ΑΛΕΞΑΝΔΡΟΣ ΠΑΠΑΔΙΑΜΑΝΤΗΣ – Τὸ Χατζόπουλο
- Ἄχ! πότε θὰ γεννήσ᾿ ἡ Χατζίνα, νὰ κάμ᾿ τὸ Χατζόπουλο;
Ἦτο κοινὸς πόθος ὅλων τῶν καλῶν γειτονισσῶν. Ὑπανδρευμένη ἡ Χατζίνα ἀπὸ ἓξ ἐτῶν μὲ τὸν γηραλέον Χατζησταμάτην, λαβόντα αὐτὴν εἰς δεύτερον γάμον. Ὁ Γιωργάκης, ὁ μοναχογυιὸς τοῦ Χατζῆ ἀπὸ τὸν πρῶτον γάμον, εἶχε καλογηρέψει εἰς τὴν σκήτην τοῦ Ἁγίου Βασιλείου, εἰς τὰς ὑψηλοτέρας ὑπωρείας τοῦ Ἄθω. Ὁ γέρων ἦτο ἀρκετὰ πλούσιος, ἀλλὰ δὲν ἠμποροῦσε νὰ ἡσυχάσῃ, ὅπως καὶ ὁ Σεβὰχ ἢ ὁ Ἀμπουλβάρης. Κατ᾿ ἔτος ἔκαμνεν ἓν μέγα καὶ μακρὸν ταξίδι εἰς τὴν Μολδοβλαχίαν, ὁπόθεν ἐπανέκαμπτε φέρων ὅλους «τενεκέδες» γεμάτους φλωρί. Ἐμπορεύετο ἐκεῖ,
προστατευόμενος τῶν Ὀσποδάρων καὶ Δραγομάνων. Τέλος, ὅταν ἔκλειεν ὁ ἕκτος χρόνος ἀπὸ τοῦ γάμου, τὴν παραμονὴν τῆς ἡμέρας ὁποὺ ἔμελλεν ὁ Χατζὴς νὰ ἐμβαρκαρισθῇ διὰ τὸ σύνηθες ταξίδι, κατὰ Μάρτιον, ἡ Χατζίνα ἀνήγγειλε μυστηριωδῶς εἰς τὸν σύζυγόν της ὅτι εἶχεν αἰσθανθῆ μέσα της «ἕνα πρᾶμα νὰ πηδᾷ».
Ὁ Χατζὴς ὁπωσοῦν ἐχάρη, καὶ εἶπε:
― Καλά. Νὰ μπαρκάρω μιὰν ὥρα ἀρχύτερα. Νὰ τελειώσω τὸ ταξίδι κεῖ πάνω, καὶ νὰ ᾽ρθῶ τὸ γληγορώτερο.
―Ἔτσ᾿ νὰ κάμ᾿ς, Χατζή μ᾿. Νὰ φέρ᾿ς κὶ κωσταντινᾶτο γιὰ τὸ παιδί. Νά ᾽χῃ μέσα κὶ πριονίδια ἀπ᾿ τὸ Τίμιο Ξύλο.
― Μὲ τὴ δύναμη τοῦ Θεοῦ, θὰ φέρω.
― Νὰ φέρ᾿ς κὶ ἀλαφοκέρατο, γιὰ τὰ δοντάκια τ᾿.
― Θὰ φέρω.
― Νὰ μὴν ἀστοχήσῃς νὰ ψωνίσῃς κὶ φωτίκια* ἀπ᾿ τὸ μετόχι τ᾿ Ἅγιου Τάφου, στὴν Πόλη, ἀπ᾿ τὸν Γιορδάνη ποταμό. Νὰ φέρ᾿ς κὶ «τς Παναϊᾶς τὸ φιλί».
― Καὶ τοῦ πουλιοῦ τὸ γάλα θὰ τ᾿ φέρω.
*
* *
* *
Ὁ Χατζησταμάτης ἐμίσεψε, κι ὁ ἀέρας πρύμος ἐφύσα στὰ πανιά, καὶ μετὰ πέντε ἡμέρας ἔφθασε στὴν Πόλιν, ὅπου διέτριψεν ὑπὲρ τὰς δύο ἑβδομάδας, περιβομβῶν τὸ Φανάρι, προσκυνῶν τὰ Πατριαρχεῖα, κ᾿ ἐπισκεπτόμενος συχνὰ τὰ μέλαθρα τῶν Φαναριωτῶν. Ἕνα μῆνα περίπου μετὰ τὸν μισεμόν του ἐκ τῆς πατρίδος, εἶχε διαπεράσει τὴν Μαύρην Θάλασσαν, εἶτα ἀνέπλευσε τὸν Ποταμὸν κ᾿ ἔφθασε στὸ Βουκουρέστι. Αἱ ὑποθέσεις του ἐκείνην τὴν χρονιὰν ἐπῆγαν εἴπερ ποτὲ καλά. Εἶχε τύχην τὸ ἔμβρυον μέσα εἰς τὰς μητρικὰς λαγόνας.
Τῆς Χατζίνας τὸ στέρνον κ᾿ ἡ κοιλία ἐκολποῦντο, εἰς τὴν πατρίδα. Περὶ τὸν δεύτερον μῆνα εἶχε βάλει μάλλινον διπλωμένον σινδόνι, ὑπὸ τὸ μεσοφούστανόν της· τὸν τρίτον μῆνα τὸ ἐδίπλωσεν εἰς τέσσερα. Κατόπιν ἔβαλεν ἓν μικρὸν λευκὸν προσκεφαλάκι μὲ πούπουλον, εἶτα τὸν ἕκτον μῆνα ἔβαλε σωστὸν προσκέφαλον. Τέλος, περὶ τὸν ὄγδοον μῆνα ἔβαλε μακρὰν προσκεφαλάδα*. Κατὰ συγκυρίαν, κ᾿ ἡ ἄλλη Χατζίνα, ἡ ἐπ᾿ ἀδελφῷ νύμφη της, ἠκούσθη ὅτι ἦτο ἔγκυος. Ἡ Χατζηγιάνναινα εἶχεν ἕνα σωρὸ παιδιά. Τὸν Γεώργην, τὸν Βαγγέλην (οἱ δύο οὗτοι ἔγιναν Ἰάκωβος καὶ Εὐγένιος ἱερομόναχοι, ἀφιερώσαντες ὅλην τὴν πατρικὴν κληρονομίαν των εἰς τὴν Κ᾿νιστριώτισσαν τὴν Παναγίαν), τὸν Μανώλην, τὴν Σινιώραν, καὶ ἄλλα τέκνα. Σχεδὸν τῆς ἐπερίσσευαν. Ἡ ἀνδραδέλφη της δὲν εἶχε κανέν. Ἄνισος λοιπὸν εἶναι κ᾿ ἡ Θεία Πρόνοια εἰς τὰς ἀβύσσους τῶν κριμάτων της, κ᾿ εἰς τὰ δωρήματά της; Ποῖος θὰ ἐκληρονόμει τὸν Χατζησταμάτην; Ὁ μονάκριβός του ἦτο ἀσκητὴς εἰς τὰ πετρώδη κράσπεδα τοῦ Ἄθωνος. Τί τὸ ἤθελε τὸ βιός; Τόσους τενεκέδες φλωριά, τόσες χιλιάδες στρέμματα τόπου. Διότι κατ᾿ ἐκεῖνον τὸν χρόνον, ἑπτὰ ἕως ὀκτώ, ἢ τὸ πολὺ δέκα οἰκογένειαι, εἶχον κτῆμά των ὅλην τὴν νῆσον. Ὁ Χατζησταμάτης, ὁ Χατζηγιάννης, γαμβρὸς καὶ γυναικάδελφος, οἱ Φραγκουλαῖοι κ᾿ οἱ Λογοθεταῖοι, δύο κλάδοι μιᾶς καὶ τῆς αὐτῆς παλαιᾶς οἰκογενείας, οἱ Καραχμεταῖοι, οἱ Μαυρογιαλαῖοι, οἱ Χαραναῖοι, τέλος, οἱ Μωραϊταῖοι, οἵτινες εἶχον μεταναστεύσει φθίνοντος τοῦ ΙΗ´ αἰῶνος ἀπὸ τὸν Μυστρᾶν τῆς Λακεδαίμονος, φέροντες μεγάλα χρηματικὰ κεφάλαια, κ᾿ ἠγόρασαν κι αὐτοὶ πάμπολλα κτήματα εἰς τὴν νῆσον.
Ἀνάγκη πᾶσα νὰ καρπογονήσῃ ἡ Χατζίνα, νὰ κάμῃ ἕνα μικρὸ Χατζόπουλο, διὰ νὰ κληρονομήσῃ τὸ βιὸ τοῦ Χατζησταμάτη. Ἡ Χατζηγιάνναινα ἡ νύφη της ἐπὶ πέντε καὶ ἓξ μῆνας εἶχε κλεισθῆ, καὶ δὲν ἦτον ὁρατὴ πλέον. Ἐκατοίκει εἰς ἓν ἐξοχικὸν καλύβι, ὁπωσοῦν ἀρχοντικόν, καλὰ περιποιημένον, κοντὰ στὸ Πυργί, παραπάνω ἀπὸ τὴν Παναγίτσαν. Εἶχε φοῦρνον, προαύλιον, ὀρνιθῶνα, δένδρα, πυκνὰ καὶ ἄγρια· ἦτο ζωὴ καὶ ἀπόλαυσις ἐκεῖ. Ἀπὸ τὴν Λαμπρὴν κ᾿ ἐδῶ, κανεὶς δὲν τὴν εἶδε πλέον στὰ μάτια. Ἄλλοι ἔλεγαν ὅτι εἶχεν ἀνεμογγαστριά ―ἂν καὶ ὁ Χατζὴς μόνον πρὸ μηνὸς εἶχε μισέψει διὰ τὸ Μισίρι― ἄλλοι ἔλεγαν ὅτι εἶχεν ὑποχονδρίαν. Ἡ τελευταία αὕτη γνώμη εἰς τὸ τέλος διεδόθη κ᾿ ἐπιστεύθη. Τέλος, ὅταν ὡρίμασεν ἡ ἐγκυμοσύνη της (διότι ἦτο πράγματι ἔγκυος, ἀλλ᾿ ἴσως νὰ τῆς ἤρχετο παραξενιά· καὶ ἡ λεγομένη ὑποχονδρία ἴσως νὰ ἦτο ἀποτέλεσμα τῆς ᾽γγαστριᾶς της), ἡ Χατζηγιάνναινα, τὸν ἔνατον μῆνα, ἐκάθισε στὰ σκαμνιά*, κ᾿ ἐγέννησεν υἱόν.
Ἡ μαῖα ἡ Κυρατσοὺ ἦτο γυνὴ τῆς ψυχῆς. Ἡ βρύσις, κάτω ἀπὸ τὰ δένδρα τ᾿ ἄγρια, ἀνέβλυζε μὲ ὑπόκωφον κοχλασμόν. Βοῦρλα κ᾿ ἁρμυρῆθρες, καὶ πολυτρίχια, καὶ νερουσιές*, ἢ τρέβλα ἄγρια1 ἔθαλλον ἀφθόνως εἰς τὸ λιβάδι, ὁ κρότος τοῦ δροσεροῦ νάματος, ἀπὸ καταρράκτην εἰς καταρράκτην, ἀντήχει βαθιὰ στὸ ρέμα. Ἄβυσσος ἄβυσσον ἐπικαλεῖται εἰς φωνὴν τῶν καταρρακτῶν σου. Ἡ Κυρατσοὺ ἦτο ἀπὸ ἐκείνας, αἵτινες, ὅταν γηράσουν, γίνονται παρηγορία εἰς τὰς οἰκογενείας. Μόνη αὐτὴ ἤξευρε τὰ τρέχοντα. Εἰς αὐτὴν εἶχον τὰ πιστὰ αἱ δύο Χατζῖνες. (Ἄβυσσος ἄβυσσον ἐπικαλεῖται…). Τὴν εἶχαν «μόσιμο»*, ὤμνυον δηλ. εἰς τ᾿ ὄνομά της. «Μπροστινὴν»* εἰς τὴν γένναν δὲν εἶχαν καλέσει. Ποῦ νὰ εὕρουν περισσὰς γυναῖκας εἰς τὴν ὑψηλὴν ἐρημίαν ἐκείνην, μισὴν ὥραν μακρὰν ἀπὸ τὸ Κάστρον, τὸ ὀχυρὸν βραχοκτισμένον χωρίον; Δὲν ὑπῆρχον πολλαὶ ὅμοιαι μὲ τὴν Κυρατσού. Σχεδὸν δὲν ὑπῆρχε δευτέρα. Μόλις ἐσηκώθη ἀπὸ τὰ σκαμνιά, κ᾿ ἐπλάγιασεν ἡ λεχώ, κ᾿ ἡ Κυρατσού, ἀφοῦ ἀφαλόκοψεν ἐπιδεξίως τὸ βρέφος, ποὺ ἔκλαιε τὰ πρῶτά του κλάματα, γααα-ααά! γουαα-ααά! *** Κ᾿ ἔφαγε τὸ βρέφος τὴν πρωτογαλιὰ τῆς μητρός του, διότι ἦτο στερρὰ ἀνάγκη νὰ τὴν φάῃ, διότι δὲν ἐπετρέπετο νὰ καλέσουν ἄλλην, ἔστω καὶ μητέρα θηλάζουσαν, ἐκεῖ. Κ᾿ ἐσπαργάνωσεν ἡ Κυρατσοὺ τὸ βρέφος, καὶ τὸ ἐτύλιξε μὲ σινδόνα μεταξωτήν, καὶ τὸ ἐνανούρισεν ἐπὶ τῶν γονάτων της, καὶ τὸ νήπιον ἀπεκοιμήθη τὸν πρῶτον ὕπνον του, ἀφοῦ εἶχεν εἰσέλθει διὰ τῆς ἀνοικτῆς θύρας εἰς τὸν κόσμον. Καὶ τότε τὸ ἔλαβεν ἡ μαμμὴ στὴν ἀγκαλιά της, ψιθυρίζουσα κοί, κοί, κοί, εὐχήθη τὴν λεχὼ «Καλὴ σαράντιση, χαδούλα μ᾿», κ᾿ ἐξῆλθεν εἰς τὸ σκότος ἔξω. Ἄλλο πρόσωπον δὲν παρίστατο ἐκεῖ, εἰμὴ ἡ γρια-Σοφούλα τοῦ Τοπτσῆ, ἡ μάννα τῆς Χατζηγιάνναινας. Ὅσον διὰ τὸν Χατζηγιάννην, οὗτος ἐξηκολούθει νὰ διατρίβῃ ἀπὸ ὀκτὼ μηνῶν στὸ Μισίρι (τὴν Αἴγυπτον), ὅπου ἔκαμνε τὸν πραγματευτήν, καὶ ποτὲ δὲν εἶχε μάθει ἂν ἡ γυνή του εἶχε μείνει ἔγκυος, κατὰ τὴν τελευταίαν βραχεῖαν διαμονήν του εἰς τὴν πατρίδα.
*
* *
* *
Ἦτον δύο μετὰ τὰ μεσάνυχτα, ὅταν ἡ γρια-Κυρατσοὺ ἐξῆλθε τῆς ἐξοχικῆς οἰκίας. Ἐκράτει φανάρι ἀναμμένον εἰς τὴν ἀριστερὰν χεῖρα, καὶ διὰ τῆς δεξιᾶς ὑπεβάσταζε κ᾿ ἔθαλπε τὸ νεογνὸν εἰς τὴν ἀγκάλην της. Κατῆλθε τὸν ὀλισθηρὸν δρομίσκον, ὅπου ἦτο μαθημένη ἐκ νεότητός της ν᾿ ἀραδίζῃ*, διῆλθε τὴν βρύσιν, ἔφθασεν εἰς τὸ χεῖλος τοῦ ρεύματος, ἐστράφη ἀριστερὰ κ᾿ ἐπέρασεν ἔξω ἀπὸ τὴν Παναγίτσαν πρὸς δυσμάς, ἐπὶ ἀνέχοντος ἐδάφους πρὸ τοῦ ναΐσκου. Τὰ κανδήλια τοῦ ἐρημικοῦ ἐκκλησιδίου ἔφεγγαν γλυκὰ διὰ τοῦ φεγγίτου. Τὸ μνῆμα τοῦ Στάθη τῆς Πατσοῦς, μαγεμένου αἰγοβοσκοῦ, ὁποὺ εἶχεν ἀποθάνει τὴν χρονιὰν ἐκείνην, κ᾿ εἶχε τάξει νὰ τὸν θάψουν δίπλα στὸ ξωκκλήσι τῆς Παναγίτσας, ἐλεύκαζε μελαγχολικὰ εἰς τὸ σκότος. Μεγάλη ἀστροφεγγιὰ ἔφεγγεν ἄνω, καὶ ἄνευ τοῦ φαναρίου ἡ Κυρατσοὺ θὰ ἔβλεπε καλὰ νὰ βαδίζῃ τὸν δρόμον της. Ἐκοίταξε μ᾿ εὐλάβειαν τὸν ναΐσκον, ὅπου δύο ἢ τρία εἰκονίσματα τοῦ τέμπλου, ἀπὸ τὸ Δωδεκάορτον, ὑψηλά, ὑποκάτω τοῦ Ἐσταυρωμένου, διεγράφοντο ἀμυδρά, ὑπὸ τὸ φῶς τοῦ ἀνεβασμένου κανδηλίου, ἐμπρὸς τοῦ νεκρωθέντος Θεανθρώπου. Μὲ ποῖον χέρι νὰ κάμῃ τὸν σταυρόν της; Μὲ τὸ ἀριστερὸν ἐκράτει τὸ φανάρι, μὲ τὸ δεξιὸν ἔσφιγγε τὸ νήπιον εἰς τὴν ἀγκάλην της.
Ἐβάδισεν ἀκόμη, καὶ κατῆλθε πρὸς βορρᾶν. Ἀριστερά της ἡ ὑψηλὴ παραθαλασσία, τὰ Μποστάνια, κι ὁ ναΐσκος τοῦ Ἁγίου Παντελεήμονος· ὑψηλὸν κλίτος, ἀνθηρόν, ὀλισθηρόν, ἅπλα, καὶ ὑψηλοὶ κάμποι καὶ ἀγροί, καὶ ὀρμάνια, καὶ πάλιν κατήφορος, καὶ κάτω οἱ βράχοι τοῦ γιαλοῦ, κι ὁ Ἅις-Σώστης, ἐπάνω εἰς ἕνα χωρισμένον ἀπὸ τῆς ξηρᾶς περίρρυτον βράχον. Ἀντικρὺ τὸ Κάστρον, μὲ τὰς τριακοσίας οἰκίας καὶ τὰς τριάντα ἐκκλησίας του ἐντός, καὶ σχεδὸν ἄλλας τόσας διεσπαρμένας ἐπὶ τῆς βραχώδους ἀκτῆς δεξιά, καὶ μ᾿ ἕνα τζαμί, διὰ τὸν μοναδικὸν Τοῦρκον, ποὺ εὑρίσκετο ἐκεῖ διὰ τὸν τύπον· μὲ τὴν ὑψηλὴν εὐρεῖαν ταράτσαν ἐπάνω ἀπὸ τὴν σιδερόπορταν, καὶ ἀπέναντι τὸ πέλαγος τοῦ Βορρᾶ, χαριτωμένον, ἄγριον, ἀπειλητικόν, καὶ μαγευμένον. Δεξιὰ τοῦ Κουρούπη ἡ φοβερὰ ἀκτή, λευκή, πετρώδης, φανταστική, μὲ τὰ δαιμόνια καγχάζοντα ἐπάνω τῆς κορυφῆς, καὶ τὰ στοιχειὰ χορεύοντα καὶ κυλίοντα πέτρας πρὸς τὰ κάτω. Ἀνάμεσα εἰς τὴν ἀκτὴν ταύτην, κ᾿ εἰς τὸ Βαθὺ Ρέμα τοῦ Γιαλοῦ, μὲ τὰ γυμνὰ νησίδια, τοὺς λευκοὺς βράχους, ὅπου ἐξεῖρπον τὰ πετροκάβουρα, κ᾿ ἔκρωζον τὰ θαλάσσια ὄρνεα τὴν νύκτα εἰς τὰ ἄντρα, ἦτο, μεταξὺ πολλῶν παρεκκλησίων ἐπάνω στοὺς βράχους κτισμένων, ὁ Ἅις-Λευθέρης. Πρὸς τὰ ἐκεῖ διευθύνθη ἡ Κυρατσού.
*
* *
* *
Εὐτυχῶς ἦτο σχετικὴ εἰρήνη εἰς τὸν τόπον κατὰ τὸ φθινόπωρον αὐτὸ καὶ εἰς τὰς ἀρχὰς τοῦ χειμῶνος. Ὁ Καπετὰν Πασὰς ἐκείνην τὴν χρονιὰν ἔτυχε, πρᾶγμα σπάνιον, νὰ εἶναι δραστήριος ἀνήρ, καὶ εἶχε καταδιώξει αὐστηρῶς τοὺς πειρατάς, τούς τε Ἀλγερίνους καὶ Βαρβαρέζους, ὅπως καὶ μερικοὺς Χριστιανούς, ὅσοι, ἐπὶ προφάσει ὅτι θὰ ἐλευθερώσουν τοὺς ραγιάδες, ἐκούρσευαν κ᾿ ἐρήμαζαν ὅλα τὰ νησιὰ καὶ τὰς παραθαλασσίας. Ἡ Χατζησταμάταινα, μὲ τὴν προσκεφαλάδα ὡς ἔμπλαστρον ἐπὶ τῆς κοιλίας, εἶχε τολμήσει νὰ ἐξέλθῃ ἀπὸ τὸ Κάστρον τὰς ἡμέρας ἐκείνας, ὅπου ὅλαι αἱ καλαὶ γειτόνισσαι, πτωχαὶ καὶ ταπειναί, ὅσας δὲν ἔπαυε ποτὲ νὰ ἐλεῇ καὶ νὰ φιλεύῃ ἡ Χατζίνα, ηὔχοντο μέλπουσαι ἐν χορῶ:
―Ἄχ! πότε θὰ γεννήσ᾿ ἡ Χατζίνα, νὰ κάμ᾿ τὸ Χατζόπ᾿λο; Πότε;
Ἡ Χατζίνα τὰς ἀπεχαιρέτησε πρὸς ὥραν, ἀφοῦ τὰς ἐφίλευσε διπλᾶ καὶ τριπλᾶ, αὐτὰς καὶ τὰ μικρὰ τέκνα των, κ᾿ ἐδήλωσεν ὅτι εἶχε τάξιμο νὰ πάῃ στὸν Ἁι-Λευθέρην, νὰ κάμῃ ἑπτὰ λειτουργίας στὴν ἀράδα, ἀπὸ Δευτέραν εἰς Κυριακήν. Χάριν εὐκολίας, διὰ νὰ μὴν πηγαίνῃ κ᾿ ἔρχεται, ἀφοῦ ἦτον καὶ βαρεμένη, ἔμελλε νὰ μείνῃ προσωρινῶς ἐπὶ ἑβδομάδα εἰς τὸ κελλὶ τῆς ἐκκλησίας, ὁποὺ ἦτο κτισμένον δίπλα εἰς τὸ κτίριον τοῦ ναοῦ· κελλὶ διπλοῦν, εὐρύχωρον καὶ ἄνετον, τὸ ὁποῖον ἦτο κάπως πατρογονικόν της· καθότι καὶ τὸν ναΐσκον τοῦ Ἁγίου Ἐλευθερίου οἱ πρόγονοί της τὸν εἶχον κτίσει δι᾿ ἐξόδων των. Ἔστειλε, τρεῖς ἡμέρας πρίν, ν᾿ ἀσβεστώσῃ καὶ στολίσῃ τὸ παρεκκλήσι, καὶ νὰ ἐπισκευάσῃ τὸ κελλίον. Τὸν παπα-Διανέλον τὸν ἐνορίτην της τὸν ἐκάλεσε διὰ τρεῖς λειτουργίας ἐκ διαλειμμάτων, τὴν πρώτην, τὴν μεσαίαν, καὶ τὴν ἑβδόμην. Τὰς ἄλλας τέσσαρας ἐξεχώρησεν εἰς τοὺς δύο ἄλλους ἐφημερίους τοῦ Κάστρου, ἀνὰ δύο εἰς ἕκαστον, ὅπως ὅλοι οἱ ἱερεῖς εὐχηθῶσιν ὑπὲρ τῆς ἀπελευθερώσεώς της. Ἐκεῖνοι ηὔχοντο ὑπὲρ αὐτῆς, καὶ αὐτὴ ἐδέετο, «νὰ λευθερωθῇ, μὲ τὸ καλό, ἡ νύφη της, καὶ νά ᾽ναι καὶ παλληκάρι».
Φαίνεται ὅτι ὁ Ἅις-Λευθέρης εἰσήκουσε τὴν προσευχήν της. Τὴν πρωίαν τῆς Κυριακῆς, περὶ ὄρθρον βαθύν, τρίτον λάλημα τοῦ πετεινοῦ, πρὶν χαράξῃ ἀκόμη, περὶ ὥραν ἑνδεκάτην ἀλὰ Τούρκα (ἦτο Νοέμβριος, περίπου τρεῖς ὥρας πρὸ τῆς ἡμέρας), ὅταν εἶχε κάμει τὴν ἕκτην λειτουργίαν, κ᾿ ἐπεριμένετο ὁ παπα-Διανέλος νὰ ἔλθῃ ὁσονούπω, ἔχων καὶ τὸν μπάρμπ᾿ Ἀναγνώστην τὸν Παρθένην βοηθόν, διὰ νὰ τελέσῃ τὴν ἑβδόμην καὶ τελευταίαν, ἐπειδὴ ἦτο Κυριακή, ἐπὶ τὸ μεγαλοπρεπέστερον ― αἴφνης ἠκούσθη ἤρεμον καὶ διακριτικὸν κροῦσμα εἰς τὴν θύραν τοῦ οἰκήματος.
Ἡ Χατζίνα δὲν εἶχεν ἄλλην συντροφιὰν εἰς τὸ κελλί της, ἀφοῦ ὁ σύζυγός της ἔλειπε τόσους μῆνας, εἰμὴ τὴν Δεσποινού, πτωχὴν γυναῖκα, μίαν ἀπὸ τὰς ἐκτάκτους δουλεύτρας της, μὲ τὸ τρίμηνον κοράσιόν της. Ὁ ἀνήρ της, οἰκοδόμος, ἔλειπε βδομαδιάτικα, κάτω στὴν χώραν, στὸ λιμάνι, ὅπου εἶχον ἀρχίσει τότε, διότι ἔλαβον οἱ ἄνθρωποι προσωρινὸν θάρρος καὶ εἶχαν ἀσφάλειαν ἀπατηλήν, νὰ κτίζουν μαγαζιὰ καὶ σπίτια. Εἰς αὐτὴν εἶπεν ἡ Χατζίνα, ἄκρες-μέσες, ἀπ᾿ ὅλην τὴν ἱστορίαν ―μισὰ ψέματα καὶ μισὲς ἀλήθειες, ὅτι, ἀφοῦ εἶδε κι ἀποεῖδε, καὶ δὲν ἦτον πλέον προκοπή (δὲν ἦτο ἐλπὶς ν᾿ ἀποκτήσῃ κληρονόμον τοῦ Χατζῆ ἀπὸ τὰ σπλάγχνα της) εἶχεν ἀποφασίσει νὰ υἱοθετήσει ἕνα ζωνταρφανό*, ἴσως νὰ ἦτον ἀγόρι, ἀλλὰ καὶ κορίτσι νὰ ἦτον δὲν ἐπείραζε― γεννημένον ἀπὸ μίαν πτωχήν, πάμπτωχην, συγγενῆ της, τὴν ὁποίαν ὁ σύζυγός της, ἀφοῦ τὴν εἶχε ἀφήσει ἔγκυον, τὴν ἀπαράτησε, καὶ τὴν ἀδίκησε, κ᾿ ἐβγῆκε λιάπης, κλέφτης εἰς τὰ βουνά, ἢ καὶ πειρατὴς μὲ κανένα σκάφος, μίστικο* ἢ μαρτίγο*, κατὰ τὴν ἀρματωσὰ ποὺ θὰ εἶχε. Κ᾿ ἡ Χατζίνα τὴν ἐσπλαγχνίσθη, καὶ τῆς εἶχεν ὑποσχεθῆ νὰ κρεμάσῃ ἀπ᾿ τὸ λαιμὸ* τὸ παιδὶ τῆς πτωχῆς ἐκείνης, ἀγόρι, κορίτσι, ὅ,τι θὰ ἦτον. Ἂς τὰ ἐθήλαζεν ἡ Δεσποινοὺ καὶ τὰ δύο μαζί, σὰν ἀδέλφια, τὸ κοριτσάκι της καὶ τὸ παιδὶ αὐτὸ ὁποὺ ἔμελλε νὰ υἱοθετήσῃ ἡ Χατζίνα, κ᾿ ἡ Χατζίνα ἔμελλε νὰ τ᾿ ἀγαπήσῃ ἐξίσου καὶ τὰ δύο ὡς τέκνα της. Θὰ ἦσαν ἀδέλφια ἄλλως, ἀφοῦ θὰ ἐτρέφοντο μὲ τὸ ἴδιον γάλα. Ἡ Δεσποινοὺ ἐπείσθη, κ᾿ ἐφάνη ὅτι ἔμεινε πολὺ εὐχαριστημένη.
Μόνον εἶπε:
― Καλά, Χατζίνα μ᾿· ὁ κόσμος σὲ εἶχε γιὰ ᾽γγαστρωμένη· κι ὅλες ἀπαντέχουν πότε νὰ γεννήσῃς τὸ Χατζόπουλο.
Ἡ Χατζίνα ἐδάγκασε τὸ χεῖλός της.
―Ἐκεῖνο δὲν ἦτο τίποτε· ἦτον ἀνεμογγαστριά, Δεσποινού μ᾿· πάει, πέρασε.
Ἡ Δεσποινοὺ ἤκουσε, καὶ κατένευσε. Μόνον, ἀκουσίως, ἐσκέφθη μέσα της:
«Ἀνεμογγαστριὰ ἡ ἄλλη Χατζίνα, ἡ νύφη της. Ἀνεμογγαστριὰ αὐτὴ ἐδῶ. Ἐγέμισ᾿ ὁ κόσμος ἀνεμογγαστριές».
*
* *
* *
Εἶχεν ἐξυπνήσει τὸ μωρὸν τῆς Δεσποινοῦς, κατὰ τὸν ὄρθρον τῆς Κυριακῆς ἐκείνης, κ᾿ ἐκλαυθμύριζεν. Ἡ μητέρα ἐξύπνησε, κ᾿ ἔτεινε τὸν μαστόν. Νάνι, νάνι, τὸ παιδί μ᾿! Κοί, κοί, κοί.
Τὴν ἰδίαν στιγμὴν ἐκρούσθη ἡ θύρα.
―Ἄχ, ποιὸς χτυπᾷ, ἔκραξεν ἡ Χατζίνα, ὁποὺ εἶχεν ἐξυπνήσει συγχρόνως μὲ τὸ βρέφος, καὶ ἄλλως, νευρικὴ πάντοτε, καὶ βρέφη ὀνειρευομένη, δὲν εἶχεν ὕπνον.
― Μὴν εἶναι ὁ παπάς, Χατζίνα ᾽μ;
―Ὁ παπὰς δὲν μᾶς ξυπνᾷ. Κ᾿ ἔχει τὴν κλησιάρισσα μαζί του ν᾿ ἀνάψῃ φωτιά. Κι ὅλα τὰ χρειαζούμενα θὰ τὰ βρῇ μὲς στὸ ἱερὸ βῆμα.
― Νὰ σ᾿κωθῶ, Χατζίνα μ᾿, νὰ ἰδῶ ποιὸς εἶναι;
―Ὄχι, ὄχι. Βύζαξε τὸ κορίτσι σύ. Ἐγὼ θὰ σ᾿κωθῶ. Ὤχ, Θεέ μου! καὶ νά ᾽ναι τάχα, Δεσποινιώ, τὸ καημένο τὸ ζωνταρφανὸ ποὺ σοῦ ἔλεγα;
― Τέτοιαν ὥρα θὰ σ᾿ τὸ φέρουν, Χατζίνα;
―Ὅποια ὥρα εἶναι, μπορεῖ νὰ τὸ φέρουν.
Ἡ Χατζίνα ἐσηκώθη κ᾿ ἐπλησίασε πρὸς τὴν θύραν.
― Ποιὸς εἶναι;
― Χαδούλα μ᾿, ἄνοιξε, ἀπήντησε, γνωρίσασα τὴν φωνήν της ἡ μαμμή.
Τὸ παιδίον εἰσήχθη. Ἡ Χατζίνα τὸ ἔλαβεν ἐν θριάμβῳ, καὶ τὸ ἅπλωσεν, ὡς εἰς πρώτην κλίνην, ἐπάνω στὸ προσκέφαλον, ποὺ εἶχε πρῴην ὡς ἔμπλαστρον ἐπὶ τῆς κοιλίας της.
Τὸ νήπιον ἐγαλουχήθη, ἀνετράφη, ἐμεγάλωσε. Τὸ ἔτρεφε συνήθως, εἰς τὸ φανερόν, ἡ Δεσποινού. Ἀλλὰ κ᾿ ἡ Χατζηγιάνναινα, τὸ βράδυ τῆς Κυριακῆς ἐκείνης, ἐπειδὴ ἐχειμώνιαζε πλέον, ἐπανῆλθε κ᾿ ἐγκατεστάθη στὸ νοικοκυριό της, ἐντὸς τοῦ Κάστρου, δίπλα στὸ ἀρχοντικὸ τῆς Χατζησταμάταινας. Εἶχε θεραπευθῆ πλέον, δόξα τῷ Θεῷ, ὕστερον ἀπὸ τόσην ἐξοχικὴν διατριβήν, ἀπὸ τὴν παραξενιάν της, καὶ τὴν ὑποχονδρίαν της. Κ᾿ ἐθήλαζε κρυφά, μὲ λαχτάραν, τὸ βρέφος.
*
* *
* *
Ὅταν ἐπέστρεψε, περὶ τὰ τέλη τοῦ ἰδίου μηνός, ὁ Χατζὴς ἀπὸ τὰς Ἡγεμονίας, ἐλυπήθη διότι δὲν ἐπρόφθασε τὴν γένναν, νὰ παρευρεθῇ εἰς τὰ κολυμβίδια* τοὐλάχιστον, διὰ ν᾿ ἀσημώσῃ τὸ παιδί· ἀλλ᾿ εἶχεν ὅμως ἐφέτος πολλὰς ἐμπορικὰς ὑποθέσεις ἐκεῖ ἐπάνω. Ἐπειτα ἡ Χατζίνα εἶχε σφάλει, φαίνεται, εἰς τὸν ὑπολογισμὸν τῆς ἐγκυμοσύνης. Εἶχεν εἰπεῖ τὴν παραμονὴν τῆς ἀναχωρήσεώς του, ὅτι τότε μόλις ᾐσθάνετο ἑαυτὴν ἔγκυον, καὶ ὅμως, φαίνεται, θὰ ἦτο τότε εἰς τὸ τέλος τοῦ πρώτου μηνός. Ἄλλως ἦτο συγχωρητέα, ὡς πρωτάρα.
Ὅλα ἔγιναν ἐν τάξει. Ὁ Χατζὴς εἶχε φέρει τρία μεγάλα δοχεῖα γεμᾶτα φλωρὶ ἀπὸ τὴν Μολδοβλαχίαν. Ἴσως ἄνω τῶν ἑκατὸν χιλιάδων δραχμῶν τοῦ παρ᾿ ἡμῖν νομίσματος. Δὲν εἶχε λησμονήσει νὰ φέρῃ τὸ κωνσταντινᾶτο ― πιθανὸν νὰ εἶχε καὶ πριονίδια μέσα ἀπὸ τὸ Τίμιον Ξύλον, διότι ἦτο παλαιὸν καὶ γνήσιον. Ὁμοίως κ᾿ ἐλαφοκέρατο διὰ τὰ δοντάκια τοῦ παιδιοῦ, καὶ τὰ φωτίκια διὰ τὴν βάπτισίν του ἀπὸ τὸν Ἰορδάνην. Ὅσον διὰ τὸ «φιλὶ τῆς Παναγιᾶς» ἔφερε μίαν ὡραίαν εἰκόνα, τὴν «Γλυκοφιλοῦσαν», διότι οὕτως εἶχεν ἑρμηνεύσει ὁ Χατζὴς τὴν παραγγελίαν τῆς Χατζίνας.
Τὸ παιδίον ἐβαπτίσθη καὶ ὠνομάσθη Νικόλαος. Ἐμεγάλωσεν, ἐπρόκοψεν, εὔμορφος νέος καὶ καλός, ὡς ἀρχοντόπουλο, κ᾿ ἔμαθεν ὄχι ὀλίγα γράμματα στὸ σχολεῖον.
*
* *
* *
Ἐσώζετο ἀκόμη πρὸ τριάντα ἐτῶν, εἰς τὴν βιβλιοθήκην τοῦ σεμνοῦ Κοινοβίου τοῦ Εὐαγγελισμοῦ τῆς Ἀγαλλιανοῦς, κάτω ἀπὸ τὴν ὑψηλόκρημνον κορυφὴν τῆς Καραφιλτζανάκας, παρακάτω ἀπὸ τὴν μυστηριώδη βρύσιν τοῦ Κανάκη, εἰς τὴν κορυφὴν τοῦ ρεύματος τοῦ Λεχωνιοῦ πρὸς τὴν θάλασσαν, ἐσώζετο τὸ αὐτόγραφον τοῦ πατριαρχικοῦ ἀφορισμοῦ ἢ ἐπιτιμίου, τὸ ὁποῖον ἐξέδωκεν ἐπὶ τῆς πρώτης του πατριαρχίας, τῷ 1799, ὁ ὕστερον ἐθνομάρτυς Γρηγόριος ὁ Ε´. Ὅσοι ἔλαβον μέρος εἰς τὴν σκευωρίαν, πρωτουργοὶ καὶ συνεργοί, καὶ συνειδότες, καὶ συνευδοκήσαντες, καὶ συγκαλύψαντες, ὅλοι νὰ εἶναι ἀφωρισμένοι καὶ κατηραμένοι καὶ μετὰ θάνατον ἄλυτοι. Αἱ πέτραι καὶ ὁ σίδηρος νὰ λυθοῦν, αὐτοὶ δὲ μηδαμῶς. Νὰ σχισθῇ ἡ γῆ καὶ νὰ τοὺς καταπίῃ, ὡς τὸν Δαθὰν καὶ Ἀβειρών, νὰ τρέμουν ἐπὶ τῆς γῆς, ὡς ὁ Κάιν, καὶ ν᾿ ἀποκτήσουν τὴν λέπραν τοῦ Γιεζῆ καὶ τὴν ἀγχόνην τοῦ Ἰούδα. Περιπλέον νὰ ἔχουν τὰς ἀρὰς τῶν ἁγίων 318 θεοφόρων πατέρων. Ὁποῖον τρομερὸν ὅπλον!
Ἡ γρια-Κυρατσού, ἡ μαῖα, ὅταν ἔφθασεν εἰς τὸ τέλος, ἔτη τινὰ ὕστερον, δέκα ἢ δώδεκα ἢ δεκαπέντε, ἐξωμολογήθη εἰς ἱερέα, καὶ εἶπεν ὅλα τὰ συμβάντα: «Τὸ παιδὶ ὁ Νικολάκης δὲν εἶναι τῆς Χατζησταμάταινας· εἶναι τῆς Χατζηγιάνναινας γέννημα. Ἐγὼ τὴν ἐξεγέννησα, κ᾿ ἐπῆρα τὸ βρέφο στὴν ἀγκαλιά μου, καὶ τὸ πῆγα τῆς Χατζίνας· ἐπειδὴ καὶ ἤθελε νά ᾽χῃ παιδὶ γιὰ νὰ κληρονομήσῃ τὸν Χατζή. Ὁ Θεὸς νὰ γίνῃ ἵλεως στὴν ψυχή μου».
Κάποιος ἢ κάποια εἶπε τότε, ὅταν ἐγνώσθησαν τὰ γεγονότα, ὅτι τοιαύτας ἐκδουλεύσεις προσφέρει νύμφη εἰς ἀνδραδέλφην, ὁποίας ἀδύνατον εἶναι ἀνδραδέλφη εἰς νύμφην νὰ προσφέρῃ. Ἐννόει φαίνεται, ὅτι εἰς τὴν πρώτην περίπτωσιν ἡ νύμφη ἔχει προφανὲς κέρδος, διὰ τῆς κληρονομίας τοῦ ἐκ τριγενείας ἀνδραδέλφου της, ἐνῷ εἰς τὴν δευτέραν τὸ γενικώτερον συμφέρον τῆς ἀνδραδέλφης εἶναι νὰ μένῃ ὁ ἀδελφός της ἄτεκνος.
Εἶχαν ἀλλάξει τὰ πράγματα ἐντὸς ὀλίγων ἐτῶν. Ὁ παπα-Γρηγόριος, ὁ ἀσκητής, εἶχε κατέλθει ἀπὸ τὰ ὑψηλὰ κράσπεδα τοῦ Ἄθω, μαζὶ μὲ τὸν γέροντά του παπα-Νήφωνα, καὶ μὲ τριακοντάδα ἄλλην μοναχῶν. Ἔπλευσαν εἰς τὴν γενέθλιον νῆσον τοῦ Γρηγορίου, κ᾿ εκεῖ, εἰς τὸ ρέμα, στῆς Ἀγαλλιανοῦς, ἔκτισαν ὡραῖον, θαυμάσιον μοναστήρι ―πατριαρχικόν, σταυροπηγιακόν, καὶ κοινοβιακόν― μὲ περικαλλῆ, καὶ λεπτοτάτης φιλοκαλίας ναόν. Τόσον ὡραῖον, ὥστε κατὰ τοὺς χρόνους ἐκείνους, περὶ τὰς ἀρχὰς τοῦ ΙΘ´ αἰῶνος, ἐφημίζετο, κ᾿ ἐνέπνεε σεβασμὸν βαθύτερον ἀπὸ τὰς Μονὰς τοῦ Ἄθωνος.
Οὗτοι οἱ πρῴην ἀσκηταὶ τοῦ Ἁγίου Βασιλείου, ἦσαν οἱ λεγόμενοι Κολλυβάδες, ὑποστάντες διωγμὸν καὶ εἰς αὐτὸ τὸ Ἅγιον Ὄρος, διότι ἐπέμενον εἰς τὴν ἀκρίβειαν, καὶ δι᾿ ἄλλα πολλὰ πράγματα, καὶ ὅπως μὴ τὰ μνημόσυνα τῶν νεκρῶν τελῶνται τὰς Κυριακάς. «Ψυχοσάββατον ὑπάρχει, ἀλλὰ Ψυχοκυριακὴν ἠκούσατε ποτέ σας χριστιανοί;» (Ὅρα τὴν Ἀπολογίαν Νικοδήμου τοῦ Ἁγιορείτου.) Ἐκεῖ, εἰς τὸ νεόκτιστον Κοινόβιον τοῦ Εὐαγγελισμοῦ, ἐμνημονεύετο ὁ Οἰκουμενικὸς Πατριάρχης καὶ ὄχι ὁ ἐπίσκοπος τῶν Νήσων. Οἱ δὲ Σουλτᾶνοι Σελὴμ καὶ Μαχμούτ, κατὰ μίμησιν τῶν Βυζαντινῶν αὐτοκρατόρων, εἶχον ἐκδώσει «χρυσόβουλλα», ἤτοι φιρμάνια, δι᾿ ὧν ἀπένεμον μεγάλα προνόμια ἀσυδοσίας κτλ. εἰς τὴν Παναγίαν τὴν Εὐαγγελίστριαν στῆς Ἀγαλλιανοῦς.
Ὁ Χατζησταμάτης ἐπέζησεν ὀλίγα ἔτη. Ὁ παπα-Γρηγόριος, υἱός του ἐκ τῆς πρώτης γυναικός, ἐκληρονόμησε, καὶ ἀφιέρωσεν εἰς τὸ μοναστηρι του, ὅπου ἡγουμένευσε δεύτερος μετὰ τὸν Νήφωνα, ὅλην τὴν περιουσίαν τοῦ Χατζησταμάτη. Ἄπειρα κτήματα, χρήματα ὅσα εἶχαν περισσεύσει, ἐπίσημα κειμήλια, ἀσημικὰ καὶ χρυσᾶ, ἀρχαϊκὰ ἔπιπλα, καὶ σκεύη χάλκινα χιλίων ὀκάδων.
Ὁ Νικολάκης, τὸ ὑποβολιμαῖον, ἐξηκολούθησε μέχρι τέλους νὰ ὑπογράφῃ «Ν. Χ´´. Σταμάτης». Εἶχε μεταναστεύσει εἰς τὴν ἀντικρινὴν ἀνατολικὴν νῆσον, ὅπου ἐνυμφεύθη καὶ μέχρι τέλους διέπρεψεν. Οἱ ἀπόγονοι μετέβαλον τὸ ὄνομα εἰς «Νικολαΐδης». Ὁ υἱός του Γιαννιὸς ἐχρημάτισε πληρεξούσιος εἰς τὴν Β´ ἐν Ἀθήναις Συνέλευσιν, τῷ 1863, καὶ ὁ ἔγγονός του Νικολάκης διετέλεσε βουλευτὴς εἰς τρεῖς περιόδους ἐπὶ Βούλγαρη, τῷ 1868, 1872 καὶ 1874. Κύριος μακαρίσαι αὐτούς. Ἦσαν συγγενεῖς μου.
(1912)
1. Τρέβλα, ἡ ἀγρία ἀντράκλα, trèfle (ὅπως καλεῖται καὶ τὸ λεγόμενον σπαθὶ διὰ παιγνιόχαρτα). Παρεφθαρμένον ἀπὸ τὸ τριφύλλι.
ΠΗΓΗ: ΚΛΙΚ
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου