν τὰ μέγαρα τοῦ κόσμου τούτου, ἀνοίγουν ὅμως τὰ ἀνάκτορα τοῦ οὐρανοῦ.
Παραβολικὸς εἶνε ὁ λόγος· ποιός εἶνε ὁ τυφλός, ὁ κουτσός, ὁ ῥακένδυτος; Εἴμαστε ἐμεῖς, ποὺ φέρουμε τὰ ῥάκη τῆς ἁμαρτίας. Ἀλλά, ἔστω κ᾽ ἔτσι, ὁ Κύριος μᾶς προσκαλεῖ στὴ λατρεία του. Ἐλᾶτε λοιπόν, μποροῦμε νὰ προσέλθουμε. Ἀλλ᾽ ἂς προσέξουμε τὴν πρόσκλησί του. Ὅταν ἀνοίξῃ ἡ ὡραία πύλη καὶ φανῇ τὸ φρικτὸ δισκοπότηρο μὲ τὸ αἷμα τοῦ Χριστοῦ, θ᾽ ἀκούσουμε· «Μετὰ φόβου Θεοῦ, πίστεως καὶ ἀγάπης προσέλθετε». Θέτει ὅρους. Δὲν εἶνε δυνατὸν νὰ κοινωνήσῃ κανεὶς ἐὰν δὲν ἔχῃ μέσα στὴν καρδιά του τὸ φόβο τοῦ Θεοῦ, τὴν πίστι, καὶ περισσότερο τὴν ἀγάπη.⃝ Προσέλθετε μὲ φόβο Θεοῦ. Τί θὰ πῇ φόβος Θεοῦ; Γιὰ νὰ τὸ καταλάβουμε, ἂς σκεφτοῦμε δύο πράγματα· τί εἴμαστε ἐμεῖς, καὶ τί εἶνε Ἐκεῖνος. Τί εἴμαστε ἐμεῖς; Ὅσο ψηλὰ κι ἂν ἀνεβήκαμε, ὅση μόρφωσι κι ἂν ἀποκτήσαμε, εἴμαστε σκουλήκια, ἄχυρα, σκόνη, καπνός, ὄνειρο ποὺ διαλύεται. Ὁ Ἀβραὰμ εἶπε· «Ἐγώ εἰμι γῆ καὶ σποδός», μιὰ χούφτα χῶμα καὶ στάχτη (Γέν. 18,27· νεκρ. ἀκολ.). Ὁ Δαυῒδ ἔλεγε «Ἐν ἀνομίαις συνελήφθην, καὶ ἐν ἁμαρτίαις ἐκίσσησέ με ἡ μήτηρ μου» (Ψαλμ. 50,7). Ὁ προφήτης Ἠσαΐας ἔλεγε· Ταλαίπωρος ἐγώ, «ἄνθρωπος ὢν καὶ ἀκάθαρτα χείλη ἔχων, ἐν μέσῳ λαοῦ ἀκάθαρτα χείλη ἔχοντος…» (Ἠσ. 6,5). Ὁ Ἰὼβ λέει· «Τίς καθαρὸς ἔσται ἀπὸ ῥύπου; ἀλλ᾽ οὐθείς, ἐὰν καὶ μία ἡμέρα ὁ βίος αὐτοῦ ἐπὶ τῆς γῆς» (Ἰὼβ. 14,4). Ἂς θυμηθοῦμε τὴν αἱμορροοῦσα τοῦ Εὐαγγελίου, ποὺ μὲ φόβο πλησίασε καὶ ἄγγιξε μόνο τὸ ἄκρο τοῦ ἐνδύματος τοῦ Χριστοῦ. Ἂς θυμηθοῦμε τὸν ἀπόστολο Πέτρο, ποὺ ὅταν ὁ Χριστὸς ἔκανε τὸ θαῦμα τῆς ἁλιείας στὸ πλοῖο του αὐτὸς εἶπε· «Ἔξελθε ἀπ᾽ ἐμοῦ, ὅτι ἀνὴρ ἁμαρτωλός εἰμι, Κύριε» (Λουκ. 5,8).
Μὲ τέτοιο φόβο κοινωνοῦσαν τὰ ἄχραντα μυστήρια οἱ ἅγιες ψυχές, ἔτσι ἂς πλησιάσουμε κ᾽ ἐμεῖς. Διότι ἂν δὲν ἀγαπήσουμε καὶ δὲν πιστέψουμε Ἐκεῖνον, ματαίως περάσαμε ἀπ᾽ τὸ φλούδι αὐτῆς τῆς γῆς. Ἐκεῖνος εἶνε τὸ Ἄλφα καὶ τὸ Ὠμέγα (Ἀπ. 1,8· 21,6· 22,12), ἡ πηγή, τὸ ἄστρο τῆς αὐγῆς, ὁ ἥλιος ποὺ φωτίζει, ὁ καθαρώτερος κι ἀπ᾽ τὸ χιόνι, ὁ ἀκατάληπτος, ἐκεῖνος ποὺ τῆς βασιλείας του «οὐκ ἔσται τέλος» (Λουκ. 1,33. Σύμβ. πίστ. 7). Τὸ σκεφθήκαμε; Ἐκεῖνος, ποὺ δὲν τὸν χωροῦν οἱ οὐρανοί, χωράει στὴν καρδιὰ ἑνὸς ἁμαρτωλοῦ! Ἀνοῖξτε τὶς πύλες τῆς καρδιᾶς νὰ εἰσέλθῃ «ὁ βασιλεὺς τῆς δόξης» (Ψαλμ. 23,7-10). Αὐτὸς θέλει νὰ κάνῃ τὴν καρδιά σου ἀνάκτορο. Σκέψου· εἶνε «πῦρ καταναλίσκον» (Δευτ. 4,24· 9,3. Ἑβρ. 12,29). Ἂν εἶσαι χρυσάφι, ἡ φωτιὰ θὰ σὲ καθαρίσῃ· ἂν ὅμως εἶσαι ἄχυρο, τότε θὰ καῇς.⃝ Προσέλθετε, ἀκόμη, μὲ πίστι. Ποιά πίστι; Ὄχι τὴ γενικὴ πίστι ὅτι ὑπάρχει Θεὸς ἀλλὰ τὴν εἰδικὴ πίστι, τὴν πίστι στὸ μέγα τοῦτο μυστήριο.
Τί νὰ πιστεύῃς ὅταν πλησιάζῃς τὰ ἅγια μυστήρια· ὅτι ἐκεῖνο ποὺ εἶνε μέσ᾽ στὸ δισκοπότηρο δὲν εἶνε κρασί, εἶνε αἷμα, τὸ αἷμα τοῦ Χριστοῦ μας· δὲν εἶνε ψωμί, εἶνε τὸ σῶμα ἐκεῖνο τὸ ἄχραντο ποὺ ἐκήδευσε ὁ Ἰωσὴφ ὁ ἀπὸ Ἀριμαθαίας, κι ὅτι τὸ δορυφοροῦν ἄγγελοι. Ἂν δὲν τὸ πιστεύῃς, μὴν πλησιάσῃς, μὴ γίνῃς θεομπαίχτης. ―Μὰ πῶς γίνεται αὐτό; τὰ μάτια μου βλέπουν κρασὶ καὶ ψωμί… Ὦ ἄνθρωπε, ρωτᾷς «πῶς»; Κ᾽ ἐγὼ σὲ ρωτῶ· πῶς τὸ αἷμα ἀπ᾽ τὴν καρδιὰ τῆς γυναίκας γίνεται γάλα στὸ μαστό; πῶς τὸ κάρβουνο στὰ σπλάχνα τῆς γῆς γίνεται διαμάντι; Ὁ Θεὸς «ὁ ποιῶν θαυμάσια (μόνος)» (Ψαλμ. 76,15), αὐτὸς κάνει καὶ τὸ μέγα τοῦτο θαῦμα. Θυμᾶμαι τὴν ἀγράμματη γιαγιά μου στὸ μικρό μου χωριὸ ποὺ μοῦ ἔλεγε· Πήγαινε, παιδάκι μου, νὰ πάρῃς σήμερα τὸ διαμάντι! Νὰ προσέλθῃς ἀκόμα μὲ τὴν πίστι, ὅτι μία σταλαγματιὰ – ἕνα ἠλεκτρόνιο ἀπὸ τὸ αἷμα τοῦ Χριστοῦ φτάνει νὰ πλύνῃ ὅλες τὶς ἁμαρτίες τοῦ κόσμου. Πόσες εἶνε οἱ ἁμαρτίες σου; Ὅσες κι ἂν εἶνε, τὸ αἷμα Ἰησοῦ Χριστοῦ φτάνει νὰ τὶς ἐξαλείψῃ. Αὐτὸ «καθαρίζει ἡμᾶς ἀπὸ πάσης ἁμαρτίας» (Α΄ Ἰω. 1,7). Πίστευε ἀκόμη, ὅτι τὴν ὥρα ποὺ κοινωνεῖς ἔρχεσαι σὲ μυστικὴ ἐπαφή, ἑνώνεσαι μὲ τὸν Κύριο, θεοῦσαι· γίνεται μυστικὴ θέωσις.⃝ «Προσέλθετε» λοιπὸν μὲ φόβο Θεοῦ, μὲ πίστι, κι ἀκόμη μὲ ἀγάπη. Ποιά ἀγάπη; Ὄχι τὴν εὐτελῆ ἀγάπη, τὸ κίβδηλο ἐκεῖνο νόμισμα· ὄχι τὰ μάταια κομπλιμέντα, ποὺ μπροστά σου ὁ ἄλλος σοῦ λέει «σὲ ἀγαπῶ» ἀλλὰ πίσω σου σοῦ σκάβει τὸ λάκκο, ἀλλὰ μὲ τὴν ἀγάπη τοῦ Χριστοῦ τὴ γνησία καὶ ἀκίβδηλη καὶ ἄδολη.
Τί εἶνε ἡ ἀγάπη; Μία κλῖμαξ οὐρανοδρόμος. Ἐμπρός, χωλοὶ καὶ τυφλοί, ἀνεβαίνετε τὰ θεῖα αὐτὰ σκαλοπάτια. Μιὰ τέτοια σκάλα εἶδε κ᾽ ἕνας ἅγιος, ὁ Δανιὴλ ὁ Στυλίτης (γιορτάζει στὶς 11 Δεκεμβρίου), καὶ ἄκουσε μιὰ χειμωνιάτικη νύχτα τὴ φωνή· –Ἀνέβαινε, Δανιήλ, ἔλα πρὸς ἐμένα. –Μὰ πῶς, Κύριε; δὲ μπορῶ. Καὶ τότε φτερὰ ἀγγέλων τὸν βοήθησαν κι ἄρχισε ν᾽ ἀνεβαίνῃ ἐλαφρὰ – ἐλαφρά. Μπρὸς ἀνεβαίνετε! Ἂν δὲν ἀνεβῆτε τὰ σκαλοπάτια τῆς ἀγάπης, μὴν πλησιάσετε τὸ μυστήριο. Τρία σκαλοπάτια σᾶς δείχνω. Τὸ πρῶτο γράφει· ἡ ἀγάπη δὲν κάνει καμμιά ἀδικία. Τὸ δεύτερο· ἡ ἀγάπη ὄχι μόνο δὲν ἀδικεῖ ἀλλὰ καὶ σκορπάει – δίνει τὶς δωρεές της στοὺς ἄλλους. Καὶ τὸ τρίτο, ποὺ εἶνε γιὰ τὶς μεγάλες ψυχές, εἶνε τὸ σκαλὶ τοῦ σταυροῦ τοῦ Χριστοῦ ποὺ εἶπε «Πάτερ, ἄφες αὐτοῖς· οὐ γὰρ οἴδασι τί ποιοῦσι» (Λουκ. 23,34), καὶ σ᾽ αὐτὸ γράφει· ὄχι μόνο νὰ μὴν ἀδικῇς, ὄχι μόνο νὰ δίνῃς τὰ ἀγαθά σου, ἀλλὰ καὶ νὰ συγχωρῇς καὶ τὸ μεγαλύτερο ἐχθρό σου.
Ἔτσι τὰ χωράφια, τὰ κτήματα, τὰ σπίτια, τὸ ἐμπόριο, τὰ χρήματα, οἱ ἡδονές, οἱ διασκεδάσεις, οἱ γυναῖκες, οἱ αἰσχροὶ ἔρωτες, ὅλα αὐτὰ γίνονται παγίδες, σχοινιὰ τοῦ διαβόλου ποὺ δένουν τὶς ψυχές. Λὲς σὲ κάποιον, Ἔλα νὰ κοινωνήσῃς, καὶ δὲν ἔρχεται. Ἔχει τώρα 10 – 15 – 20 χρόνια νὰ μεταλάβῃ· ἄσπρισαν τὰ μαλλιά του, τρίζουν τὰ πόδια του, ὁ χάρος τοῦ σκάβει τὸ λάκκο, κι αὐτὸς τὶς ἅγιες αὐτὲς μέρες δὲν πλησιάζει τὰ ἄχραντα μυστήρια. Θὰ κάνῃ Χριστούγεννα χωρὶς Χριστό. Τί θλιβερό!
Ἡ Ἐκκλησία καλεῖ σὰν τὴν κλῶσσα. Ἐλᾶτε! φωνάζει ὁ Χριστός· οἱ φιλήδονοι κ᾽ οἱ ἄνθρωποι τοῦ πλούτου, ποὺ ἔχουν θεὸ τὸ χρῆμα καὶ τὴν κοιλιά, δὲν ἔρχονται. Ἐλᾶτε λοιπὸν οἱ ἄλλοι. Καὶ ἔρχονται. Ποιοί εἶνε, τοὺς εἴδατε; Αὐτοὶ δὲν ἔχουν ἀξιώματα· εἶνε φτωχοί, ἀνάπηροι, ντυμένοι ῥάκη. Κι ἀνοίγει γι᾽ αὐτοὺς ἡ πόρτα; Βεβαίως. Ἐὰν γιὰ φτωχοὺς δὲν ἀνοίγουν τὰ μέγαρα τοῦ κόσμου τούτου, ἀνοίγουν ὅμως τὰ ἀνάκτορα τοῦ οὐρανοῦ.
Παραβολικὸς εἶνε ὁ λόγος· ποιός εἶνε ὁ τυφλός, ὁ κουτσός, ὁ ῥακένδυτος; Εἴμαστε ἐμεῖς, ποὺ φέρουμε τὰ ῥάκη τῆς ἁμαρτίας. Ἀλλά, ἔστω κ᾽ ἔτσι, ὁ Κύριος μᾶς προσκαλεῖ στὴ λατρεία του. Ἐλᾶτε λοιπόν, μποροῦμε νὰ προσέλθουμε. Ἀλλ᾽ ἂς προσέξουμε τὴν πρόσκλησί του. Ὅταν ἀνοίξῃ ἡ ὡραία πύλη καὶ φανῇ τὸ φρικτὸ δισκοπότηρο μὲ τὸ αἷμα τοῦ Χριστοῦ, θ᾽ ἀκούσουμε· «Μετὰ φόβου Θεοῦ, πίστεως καὶ ἀγάπης προσέλθετε». Θέτει ὅρους. Δὲν εἶνε δυνατὸν νὰ κοινωνήσῃ κανεὶς ἐὰν δὲν ἔχῃ μέσα στὴν καρδιά του τὸ φόβο τοῦ Θεοῦ, τὴν πίστι, καὶ περισσότερο τὴν ἀγάπη.⃝ Προσέλθετε μὲ φόβο Θεοῦ. Τί θὰ πῇ φόβος Θεοῦ; Γιὰ νὰ τὸ καταλάβουμε, ἂς σκεφτοῦμε δύο πράγματα· τί εἴμαστε ἐμεῖς, καὶ τί εἶνε Ἐκεῖνος. Τί εἴμαστε ἐμεῖς; Ὅσο ψηλὰ κι ἂν ἀνεβήκαμε, ὅση μόρφωσι κι ἂν ἀποκτήσαμε, εἴμαστε σκουλήκια, ἄχυρα, σκόνη, καπνός, ὄνειρο ποὺ διαλύεται. Ὁ Ἀβραὰμ εἶπε· «Ἐγώ εἰμι γῆ καὶ σποδός», μιὰ χούφτα χῶμα καὶ στάχτη (Γέν. 18,27· νεκρ. ἀκολ.). Ὁ Δαυῒδ ἔλεγε «Ἐν ἀνομίαις συνελήφθην, καὶ ἐν ἁμαρτίαις ἐκίσσησέ με ἡ μήτηρ μου» (Ψαλμ. 50,7). Ὁ προφήτης Ἠσαΐας ἔλεγε· Ταλαίπωρος ἐγώ, «ἄνθρωπος ὢν καὶ ἀκάθαρτα χείλη ἔχων, ἐν μέσῳ λαοῦ ἀκάθαρτα χείλη ἔχοντος…» (Ἠσ. 6,5). Ὁ Ἰὼβ λέει· «Τίς καθαρὸς ἔσται ἀπὸ ῥύπου; ἀλλ᾽ οὐθείς, ἐὰν καὶ μία ἡμέρα ὁ βίος αὐτοῦ ἐπὶ τῆς γῆς» (Ἰὼβ. 14,4). Ἂς θυμηθοῦμε τὴν αἱμορροοῦσα τοῦ Εὐαγγελίου, ποὺ μὲ φόβο πλησίασε καὶ ἄγγιξε μόνο τὸ ἄκρο τοῦ ἐνδύματος τοῦ Χριστοῦ. Ἂς θυμηθοῦμε τὸν ἀπόστολο Πέτρο, ποὺ ὅταν ὁ Χριστὸς ἔκανε τὸ θαῦμα τῆς ἁλιείας στὸ πλοῖο του αὐτὸς εἶπε· «Ἔξελθε ἀπ᾽ ἐμοῦ, ὅτι ἀνὴρ ἁμαρτωλός εἰμι, Κύριε» (Λουκ. 5,8).
Μὲ τέτοιο φόβο κοινωνοῦσαν τὰ ἄχραντα μυστήρια οἱ ἅγιες ψυχές, ἔτσι ἂς πλησιάσουμε κ᾽ ἐμεῖς. Διότι ἂν δὲν ἀγαπήσουμε καὶ δὲν πιστέψουμε Ἐκεῖνον, ματαίως περάσαμε ἀπ᾽ τὸ φλούδι αὐτῆς τῆς γῆς. Ἐκεῖνος εἶνε τὸ Ἄλφα καὶ τὸ Ὠμέγα (Ἀπ. 1,8· 21,6· 22,12), ἡ πηγή, τὸ ἄστρο τῆς αὐγῆς, ὁ ἥλιος ποὺ φωτίζει, ὁ καθαρώτερος κι ἀπ᾽ τὸ χιόνι, ὁ ἀκατάληπτος, ἐκεῖνος ποὺ τῆς βασιλείας του «οὐκ ἔσται τέλος» (Λουκ. 1,33. Σύμβ. πίστ. 7). Τὸ σκεφθήκαμε; Ἐκεῖνος, ποὺ δὲν τὸν χωροῦν οἱ οὐρανοί, χωράει στὴν καρδιὰ ἑνὸς ἁμαρτωλοῦ! Ἀνοῖξτε τὶς πύλες τῆς καρδιᾶς νὰ εἰσέλθῃ «ὁ βασιλεὺς τῆς δόξης» (Ψαλμ. 23,7-10). Αὐτὸς θέλει νὰ κάνῃ τὴν καρδιά σου ἀνάκτορο. Σκέψου· εἶνε «πῦρ καταναλίσκον» (Δευτ. 4,24· 9,3. Ἑβρ. 12,29). Ἂν εἶσαι χρυσάφι, ἡ φωτιὰ θὰ σὲ καθαρίσῃ· ἂν ὅμως εἶσαι ἄχυρο, τότε θὰ καῇς.⃝ Προσέλθετε, ἀκόμη, μὲ πίστι. Ποιά πίστι; Ὄχι τὴ γενικὴ πίστι ὅτι ὑπάρχει Θεὸς ἀλλὰ τὴν εἰδικὴ πίστι, τὴν πίστι στὸ μέγα τοῦτο μυστήριο.
Τί νὰ πιστεύῃς ὅταν πλησιάζῃς τὰ ἅγια μυστήρια· ὅτι ἐκεῖνο ποὺ εἶνε μέσ᾽ στὸ δισκοπότηρο δὲν εἶνε κρασί, εἶνε αἷμα, τὸ αἷμα τοῦ Χριστοῦ μας· δὲν εἶνε ψωμί, εἶνε τὸ σῶμα ἐκεῖνο τὸ ἄχραντο ποὺ ἐκήδευσε ὁ Ἰωσὴφ ὁ ἀπὸ Ἀριμαθαίας, κι ὅτι τὸ δορυφοροῦν ἄγγελοι. Ἂν δὲν τὸ πιστεύῃς, μὴν πλησιάσῃς, μὴ γίνῃς θεομπαίχτης. ―Μὰ πῶς γίνεται αὐτό; τὰ μάτια μου βλέπουν κρασὶ καὶ ψωμί… Ὦ ἄνθρωπε, ρωτᾷς «πῶς»; Κ᾽ ἐγὼ σὲ ρωτῶ· πῶς τὸ αἷμα ἀπ᾽ τὴν καρδιὰ τῆς γυναίκας γίνεται γάλα στὸ μαστό; πῶς τὸ κάρβουνο στὰ σπλάχνα τῆς γῆς γίνεται διαμάντι; Ὁ Θεὸς «ὁ ποιῶν θαυμάσια (μόνος)» (Ψαλμ. 76,15), αὐτὸς κάνει καὶ τὸ μέγα τοῦτο θαῦμα. Θυμᾶμαι τὴν ἀγράμματη γιαγιά μου στὸ μικρό μου χωριὸ ποὺ μοῦ ἔλεγε· Πήγαινε, παιδάκι μου, νὰ πάρῃς σήμερα τὸ διαμάντι! Νὰ προσέλθῃς ἀκόμα μὲ τὴν πίστι, ὅτι μία σταλαγματιὰ – ἕνα ἠλεκτρόνιο ἀπὸ τὸ αἷμα τοῦ Χριστοῦ φτάνει νὰ πλύνῃ ὅλες τὶς ἁμαρτίες τοῦ κόσμου. Πόσες εἶνε οἱ ἁμαρτίες σου; Ὅσες κι ἂν εἶνε, τὸ αἷμα Ἰησοῦ Χριστοῦ φτάνει νὰ τὶς ἐξαλείψῃ. Αὐτὸ «καθαρίζει ἡμᾶς ἀπὸ πάσης ἁμαρτίας» (Α΄ Ἰω. 1,7). Πίστευε ἀκόμη, ὅτι τὴν ὥρα ποὺ κοινωνεῖς ἔρχεσαι σὲ μυστικὴ ἐπαφή, ἑνώνεσαι μὲ τὸν Κύριο, θεοῦσαι· γίνεται μυστικὴ θέωσις.⃝ «Προσέλθετε» λοιπὸν μὲ φόβο Θεοῦ, μὲ πίστι, κι ἀκόμη μὲ ἀγάπη. Ποιά ἀγάπη; Ὄχι τὴν εὐτελῆ ἀγάπη, τὸ κίβδηλο ἐκεῖνο νόμισμα· ὄχι τὰ μάταια κομπλιμέντα, ποὺ μπροστά σου ὁ ἄλλος σοῦ λέει «σὲ ἀγαπῶ» ἀλλὰ πίσω σου σοῦ σκάβει τὸ λάκκο, ἀλλὰ μὲ τὴν ἀγάπη τοῦ Χριστοῦ τὴ γνησία καὶ ἀκίβδηλη καὶ ἄδολη.
Τί εἶνε ἡ ἀγάπη; Μία κλῖμαξ οὐρανοδρόμος. Ἐμπρός, χωλοὶ καὶ τυφλοί, ἀνεβαίνετε τὰ θεῖα αὐτὰ σκαλοπάτια. Μιὰ τέτοια σκάλα εἶδε κ᾽ ἕνας ἅγιος, ὁ Δανιὴλ ὁ Στυλίτης (γιορτάζει στὶς 11 Δεκεμβρίου), καὶ ἄκουσε μιὰ χειμωνιάτικη νύχτα τὴ φωνή· –Ἀνέβαινε, Δανιήλ, ἔλα πρὸς ἐμένα. –Μὰ πῶς, Κύριε; δὲ μπορῶ. Καὶ τότε φτερὰ ἀγγέλων τὸν βοήθησαν κι ἄρχισε ν᾽ ἀνεβαίνῃ ἐλαφρὰ – ἐλαφρά. Μπρὸς ἀνεβαίνετε! Ἂν δὲν ἀνεβῆτε τὰ σκαλοπάτια τῆς ἀγάπης, μὴν πλησιάσετε τὸ μυστήριο. Τρία σκαλοπάτια σᾶς δείχνω. Τὸ πρῶτο γράφει· ἡ ἀγάπη δὲν κάνει καμμιά ἀδικία. Τὸ δεύτερο· ἡ ἀγάπη ὄχι μόνο δὲν ἀδικεῖ ἀλλὰ καὶ σκορπάει – δίνει τὶς δωρεές της στοὺς ἄλλους. Καὶ τὸ τρίτο, ποὺ εἶνε γιὰ τὶς μεγάλες ψυχές, εἶνε τὸ σκαλὶ τοῦ σταυροῦ τοῦ Χριστοῦ ποὺ εἶπε «Πάτερ, ἄφες αὐτοῖς· οὐ γὰρ οἴδασι τί ποιοῦσι» (Λουκ. 23,34), καὶ σ᾽ αὐτὸ γράφει· ὄχι μόνο νὰ μὴν ἀδικῇς, ὄχι μόνο νὰ δίνῃς τὰ ἀγαθά σου, ἀλλὰ καὶ νὰ συγχωρῇς καὶ τὸ μεγαλύτερο ἐχθρό σου.
* * *
Ἀδελφοί μου, αὐτὰ τὰ τρία νὰ ἔχουμε· φόβο Θεοῦ, πίστι ἀκράδαντη, καὶ τὴν ἀγάπη τὴν κορυφαία ἀρετή. Μ᾽ αὐτὰ ἂς κάνουμε φτεροῦγες ἀετοῦ κι ἂς πλησιάσουμε στὰ ἅγια μυστήρια.
Κάποτε ὁ μέγας Ναπολέων κάλεσε τοὺς ἀξιωματικοὺς τοῦ ἐπιτελείου του καὶ τοὺς ρώτησε· Πέστε μου, ποιά ἦταν ἡ εὐτυχέστερη στιγμὴ τῆς ζωῆς σας; Ὁ ἕνας εἶπε· Ὅταν μπῆκα στὴ σχολὴ τῶν εὐελπίδων. Ὁ ἄλλος· Ὅταν μοῦ ἔδωσαν τὸ ξίφος τοῦ ἀξιωματικοῦ. Ὁ τρίτος· Ὅταν πῆρα τὸ πρῶτο παράσημο ἀνδρείας. Ὁ τέταρτος· Ὅταν μετὰ τὸν πόλεμο γύρισα στὸ σπίτι μου. Ὁ πέμπτος· Ὅταν ἀρραβωνιάστηκα. Καὶ οὕτω καθεξῆς. Τέλος ὁ Ναπολέων λέει· Μπορεῖτε νὰ μοῦ πῆτε ποιά ἦταν καὶ γιὰ μένα ἡ εὐτυχέστερη στιγμὴ τῆς ζωῆς μου; Τοῦ ἀπαρίθμησαν δέκα – δεκαπέντε περιπτώσεις. Ὄχι, τοὺς λέει· ἡ ὡραιότερη στιγμὴ τῆς ζωῆς μου ἦταν ὅταν μικρὸ παιδάκι μὲ πῆρε ἡ μάνα μου καὶ μὲ πῆγε στὴν ἐκκλησία καὶ ἔλαβα γιὰ πρώτη φορὰ τὴ θεία κοινωνία.
Αὐτὴ εἶνε ἡ ὡραιότερη στιγμή. Μὴ μοῦ μιλᾶτε γιὰ τίποτε ἄλλο. Ὦ θεία κοινωνία, ὦ φτερὰ τοῦ οὐρανοῦ, ὦ Ἰησοῦ Χριστὲ παμβασιλεῦ τοῦ κόσμου, ἀξίωσέ μας νὰ κοινωνήσουμε τὰ ἄχραντα μυστήρια μὲ φόβο Θεοῦ, πίστι καὶ ἀγάπη, γιὰ ν᾽ ἀξιωθοῦμε τῆς βασιλείας σου· ἀμήν.
Κάποτε ὁ μέγας Ναπολέων κάλεσε τοὺς ἀξιωματικοὺς τοῦ ἐπιτελείου του καὶ τοὺς ρώτησε· Πέστε μου, ποιά ἦταν ἡ εὐτυχέστερη στιγμὴ τῆς ζωῆς σας; Ὁ ἕνας εἶπε· Ὅταν μπῆκα στὴ σχολὴ τῶν εὐελπίδων. Ὁ ἄλλος· Ὅταν μοῦ ἔδωσαν τὸ ξίφος τοῦ ἀξιωματικοῦ. Ὁ τρίτος· Ὅταν πῆρα τὸ πρῶτο παράσημο ἀνδρείας. Ὁ τέταρτος· Ὅταν μετὰ τὸν πόλεμο γύρισα στὸ σπίτι μου. Ὁ πέμπτος· Ὅταν ἀρραβωνιάστηκα. Καὶ οὕτω καθεξῆς. Τέλος ὁ Ναπολέων λέει· Μπορεῖτε νὰ μοῦ πῆτε ποιά ἦταν καὶ γιὰ μένα ἡ εὐτυχέστερη στιγμὴ τῆς ζωῆς μου; Τοῦ ἀπαρίθμησαν δέκα – δεκαπέντε περιπτώσεις. Ὄχι, τοὺς λέει· ἡ ὡραιότερη στιγμὴ τῆς ζωῆς μου ἦταν ὅταν μικρὸ παιδάκι μὲ πῆρε ἡ μάνα μου καὶ μὲ πῆγε στὴν ἐκκλησία καὶ ἔλαβα γιὰ πρώτη φορὰ τὴ θεία κοινωνία.
Αὐτὴ εἶνε ἡ ὡραιότερη στιγμή. Μὴ μοῦ μιλᾶτε γιὰ τίποτε ἄλλο. Ὦ θεία κοινωνία, ὦ φτερὰ τοῦ οὐρανοῦ, ὦ Ἰησοῦ Χριστὲ παμβασιλεῦ τοῦ κόσμου, ἀξίωσέ μας νὰ κοινωνήσουμε τὰ ἄχραντα μυστήρια μὲ φόβο Θεοῦ, πίστι καὶ ἀγάπη, γιὰ ν᾽ ἀξιωθοῦμε τῆς βασιλείας σου· ἀμήν.
(†) ἐπίσκοπος Αὐγουστῖνος
ΠΗΓΗ: ΑΠΟ E-MAIL
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου