Τρίτη 18 Δεκεμβρίου 2018


Πως θα κοινωνήσουμε;
                          Μητροπολίτου Φλωρίνης π. Αὐγουστίνου Καντιώτου
«Ἔρχεσθε, ὅτι ἤδη ἕτοιμά ἐστι πάντα» (Λουκ. 14,17)
Πλησιάζει, ἀγαπητοί μου, ἡ μεγάλη ἑορτή, ἡ νύχτα ποὺ θ᾽ ἀνοίξουν οἱ οὐρανοὶ καὶ θ᾽ ἀκουστῇ τὸ «Δόξα ἐν ὑψίστοις Θεῷ καὶ ἐπὶ γῆς εἰ­ρήνη, ἐν ἀνθρώποις εὐδοκία» (Λουκ. 2,14).
Πῶς θὰ ἑορτάσουμε τὰ Χριστούγεννα; Ἡ ἑ­ορτὴ συνδέεται μὲ τὴ θεία κοινωνία τῶν ἀ­χράν­­των μυστηρίων. Δὲν νοεῖται Χριστιανὸς χω­ρὶς θεία μετάληψι. Ἀλλ᾽ ἐδῶ εἶνε ὁ φόβος καὶ ὁ κίνδυνος. Πολλοὶ κοινωνοῦν ἀξίως καὶ ἀνοίγουν γι᾽ αὐτοὺς οἱ οὐρανοί,
ἀλλὰ καὶ πολλοὶ – πρῶτος ἀπ᾽ αὐτοὺς ἦταν ὁ Ἰούδας– δὲν κοινωνοῦν ἀξίως. Γι᾽ αὐ­τὸ ἂς ρωτήσῃ ὁ καθένας τὸν ἑ­αυτό του· πῶς θὰ κοινω­νήσω τὰ ἄχραντα μυστήρια; Σ᾽ αὐτὸ ἀπαν­τᾷ σήμερα ἡ Ἐκκλησία μὲ τὴ θαυμάσια παρα­βολὴ τοῦ μεγάλου δείπνου ποὺ ἀκούσαμε. Εἶνε γνωστὴ ἡ παραβολή.
* * *
Ἕνας βασιλιᾶς ἔκανε δεῖπνο καὶ κάλεσε πολλούς. Περιέργως ὅμως οἱ προσκεκλημένοι δὲν προσῆλθαν προβάλλοντας διάφορες προφάσεις. Ὁ ἕνας, ποὺ εἶχε μανία ν᾽ ἀγορά­ζῃ γῆ, ὁ κτηματίας ἄν­θρωπος, ἀπήντησε· Ἀ­γόρασα χωράφι. Ὁ ἄλ­λος, ἔμ­πο­ρος – ὁ ἄν­θρω­πος τῆς ἀγορᾶς, εἶπε· Ἀγόρασα πέντε ζευγάρια βόδια καὶ πρέπει νὰ πάω νὰ τὰ δοκιμάσω. Ὁ τρίτος, πιὸ ἀναιδής, ὁ ἄνθρωπος τῶν ἡ­δο­νῶν ποὺ δὲν κάνει χωρὶς αὐτές, εἶπε· Παν­τρεύτη­κα καὶ δὲν μπορῶ νὰ ᾽ρθῶ. «Καὶ ἤρξαν­το ἀπὸ μιᾶς παραιτεῖσθαι πάν­τες» (ἔ.ἀ. 14,18).
Ἔτσι τὰ χωράφια, τὰ κτήματα, τὰ σπίτια, τὸ ἐμπόριο, τὰ χρήματα, οἱ ἡδονές, οἱ διασκε­δάσεις, οἱ γυναῖκες, οἱ αἰσχροὶ ἔρωτες, ὅλα αὐ­τὰ γίνονται παγίδες, σχοινιὰ τοῦ δι­αβόλου ποὺ δένουν τὶς ψυχές. Λὲς σὲ κάποιο­ν, Ἔλα νὰ κοινω­νήσῃς, καὶ δὲν ἔρχεται. Ἔχει τώρα 10 – 15 – 20 χρόνια νὰ μεταλάβῃ· ἄσπρισαν τὰ μαλλιά του, τρίζουν τὰ πόδια του, ὁ χάρος τοῦ σκάβει τὸ λάκκο, κι αὐτὸς τὶς ἅγιες αὐτὲς μέρες δὲν πλη­σιάζει τὰ ἄχραντα μυστήρια. Θὰ κάνῃ Χριστούγεννα χωρὶς Χριστό. Τί θλιβερό!
Ἡ Ἐκκλησία καλεῖ σὰν τὴν κλῶσσα. Ἐ­λᾶτε! φωνάζει ὁ Χριστός· οἱ φιλήδονοι κ᾽ οἱ ἄν­θρωποι τοῦ πλούτου, ποὺ ἔχουν θεὸ τὸ χρῆμα καὶ τὴν κοιλιά, δὲν ἔρχονται. Ἐλᾶτε λοι­πὸν οἱ ἄλ­λοι. Καὶ ἔρ­χονται. Ποιοί εἶνε, τοὺς εἴ­δατε; Αὐ­τοὶ δὲν ἔ­χουν ἀξιώματα· εἶνε φτωχοί, ἀνάπηροι, ντυμένοι ῥάκη. Κι ἀνοίγει γι᾽ αὐ­τοὺς ἡ πόρτα; Βεβαίως. Ἐὰν γιὰ φτωχοὺς δὲν ἀ­νοίγουν τὰ μέγαρα τοῦ κόσμου τούτου, ἀνοίγουν ὅμως τὰ ἀνάκτορα τοῦ οὐ­ρανοῦ.
Παραβολι­κὸς εἶνε ὁ λό­γος· ποιός εἶνε ὁ τυφλός, ὁ κουτσός, ὁ ῥακέν­­δυτος; Εἴμαστε ἐ­μεῖς, ποὺ φέρουμε τὰ ῥά­κη τῆς ἁμαρτί­ας. Ἀλ­λά, ἔ­στω κ᾽ ἔτσι, ὁ Κύριος μᾶς προσκαλεῖ στὴ λατρεία του. Ἐλᾶτε λοιπόν, μπο­ροῦμε νὰ προσ­­έλ­θουμε. Ἀλλ᾽ ἂς προσέξου­με τὴν πρόσκλησί του. Ὅταν ἀνοίξῃ ἡ ὡ­ραία πύ­λη καὶ φα­νῇ τὸ φρικτὸ δισκοπότηρο μὲ τὸ αἷμα τοῦ Χριστοῦ, θ᾽ ἀκούσουμε· «Μετὰ φόβου Θεοῦ, πίστε­ως καὶ ἀγάπης προσέλθετε». Θέτει ὅρους. Δὲν εἶνε δυνατὸν νὰ κοινωνήσῃ κανεὶς ἐὰν δὲν ἔχῃ μέσα στὴν καρδιά του τὸ φόβο τοῦ Θεοῦ, τὴν πίστι, καὶ περισσότερο τὴν ἀγάπη.
 Προσέλθετε μὲ φόβο Θεοῦ. Τί θὰ πῇ φόβος Θεοῦ; Γιὰ νὰ τὸ καταλάβουμε, ἂς σκεφτοῦμε δύο πράγματα· τί εἴμαστε ἐμεῖς, καὶ τί εἶνε Ἐ­κεῖνος. Τί εἴμαστε ἐμεῖς; Ὅσο ψηλὰ κι ἂν ἀ­νε­βήκαμε, ὅση μόρφωσι κι ἂν ἀποκτήσαμε, εἴ­μαστε σκουλήκια, ἄχυρα, σκόνη, καπνός, ὄ­νειρο ποὺ διαλύεται. Ὁ Ἀ­βραὰμ εἶπε· «Ἐγώ εἰμι γῆ καὶ σποδός», μιὰ χούφτα χῶμα καὶ στάχτη (Γέν. 18,27· νεκρ. ἀκολ.). Ὁ Δαυῒδ ἔλεγε «Ἐν ἀνομίαις συνελήφθην, καὶ ἐν ἁμαρτίαις ἐκίσσησέ με ἡ μήτηρ μου» (Ψαλμ. 50,7). Ὁ προφήτης Ἠσαΐας ἔλεγε· Ταλαί­πωρος ἐγώ, «ἄνθρωπος ὢν καὶ ἀκάθαρτα χείλη ἔχων, ἐν μέσῳ λαοῦ ἀκάθαρτα χείλη ἔχον­τος…» (Ἠσ. 6,5). Ὁ Ἰὼβ λέει· «Τίς καθαρὸς ἔσται ἀ­πὸ ῥύπου; ἀλλ᾽ οὐθείς, ἐὰν καὶ μία ἡμέρα ὁ βί­ος αὐτοῦ ἐ­πὶ τῆς γῆς» (Ἰὼβ. 14,4). Ἂς θυμηθοῦμε τὴν αἱμορροοῦσα τοῦ Εὐαγγελίου, ποὺ μὲ φόβο πλησίασε καὶ ἄγγιξε μόνο τὸ ἄκρο τοῦ ἐνδύμα­τος τοῦ Χριστοῦ. Ἂς θυμηθοῦμε τὸν ἀπόστο­λο Πέτρο, ποὺ ὅταν ὁ Χριστὸς ἔκανε τὸ θαῦμα τῆς ἁλιείας στὸ πλοῖο του αὐτὸς εἶπε· «Ἔξελθε ἀπ᾽ ἐμοῦ, ὅτι ἀνὴρ ἁμαρτωλός εἰμι, Κύριε» (Λουκ. 5,8).
Μὲ τέτοιο φόβο κοινωνοῦσαν τὰ ἄχραντα μυστήρια οἱ ἅγιες ψυχές, ἔτσι ἂς πλησι­άσουμε κ᾽ ἐμεῖς. Διότι ἂν δὲν ἀγαπήσου­με καὶ δὲν πιστέψουμε Ἐκεῖνον, ματαίως περά­σαμε ἀπ᾽ τὸ φλούδι αὐτῆς τῆς γῆς. Ἐκεῖνος εἶ­νε τὸ Ἄλφα καὶ τὸ Ὠμέγα (Ἀπ. 1,8· 21,6· 22,12), ἡ πηγή, τὸ ἄστρο τῆς αὐγῆς, ὁ ἥλιος ποὺ φωτίζει, ὁ καθα­ρώτε­ρος κι ἀπ᾽ τὸ χιόνι, ὁ ἀκατάληπτος, ἐκεῖνος ποὺ τῆς βασιλείας του «οὐκ ἔσται τέλος» (Λουκ. 1,33. Σύμβ. πίστ. 7). Τὸ σκεφθήκαμε; Ἐκεῖνος, ποὺ δὲν τὸν χωροῦν οἱ οὐρανοί, χωράει στὴν καρδιὰ ἑνὸς ἁμαρτωλοῦ! Ἀνοῖξτε τὶς πύλες τῆς καρδιᾶς νὰ εἰσ­έλθῃ «ὁ βασιλεὺς τῆς δόξης» (Ψαλμ. 23,7-10). Αὐτὸς θέλει νὰ κάνῃ τὴν καρδιά σου ἀνάκτορο. Σκέψου· εἶνε «πῦρ καταναλίσκον» (Δευτ. 4,24· 9,3. Ἑβρ. 12,29). Ἂν εἶ­σαι χρυσάφι, ἡ φωτιὰ θὰ σὲ καθα­ρίσῃ· ἂν ὅ­μως εἶσαι ἄχυρο, τότε θὰ καῇς.
 Προσέλθετε, ἀκόμη, μὲ πίστι. Ποιά πίστι; Ὄ­χι τὴ γενικὴ πίστι ὅτι ὑπάρχει Θεὸς ἀλλὰ τὴν εἰδικὴ πίστι, τὴν πίστι στὸ μέγα τοῦτο μυστήριο.
Τί νὰ πιστεύῃς ὅταν πλησιάζῃς τὰ ἅγια μυστήρια· ὅτι ἐκεῖνο ποὺ εἶνε μέσ᾽ στὸ δισκοπό­τηρο δὲν εἶνε κρασί, εἶνε αἷμα, τὸ αἷμα τοῦ Χρι­στοῦ μας· δὲν εἶνε ψωμί, εἶνε τὸ σῶμα ἐ­κεῖνο τὸ ἄχραντο ποὺ ἐκήδευσε ὁ Ἰωσὴφ ὁ ἀ­πὸ Ἀ­ριμαθαίας, κι ὅτι τὸ δορυφοροῦν ἄγγελοι. Ἂν δὲν τὸ πιστεύῃς, μὴν πλη­σιάσῃς, μὴ γίνῃς θεομπαίχτης. ―Μὰ πῶς γίνεται αὐτό; τὰ μάτια μου βλέπουν κρασὶ καὶ ψωμί… Ὦ ἄνθρωπε, ρω­τᾷς «πῶς»; Κ᾽ ἐγὼ σὲ ρωτῶ· πῶς τὸ αἷ­μα ἀπ᾽ τὴν καρδιὰ τῆς γυναίκας γίνεται γάλα στὸ μαστό; πῶς τὸ κάρβουνο στὰ σπλάχνα τῆς γῆς γίνεται διαμάντι; Ὁ Θεὸς «ὁ ποιῶν θαυμάσια (μό­νος)» (Ψαλμ. 76,15), αὐτὸς κάνει καὶ τὸ μέγα τοῦτο θαῦ­μα. Θυ­μᾶμαι τὴν ἀγράμματη γιαγιά μου στὸ μι­κρό μου χωριὸ ποὺ μοῦ ἔλεγε· Πήγαινε, παιδάκι μου, νὰ πάρῃς σήμερα τὸ διαμάντι! Νὰ προσ­έλθῃς ἀκόμα μὲ τὴν πίστι, ὅτι μία σταλαγματιὰ – ἕνα ἠλεκτρόνιο ἀπὸ τὸ αἷμα τοῦ Χριστοῦ φτάνει νὰ πλύνῃ ὅλες τὶς ἁμαρτίες τοῦ κόσμου. Πόσες εἶνε οἱ ἁμαρτίες σου; Ὅσες κι ἂν εἶνε, τὸ αἷμα Ἰησοῦ Χριστοῦ φτάνει νὰ τὶς ἐξαλείψῃ. Αὐτὸ «καθαρίζει ἡμᾶς ἀπὸ πάσης ἁμαρτίας» (Α΄ Ἰω. 1,7). Πίστευε ἀκόμη, ὅτι τὴν ὥρα ποὺ κοινωνεῖς ἔρχεσαι σὲ μυστικὴ ἐπαφή, ἑνώνεσαι μὲ τὸν Κύριο, θεοῦσαι· γίνεται μυστικὴ θέωσις.
 «Προσέλθετε» λοιπὸν μὲ φόβο Θεοῦ, μὲ πίστι, κι ἀκόμη μὲ ἀγάπη. Ποιά ἀγάπη; Ὄχι τὴν εὐτελῆ ἀγάπη, τὸ κίβδηλο ἐκεῖνο νόμισμα· ὄχι τὰ μάταια κομπλιμέντα, ποὺ μπροστά σου ὁ ἄλλος σοῦ λέει «σὲ ἀγα­πῶ» ἀλλὰ πίσω σου σοῦ σκάβει τὸ λάκκο, ἀλλὰ μὲ τὴν ἀγάπη τοῦ Χριστοῦ τὴ γνησία καὶ ἀκίβδηλη καὶ ἄδολη.
Τί εἶνε ἡ ἀγάπη; Μία κλῖμαξ οὐρανοδρόμος. Ἐμπρός, χωλοὶ καὶ τυφλοί, ἀνεβαίνετε τὰ θεῖα αὐτὰ σκαλοπάτια. Μιὰ τέτοια σκάλα εἶ­δε κ᾽ ἕ­νας ἅγιος, ὁ Δανιὴλ ὁ Στυλίτης (γιορτάζει στὶς 11 Δεκεμβρίου), καὶ ἄκουσε μιὰ χειμωνιάτικη νύχτα τὴ φωνή· –Ἀνέβαινε, Δανι­ήλ, ἔλα πρὸς ἐμένα. –Μὰ πῶς, Κύριε; δὲ μπο­ρῶ. Καὶ τότε φτερὰ ἀγγέλων τὸν βοήθησαν κι ἄρχισε ν᾽ ἀ­νεβαίνῃ ἐλαφρὰ – ἐλαφρά. Μπρὸς ἀνεβαίνετε! Ἂν δὲν ἀνεβῆτε τὰ σκαλοπάτια τῆς ἀγάπης, μὴν πλησιάσετε τὸ μυστήριο. Τρία σκαλοπάτια σᾶς δείχνω. Τὸ πρῶτο γράφει· ἡ ἀγάπη δὲν κάνει καμμιά ἀδικία. Τὸ δεύτερο· ἡ ἀ­γάπη ὄχι μόνο δὲν ἀδικεῖ ἀλλὰ καὶ σκορπάει – δίνει τὶς δωρεές της στοὺς ἄλλους. Καὶ τὸ τρί­το, ποὺ εἶνε γιὰ τὶς μεγάλες ψυχές, εἶνε τὸ σκα­­λὶ τοῦ σταυροῦ τοῦ Χριστοῦ ποὺ εἶπε «Πάτερ, ἄφες αὐτοῖς· οὐ γὰρ οἴδασι τί ποιοῦσι» (Λουκ. 23,34), καὶ σ᾽ αὐτὸ γράφει· ὄχι μόνο νὰ μὴν ἀδικῇς, ὄχι μόνο νὰ δίνῃς τὰ ἀγαθά σου, ἀλλὰ καὶ νὰ συγχωρῇς καὶ τὸ μεγαλύτερο ἐχθρό σου.
* * *
Ἀδελφοί μου, αὐτὰ τὰ τρία νὰ ἔχουμε· φόβο Θεοῦ, πίστι ἀκράδαντη, καὶ τὴν ἀγάπη τὴν κο­ρυφαία ἀρετή. Μ᾽ αὐτὰ ἂς κάνουμε φτεροῦ­γες ἀετοῦ κι ἂς πλησιάσουμε στὰ ἅγια μυστήρια.
Κάποτε ὁ μέγας Ναπολέων κάλεσε τοὺς ἀ­ξιωματικοὺς τοῦ ἐπιτελείου του καὶ τοὺς ρώτησε· Πέστε μου, ποιά ἦταν ἡ εὐτυχέστερη στι­γμὴ τῆς ζωῆς σας; Ὁ ἕνας εἶπε· Ὅταν μπῆκα στὴ σχολὴ τῶν εὐελπίδων. Ὁ ἄλλος· Ὅταν μοῦ ἔδωσαν τὸ ξίφος τοῦ ἀξιωματικοῦ. Ὁ τρίτος· Ὅταν πῆρα τὸ πρῶτο παράσημο ἀνδρείας. Ὁ τέταρτος· Ὅταν μετὰ τὸν πόλεμο γύρι­σα στὸ σπίτι μου. Ὁ πέμπτος· Ὅταν ἀρραβωνιάστηκα. Καὶ οὕτω καθεξῆς. Τέλος ὁ Ναπολέων λέει· Μπορεῖτε νὰ μοῦ πῆτε ποιά ἦταν καὶ γιὰ μένα ἡ εὐτυχέστερη στιγμὴ τῆς ζωῆς μου; Τοῦ ἀπαρίθμησαν δέκα – δεκαπέντε περιπτώσεις. Ὄχι, τοὺς λέει· ἡ ὡραιότερη στιγμὴ τῆς ζωῆς μου ἦταν ὅταν μικρὸ παιδάκι μὲ πῆ­ρε ἡ μάνα μου καὶ μὲ πῆγε στὴν ἐκκλησία καὶ ἔλαβα γιὰ πρώτη φορὰ τὴ θεία κοινωνία.
Αὐτὴ εἶνε ἡ ὡραιότερη στιγμή. Μὴ μοῦ μι­λᾶ­τε γιὰ τίποτε ἄλλο. Ὦ θεία κοινωνία, ὦ φτερὰ τοῦ οὐρανοῦ, ὦ Ἰησοῦ Χριστὲ παμβασιλεῦ τοῦ κόσμου, ἀξίωσέ μας νὰ κοινωνήσουμε τὰ ἄχραν­­τα μυστήρια μὲ φόβο Θεοῦ, πίστι καὶ ἀγάπη, γιὰ ν᾽ ἀξιωθοῦμε τῆς βασιλείας σου· ἀμήν.
(†) ἐπίσκοπος Αὐγουστῖνος

ΠΗΓΗ:  ΑΠΟ E-MAIL

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου