Περί αχαριστίας και δειλίας
Μητροπολίτου Φλωρίνης π. Αὐγουστίνου Καντιώτου
Εἶνε ἀξία ἐπαίνου ἡ προθυμία σας, ἀγαπητοί μου, νὰ ἀκοῦτε ὀρθόδοξο διδασκαλία. Μὰ ποιός θὰ εἶνε ὁ διδάσκαλός σας; Σήμερα διδάσκαλος δὲν θὰ εἶμαι οὔτε ἐγὼ ὁ μικρὸς οὔτε κάποιος ἐκ τῶν μεγάλων πατέρων τῆς Ἐκκλησίας. Σήμερα διδάσκαλος ὅλων μας θὰ γίνῃ ὁ τυφλὸς τοῦ εὐαγγελίου. Ἕνας ἄνθρωπος μὲ σβησμένα μάτια, ἀγράμματος, ποὺ δὲν φοίτησε σὲ σχολὲς καὶ πανεπιστήμια. Ἀλλὰ «τὰ μωρὰ τοῦ κόσμου ἐξελέξατο ὁ Θεὸς ἵνα τοὺς σοφοὺς καταισχύνῃ» (Α΄ Κορ. 1,27).
Ὁ τυφλὸς ἐπαίτης γίνεται διδάσκαλος στοὺς σοφοὺς τοῦ κόσμου καὶ πρὸ τῆς θεραπείας του ἀλλὰ καὶ μετὰ τὴν θεραπεία του. Πρὸ μὲν τῆς θεραπείας του γιὰ νὰ διορθώσῃ τὴν ἀχαριστία μας, μετὰ δὲ τὴν θεραπεία του γιὰ νὰ διορθώσῃ τὴ δειλία μας.
* * *
Στὴν ἐποχή μας πολλοὶ παραπονοῦνται ὅτι εἶνε φτωχοί. Ἀλλὰ νά ὁ τυφλὸς μὲ τὴν καθαρὴ φωνή του κράζει· Ὄχι δὲν εἶστε φτωχοί, ἔχετε πλοῦτο· εἶστε ὅμως ἀχάριστοι.
Πράγματι, ἀδέρφια μου, εἴμαστε πλούσιοι. Ἔχουμε ἐν πρώτοις ἕνα θησαυρὸ ἀνεκτίμητο ποὺ λέγεται ὑγεία καὶ δὲν ἀγοράζεται μὲ τίποτα. Φανταστῆτε π.χ. νὰ ἔρθῃ ὁ μαμωνᾶς κρατώντας λίρες καὶ νὰ πῇ· «Θὰ δώσω τὶς λίρες σ᾿ ἐκεῖνον ποὺ θὰ καθήσῃ νὰ τοῦ βγάλω τὰ μάτια». Ποιός τὸ δέχεται; Κανείς· ἐκτὸς ἂν τρελλάθηκε ἀπ᾿ τὴν πλεονεξία. Ἄρα λοιπὸν τὰ μάτια εἶνε ἕνας πλοῦτος ἀνεκτίμητος. Εἶσαι πλούσιος, ἀδελφέ μου, διότι ἔχεις μάτια, ἔχεις αὐτιά, ἔχεις σκέψι, ἔχεις συνείδησι, ἔχεις μνήμη. Εἶσαι πλούσιος πρὸ παντός, διότι ἔχεις σωτῆρα τὸ Χριστό. Γιὰ ὅλα αὐτὰ πὲς ἕνα εὐχαριστῶ.
Μιὰ φορά, σὲ ἡμέρες θλιβερές, ἕνας ἱεροκήρυκας βρέθηκε σ᾿ ἕνα ἀπὸ τὰ εὐλογημένα χωριὰ τῆς Μακεδονίας μας ποὺ εἶχε καῆ. Μάζεψε τοὺς ἁπλοϊκοὺς ἐκείνους Χριστιανούς, τοὺς πραγματικοὺς Ἕλληνες, κάτω ἀπὸ ἕνα πλατάνι καὶ ἄρχισε νὰ τοὺς ἀναπτύσσῃ τὸ ῥητὸ «Ἐν παντὶ εὐχαριστεῖτε» (Α΄ Θεσ. 5,18). Τότε μιὰ γυναικούλα ἄρχισε τοὺς μορφασμοὺς καὶ τὸν διέκοψε· γιατὶ ἦρθε ἀπὸ τὴν πόλι, αὐτὸς ποὺ δὲν γνώρισε καταστροφή, νὰ τοὺς πῇ νὰ εὐχαριστοῦν τὸ Θεό. –Τί νὰ εὐχαριστήσω, παππούλη, εἶπε, ποὺ δὲν μοῦ ᾿μεινε τίποτα, οὔτε καλύβι οὔτε δεκάρα;… Ὁ ἱεροκήρυκας βρέθηκε σὲ δύσκολη θέσι. Μὰ νά πιὸ κάτω ἕνα παιδάκι ξυπόλητο ἔπαιζε κοντὰ στὸ ποταμάκι. Γυρίζει λοιπὸν καὶ ρωτάει· –Τίνος εἶνε τὸ παιδάκι; Ἀπαντᾷ ἡ γυναίκα· –Δικό μου. –Ἄ, ὡραῖα· γιά φαντάσου λοιπόν, ὅτι ἔρχεται ἕνας Ἀμερικᾶνος, σοῦ χτίζει ἀντὶ γιὰ τὸ καλύβι μιὰ πολυκατοικία, μὲ ἀσανσέρ, κρεβατοκάμαρες, σαλόνια…, μὲ ὅλα τὰ καλλυντικὰ καὶ τὶς καραμπογιές, κ᾿ ἐπὶ πλέον σοῦ δίνει καὶ μερικὰ στρέμματα γῆς γιὰ νὰ τὰ καλλιεργῇς· δίνεις ἐσὺ εἰς ἀντάλλαγμα ὅλων αὐτῶν τὸ παιδί σου; –Ὄχι, ποτέ! –Ἑπομένως εἶσαι πιὸ πλούσια ἀπ᾿ αὐτόν. Γι᾿ αὐτὸ «εὐχαριστεῖτε» τὸ Θεὸ «ἐν παντί». Εὐχαριστεῖτε γιὰ ὅ,τι ἔχετε καὶ δὲν ἔχετε.
Ὁ τυφλὸς λοιπὸν μᾶς διδάσκει νὰ μὴν εἴμαστε ἀχάριστοι.
Πράγματι, ἀδέρφια μου, εἴμαστε πλούσιοι. Ἔχουμε ἐν πρώτοις ἕνα θησαυρὸ ἀνεκτίμητο ποὺ λέγεται ὑγεία καὶ δὲν ἀγοράζεται μὲ τίποτα. Φανταστῆτε π.χ. νὰ ἔρθῃ ὁ μαμωνᾶς κρατώντας λίρες καὶ νὰ πῇ· «Θὰ δώσω τὶς λίρες σ᾿ ἐκεῖνον ποὺ θὰ καθήσῃ νὰ τοῦ βγάλω τὰ μάτια». Ποιός τὸ δέχεται; Κανείς· ἐκτὸς ἂν τρελλάθηκε ἀπ᾿ τὴν πλεονεξία. Ἄρα λοιπὸν τὰ μάτια εἶνε ἕνας πλοῦτος ἀνεκτίμητος. Εἶσαι πλούσιος, ἀδελφέ μου, διότι ἔχεις μάτια, ἔχεις αὐτιά, ἔχεις σκέψι, ἔχεις συνείδησι, ἔχεις μνήμη. Εἶσαι πλούσιος πρὸ παντός, διότι ἔχεις σωτῆρα τὸ Χριστό. Γιὰ ὅλα αὐτὰ πὲς ἕνα εὐχαριστῶ.
Μιὰ φορά, σὲ ἡμέρες θλιβερές, ἕνας ἱεροκήρυκας βρέθηκε σ᾿ ἕνα ἀπὸ τὰ εὐλογημένα χωριὰ τῆς Μακεδονίας μας ποὺ εἶχε καῆ. Μάζεψε τοὺς ἁπλοϊκοὺς ἐκείνους Χριστιανούς, τοὺς πραγματικοὺς Ἕλληνες, κάτω ἀπὸ ἕνα πλατάνι καὶ ἄρχισε νὰ τοὺς ἀναπτύσσῃ τὸ ῥητὸ «Ἐν παντὶ εὐχαριστεῖτε» (Α΄ Θεσ. 5,18). Τότε μιὰ γυναικούλα ἄρχισε τοὺς μορφασμοὺς καὶ τὸν διέκοψε· γιατὶ ἦρθε ἀπὸ τὴν πόλι, αὐτὸς ποὺ δὲν γνώρισε καταστροφή, νὰ τοὺς πῇ νὰ εὐχαριστοῦν τὸ Θεό. –Τί νὰ εὐχαριστήσω, παππούλη, εἶπε, ποὺ δὲν μοῦ ᾿μεινε τίποτα, οὔτε καλύβι οὔτε δεκάρα;… Ὁ ἱεροκήρυκας βρέθηκε σὲ δύσκολη θέσι. Μὰ νά πιὸ κάτω ἕνα παιδάκι ξυπόλητο ἔπαιζε κοντὰ στὸ ποταμάκι. Γυρίζει λοιπὸν καὶ ρωτάει· –Τίνος εἶνε τὸ παιδάκι; Ἀπαντᾷ ἡ γυναίκα· –Δικό μου. –Ἄ, ὡραῖα· γιά φαντάσου λοιπόν, ὅτι ἔρχεται ἕνας Ἀμερικᾶνος, σοῦ χτίζει ἀντὶ γιὰ τὸ καλύβι μιὰ πολυκατοικία, μὲ ἀσανσέρ, κρεβατοκάμαρες, σαλόνια…, μὲ ὅλα τὰ καλλυντικὰ καὶ τὶς καραμπογιές, κ᾿ ἐπὶ πλέον σοῦ δίνει καὶ μερικὰ στρέμματα γῆς γιὰ νὰ τὰ καλλιεργῇς· δίνεις ἐσὺ εἰς ἀντάλλαγμα ὅλων αὐτῶν τὸ παιδί σου; –Ὄχι, ποτέ! –Ἑπομένως εἶσαι πιὸ πλούσια ἀπ᾿ αὐτόν. Γι᾿ αὐτὸ «εὐχαριστεῖτε» τὸ Θεὸ «ἐν παντί». Εὐχαριστεῖτε γιὰ ὅ,τι ἔχετε καὶ δὲν ἔχετε.
Ὁ τυφλὸς λοιπὸν μᾶς διδάσκει νὰ μὴν εἴμαστε ἀχάριστοι.
Γι᾿ αὐτό, ὅταν βλέπετε τυφλό, νὰ καλλιεργῆτε στὴν ψυχή σας τρία αἰσθήματα. Πρῶτον συμπάθεια, διότι αὐτὸς στερεῖται ἕνα πλοῦτο ποὺ ἔχουμε ἐμεῖς, τὰ μάτια· τὸ μάτι εἶνε ἡ τελειοτέρα φωτογραφικὴ μηχανή. Δεύτερον εὐγνωμοσύνη, διότι ὡρισμένοι τυφλοὶ ἔχασαν τὸ φῶς τους στὸν πόλεμο (θυμᾶμαι τώρα σ᾿ ἕνα χειρουργεῖο τῆς Κοζάνης ἕνα παλληκάρι 23 ἐτῶν μὲ σβησμένα τὰ μάτια· ἔχασε τὸ φῶς του γιὰ τὴν πατρίδα, γιὰ νὰ εἴμαστε σήμερα ἐλεύθεροι). Αἴσθημα λοιπὸν συμπαθείας, αἴσθημα εὐγνωμοσύνης σ᾿ αὐτούς, ἀλλὰ καὶ αἴσθημα μετανοίας γιὰ μᾶς, γιὰ ὅσα ἁμαρτήματα κάνουμε ἔχοντας τὰ μάτια μας. Ὁ καθένας μας θὰ δώσῃ λόγο καὶ γιὰ τὶς ματιές. Ἄνθρωπέ μου, δὲν σοῦ ᾿δωσε ὁ Θεὸς τὰ μάτια γιὰ νὰ γίνωνται παγίδες. Ἡ Γραφὴ φωνάζει· «Οἱ ὀφθαλμοί σου ὀρθὰ βλεπέτωσαν» (Παρ. 4,25). Νὰ ἔχῃς μάτια ἁγίων καὶ ἀγγέλων, ὅπως τὰ πολυόμματα Χερουβὶμ καὶ Σεραφίμ. Ἀλλὰ ποῦ! Ὁ ἕνας ἔχει μάτια ἀλεποῦς, ὁ ἄλλος μάτια χοίρου…, καὶ κανείς μάτια Εὐαγγελίου. Κλείνουμε τὰ μάτια μας στὸ νόμο τοῦ Θεοῦ, καὶ τ᾿ ἀνοίγουμε στὴν ἀσχημία, σὰν ἄλλοι Χάμ (βλ. Γέν. 9,20-27), γινόμεθα χαμῖται. Θά ᾿ρθῃ –ἀλλοίμονο– καιρός, ποὺ οἱ τυφλοὶ θά ᾿νε εὐτυχισμένοι, διότι δὲν θὰ βλέπουν τὶς ἀθλιότητες.
* * *
Μέχρι ἐδῶ ὁ τυφλὸς ἦταν διδάσκαλος καὶ ἐλεγκτὴς τῆς ἀχαριστίας μας· τώρα γίνεται διδάσκαλος καὶ ἐλεγκτὴς τῆς δειλίας μας.
Ἦταν Σάββατο ὅταν ὁ Χριστὸς τὸν θεράπευσε, καὶ ὁ νόμος ἔλεγε· «Ἓξ ἡμέρας ἐργᾷ καὶ ποιήσεις πάντα τὰ ἔργα σου· τῇ δὲ ἡμέρᾳ τῇ ἑβδόμῃ σάββατα Κυρίῳ τῷ Θεῷ σου» (Ἔξ. 20,9-10. Δευτ. 5,13-14). Τὴν ἐντολὴ αὐτὴ οἱ νομικοὶ καὶ θεολόγοι τῆς ἐποχῆς ἐκείνης τὴν διεστρέβλωναν. Ἐνῷ δόθηκε γιὰ ν᾿ ἀναπαύῃ, αὐτοὶ τὴν ἔκαναν κορδέλλα γιὰ νὰ δένουν τὸν ἄνθρωπο. Ἐὰν τὸ Σάββατο ἔπιανε φωτιὰ τὸ σπίτι σου, ἀπαγορευόταν νὰ τὴ σβήσῃς· ἐὰν πονοῦσε τὸ μάτι σου, ἀπαγορευόταν νὰ τ᾿ ἀγγίξῃς, γιὰ νὰ μὴν κάνῃς ἐργασία! Καὶ νά ὁ Χριστός, εἰς πεῖσμα τους, σκύβει κάτω, κάνει λάσπη, καὶ ἀγγίζει ἕνα πρόσωπο ποὺ δὲν εἶχε βολβούς, γιὰ νὰ κάνῃ νὰ φυτρώσουν μάτια. Καὶ φύτρωσαν! Οἱ νομικοὶ εἶχαν τώρα μπροστά τους δύο πράγματα· μία «παράβασι» καὶ ἕνα θαῦμα ποὺ ἔλαμπε σὰν ἥλιος. Καὶ οἱ μοχθηροί, ἀντὶ νὰ χαροῦν τὸν ἥλιο, κολλᾶνε στὴν «παράβασι» καὶ πετοῦν τὴν «τορπίλλα» τους· «Εἶνε ἁμαρτωλός!» (Ἰω. 9,16,24). Ἀκούγοντας αὐτὸ ὁ κόσμος δείλιαζε. Διότι ὅποιος τολμοῦσε νὰ ὁμολογήσῃ τὸ Χριστό, γινόταν «ἀποσυνάγωγος» (ἔ.ἀ. 9,22), κάτι τρομερὸ τότε, μιὰ τιμωρία ποὺ κλιμακώνετο σὲ τρία στάδια. Πρῶτα σὲ ἔδιωχνε ἡ γυναίκα σου τριάντα μέρες ἀπ᾿ τὸ σπίτι. Ἐὰν δὲν μετανοοῦσες, μαζευόταν ἡ κοινότης καὶ σὲ ἀφώριζε. Καὶ τρίτον ἀπαγορευόταν νὰ σοῦ δώσῃ κανεὶς ψωμί, νερό, ὁ,τιδήποτε. Τὸ μόνο ποὺ ἀπέμενε στὸν ἀποσυνάγωγο ἦταν ἢ ν᾿ αὐτοκτονήσῃ ἢ νὰ φύγῃ ἔξω ἀπὸ τὰ σύνορα.
Μέσα στὸ κλῖμα αὐτὸ τῆς φοβίας ἀκούστηκε μιὰ φωνὴ ἀληθείας. Δὲν ἦταν οὔτε κάποιος μορφωμένος οὔτε κάποιος πλούσιος οὔτε ἄλλος ἰσχυρός. Ἦταν ὁ τυφλός. Αὐτός, μπροστὰ στοὺς ἐχθρούς, μαρτυρεῖ τὴν Ἀλήθεια, μαρτυρεῖ γιὰ τὸ Χριστό. Παρὰ τὴν ἀπειλὴ τοῦ ἀποσυναγώγου δὲν τὸν ἀρνεῖται, δὲν τὸν προδίδει. Διεφώνησε ἕνας μὲ ὅλους, μιὰ ἁγία διχόνοια.
Ὑπάρχει κακὴ ὁμόνοια καὶ καλὴ διχόνοια. Κακὴ ὁμόνοια ἦταν ὅταν π.χ. κάτω ἀπὸ τὸ πραιτώριο ὅλοι μαζὶ φώναζαν γιὰ τὸ Χριστό, «Ἆρον ἆρον, σταύρωσον αὐτόν» (Ἰω. 19,15). Θέλετε καὶ καλὴ διχόνοια; Στὴν Ἀθήνα τῷ 406 π.Χ. δίκαζαν ὀκτὼ Ἀθηναίους στρατηγούς, τοὺς νικητὰς τῆς ναυμαχίας τῶν Ἀργινουσῶν, διότι δὲν φρόντισαν νὰ περισυλλέξουν τοὺς ναυαγούς. Ὅλοι σύμφωνοι νὰ τοὺς καταδικάσουν εἰς θάνατον. Ἕνας διαφωνεῖ, ὁ Σωκράτης. Ὑψώνει τὸ ἀνάστημά του καὶ προτείνει νὰ τοὺς στεφανώσουν. Ἔτσι κι ὁ τυφλός· ποὺ εἶνε μάλιστα ἡρωικώτερος κι ἀπ᾿ τὸ Σωκράτη. Ὁ Σωκράτης ἦταν φιλόσοφος καὶ ζοῦσε σὲ δημοκρατικὸ πολίτευμα· ὁ τυφλός; ἀμόρφωτος καὶ ἀδύνατος. Γι᾿ αὐτὸ τὰ διδάγματά του εἶνε πιὸ βαρυσήμαντα.
Ἦταν Σάββατο ὅταν ὁ Χριστὸς τὸν θεράπευσε, καὶ ὁ νόμος ἔλεγε· «Ἓξ ἡμέρας ἐργᾷ καὶ ποιήσεις πάντα τὰ ἔργα σου· τῇ δὲ ἡμέρᾳ τῇ ἑβδόμῃ σάββατα Κυρίῳ τῷ Θεῷ σου» (Ἔξ. 20,9-10. Δευτ. 5,13-14). Τὴν ἐντολὴ αὐτὴ οἱ νομικοὶ καὶ θεολόγοι τῆς ἐποχῆς ἐκείνης τὴν διεστρέβλωναν. Ἐνῷ δόθηκε γιὰ ν᾿ ἀναπαύῃ, αὐτοὶ τὴν ἔκαναν κορδέλλα γιὰ νὰ δένουν τὸν ἄνθρωπο. Ἐὰν τὸ Σάββατο ἔπιανε φωτιὰ τὸ σπίτι σου, ἀπαγορευόταν νὰ τὴ σβήσῃς· ἐὰν πονοῦσε τὸ μάτι σου, ἀπαγορευόταν νὰ τ᾿ ἀγγίξῃς, γιὰ νὰ μὴν κάνῃς ἐργασία! Καὶ νά ὁ Χριστός, εἰς πεῖσμα τους, σκύβει κάτω, κάνει λάσπη, καὶ ἀγγίζει ἕνα πρόσωπο ποὺ δὲν εἶχε βολβούς, γιὰ νὰ κάνῃ νὰ φυτρώσουν μάτια. Καὶ φύτρωσαν! Οἱ νομικοὶ εἶχαν τώρα μπροστά τους δύο πράγματα· μία «παράβασι» καὶ ἕνα θαῦμα ποὺ ἔλαμπε σὰν ἥλιος. Καὶ οἱ μοχθηροί, ἀντὶ νὰ χαροῦν τὸν ἥλιο, κολλᾶνε στὴν «παράβασι» καὶ πετοῦν τὴν «τορπίλλα» τους· «Εἶνε ἁμαρτωλός!» (Ἰω. 9,16,24). Ἀκούγοντας αὐτὸ ὁ κόσμος δείλιαζε. Διότι ὅποιος τολμοῦσε νὰ ὁμολογήσῃ τὸ Χριστό, γινόταν «ἀποσυνάγωγος» (ἔ.ἀ. 9,22), κάτι τρομερὸ τότε, μιὰ τιμωρία ποὺ κλιμακώνετο σὲ τρία στάδια. Πρῶτα σὲ ἔδιωχνε ἡ γυναίκα σου τριάντα μέρες ἀπ᾿ τὸ σπίτι. Ἐὰν δὲν μετανοοῦσες, μαζευόταν ἡ κοινότης καὶ σὲ ἀφώριζε. Καὶ τρίτον ἀπαγορευόταν νὰ σοῦ δώσῃ κανεὶς ψωμί, νερό, ὁ,τιδήποτε. Τὸ μόνο ποὺ ἀπέμενε στὸν ἀποσυνάγωγο ἦταν ἢ ν᾿ αὐτοκτονήσῃ ἢ νὰ φύγῃ ἔξω ἀπὸ τὰ σύνορα.
Μέσα στὸ κλῖμα αὐτὸ τῆς φοβίας ἀκούστηκε μιὰ φωνὴ ἀληθείας. Δὲν ἦταν οὔτε κάποιος μορφωμένος οὔτε κάποιος πλούσιος οὔτε ἄλλος ἰσχυρός. Ἦταν ὁ τυφλός. Αὐτός, μπροστὰ στοὺς ἐχθρούς, μαρτυρεῖ τὴν Ἀλήθεια, μαρτυρεῖ γιὰ τὸ Χριστό. Παρὰ τὴν ἀπειλὴ τοῦ ἀποσυναγώγου δὲν τὸν ἀρνεῖται, δὲν τὸν προδίδει. Διεφώνησε ἕνας μὲ ὅλους, μιὰ ἁγία διχόνοια.
Ὑπάρχει κακὴ ὁμόνοια καὶ καλὴ διχόνοια. Κακὴ ὁμόνοια ἦταν ὅταν π.χ. κάτω ἀπὸ τὸ πραιτώριο ὅλοι μαζὶ φώναζαν γιὰ τὸ Χριστό, «Ἆρον ἆρον, σταύρωσον αὐτόν» (Ἰω. 19,15). Θέλετε καὶ καλὴ διχόνοια; Στὴν Ἀθήνα τῷ 406 π.Χ. δίκαζαν ὀκτὼ Ἀθηναίους στρατηγούς, τοὺς νικητὰς τῆς ναυμαχίας τῶν Ἀργινουσῶν, διότι δὲν φρόντισαν νὰ περισυλλέξουν τοὺς ναυαγούς. Ὅλοι σύμφωνοι νὰ τοὺς καταδικάσουν εἰς θάνατον. Ἕνας διαφωνεῖ, ὁ Σωκράτης. Ὑψώνει τὸ ἀνάστημά του καὶ προτείνει νὰ τοὺς στεφανώσουν. Ἔτσι κι ὁ τυφλός· ποὺ εἶνε μάλιστα ἡρωικώτερος κι ἀπ᾿ τὸ Σωκράτη. Ὁ Σωκράτης ἦταν φιλόσοφος καὶ ζοῦσε σὲ δημοκρατικὸ πολίτευμα· ὁ τυφλός; ἀμόρφωτος καὶ ἀδύνατος. Γι᾿ αὐτὸ τὰ διδάγματά του εἶνε πιὸ βαρυσήμαντα.
* * *
«Μὴ νομίσητε ὅτι ἦλθον βαλεῖν εἰρήνην ἐπὶ τὴν γῆν· οὐκ ἦλθον βαλεῖν εἰρήνην, ἀλλὰ μάχαιραν» (Ματθ. 10,34-35), εἶπε ὁ Χριστός. Πρόσεξε, ἀδελφέ μου, γιατὶ ἔρχονται περιστάσεις ποὺ θὰ κριθῇς, θὰ κριθῇ ἡ σωτηρία σου. Πρέπει τότε νὰ χωρίζῃς ἀπ᾿ αὐτοὺς ποὺ μπορεῖ νὰ σὲ καταστρέψουν. Ζῆτε ἔγγαμο βίο· ἔχετε ὁμόνοια· ἀλλ᾿ ἐὰν ὑποτεθῇ ὅτι ὁ ἕνας ἀπὸ τοὺς δύο συζύγους προτείνει κάτι ποὺ ἀμαυρώνει τὸ κάλλος τῆς ἀρετῆς, τότε ὁ ἄλλος μὴ προτιμήσῃ τὸ ταίρι του ἀπὸ τὸ Χριστό. «Ὁ φιλῶν» ἄνθρωπον «ὑπὲρ ἐμὲ οὐκ ἔστι μου ἄξιος» (Ματθ. 10,37). Δὲν πῆρες τὴ γυναίκα ἢ τὸν ἄντρα γιὰ τὴν κόλασι ἀλλὰ γιὰ τὸν παράδεισο. Διαφώνησε! Στὴ Φλώρινα παλαιότερα, ὅταν τὸ ὑπουργεῖο ἐπέβαλε στὶς μαθήτριες νὰ ἐμφανισθοῦν μὲ σὸρτς στὶς γυμναστικὲς ἐπιδείξεις, ἀκούστηκε ἁγία διαφωνία· ὁ γυμνασιάρχης διάβασε τὴν ἐγκύκλιο, ἀλλὰ 3-4 ἁγνὰ κορίτσια, πραγματικὲς Ἑλληνίδες, εἶπαν· Ὄχι, δὲν δεχόμαστε νὰ ξεγυμνωθοῦμε μπρὸς στὰ μάτια ἄλλων…
Ὤ ἁγία διαφωνία! Σᾶς ἐρωτῶ, ἀδελφοί μου· διαφωνήσατε ποτὲ γιὰ μεγάλα θέματα; Ἂν διαφωνήσατε, εἶστε μιμηταὶ τοῦ τυφλοῦ. Ὑπάρχει διαφωνία στὸ σχολεῖο, στὸ στρατό, καὶ στὴν ἐκκλησία. Μάλιστα· θὰ ὑπακούῃς μὲ τυφλὴ ὑπακοὴ στὸν ἐπίσκοπό σου –«Πείθεσθε τοῖς ἡγουμένοις ὑμῶν» (Ἑβρ. 13,17)–, ἐὰν κ᾿ ἐκεῖνος ὑπακούῃ στὸ Χριστό, ἐὰν ἔχῃ τὸ Εὐαγγέλιο στὸ κεφάλι του. Ἀλλ᾿ ἐὰν τὸ βάλῃ κάτω ἀπ᾽ τὰ πόδια, τότε ἄλτ! Δὲν θὰ ἐπιτρέψῃς ποτέ νὰ κάνῃ τὸ Εὐαγγέλιο καὶ τὸ Πηδάλιο πατητήρια.
Χριστιανέ μου, εἶσαι ζωντανὸ ψάρι ἢ ψόφιο; Ἐὰν εἶσαι ζωντανός, τότε κόντρα στὸ ῥεῦμα. «Ἀντίστητε τῷ διαβόλῳ, καὶ φεύξεται ἀφ᾿ ὑμῶν» (Ἰάκ. 4,7). Ἐμπρός, σῦρε τὸ ξίφος καὶ πόλεμο! Ἔργα. Καὶ ποιό εἶνε τὸ μεγαλύτερο ἔργο; Ἡ ὁμολογία τῆς ὀρθοδόξου πίστεως.
Ὤ ἁγία διαφωνία! Σᾶς ἐρωτῶ, ἀδελφοί μου· διαφωνήσατε ποτὲ γιὰ μεγάλα θέματα; Ἂν διαφωνήσατε, εἶστε μιμηταὶ τοῦ τυφλοῦ. Ὑπάρχει διαφωνία στὸ σχολεῖο, στὸ στρατό, καὶ στὴν ἐκκλησία. Μάλιστα· θὰ ὑπακούῃς μὲ τυφλὴ ὑπακοὴ στὸν ἐπίσκοπό σου –«Πείθεσθε τοῖς ἡγουμένοις ὑμῶν» (Ἑβρ. 13,17)–, ἐὰν κ᾿ ἐκεῖνος ὑπακούῃ στὸ Χριστό, ἐὰν ἔχῃ τὸ Εὐαγγέλιο στὸ κεφάλι του. Ἀλλ᾿ ἐὰν τὸ βάλῃ κάτω ἀπ᾽ τὰ πόδια, τότε ἄλτ! Δὲν θὰ ἐπιτρέψῃς ποτέ νὰ κάνῃ τὸ Εὐαγγέλιο καὶ τὸ Πηδάλιο πατητήρια.
Χριστιανέ μου, εἶσαι ζωντανὸ ψάρι ἢ ψόφιο; Ἐὰν εἶσαι ζωντανός, τότε κόντρα στὸ ῥεῦμα. «Ἀντίστητε τῷ διαβόλῳ, καὶ φεύξεται ἀφ᾿ ὑμῶν» (Ἰάκ. 4,7). Ἐμπρός, σῦρε τὸ ξίφος καὶ πόλεμο! Ἔργα. Καὶ ποιό εἶνε τὸ μεγαλύτερο ἔργο; Ἡ ὁμολογία τῆς ὀρθοδόξου πίστεως.
(†) ἐπίσκοπος Αὐγουστῖνος
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου