Ο κατά Θεόν διχασμός
Μητροπολίτου Φλωρίνης Αὐγουστίνου
«Σχίσμα οὖν ἐν τῷ ὄχλῳ ἐγένετο δι᾽ αὐτόν» (Ἰωάν. 7,43)
Η Ἐκκλησία μας, ἀγαπητοί μου, ἡ Ὀρθόδοξος Ἐκκλησία, δὲν εἶνε ἔργο ἀνθρώπων· εἶνε θεοκατασκεύαστο ἵδρυμα. Καὶ σήμερα πανηγυρίζει τὰ γενέθλιά της.
Στὴν πρόσοψι τοῦ μητροπολιτικοῦ ναοῦ τῆς Φλωρίνης, τοῦ Ἁγίου Παντελεήμονος, ὑπάρχει ἕνα ψηφιδωτό. Εἰκονίζει τὴν Ἐκκλησία ὡς ἕνα πλοῖο. Κυβερνήτης του εἶνε ὁ Χριστός· βοηθοὶ οἱ ἀπόστολοι καὶ οἱ κληρικοί· ἐπιβάται ὅλοι οἱ Χριστιανοί· καὶ ἄνεμος οὔριος, ποὺ κολπώνει τὰ πανιά του, εἶνε τὸ Πνεῦμα τὸ ἅγιο.
Τὸ πλοῖο τῆς Ἐκκλησίας ὅμως διὰ μέσου τῶν αἰώνων συχνὰ πλέει σὲ τρικυμία, ποὺ σηκώνουν τὰ κύματα τῆς πλάνης καὶ τῆς ἀπιστίας. Ἐσωτερικοὶ διχασμοὶ αἱρέσεων καὶ σχισμάτων, ἐξωτερικοὶ διωγμοὶ εἰδωλολατρῶν καὶ ἀπίστων, ἀλλὰ καὶ ἐπεμβάσεις τοῦ ―χριστιανικοῦ θεωρουμένου― κράτους δημιουργοῦν κατὰ καιροὺς σάλο. Μικρὸ δεῖγμα τέτοιου σάλου ἔζησαν οἱ πιστοὶ στὴν πατρίδα μας λ.χ. στὰ τέλη τῆς δεκαετίας τοῦ ᾽80. Ἔγινε τότε ἀπόπειρα ν᾽ ἀποδυναμωθῇ ἡ Ἐκκλησία μὲ μιὰ νέα ἀφαίρεσι τῆς κτηματικῆς της περιουσίας. Μεγαλύτερος κίνδυνος ὅμως ἦταν ἡ ἀπειλὴ κατὰ τῆς πνευματικῆς της αὐτοτελείας. Οἱ κομματικὲς συμπάθειες καὶ ἀντιπάθειες προκάλεσαν τὶς ἡμέρες ἐκεῖνες ἀντιθέσεις καὶ διαίρεσι.Καὶ μόνο τότε; Πολλὲς φορὲς δημιουργοῦνται παρόμοιες καταστάσεις. Καὶ ὡρισμένοι, ποὺ ἔχουν τὴ γνώμη ὅτι ἡ Ἐκκλησία πρέπει νά ᾽νε πάντα ὑποταγμένη στὴν πολιτεία, μᾶς λένε· Σεῖς εἶστε οἱ αἴτιοι τῆς ὀξύτητος ποὺ δημιουργεῖται στὶς σχέσεις Ἐκκλησίας καὶ πολιτείας.
Κατηγοροῦν ἐμᾶς, ὅτι εἴμεθα ὑπαίτιοι τοῦ διχασμοῦ. Τί ἔχουμε ν᾽ ἀπαντήσουμε; Ἀλλὰ δὲ χρειάζεται ν᾽ ἀπαντήσουμε ἐμεῖς. Σήμερα ἀπαντᾷ τὸ εὐαγγέλιο. ―Μὰ τὸ Εὐαγγέλιο γράφτηκε πρὸ 20 αἰώνων· πῶς ἀπαντᾷ σ᾽ ἕνα σημερινὸ ζήτημα;… Τὸ Εὐαγγέλιο εἶνε βιβλίο αἰώνιο, εἶνε γιὰ ὅλες τὶς ἐποχές. Δίνει ἀπάντησι σὲ ὅλα τὰ προβλήματα, δίνει καὶ στὸ ζήτημα τοῦτο. Τί ἀπαντᾷ τὸ σημερινὸ εὐαγγέλιο;
* * *
Ὁ Χριστὸς ἦταν στὰ Ἰεροσόλυμα τὶς ἡμέρες τῆς μεγάλης ἑορτῆς τῆς σκηνοπηγίας (οἱ ἄλλες δύο μεγάλες ἑορτὲς τῶν Ἑβραίων ἦταν τὸ πάσχα καὶ ἡ πεντηκοστή). Τὴν σκηνοπηγία τὴν ἑώρταζαν γιὰ νὰ θυμοῦνται ὅτι, 40 χρόνια στὴν ἔρημο, ἔζησαν κάτω ἀπὸ σκηνές. Τὴν τελευταία λοιπὸν ἡμέρα τῆς ἑορτῆς ὁ Χριστὸς στάθηκε σ᾽ ἕνα σημεῖο καὶ μίλησε στὸ λαό.
Μίλησε; Προσέξατε τί λέει τὸ εὐαγγέλιο; Ὅλες οἱ λέξεις ἔχουν σημασία. Δὲν λέει «ὡμίλησε» ἁπλῶς. Τί λέει· «ἔκραξε» (Ἰωάν. 7,37). Τί θὰ πῇ «ἔκραξε»· φώναξε μὲ ὅλη τὴ δύναμί του. Ἂς τὸ ἀκούσουν αὐτὸ μερικοί, ποὺ σκανδαλίζονται ὅταν ὁ ἐπίσκοπος ἢ ὁ ἱεροκῆρυξ ὑψώσῃ τὴ φωνή του. Ὅπως ἡ μάνα φωνάζει δυνατὰ ὅταν τὸ παιδί της κινδυνεύῃ· ὅπως ἡ ὄρνιθα ὅταν βλέπῃ τὸ γεράκι νὰ ὁρμᾷ ἐναντίον τῶν νεοσσῶν της βγάζει σπαρακτικὴ φωνή, ἔτσι καὶ ὁ ποιμὴν ποὺ πονεῖ τὸ ποίμνιό του κραυγάζει, φωνάζει. Ὄχι γιὰ μικρὰ πράγματα, ἀλλὰ γιὰ τὰ αἰώνια συμφέροντα τῶν ψυχῶν.
Καὶ τί ἔλεγε ὁ Ἰησοῦς; Λόγια χρυσᾶ, τὸ μυστικὸ τῆς ἀνθρωπίνης εὐτυχίας· «Ἐάν τις διψᾷ, ἐρχέσθω πρός με καὶ πινέτω» (ἔ.ἀ.). Ἂν κάποιος διψᾷ… Τί δίψα ἐννοεῖ; Τὴ φυσικὴ δίψα, τοῦ σώματος, ποὺ εὔκολα σβήνει σὲ μιὰ πηγή; Ὄχι αὐτήν. Ἐννοεῖ μιὰ ἄλλη δίψα· τὴ δίψα ποὺ αἰσθάνονται εὐγενεῖς ψυχές, τὴ δίψα τοῦ οὐρανοῦ· τὴ δίψα τῆς ἀλήθειας, τῆς εἰρήνης, τῆς δικαιοσύνης, τῆς ἀγάπης, τῆς λυτρώσεως ἀπὸ τὰ πάθη. Ποιός ἄνθρωπος δὲν ἀναστενάζει γιὰ τὰ δεσμὰ ποὺ τὸν σκλαβώνουν; Ὅποιος λοιπὸν αἰσθάνεται αὐτὴ τὴ δίψα, αὐτὸς ἂς ἔρχεται κοντά μου κ᾽ ἐγὼ θὰ τοῦ δώσω τὸ νερὸ τὸ ἀθάνατο, ποὺ θὰ ἱκανοποιῇ ὅλους τοὺς εὐγενεῖς πόθους τῆς ψυχῆς του.
Θὰ περίμενε κανείς, ὅλοι ὅσοι ἄκουγαν τὸ Χριστὸ νὰ πιστέψουν. Πίστεψαν; Ὄχι. Μόνο μιὰ μικρὴ μερίδα. Οἱ ἄλλοι ὄχι μόνο δὲν πίστεψαν, ἀλλὰ καὶ διετέθησαν δυσμενῶς ἀπέναντί του. Ἄλλοι ἐπέκριναν τὸ κήρυγμα ἢ ἀμφισβητοῦσαν τὴν προέλευσι τοῦ ὁμιλητοῦ. Οἱ ἀρχιερεῖς καὶ φαρισαῖοι μάλιστα διέταξαν τοὺς ὑπηρέτες τους νὰ τὸν συλλάβουν καὶ νὰ τοὺς τὸν φέρουν. Ἀλλὰ οἱ ὑπηρέτες, ποὺ πῆγαν καὶ ἄκουσαν τὸ Χριστό, ὅταν γύρισαν εἶπαν στ᾽ ἀφεντικά τους· «Οὐδέποτε οὕτως ἐλάλησεν ἄνθρωπος, ὡς οὗτος ὁ ἄνθρωπος» (ἔ.ἀ. 7,46).
Τί βλέπουμε λοιπὸν στὸ εὐαγγέλιο; Ἔγινε διχασμός· «σχίσμα οὖν ἐν τῷ ὄχλῳ ἐγένετο δι᾽ αὐτόν» (ἔ.ἀ. 7,43). Διαιρέθηκαν οἱ ἄνθρωποι σὲ δύο παρατάξεις· σ᾽ ἐκείνους ποὺ πίστεψαν καὶ σ᾽ ἐκείνους ποὺ δὲν πίστεψαν στὸ Χριστό.
Μίλησε; Προσέξατε τί λέει τὸ εὐαγγέλιο; Ὅλες οἱ λέξεις ἔχουν σημασία. Δὲν λέει «ὡμίλησε» ἁπλῶς. Τί λέει· «ἔκραξε» (Ἰωάν. 7,37). Τί θὰ πῇ «ἔκραξε»· φώναξε μὲ ὅλη τὴ δύναμί του. Ἂς τὸ ἀκούσουν αὐτὸ μερικοί, ποὺ σκανδαλίζονται ὅταν ὁ ἐπίσκοπος ἢ ὁ ἱεροκῆρυξ ὑψώσῃ τὴ φωνή του. Ὅπως ἡ μάνα φωνάζει δυνατὰ ὅταν τὸ παιδί της κινδυνεύῃ· ὅπως ἡ ὄρνιθα ὅταν βλέπῃ τὸ γεράκι νὰ ὁρμᾷ ἐναντίον τῶν νεοσσῶν της βγάζει σπαρακτικὴ φωνή, ἔτσι καὶ ὁ ποιμὴν ποὺ πονεῖ τὸ ποίμνιό του κραυγάζει, φωνάζει. Ὄχι γιὰ μικρὰ πράγματα, ἀλλὰ γιὰ τὰ αἰώνια συμφέροντα τῶν ψυχῶν.
Καὶ τί ἔλεγε ὁ Ἰησοῦς; Λόγια χρυσᾶ, τὸ μυστικὸ τῆς ἀνθρωπίνης εὐτυχίας· «Ἐάν τις διψᾷ, ἐρχέσθω πρός με καὶ πινέτω» (ἔ.ἀ.). Ἂν κάποιος διψᾷ… Τί δίψα ἐννοεῖ; Τὴ φυσικὴ δίψα, τοῦ σώματος, ποὺ εὔκολα σβήνει σὲ μιὰ πηγή; Ὄχι αὐτήν. Ἐννοεῖ μιὰ ἄλλη δίψα· τὴ δίψα ποὺ αἰσθάνονται εὐγενεῖς ψυχές, τὴ δίψα τοῦ οὐρανοῦ· τὴ δίψα τῆς ἀλήθειας, τῆς εἰρήνης, τῆς δικαιοσύνης, τῆς ἀγάπης, τῆς λυτρώσεως ἀπὸ τὰ πάθη. Ποιός ἄνθρωπος δὲν ἀναστενάζει γιὰ τὰ δεσμὰ ποὺ τὸν σκλαβώνουν; Ὅποιος λοιπὸν αἰσθάνεται αὐτὴ τὴ δίψα, αὐτὸς ἂς ἔρχεται κοντά μου κ᾽ ἐγὼ θὰ τοῦ δώσω τὸ νερὸ τὸ ἀθάνατο, ποὺ θὰ ἱκανοποιῇ ὅλους τοὺς εὐγενεῖς πόθους τῆς ψυχῆς του.
Θὰ περίμενε κανείς, ὅλοι ὅσοι ἄκουγαν τὸ Χριστὸ νὰ πιστέψουν. Πίστεψαν; Ὄχι. Μόνο μιὰ μικρὴ μερίδα. Οἱ ἄλλοι ὄχι μόνο δὲν πίστεψαν, ἀλλὰ καὶ διετέθησαν δυσμενῶς ἀπέναντί του. Ἄλλοι ἐπέκριναν τὸ κήρυγμα ἢ ἀμφισβητοῦσαν τὴν προέλευσι τοῦ ὁμιλητοῦ. Οἱ ἀρχιερεῖς καὶ φαρισαῖοι μάλιστα διέταξαν τοὺς ὑπηρέτες τους νὰ τὸν συλλάβουν καὶ νὰ τοὺς τὸν φέρουν. Ἀλλὰ οἱ ὑπηρέτες, ποὺ πῆγαν καὶ ἄκουσαν τὸ Χριστό, ὅταν γύρισαν εἶπαν στ᾽ ἀφεντικά τους· «Οὐδέποτε οὕτως ἐλάλησεν ἄνθρωπος, ὡς οὗτος ὁ ἄνθρωπος» (ἔ.ἀ. 7,46).
Τί βλέπουμε λοιπὸν στὸ εὐαγγέλιο; Ἔγινε διχασμός· «σχίσμα οὖν ἐν τῷ ὄχλῳ ἐγένετο δι᾽ αὐτόν» (ἔ.ἀ. 7,43). Διαιρέθηκαν οἱ ἄνθρωποι σὲ δύο παρατάξεις· σ᾽ ἐκείνους ποὺ πίστεψαν καὶ σ᾽ ἐκείνους ποὺ δὲν πίστεψαν στὸ Χριστό.
* * *
Αὐτὸ ποὺ συνέβη τότε, ἀγαπητοί μου, ἐπαναλαμβάνεται στὴν Ἐκκλησία τοῦ Χριστοῦ. Σὲ κάθε ἐποχὴ ὑπάρχει πάντοτε διχασμός.
Καὶ αἰτία ποιός, ὁ Χριστός; Ὄχι. Τότε ποιός; Ἡ κακὴ προαίρεσι τῶν ἀνθρώπων. Ὅσοι ἔχουν καλὴ προαίρεσι, ἀκοῦνε τὸ Χριστὸ κ᾽ εὐχαριστοῦνται καὶ δοξάζουν τὸ Θεό· ὅσοι δὲν ἔχουν καλὴ προαίρεσι, οὔτε τὸν καταλαβαίνουν οὔτε θέλουν ν᾽ ἀκούσουν τὰ λόγια του.
Ξέρετε πῶς μοιάζουν αὐτοί; Σὰν ἐκείνους ποὺ ἔχουν ὀφθαλμίασι. Γιὰ ὅσους ἔχουν μάτια γερὰ δὲν ὑπάρχει πιὸ εὐχάριστο πρᾶγμα ἀπὸ τὸ φῶς τοῦ ἥλιου· γιὰ ᾽κείνους ὅμως ποὺ πάσχουν ἀπὸ ὀφθαλμίασι, τὸ φῶς τοὺς ἐνοχλεῖ καὶ κλείνονται σὲ σκοτεινοὺς θαλάμους. Ὅπως λοιπὸν σ᾽ αὐτοὺς τὸ φῶς τοῦ ἥλιου εἶνε ἐνοχλητικό, ἔτσι γιὰ ᾽κείνους ποὺ πάσχουν ἀπὸ τὰ διάφορα πάθη ἐνοχλητικὸ εἶνε τὸ φῶς τῆς ἀληθείας. Τὸ εἶπε ὁ Χριστός· Ἦρθε τὸ φῶς στὸν κόσμο, κ᾽ οἱ ἄνθρωποι μίσησαν τὸ φῶς, διότι ἦταν πονηρὰ τὰ ἔργα τους (βλ. Ἰωάν. 3,19). Ὑπάρχει ἑπομένως διχασμός, αἰτία ὅμως δὲν εἶνε ὁ Χριστός, ἀλλὰ ἡ κακὴ διάθεσι τοῦ ἀνθρώπου.
Τὸ κήρυγμα διχάζει. Ὅπου δὲν ἀκούγεται λόγος Θεοῦ, οἱ ἄνθρωποι μένουν ἀνενόχλητοι· μπορεῖ νὰ πηγαίνουν στὴν ἐκκλησία, ἀλλ᾽ ὅπως μπαίνουν ἔτσι καὶ βγαίνουν. Ὅπου ὅμως ἀκούγεται κήρυγμα ζωντανό, ῥιζοσπαστικό, ἐλεγκτικὸ τῶν ἀνθρωπίνων παθῶν, ἐλαττωμάτων καὶ κακιῶν, ἐκεῖ ὁ κόσμος ἀμέσως διχάζεται. Ἄλλοι δέχονται, ἄλλοι δὲν δέχονται· ἄλλοι εὐλογοῦν τὴν ὥρα ποὺ ἦρθε ὁ ἱεροκήρυκας, καὶ ἄλλοι τὴ βλαστημοῦν.
Βλέπετε τὰ λόγια τοῦ Εὐαγγελίου; «Σχίσμα», λέει, «ἐγένετο». Ὅπου κήρυγμα, ὅπου κατήχησις, ὅπου ἐξομολόγησις, ὅπου ζωντανὴ Ἐκκλησία, ἐκεῖ διαίρεσις. Ἀλλ᾽ αὐτὸ δὲν ἀποτελεῖ κατηγορία γι᾽ αὐτήν. Στὸ νεκροταφεῖο ὑπάρχει ἡσυχία, ἄκρα ἡσυχία· ὅπου ὑπάρχει ζωή, πνευματικὴ ζωή, ἐκεῖ οἱ ἄνθρωποι διχάζονται.
Ἐπὶ 20 αἰῶνες ἡ ἐκκλησιαστικὴ καὶ ἡ παγκόσμιος ἱστορία, ὅπως εἶπε ἕνας φιλόσοφος, εἶνε ἱστορία δύο παρατάξεων· μία εἶνε οἱ πιστοί, καὶ ἡ ἄλλη οἱ ἄπιστοι. Ἡ μία λατρεύει, προσκυνεῖ εὐλογεῖ τὸ Χριστό, ἡ ἄλλη ἀσεβεῖ, βλασφημεῖ, πολεμεῖ τὸ Χριστό· ἡ μία εἶνε ἡ Ἐκκλησία, ἡ ἄλλη εἶνε ὁ κόσμος. Καὶ ὅλη ἡ ἱστορία εἶνε μία σύγκρουσι μεταξὺ πίστεως καὶ ἀπιστίας, μεταξὺ ἀληθείας καὶ ψεύδους, μεταξὺ φωτὸς καὶ σκότους, μεταξὺ Ἐκκλησίας καὶ κόσμου, μεταξὺ Χριστοῦ καὶ σατανᾶ. «Ἡ ἀλήθεια εἶνε μαλώτρα» δὲ λέει ὁ λαός;
Ν᾽ ἀναφέρω κ᾽ ἕνα ἄλλο παράδειγμα; Γιὰ ὅλους τὸ μύρο – τὸ ἄρωμα εἶνε εὐχάριστο. Ἀλλ᾽ ἂν στάξῃ κανεὶς λίγο μύρο ἐκεῖ ποὺ φωλιάζουν οἱ γῦπες, τὰ ἀκάθαρτα ὄρνεα ποὺ τρῶνε πτώματα, οἱ γῦπες ψοφοῦν! Τὸ ἄρωμα, ποὺ ζωογονεῖ τὸν ἄνθρωπο, γιὰ τοὺς γῦπες εἶνε θάνατος. Ἔτσι καὶ ἡ διδασκαλία τοῦ Χριστοῦ· εἶνε εὐάρεστη σὲ ὅσους ἔχουν ἀγαθὴ προαίρεσι, μὰ γιὰ τοὺς ἄλλους εἶνε ὅ,τι πιὸ μισητό.
Καὶ αἰτία ποιός, ὁ Χριστός; Ὄχι. Τότε ποιός; Ἡ κακὴ προαίρεσι τῶν ἀνθρώπων. Ὅσοι ἔχουν καλὴ προαίρεσι, ἀκοῦνε τὸ Χριστὸ κ᾽ εὐχαριστοῦνται καὶ δοξάζουν τὸ Θεό· ὅσοι δὲν ἔχουν καλὴ προαίρεσι, οὔτε τὸν καταλαβαίνουν οὔτε θέλουν ν᾽ ἀκούσουν τὰ λόγια του.
Ξέρετε πῶς μοιάζουν αὐτοί; Σὰν ἐκείνους ποὺ ἔχουν ὀφθαλμίασι. Γιὰ ὅσους ἔχουν μάτια γερὰ δὲν ὑπάρχει πιὸ εὐχάριστο πρᾶγμα ἀπὸ τὸ φῶς τοῦ ἥλιου· γιὰ ᾽κείνους ὅμως ποὺ πάσχουν ἀπὸ ὀφθαλμίασι, τὸ φῶς τοὺς ἐνοχλεῖ καὶ κλείνονται σὲ σκοτεινοὺς θαλάμους. Ὅπως λοιπὸν σ᾽ αὐτοὺς τὸ φῶς τοῦ ἥλιου εἶνε ἐνοχλητικό, ἔτσι γιὰ ᾽κείνους ποὺ πάσχουν ἀπὸ τὰ διάφορα πάθη ἐνοχλητικὸ εἶνε τὸ φῶς τῆς ἀληθείας. Τὸ εἶπε ὁ Χριστός· Ἦρθε τὸ φῶς στὸν κόσμο, κ᾽ οἱ ἄνθρωποι μίσησαν τὸ φῶς, διότι ἦταν πονηρὰ τὰ ἔργα τους (βλ. Ἰωάν. 3,19). Ὑπάρχει ἑπομένως διχασμός, αἰτία ὅμως δὲν εἶνε ὁ Χριστός, ἀλλὰ ἡ κακὴ διάθεσι τοῦ ἀνθρώπου.
Τὸ κήρυγμα διχάζει. Ὅπου δὲν ἀκούγεται λόγος Θεοῦ, οἱ ἄνθρωποι μένουν ἀνενόχλητοι· μπορεῖ νὰ πηγαίνουν στὴν ἐκκλησία, ἀλλ᾽ ὅπως μπαίνουν ἔτσι καὶ βγαίνουν. Ὅπου ὅμως ἀκούγεται κήρυγμα ζωντανό, ῥιζοσπαστικό, ἐλεγκτικὸ τῶν ἀνθρωπίνων παθῶν, ἐλαττωμάτων καὶ κακιῶν, ἐκεῖ ὁ κόσμος ἀμέσως διχάζεται. Ἄλλοι δέχονται, ἄλλοι δὲν δέχονται· ἄλλοι εὐλογοῦν τὴν ὥρα ποὺ ἦρθε ὁ ἱεροκήρυκας, καὶ ἄλλοι τὴ βλαστημοῦν.
Βλέπετε τὰ λόγια τοῦ Εὐαγγελίου; «Σχίσμα», λέει, «ἐγένετο». Ὅπου κήρυγμα, ὅπου κατήχησις, ὅπου ἐξομολόγησις, ὅπου ζωντανὴ Ἐκκλησία, ἐκεῖ διαίρεσις. Ἀλλ᾽ αὐτὸ δὲν ἀποτελεῖ κατηγορία γι᾽ αὐτήν. Στὸ νεκροταφεῖο ὑπάρχει ἡσυχία, ἄκρα ἡσυχία· ὅπου ὑπάρχει ζωή, πνευματικὴ ζωή, ἐκεῖ οἱ ἄνθρωποι διχάζονται.
Ἐπὶ 20 αἰῶνες ἡ ἐκκλησιαστικὴ καὶ ἡ παγκόσμιος ἱστορία, ὅπως εἶπε ἕνας φιλόσοφος, εἶνε ἱστορία δύο παρατάξεων· μία εἶνε οἱ πιστοί, καὶ ἡ ἄλλη οἱ ἄπιστοι. Ἡ μία λατρεύει, προσκυνεῖ εὐλογεῖ τὸ Χριστό, ἡ ἄλλη ἀσεβεῖ, βλασφημεῖ, πολεμεῖ τὸ Χριστό· ἡ μία εἶνε ἡ Ἐκκλησία, ἡ ἄλλη εἶνε ὁ κόσμος. Καὶ ὅλη ἡ ἱστορία εἶνε μία σύγκρουσι μεταξὺ πίστεως καὶ ἀπιστίας, μεταξὺ ἀληθείας καὶ ψεύδους, μεταξὺ φωτὸς καὶ σκότους, μεταξὺ Ἐκκλησίας καὶ κόσμου, μεταξὺ Χριστοῦ καὶ σατανᾶ. «Ἡ ἀλήθεια εἶνε μαλώτρα» δὲ λέει ὁ λαός;
Ν᾽ ἀναφέρω κ᾽ ἕνα ἄλλο παράδειγμα; Γιὰ ὅλους τὸ μύρο – τὸ ἄρωμα εἶνε εὐχάριστο. Ἀλλ᾽ ἂν στάξῃ κανεὶς λίγο μύρο ἐκεῖ ποὺ φωλιάζουν οἱ γῦπες, τὰ ἀκάθαρτα ὄρνεα ποὺ τρῶνε πτώματα, οἱ γῦπες ψοφοῦν! Τὸ ἄρωμα, ποὺ ζωογονεῖ τὸν ἄνθρωπο, γιὰ τοὺς γῦπες εἶνε θάνατος. Ἔτσι καὶ ἡ διδασκαλία τοῦ Χριστοῦ· εἶνε εὐάρεστη σὲ ὅσους ἔχουν ἀγαθὴ προαίρεσι, μὰ γιὰ τοὺς ἄλλους εἶνε ὅ,τι πιὸ μισητό.
* * *
Ὁ διχασμὸς παρατηρεῖται καὶ στὶς ἡμέρες μας. Ἡ τελικὴ νίκη ὅμως ἀνήκει στὴν Ἐκκλησία τοῦ Χριστοῦ. Ἀναφέρω 2 παραδείγματα.
Σπεῖρα ὑλιστῶν καὶ ἀθέων στὴν ἁγία ῾Ρωσία τὸ 1917 εἶπαν· Θὰ διαλύσουμε τὴν Ἐκκλησία. Κ᾽ ἔβαλαν τὰ δυνατά τους. Τελικῶς τὴ διέλυσαν; Ὄχι. Ὁ διωγμός, ὄχι μόνο δὲν ἔβλαψε, ἀλλὰ καὶ θέρμανε τὴν πίστι τῶν ῾Ρώσων.
Καὶ γιὰ τὴν Ἐκκλησία τῆς Ἑλλάδος ἕνας ἄθεος ὑπουργὸς ἔλεγε· Τί εἶνε Ἐκκλησία; μιὰ σακκούλα ἀνοιχτή· ὅποτε θέλουμε βάζουμε τὸ χέρι καὶ παίρνουμε ὅ,τι μᾶς ἀρέσει. Ἦρθε ὅμως ὥρα ποὺ ἀπεδείχθη, ὅτι ἡ Ἐκκλησία δὲν εἶνε ἔτσι. Στὴν Πάτρα, σὲ μία πρωτοφανῆ κοσμοσυρροὴ στὶς 3 Ἰουνίου 1987, ἐπάνω σὲ πανὼ ἔγραφαν· «Ζητοῦμε ἐλευθέρα καὶ ζῶσα Ἐκκλησία», «Κάτω τὰ χέρια ἀπὸ τὴν Ἐκκλησία», «Πατέρες, προχωρεῖτε· μὴ ὀπισθοχωρεῖτε»…
Ἀγαπητοί μου, τὰ σχέδια τῶν πολεμίων θ᾽ ἀποτύχουν. Ἡ Ἐκκλησία εἶνε δένδρο ποὺ τὸ φύτευσε ὁ Θεὸς καὶ τὸ πότισαν μὲ τὸ αἷμα τους μυριάδες μάρτυρες. Δὲ μπορεῖ νὰ τὸ ξερριζώσῃ ποτέ κανείς! Ὅλοι οἱ δαίμονες νὰ τὸ χτυποῦν, τὰ τσεκούρια τους θὰ σπάσουν, μὰ αὐτὸ θὰ αὐξάνῃ. Διότι κυβερνήτης τῆς Ἐκκλησίας εἶνε ὁ Ἰησοῦς Χριστός, ὁ σταυρωθεὶς καὶ ἀναστάς· ὅν, παῖδες Ἑλλήνων, ὑμνεῖτε καὶ ὑπερυψοῦτε εἰς πάντας τοὺς αἰῶνας· ἀμήν.
Σπεῖρα ὑλιστῶν καὶ ἀθέων στὴν ἁγία ῾Ρωσία τὸ 1917 εἶπαν· Θὰ διαλύσουμε τὴν Ἐκκλησία. Κ᾽ ἔβαλαν τὰ δυνατά τους. Τελικῶς τὴ διέλυσαν; Ὄχι. Ὁ διωγμός, ὄχι μόνο δὲν ἔβλαψε, ἀλλὰ καὶ θέρμανε τὴν πίστι τῶν ῾Ρώσων.
Καὶ γιὰ τὴν Ἐκκλησία τῆς Ἑλλάδος ἕνας ἄθεος ὑπουργὸς ἔλεγε· Τί εἶνε Ἐκκλησία; μιὰ σακκούλα ἀνοιχτή· ὅποτε θέλουμε βάζουμε τὸ χέρι καὶ παίρνουμε ὅ,τι μᾶς ἀρέσει. Ἦρθε ὅμως ὥρα ποὺ ἀπεδείχθη, ὅτι ἡ Ἐκκλησία δὲν εἶνε ἔτσι. Στὴν Πάτρα, σὲ μία πρωτοφανῆ κοσμοσυρροὴ στὶς 3 Ἰουνίου 1987, ἐπάνω σὲ πανὼ ἔγραφαν· «Ζητοῦμε ἐλευθέρα καὶ ζῶσα Ἐκκλησία», «Κάτω τὰ χέρια ἀπὸ τὴν Ἐκκλησία», «Πατέρες, προχωρεῖτε· μὴ ὀπισθοχωρεῖτε»…
Ἀγαπητοί μου, τὰ σχέδια τῶν πολεμίων θ᾽ ἀποτύχουν. Ἡ Ἐκκλησία εἶνε δένδρο ποὺ τὸ φύτευσε ὁ Θεὸς καὶ τὸ πότισαν μὲ τὸ αἷμα τους μυριάδες μάρτυρες. Δὲ μπορεῖ νὰ τὸ ξερριζώσῃ ποτέ κανείς! Ὅλοι οἱ δαίμονες νὰ τὸ χτυποῦν, τὰ τσεκούρια τους θὰ σπάσουν, μὰ αὐτὸ θὰ αὐξάνῃ. Διότι κυβερνήτης τῆς Ἐκκλησίας εἶνε ὁ Ἰησοῦς Χριστός, ὁ σταυρωθεὶς καὶ ἀναστάς· ὅν, παῖδες Ἑλλήνων, ὑμνεῖτε καὶ ὑπερυψοῦτε εἰς πάντας τοὺς αἰῶνας· ἀμήν.
† ἐπίσκοπος Αὐγουστῖνος
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου