“Ο πλούσιος και ο φτωχός Λάζαρος”
[Λουκ. Ιστ’ 19-31]
του Κωνσταντίνου Αθ. Οικονόμου,δασκάλου
την συγκεκριμένη παραβολή. Το μήνυμα ακόμη που θέλει να διδάξει ο Ιησούς στο λαό είναι η ανάγκη της διαρκούς φιλανθρωπίας και να δείξει πως ο Θεός δεν έχει συμπάθειες και αντιπάθειες ανάμεσα στους ανθρώπους, αλλά ότι όποιος ζει με αγάπη, ταπείνωση και μετάνοια είναι αρεστός στα μάτια Του, άσχετα από την οικονομική και κοινωνική του θέση.
ΠΛΟΥΤΟΣ ΟΛΕΤΗΡΑΣ: «Άνθρωπός τις ην πλούσιος και ενεδιδύσκετο πορφύραν και βύσσον”. Γράφει σχετικά ο Όσιος Αστέριος Αμασείας: “Με την χρήση δύο συντόμων ονομάτων ο λόγος εμπαίζει και διακωμωδεί την πλαδαρά και άμετρον διάχυσιν όσων πλουτούν κακώς. Διότι της μεν πορφύρας1 το χρώμα είναι πολυδάπανον και εξεζητημένον, της δε βύσσου η χρήσις τουλάχιστον δεν είναι αναγκαία”. Ο πλούσιος της σημερινής Παραβολής φορούσε αρχοντικά ενδύματα και διασκέδαζε συχνά με πλούσια συμπόσια. Ούτε που νοιαζόταν καθώς έβλεπε στην εξώπορτά του εκείνον τον φτωχό Λάζαρο παραπεταμένο και γεμάτο πληγές, που ήθελε να χορτάσει από των “ψιχίων των πιπτόντων” από το τραπέζι του πλουσίου.
Αλλά σαν να μην έφτανε αυτό, καθώς ήταν σχεδόν γυμνός, έρχονταν οι σκύλοι κι έγλυφαν τις πληγές του. Όμως ο Λάζαρος δεν έβγαζε από το στόμα του παράπονο εναντίον του πλουσίου ή του Θεού. Αντίθετα, πόσο ανάλγητος ήταν ο πλούσιος! Ο πλούτος τον έκανε δούλο στη σάρκα, αδιάφορο για κάθε φτωχό γύρω του. Η πολυτέλεια τον οδήγησε στην αλαζονεία, τη γαστριμαργία, την ασπλαχνία. Η αμαρτία του πλουσίου δεν ήταν τόσο στα ενδύματά του ή στις τροφές του, όσο στο ότι φρόντιζε μόνο για τον εαυτό του. Η παρουσία του Λαζάρου έξω από το σπίτι του ήταν γι’ αυτόν μια διαρκής υπόμνηση και ευκαιρία αγάπης. Πώς μπορούσε ο πλούσιος να βλέπει τον άλλον να λιμοκτονεί και να μένει τόσο ανάλγητος;
Αλλά ο πλούσιος της Παραβολής δεν είχε ανώτερα ιδανικά και αξίες. Από έξω η εμφάνισή του μεγαλόπρεπη, από μέσα όμως η ψυχή του αραχνιασμένη. Από έξω αρώματα, και μέσα δυσωδία. Το σώμα του καλοπερνούσε στις ανέσεις, η ψυχή του όμως αργοπέθαινε στη σήψη. Το ίδιο παθαίνουμε οι άνθρωποι, όχι μόνο οι πλούσιοι αλλά όσοι “κολλάμε” στα υλικά αγαθά μας, λίγα ή πολλά, νομίζοντας πως μ’ αυτά θα ευτυχήσουμε αδιαφορώντας για τους γύρω μας, τους ενδεείς, τους πεινασμένους. Και χωρίς να το καταλαβαίνουμε σκληραίνει η καρδιά μας, αγριεύει η ψυχή μας.
Η ΑΙΩΝΙΑ ΣΚΗΝΗ”: Η πρώτη σκηνή, αυτή της γης, τελείωσε. Στη συνέχεια έχουμε τη δεύτερη σκηνή, στον ουρανό. Πρώτος πέθανε ο φτωχός. Κανείς ίσως δεν έδωσε σημασία. Άγγελοι του Θεού όμως κατήλθαν από τα ύψη του ουρανού για να μεταφέρουν την υπομονετική ψυχή του στους κόλπους του Αβραάμ, για να βρει ανάπαυση στον παράδεισο. Πέθανε κάποτε και ο πλούσιος και τάφηκε μεγαλοπρεπώς. Όμως την ψυχή του δεν την παρέλαβαν άγγελοι του Θεού, αλλά την άρπαξαν τελώνια, δαίμονες φοβεροί, οδηγώντας την στα σκοτάδια του Άδη. Κι εκεί ο πλούσιος, ξεχνώντας ότι η μετάνοια προϋποθέτει και ανάλογα έργα μετανοίας, πράγμα αδύνατον για έναν ήδη νεκρό, πέφτει σε δεύτερο λάθος νομίζοντας ότι είναι παιδί του Αβραάμ επειδή και μόνο είναι Ιουδαίος, αλλά και σε τρίτο, διότι η σκληρή του νοοτροπία δεν άλλαξε ούτε και μετά το θάνατό του, αφού θεωρεί ακόμη τον φτωχό Λάζαρο υπηρέτη του. Έτσι, υποφέροντας φρικτά, κραυγάζει και παρακαλεί:
“Πάτερ Αβραάμ, λυπήσου με. Στείλε τον Λάζαρο να βουτήξει την άκρη του δακτύλου του στο νερό και να δροσίσει τη γλώσσα μου, διότι τυραννιέμαι μέσα σ’ αυτή την ανυπόφορη φωτιά!” “Παιδί μου, θυμήσου ότι εσύ απόλαυσες με το παραπάνω τα αγαθά σου στη γη, κι ο Λάζαρος τα κακά της δυστυχίας του”, απάντησε ο Αβραάμ, “τώρα όμως εδώ αντιστρέφονται οι ρόλοι, ο Λάζαρος παρηγορείται γι’ αυτά που υπέφερε, εσύ όμως βασανίζεσαι διαρκώς. Και έπειτα ανάμεσά σας υπάρχει μεγάλο χάσμα αδιαπέραστο. Από το χάσμα αυτό δεν μπορούν να περάσουν όσοι θέλουν από εδώ προς εσάς, ούτε και οι από εκεί να περνούν προς εμάς”. Είναι τελεσίδικες επομένως και αδιαπέραστες οι δύο καταστάσεις και τρόποι ζωής, παραδείσου και κολάσεως, αναψυχής και οδύνης. Η Εκκλησία μας δέχεται βέβαια ότι τα μνημόσυνα ωφελούν τις ψυχές, ενώ η προσευχή και η ελεημοσύνη μπορεί να κάνουν θαύματα σε ορισμένες περιπτώσεις, αφού η αγάπη και το έλεος του Θεού δεν έχει όρια. Είπε τότε ο πλούσιος: “Σου ζητώ λοιπόν πάτερ, να τον στείλεις στο σπίτι του πατέρα μου. Γιατί έχω πέντε αδελφούς. Και έτσι θα τους δώσει την μαρτυρία του, για να μην έρθουν και αυτοί σ’ αυτόν τον τόπο των βασάνων”. Λέγει σ’ αυτόν ο Αβραάμ: “Έχουν τον Μωυσή και τους προφήτες. Ας ακούσουν αυτούς”. Και αυτός επιμένοντας: “Όχι πατέρα Αβραάμ, αλλά αν κάποιος από τους νεκρούς πάει σ’ αυτούς, θα μετανοήσουν”. Τότε ο Αβραάμ έκλεισε το διάλογο λέγοντας: “Αν τον Μωυσή και τους προφήτες δεν ακούνε, ούτε αν κάποιος αναστηθεί από τους νεκρούς θα πεισθούν”. Δεν επικοινωνούν επομένως οι ψυχές μεταξύ τους, οι νεκροί με τους ζωντανούς, παρά μόνο δια του μυστηρίου της Θείας Ευχαριστίας, όπου ενώνονται οι πιστοί εν ζωή, δηλαδή η στρατευόμενη Εκκλησία, με τον Χριστό, τους αγίους και τους αγγέλους, δηλαδή με την θριαμβεύουσα Εκκλησία εν ουρανοίς. Κάθε άλλη προσπάθεια επικοινωνίας με τους κοιμηθέντες, μέσω μάγων ή μέντιουμ(!), είναι πλάνη αντιχριστιανική.
ΜΙΑ ΑΠΑΝΤΗΣΗ ΤΟΥ ΣΗΜΕΡΑ ΣΤΟΝ ΠΛΟΥΣΙΟ: Σήμερα, δεν υπάρχουν δικαιολογίες για να μένει κάποιος στην αθεΐα του, θεωρητική και πρακτική, παρά μόνο αν με τη θέλησή του ιδιοτελώς το επιζητεί. Ο Ιησούς δίδαξε, έκανε πλήθος θαυμάτων, ανέστησε νεκρούς, μίλησε για την αιώνια ζωή. Οι αλήθειες της πίστης μας βρίσκονται στην ιερή Παράδοση, την Αγία Γραφή, στις αποφάσεις των Οικουμενικών Συνόδων, στα έργα των Εκκλησιατικών Πατέρων. Οι απόστολοι θυσιάστηκαν, κηρύσσοντας Χριστόν εσταυρωμένον και αναστάντα. Οι μάρτυρες της πίστεως, έως και σήμερα, ανέρχονται σε εκατομμύρια. Τα θαύματα των αγίων είναι αμέτρητα. Λείψανα αγίων ευωδιάζουν, θαυματουργούν και μένουν ως “σημείον” πίστεως άφθορα. Ο ερευνών βρίσκει και, σε εκείνον που αναζητεί, ο Χριστός τού απαντά καρδιακά και αληθινά. “Τι ποιήσω λοιπόν ίνα ζωήν αιώνιον κληρονομήσω;”, αναρωτιέται ο σύγχρονος άνθρωπος! Τίποτε άλλο δεν ζητά από εμάς ο Θεός, παρά να ενταχθούμε στην εκκλησιαστική κοινωνία των αγίων, απαρνούμενοι την αμετανοησία. Διότι αμετανοησία και ατομισμός οδήγησαν και τον σκληρό πλούσιο εντός των τειχών της φυλακής που ο ίδιος ο εγωισμός του ύψωσε, δηλαδή στην κόλασή του.
ΔΙΔΑΓΜΑ: Από την Παραβολή αυτή παίρνουμε όλοι μας ένα μεγάλο δίδαγμα, ότι ο τόπος της αιώνιας κατοικίας μας προσδιορίζεται από τις επίγειες επιλογές μας. Ό,τι κάναμε θα το βρούμε μπροστά μας. Διότι ο καθένας μας προετοιμάζει την ψυχή του για τον αντίστοιχο τόπο. Κι αυτό που έχει μεγάλη σημασία για όλους μας είναι ότι όταν οι άνθρωποι αμαυρώνουμε καθημερινά την ψυχή μας με τις απολαύσεις των αισθήσεων, την καθιστούμε ακατάλληλη για ανώτερες πνευματικές απολαύσεις. Πώς να χωρέσει στον Παράδεισο η ψυχή μας, εάν εδώ στη γη ήταν απορροφημένη στην ύλη; Πώς να δοκιμάσει τις απερίγραπτες πνευματικές ηδονές του Παραδείσου μία ψυχή που ορέγεται μόνο σαρκικές απολαύσεις και έχει περιορίσει την ευτυχία της στα φαγητά, στα γλέντια, στα ρούχα; Πώς να γευθεί Παράδεισο μία ψυχή σκληρόκαρδη και άπονη ανάμεσα στις εξαγιασμένες ψυχές τόσων ανθρώπων δοκιμασμένων από τον πόνο και τις θλίψεις της ζωής; Η αιώνια ευτυχία μας ή η ατελεύτητη δυστυχία μας μετά θάνατον καθορίζονται από την πορεία που χαράζουμε πριν το θάνατό μας. Εννοείται ότι η πραγματική μετάνοια και ταπεινή εξομολόγηση, όσο ο άνθρωπος ζει, και μόνο, στην επίγεια ζωή του, οδηγεί τον άνθρωπο και πάλι στην αγκαλιά του Θεού, από την οποία οικειοθελώς απομακρύνθηκε.
Σήμερα δρομολογούμε το αιώνιο μέλλον μας. Τις επιλογές τις ξέρουμε. Οι προορισμοί ξεκάθαροι. Ας ετοιμαζόμαστε για το αιώνιο ταξίδι μας. Κι ας θυμόμαστε: “Προσδοκώ ανάστασιν νεκρών και ζωὴν του μέλλοντος αιώνος”.
ΕΝΑ “ΑΝΕΚΔΟΤΟ” ΩΣ ΕΠΙΜΥΘΙΟ: Ο μακαριστός μητροπολίτης Φλωρίνης Αυγουστίνος Καντιώτης έλεγε ένα σχετικό ανέκδοτο: Κάποτε ήταν ένας βασιλιάς πού ᾿χε τα ίδια μυαλὰ με τον πλούσιο της παραβολής. Δεν πίστευε σε μεταθανάτια ζωή, γλεντούσε, διασκέδαζε, οργίαζε. Στα ανάκτορά του είχε κι έναν γελωτοποιό. Αυτὸς έκανε το βασιλιά να γελάει, όταν εκείνος έπληττε από ανία. Μια μέρα ο βασιλιάς του είπε: “Πάρε αυτὸ το μπαστούνι, στο δίνω ως βραβείο. Αν βρεις κανέναν πιο ανόητο, πιο βλάκα απὸ σένα, να τού το δώσεις. Του κακοφάνηκε του γελωτοποιού, που τού είπε τέτοια λόγια. Πήρε το μπαστούνι και το φύλαξε. Ύστερα απὸ χρόνια ο βασιλιάς αρρώστησε, κάλεσε γιατρούς, πήρε φάρμακα, τίποτα. Πλησίαζε να πεθάνει.
Τότε ήρθε κι ο γελωτοποιὸς να τον δει για τελευταία φορά. “Βασιλιά, τι γίνεσαι;”, του είπε. Κι εκείνος απάντησε θλιμμένα: “Δεν είμαι καλά. Θα φύγω για ταξίδι μακρινό.” “Και πότε θὰ γυρίσεις;” του έκανε ο γελωτοποιός. “Δε γυρίζω πιά” του απαντά ο βασιλιάς. Τότε ο φασουλής του παλατιού τον ρώτησε: “έκανες καμμιὰ προμήθεια, έχεις προετοιμαστεί;” Ο βασιλιάς απάντησε αρνητικά και τότε κατέληξε ο βασιλικός διασκεδαστης: “Τότε νά, βρήκα τον πιο ηλίθιο του κόσμου. Πάρε το μπαστούνι!”
……………………………………………………………………..
1. Η πορφύρα κατασκευαζόταν από ένα σπάνιο όστρακο της θάλασσας και ήταν πάντα μια πανάκριβη χρωστική ουσία.
ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ:
1. +Μητροπ. Φλωρίνης Αυγουστίνου, Η πέραν του τάφου ζωή 30-10-1983.
2.Όσιος Αστέριος Αμασείας, Ομιλία εις τον πλούσιον και τον εις τον Λάζαρον , ΒΕΠΕΣ τόμ. 71.
3."Πατερικόν Κυριακοδρόμιον", σ. 337 και εξής. Επιμέλεια κειμένου: Δημήτρης Δημουλάς.
4.Μιχαήλ Χούλης, Η παραβολή του πλουσίου και του φτωχού Λαζάρου.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου