Δευτέρα 18 Δεκεμβρίου 2017

ΕΚΚΛΗΣΙΑ

Mητροπολίτης Φλωρίνης Π. Aυγουστίνος Kαντιώτης: Κυριακή ΙΑ’ Λουκά Η Παραβολή Του Μεγάλου Δείπνου

Κάποιος ἀπὸ τὴν ἀρχοντικὴ τάξι τῶν φαρισαίων, ὅπως ἱστορεῖ ὁ ἱερὸς εὐαγγελιστής, εἶ­­χε καλέ­σει, ἡμέρα Σάββατο, τὸν Κύριό μας νὰ τοῦ κά­­νῃ τὸ τραπέζι (βλ. Λουκ. 14,1-15). Ὁ Χριστός, παρ᾽ ὅλο ποὺ ἐγνώριζε ὅ­τι οἱ διαθέσεις τῶν φαρισαίων δὲν εἶνε ἀγαθές, ὅ­τι παρατηροῦν κάθε κίνησί του ζητώντας ἀφορμὴ νὰ τὸν κατηγορήσουν, ἐν τούτοις δὲν
ἐπρόβαλε κάποια πρό­φασι γιὰ ν᾽ ἀρνηθῇ τὴν πρόσ­κλησι, ἀλλὰ πῆ­γε. Δὲν πῆγε βέβαια γιὰ ν᾽ ἀπολαύ­σῃ φαγητά· πῆ­γε γιὰ νὰ δοθῇ εὐ­καιρία νὰ διδάξῃ. Καὶ πρά­γματι, κατὰ τὴ διάρκεια ἐκείνου τοῦ γεύ­ματος θεράπευσε ἕναν ἀσθενῆ, δι­δάσκον­τας ὅτι δὲν ἁμαρτάνει ὅποιος ἀ­γαθοεργεῖ τὴν ἡμέρα τοῦ Σαββάτου· καὶ ἐνῷ αὐτὸ τὸ ἄκουσαν ὅλοι, καν­­είς ἀπὸ τοὺς συνδαιτυμόνες δὲν τόλμησε νὰ τοῦ φέρῃ ἀντίρρησι. Δί­δαξε ἐπίσης τὴν ταπεί­νωσι λέγοντας· Ὅταν σᾶς κα­λοῦν σὲ γάμους, νὰ προτιμᾶτε στὸ τραπέζι ὄ­χι τὴν πρώτη ἀλ­λὰ τὴν τελευταία θέσι. Τέλος εἶπε καὶ στὸν οἰ­κοδεσπότη· Ὅταν κάνῃς τραπέζι, νὰ καλῇς ὄ­χι φίλους καὶ συγγενεῖς ἢ πλου­σίους γειτόνους, ἀλλὰ φτωχοὺς καὶ σακά­τηδες, ποὺ δὲν μποροῦν νὰ σοῦ τὸ ἀν­τα­ποδώ­σουν ἐδῶ στὴ γῆ, ὥστε νὰ σοῦ ἀνταποδο­θῇ στὸ τέλος ὅταν θὰ γίνῃ ἡ κοινὴ ἀνάστασι. Ἀκούγοντας τὰ τελευ­ταῖα αὐτὰ λόγια ἕνας ἀ­πὸ τοὺς συνδαιτυμόνες εἶπε στὸν Κύριο μὲ πόθο· Εὐτυχισμένος ὅ­ποιος θ᾽ ἀξιωθῇ νὰ παρακα­θήσῃ στὸ τραπέζι τῆς βασιλείας τοῦ Θεοῦ!
Τότε, μὲ ἀφορμὴ τὸν λόγο αὐτόν, ὁ Κύριός μας εἶπε τὴν παραβολὴ τοῦ μεγάλου δείπνου ποὺ ἀκούσαμε σήμερα. Ὅτι κάποιος ἄνθρωπος ἔκανε μεγάλο βραδινὸ τραπέζι καὶ κάλεσε πολλούς. Κι ὅταν ἦρθε ἡ ὥρα κ᾽ ἦ­ταν ὅλα ἕ­τοιμα, ἔστειλε τὸ δοῦλο του νὰ τοὺς φω­νάξῃ. Ἐκεῖ ὅμως συνέβη τὸ παράδοξο ποὺ εἴ­παμε στὴν ἀρχή· οἱ καλεσμένοι φίλοι ἄρχισαν νὰ δί­νουν ὅλοι τὴν ἴδια ἀ­πάντησι, λὲς καὶ ἦταν συν­εννοημένοι. Οἱ πρῶ­τοι προσκεκλημένοι ὁ ἕ­νας μετὰ τὸν ἄλλο ἀρ­νοῦνται νὰ λάβουν μέρος στὸ δεῖπνο. Προφασίζονται, ὅτι διάφορες ἐ­πείγου­σες τάχα ἀ­σχο­λίες, ὅπως ὁ «ἀγρός», τὰ «ζεύγη βο­ῶν» καὶ ἡ οἰκογένεια («γυναῖκα ἔ­γημα»), τοὺς ἐμ­ποδίζουν νὰ συμμετάσχουν στὸ τραπέζι (ἔ.ἀ. 14,18-20). Δὲν εἶνε λοιπὸν παράδοξο αὐτὸ τὸ πρᾶ­γμα; Πολὺ παράδοξο.
Ἀλλ᾿ ἐάν, ἀγαπητοί μου, «ἀποκρυπτογραφή­σουμε» τὴν παραβολή, θὰ βροῦμε τὸ νόημά της, αὐτὸ ποὺ Κύριος θέλει νὰ μᾶς διδάξῃ.
Κάτω ἀπὸ τὸ «μέγα δεῖπνον» πρέπει νὰ ἐν­νοήσουμε τὴν χριστιανικὴ ζωὴ γενικά, ἡ ὁ­ποία εἶνε γεμάτη ἀπὸ πνευματικὰ θέλγητρα καὶ ἀπολαύσεις, ὄχι μόνο στὸν οὐρανὸ ἀλλ᾽ ἀκόμη καὶ σ᾽ αὐτὴν ἐδῶ τὴ γῆ. Κάτω δὲ ἀπὸ τοὺς προσ -­ «κεκλημένους» πρέπει νὰ ἐν­νοήσουμε τὰ διάφορα πρόσωπα ποὺ προσκαλοῦν­ται νὰ γευθοῦν τὰ ἀγαθὰ τῆς χριστιανικῆς ζω­­ῆς. Ἔχοντας τώρα ὑπ᾽ ὄψιν αὐτά, τὸ παρά­δοξο ποὺ περιγράφει ἡ παραβολὴ μετα­τρέπεται πλέον σὲ ἕνα γεγονὸς πολὺ συνηθισμένο, ποὺ τὸ βλέπουμε νὰ συμβαίνῃ κάθε μέρα, εἴ­τε μέσα στὴ δική μας τὴν καρδιὰ εἴτε μέσα στὶς καρδιὲς τῶν ἄλλων.
Διότι πράγματι πουθενὰ ἀλ­λοῦ ὁ ἄν­θρωπος δὲν συμπεριφέρεται τόσο ἀπρόθυμα ὅσο στὰ ζητήματα ποὺ ἀφοροῦν στὴν σω­τηρία τῆς ψυχῆς του. Ἀεικίνητος σὲ ὅλα, ἐδῶ γίνεται βραδυκίνητη χελώνα – καὶ μακάρι νὰ πήγαινε σὰν τὴ χελώνα· ἐδῶ γίνεται πέτρα ἀκίνητη, δὲν ἐννοεῖ νὰ σαλέψῃ, νὰ κινη­θῇ ἀπὸ τὴ θέσι του.
Ματαίως τοῦ ἔρχονται οἱ προσ­κλήσεις μὲ δι­αφόρους τρόπους· μηνύματα, εἰδήσεις, προ­τροπὲς φίλων, κηρύ­γματα, ἔλεγχοι τῆς συν­ει­δήσεως, εὐ­χάριστα ἢ δυσάρεστα γεγονότα εἴτε τῆς προσωπικῆς του ζωῆς εἴτε τοῦ οἰκογενειακοῦ του περιβάλλοντος εἴτε καὶ τοῦ ἐ­θνικοῦ ἢ τοῦ παγκοσμίου βίου. Μὲ ὅλους αὐ­τοὺς τοὺς τρόπους ὁ πανάγαθος Θεὸς προσ­καλεῖ τὸν καθένα στὴν χριστιανικὴ ζωή, στὴ ζωὴ τῆς Ἐκκλησίας. Εἶνε τόσο ἀγα­θὸς αὐτὸς ποὺ προσκαλεῖ, εἶνε τόσο μεγάλη ἡ τιμὴ ποὺ προτείνει, εἶνε τόσο ζηλευτὰ τὰ βραβεῖα ποὺ προσφέρει, ὥστε φυσιολογικὰ ὁ ἄν­θρωπος θά ᾽πρεπε, χωρὶς πολλὴ σκέψι καὶ χωρὶς κανένα δισταγμό, νὰ δεχθῇ τὴν πρόσ­κλησι ποὺ φθάνει μὲ ἕναν ἀπὸ τοὺς τρόπους ποὺ εἴπαμε, ν᾽ ἀ­φήσῃ πίσω τὸ παρελθόν του, νὰ μετανοήσῃ, καὶ νὰ τρέξῃ ἐκεῖ ὅ­που τὸν προσ­καλεῖ ὁ Χριστός, ἔχοντας πλήρη βεβαιότητα ὅτι, ὅπου καλεῖ ὁ Χριστός, ἐ­κεῖ βρίσκεται ἡ πρα­γμα­τικὴ χαρὰ καὶ εὐτυχία. Καὶ ὅμως αὐτό, τὸ τόσο λογικό, πολὺ σπανίως γίνεται. Γιατί;
Ὑπάρχει βέβαια ἐλευθερία. Ἀλλὰ στὴν ἐ­λευθερία παρεμβαίνουν ἄλλοι. Ὁ ἄνθρωπος ἔ­χει πολλοὺς κακοὺς συμβούλους. Ἔχει πρῶ­τα – πρῶτα τὸν διεφθαρμένο ἑαυτό του, ποὺ τὸν κρατάει δεμένο σὲ χρόνια πάθη. Ἔχει ἔ­πειτα τοὺς συγγενεῖς, τοὺς φίλους, τὸν κόσμο, ποὺ ζοῦν ὅπως κι αὐτὸς στὴν ἁμαρτία καὶ τὸν ἀ­ποθαρρύνουν, ὥστε νὰ μὴν τολμήσῃ νὰ πετάξῃ πιὸ ψηλά. Ἔχει τέλος καὶ τὸν σατα­νᾶ, ποὺ μὲ δόλιο τρόπο τὸν ἐξαπατᾷ, ὥστε νὰ μὴ βλέπῃ τὸ συμφέρον του. Ὅλοι αὐτοὶ μὲ κοινὴ συμφωνία εἰσηγοῦνται στὸν ἄνθρωπο ν᾿ ἀπορ­ρίψῃ τὴν πρόσκλησι καὶ νὰ μένῃ στὰ ἴδια. Ἔτσι ὁ δύστυχος ἄνθρωπος δέχεται τὶς εἰσηγήσεις τῶν ἐχθρῶν τῆς χαρᾶς καὶ τῆς εὐτυχίας του, ἀπορρίπτει τὴν πρόσκλησι, καὶ γιὰ νὰ δικαιολογήσῃ τὰ ἀδικαιολόγητα ἢ μᾶλλον γιὰ νὰ κοι­μίσῃ τὴ συνείδησί του, πλάθει διάφορες δικαι­­ολογίες γιὰ νὰ ἀμνηστεύσῃ τὸ ὀλέθριο λάθος του, τὴν παράλειψι τοῦ ὑψίστου χρέους του νὰ σπεύσῃ κοντὰ στὸν Ἰησοῦ ποὺ τὸν καλεῖ.
«Ἀγρὸν ἠγόρασα» – «ζεύγη βοῶν ἠγόρασα πέντε καὶ πορεύομαι δοκιμάσαι αὐτά» – «γυναῖκα ἔγημα, καὶ διὰ τοῦτο οὐ δύναμαι ἐλθεῖν», νά τί προ­φασίζεται ὅποιος δὲν ἔχει διάθεσι νὰ δεχθῇ τὴν πρόσκλησι τοῦ Χριστοῦ. Ἀλλὰ οἱ προφάσεις αὐτὲς εἶνε ἀνόητες καὶ μαρτυροῦν πόσο ἀδικεῖ τὸ Χριστὸ καὶ τὴ χριστιανικὴ ζωὴ ὅποιος προβάλλει τέτοιες δικαιολογίες.
Ἡ χριστιανικὴ ζωή, ἡ γνήσια εὐαγγελικὴ ζωή, δὲν εἶνε ἄρνησι τῆς ζωῆς μέσα στὸν κόσμο. Πραγματοποιεῖται μέσα στὴν κοινωνία. Μπορεῖ νὰ συμβαδίσῃ σὲ ὅλα τὰ στάδια τῆς ζωῆς τοῦ ἀνθρώπου καὶ νὰ σταθῇ πολύτιμος σύν­τροφός του, σὲ ὁποιοδήποτε εἶδος νομίμου ἐργασίας καὶ ἂν αὐτὸς καταγίνεται. Ὁ Χρι­στὸς δὲν εἶπε ν᾿ ἀφήσουμε ἀκαλλιέργητα τὰ χωράφια, νὰ κλείσουμε τὰ καταστήματα, νὰ ἀρνηθοῦμε τὸ γάμο καὶ νὰ καταργήσουμε τὴν οἰκογένεια, προκειμένου νὰ τὸν ἀκολουθήσουμε. Μποροῦμε καὶ ὡς ἀγρότες καὶ ὡς ἔμ­ποροι καὶ ὡς ἔγγαμοι οἰκογενειάρχες νὰ ζή­σουμε σύμφωνα μὲ τὰ παραγγέλματα τοῦ Κυρίου μας. Ἡ ζωὴ ἡ χριστιανικὴ ὄχι μόνο δὲν μᾶς ἐμποδίζει ἀπὸ τὴν ἐκτέλεσι τῶν καθημερι­νῶν μας ἔργων, ἀλλ᾽ ἀντιθέτως ἐξυψώνει καὶ ἐξευγενίζει τὰ ἔργα καὶ τὶς ἀσχολίες μας ἐκεῖνες ποὺ ἐκτελοῦνται κάτω τὸ βλέμμα τοῦ Κυρίου ἡμῶν Ἰησοῦ Χριστοῦ.
Ἔπειτα, ἡ πρώτη καὶ ὑψίστη ὑπόθεσι τῆς ζω­ῆς μας εἶνε ἡ σωτηρία τῆς ψυχῆς μας, καὶ κατόπιν κατὰ σειρὰν ἀξίας ἔρχον­ται οἱ ἄλλες ὑποθέσεις, γιὰ τὴν οἰκογένειά μας, γιὰ τὰ κτή­ματά μας, τὰ ἐμπόριά μας κ.τ.λ.. Ἐκεῖνος ποὺ ἀφήνει τὸ νοῦ του ν᾿ ἀπορροφηθῇ ἐξ ὁλοκλή­ρου ἀπὸ τὶς σκέψεις μόνο τοῦ ἐπαγγέλματός του καὶ τῶν ἄλλων καθημερινῶν του ἀσχολι­ῶν, δείχνει ὅτι δὲν πιστεύει στὴν ἀθανασία τῆς ψυχῆς καὶ τὴ μέλλουσα ζωή· γιατὶ ἂν πίστευε, θὰ εὕρισκε χρόνο ν᾿ ἀσχοληθῇ καὶ μὲ τὰ ζη­τήματα τῆς σωτηρίας του, χρόνο ἴσο τοὐ­λάχιστον μὲ τὸ χρόνο ποὺ διαθέτει γιὰ τὰ μικρὰ βιοτικὰ ζητήματα. Ἀλλὰ τώρα; Ἀσχολεῖ­ται νὰ τακτοποιήσῃ τὸ δωμάτιο, στὸ ὁποῖο θὰ κοιμηθῇ μία μόνο νύχτα, καὶ καθόλου δὲν μεριμνᾷ γιὰ τὸ οἴκημα τοῦ οὐρανοῦ, στὸ ὁποῖο ὄχι ὧρες καὶ ἡμέρες ἀλλὰ χρόνια καὶ αἰωνίως θὰ παραμείνῃ. Τόση φροντίδα γιὰ τὰ ἐπίγεια, τόση ἀμέλεια γιὰ ὅ,τι ἀφορᾷ στὸ πολυτιμότερο μέρος τῆς ἀνθρωπίνης ὑπάρξεως.
Μακριὰ λοιπὸν ἀπὸ μᾶς οἱ προφάσεις! Καὶ ἐπειδὴ οἱ προφάσεις εἶνε προϊὸν τῆς ἁμαρτί­ας, ποὺ ζητάει νὰ καλυφθῇ κάτω ἀπὸ αὐτές, γι᾽ αὐτὸ ἂς λέμε στὸν Κύριο τὴ θερμὴ προσ­ευ­χὴ τοῦ Δαυΐδ· «Κύριε, μὴ ἐκκλίνῃς τὴν καρδίαν μου εἰς λόγους πονηρίας τοῦ προφασίζε­­σθαι προφάσεις ἐν ἁμαρτίαις», μὴ μ᾽ ἀφήσῃς νὰ βρίσκω ἁμαρτωλὲς προφάσεις (Ψαλμ. 140,4).
Ἂς τρέχουμε παντοῦ ὅπου μᾶς καλεῖ ὁ Χρι­στός· καὶ στὰ προσκλητήριά του εἴθε οἱ ἄγγελοί του ποτέ νὰ μὴ σημειώνουν γιὰ μᾶς τὴ λέξι «ἀπών», ἀλλὰ νὰ σημειώνουν πάντοτε τὴ λέξι «παρών». Τότε θὰ ἔχουμε κ᾽ ἐμεῖς τὴν ἐλ­­πί­δα, νὰ παρακαθήσουμε στὴν τρά­πεζα τοῦ οὐ­­ρανοῦ, στὴν οὐράνιο βασιλεία του. Καὶ «μακά­ριος, ὃς φάγεται ἄριστον ἐν τῇ βασιλείᾳ τοῦ Θεοῦ» (Λουκ. 14,15).
(†) ἐπίσκοπος Αὐγουστῖνος
Ἄρθρο ποὺ δημοσιεύθηκε στὸ περιοδικὸ τῆς ἱ. μητροπόλεως Αἰτωλίας & Ἀκαρνανίας «Κοσμᾶς ὁ Αἰτωλός» (Μεσολόγγι, φ. 228-229/17-12-1939, σ. 131).
ΠΗΓΗ:  ΚΛΙΚ

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου