Μετα θανατον τι;
Μητροπολιτου Φλωρίνης π. Αὐγουστίνου Καντιώτου
ΚΥΡΙΑΚΗ, ἀγαπητοί μου, σήμερα· ἡμέρα ἀφιερωμένη στὸ Θεό. Τί πρέπει νὰ κάνουν οἱ Χριστιανοί; Ὅλοι νὰ πᾶνε στὴν ἐκκλησία, νὰ σταθοῦν μὲ εὐλάβεια καὶ νὰ ποῦν ἀπ’ τὴν καρδιά τους ἕνα «Κύριε, δόξα σοι», ἕνα εὐχαριστῶ, ἕνα «Κύριε, ἐλέησον». Ὅσοι ἐρχόμεθα στὴν
ἐκκλησία, ἡ σκέψι μας νά ’νε στὸ Θεό. «Ἄνω σχῶμεν τὰς καρδίας» (θ. Λειτ.). Νὰ εἴμεθα στὸ ναὸ ὄχι μόνο σωματικῶς ἀλλὰ καὶ πνευματικῶς. Ἡ ψυχὴ – τὸ πνεῦμα ἔχει τὴν ἀξία. Μὲ τὴν ἐλπίδα λοιπὸν ὅτι συμμετέχετε ψυχικῶς, παρακαλῶ ν᾽ ἀκούσετε ἕνα σύντομο κήρυγμα.
* * *
Τὸ εὐαγγέλιο σήμερα ἀπαντᾷ σ᾽ ἕνα μεγάλο ἐρώτημα. Ποιό ἐρώτημα; Μιὰ μέρα θὰ πεθάνουμε, ὁπωσδήποτε· δὲ γλυτώνει κανείς. «Ἀπόκειται τοῖς ἀνθρώποις ἅπαξ ἀποθανεῖν, μετὰ δὲ τοῦτο κρίσις» (Ἑβρ. 9,27). Τί γίνεται λοιπὸν ὁ ἄνθρωπος μετὰ θάνατον; Ἰλιγγιῶδες τὸ ἐρώτημα. Τί ἀπάντησι θὰ δώσουμε;
Ἀπαντᾷ ἡ συνείδησί μας, ἀπαντᾷ ὁ Χριστός, ἀπαντᾷ τὸ Εὐαγγέλιο – αἱ Γραφαί· ἡ ψυχὴ ζῇ.
Οἱ ὑλισταὶ καὶ ἄπιστοι κοροϊδεύουν καὶ ἐμπαίζουν. Ἄκου ἐκεῖ, λένε, στὸν αἰῶνα τῆς ἐπιστήμης καὶ τῆς προόδου, οἱ παπᾶδες καὶ δεσποτᾶδες μᾶς μιλοῦν περὶ ψυχῆς. Ποιά ψυχή; Τί εἶνε ὁ ἄνθρωπος; Εἶνε σὰν τὸ ζῷο. Ὅπως ψοφάει ἡ γάτα καὶ ὁ σκύλος, ἔτσι κι αὐτός…
Ἔτσι λένε αὐτοί. Σφάλλουν ὅμως. Ἡ ὑγιὴς σκέψι ἀπὸ ἀρχαιοτάτης ἐποχῆς πίστευε, ὅτι πέρα ἀπὸ τὸ θάνατο ὑπάρχει ἄλλη ζωή· ὑπάρχει ἀθανασία ψυχῆς. Κ’ ἐπειδὴ δὲν εἶνε δυνατὸν νὰ σᾶς παρουσιάσω ἐδῶ ὅλο τὸ πανόραμα τῆς ἀνθρωπίνης σκέψεως, ἀναφέρω μόνο ἕνα φιλόσοφο, ποὺ ἔζησε 400 χρόνια πρὸ Χριστοῦ καὶ πίστευε στὴν ἀθανασία τῆς ψυχῆς.
Εἶνε ὁ Σωκράτης. Ἦταν δίκαιος ἄνθρωπος, κ’ ἐπειδὴ ἔλεγε τὴν ἀλήθεια καὶ ὑπεδείκνυε τὸ σωστό, οἱ Ἀθηναῖοι τὸν μίσησαν. Τὸν διέβαλαν, τὸν πῆγαν στὸ δικαστήριο καὶ τὸν δίκασαν. Σὲ ὅλη τὴ δίκη ἦταν γαλήνιος. Ὅταν ἄκουσε τὴν ἀπόφασι, ὅτι καταδικάζεται εἰς θάνατον, δὲν ταράχτηκε. Φεύγω, λέει, ἀπ᾽ αὐτὸ ἐδῶ τὸ ἀνθρώπινο δικαστήριο καὶ πηγαίνω σ᾽ ἕνα ἄλλο θεῖο δικαστήριο. Ἐκεῖ δὲν δικάζουν ἄδικοι κριταί. Ἐκεῖ θὰ μὲ δικάσουν ὁ Μίνως, ὁ Αἰακὸς καὶ ὁ ῾Ραδάμανθυς, καὶ θ’ ἀποδώσουν δικαιοσύνη, ἐκεῖ θὰ βρῶ τὸ δίκαιο… Λίγες στιγμὲς πρὶν πιῇ τὸ κώνειο, οἱ μαθηταί του τὸν ρώτησαν κλαίγοντας· ―Τί νὰ κάνουμε τὸ σῶμα σου, ποῦ νὰ σὲ θάψουμε; Κι αὐτὸς ἀπήντησε· ―Αὐτὸ ποὺ θὰ μείνῃ ἐδῶ δὲν εἶνε ὁ Σωκράτης. Ὁ Σωκράτης πετάει ψηλά. Ὅπως ὁ ἀετὸς ἀνεβαίνει στὰ ὕψη, ἔτσι καὶ ἡ ψυχή μου. Πηγαίνω ἐκεῖ ποὺ δὲ μπορεῖτε νὰ μὲ βρῆτε πλέον.
Αὐτὰ εἶπε. Ἀλλ’ αὐτὰ ποὺ εἶπε ὁ Σωκράτης καὶ ὁ Πλάτων κι ὁ Ἀριστοτέλης καὶ ἄλλοι σοφοὶ περὶ ἀθανασίας τῆς ψυχῆς, εἶνε ἁπλῶς ἕνα ἀμυδρὸ φῶς, ἕνα κεράκι μέσ᾽ στὸ σκοτάδι τοῦ ἀρχαίου κόσμου. Ἀλλὰ τὸ κεράκι, ἡ ἀλήθεια περὶ ἀθανασίας τῆς ψυχῆς, ἔλαμψε σὰν τὸν ἥλιο – πότε; Ὅταν ἦρθε στὸν κόσμο ὁ Χριστός, ὁ Υἱὸς τοῦ Θεοῦ, ὁ Θεὸς ποὺ ἔλαβε σάρκα ἀνθρωπίνη. Τότε ἀκούστηκαν λόγια, ποὺ δὲν ὑπάρχει ζυγαριὰ νὰ τὰ ζυγίσουμε. Ὅσο ἀξίζουν τὰ λίγα λόγια τοῦ Χριστοῦ, δὲν ἀξίζουν ὅλοι οἱ διάλογοι τῶν φιλοσόφων. Ὁ Χριστὸς εἶπε· «Τί ὠφελήσει ἄνθρωπον ἐὰν κερδήσῃ τὸν κόσμον ὅλον, καὶ ζημιωθῇ τὴν ψυχὴν αὐτοῦ; ἢ τί δώσει ἄνθρωπος ἀντάλλαγμα τῆς ψυχῆς αὐτοῦ;» (Μᾶρκ. 8,36-37). Κηρύττει ὁ Χριστὸς τὴν ἀθανασία τῆς ψυχῆς. Τὸ σῶμα, φθείρεται, καταστρέφεται, ἀλλὰ ἡ ψυχὴ μένει αἰωνία.
Αὐτὰ εἶπε ὁ Χριστὸς γιὰ τὴν ἀξία τῆς ψυχῆς. Καὶ σήμερα στὸ εὐαγγέλιο ἀπαντᾷ στὸ ἐρώτημα, τί γίνεται ὁ ἄνθρωπος μετὰ θάνατον; ποῦ πηγαίνει; Ἀπαντᾷ ἀπείρως πιὸ καθαρὰ ἀπ᾽ ὅ,τι ὁ Σωκράτης καὶ λέει τὴν παραβολὴ τοῦ πλουσίου καὶ τοῦ πτωχοῦ Λαζάρου.
Ἀπαντᾷ ἡ συνείδησί μας, ἀπαντᾷ ὁ Χριστός, ἀπαντᾷ τὸ Εὐαγγέλιο – αἱ Γραφαί· ἡ ψυχὴ ζῇ.
Οἱ ὑλισταὶ καὶ ἄπιστοι κοροϊδεύουν καὶ ἐμπαίζουν. Ἄκου ἐκεῖ, λένε, στὸν αἰῶνα τῆς ἐπιστήμης καὶ τῆς προόδου, οἱ παπᾶδες καὶ δεσποτᾶδες μᾶς μιλοῦν περὶ ψυχῆς. Ποιά ψυχή; Τί εἶνε ὁ ἄνθρωπος; Εἶνε σὰν τὸ ζῷο. Ὅπως ψοφάει ἡ γάτα καὶ ὁ σκύλος, ἔτσι κι αὐτός…
Ἔτσι λένε αὐτοί. Σφάλλουν ὅμως. Ἡ ὑγιὴς σκέψι ἀπὸ ἀρχαιοτάτης ἐποχῆς πίστευε, ὅτι πέρα ἀπὸ τὸ θάνατο ὑπάρχει ἄλλη ζωή· ὑπάρχει ἀθανασία ψυχῆς. Κ’ ἐπειδὴ δὲν εἶνε δυνατὸν νὰ σᾶς παρουσιάσω ἐδῶ ὅλο τὸ πανόραμα τῆς ἀνθρωπίνης σκέψεως, ἀναφέρω μόνο ἕνα φιλόσοφο, ποὺ ἔζησε 400 χρόνια πρὸ Χριστοῦ καὶ πίστευε στὴν ἀθανασία τῆς ψυχῆς.
Εἶνε ὁ Σωκράτης. Ἦταν δίκαιος ἄνθρωπος, κ’ ἐπειδὴ ἔλεγε τὴν ἀλήθεια καὶ ὑπεδείκνυε τὸ σωστό, οἱ Ἀθηναῖοι τὸν μίσησαν. Τὸν διέβαλαν, τὸν πῆγαν στὸ δικαστήριο καὶ τὸν δίκασαν. Σὲ ὅλη τὴ δίκη ἦταν γαλήνιος. Ὅταν ἄκουσε τὴν ἀπόφασι, ὅτι καταδικάζεται εἰς θάνατον, δὲν ταράχτηκε. Φεύγω, λέει, ἀπ᾽ αὐτὸ ἐδῶ τὸ ἀνθρώπινο δικαστήριο καὶ πηγαίνω σ᾽ ἕνα ἄλλο θεῖο δικαστήριο. Ἐκεῖ δὲν δικάζουν ἄδικοι κριταί. Ἐκεῖ θὰ μὲ δικάσουν ὁ Μίνως, ὁ Αἰακὸς καὶ ὁ ῾Ραδάμανθυς, καὶ θ’ ἀποδώσουν δικαιοσύνη, ἐκεῖ θὰ βρῶ τὸ δίκαιο… Λίγες στιγμὲς πρὶν πιῇ τὸ κώνειο, οἱ μαθηταί του τὸν ρώτησαν κλαίγοντας· ―Τί νὰ κάνουμε τὸ σῶμα σου, ποῦ νὰ σὲ θάψουμε; Κι αὐτὸς ἀπήντησε· ―Αὐτὸ ποὺ θὰ μείνῃ ἐδῶ δὲν εἶνε ὁ Σωκράτης. Ὁ Σωκράτης πετάει ψηλά. Ὅπως ὁ ἀετὸς ἀνεβαίνει στὰ ὕψη, ἔτσι καὶ ἡ ψυχή μου. Πηγαίνω ἐκεῖ ποὺ δὲ μπορεῖτε νὰ μὲ βρῆτε πλέον.
Αὐτὰ εἶπε. Ἀλλ’ αὐτὰ ποὺ εἶπε ὁ Σωκράτης καὶ ὁ Πλάτων κι ὁ Ἀριστοτέλης καὶ ἄλλοι σοφοὶ περὶ ἀθανασίας τῆς ψυχῆς, εἶνε ἁπλῶς ἕνα ἀμυδρὸ φῶς, ἕνα κεράκι μέσ᾽ στὸ σκοτάδι τοῦ ἀρχαίου κόσμου. Ἀλλὰ τὸ κεράκι, ἡ ἀλήθεια περὶ ἀθανασίας τῆς ψυχῆς, ἔλαμψε σὰν τὸν ἥλιο – πότε; Ὅταν ἦρθε στὸν κόσμο ὁ Χριστός, ὁ Υἱὸς τοῦ Θεοῦ, ὁ Θεὸς ποὺ ἔλαβε σάρκα ἀνθρωπίνη. Τότε ἀκούστηκαν λόγια, ποὺ δὲν ὑπάρχει ζυγαριὰ νὰ τὰ ζυγίσουμε. Ὅσο ἀξίζουν τὰ λίγα λόγια τοῦ Χριστοῦ, δὲν ἀξίζουν ὅλοι οἱ διάλογοι τῶν φιλοσόφων. Ὁ Χριστὸς εἶπε· «Τί ὠφελήσει ἄνθρωπον ἐὰν κερδήσῃ τὸν κόσμον ὅλον, καὶ ζημιωθῇ τὴν ψυχὴν αὐτοῦ; ἢ τί δώσει ἄνθρωπος ἀντάλλαγμα τῆς ψυχῆς αὐτοῦ;» (Μᾶρκ. 8,36-37). Κηρύττει ὁ Χριστὸς τὴν ἀθανασία τῆς ψυχῆς. Τὸ σῶμα, φθείρεται, καταστρέφεται, ἀλλὰ ἡ ψυχὴ μένει αἰωνία.
Αὐτὰ εἶπε ὁ Χριστὸς γιὰ τὴν ἀξία τῆς ψυχῆς. Καὶ σήμερα στὸ εὐαγγέλιο ἀπαντᾷ στὸ ἐρώτημα, τί γίνεται ὁ ἄνθρωπος μετὰ θάνατον; ποῦ πηγαίνει; Ἀπαντᾷ ἀπείρως πιὸ καθαρὰ ἀπ᾽ ὅ,τι ὁ Σωκράτης καὶ λέει τὴν παραβολὴ τοῦ πλουσίου καὶ τοῦ πτωχοῦ Λαζάρου.
* * *
Ἦταν, λέει, ἕνας πλούσιος. Εἶχε μεγάλη περιουσία· σπίτια, μέγαρα, ἀμπέλια, χωράφια, ἐλαιῶνες, ὑποστατικά, πλοῦτο ἀμέτρητο. Εἶχε ὅλα τ’ ἀγαθά, ἀλλὰ μόνο γιὰ τὸν ἑαυτό του· κοίταζε τί θὰ φάῃ, τί θὰ πιῇ, πῶς θὰ ντυθῇ, πῶς θὰ χαρῇ, τί γλέντι καὶ διασκέδασι καὶ ἔρωτες θ’ ἀπολαύσῃ. Ἦταν ἕνας ὑλιστής. Σύνθημα εἶχε «Φάγωμεν καὶ πίωμεν, αὔριον γὰρ ἀποθνῄσκομεν» (Ἠσ. 22,13· Α΄ Κορ. 15,32). Ὅλα γιὰ τὸν ἑαυτό του, τίποτα γιὰ τὸν ἄλλο. Νά ἡ ἁμαρτία ἡ μεγάλη, τὸ «Ἐγὼ» τοῦ ἀνθρώπου. Δὲν τὸν κακίζει κανεὶς γιατὶ ἦταν πλούσιος· σὰν πλούσιος μποροῦσε νὰ κάνῃ καὶ πολλὰ καλά. Κακίζεται γιὰ τὴν ἀσπλαχνία του. «Τὸν ἄσπλαχνο μὲ τοὺς ἀθέους θὰ κατακρίνῃ ὁ Θεός». Μόνο τὸ ἐγώ του ἤξερε.
Στὴν αὐλή του ζοῦσε ἕνα ῥάκος ἀνθρώπινης δυστυχίας, ὁ Λάζαρος. Ἦταν ἐκεῖ πεινασμένος, διψασμένος, ἄρρωστος, μὲ πληγὲς ποὺ ἔγλειφαν τὰ σκυλιά. Περίμενε ν᾽ ἀνοίξουν τὰ παράθυρα οἱ ὑπηρέτριες καὶ οἱ ὑπηρέται, νὰ τινάξουν τὰ τραπεζομάντηλα καὶ νὰ ῥίξουν τὰ ψίχουλα. Μὲ τὰ ψίχουλα ζοῦσε.
Εἶδα ἐγὼ στὴν Κοζάνη κάτι παρόμοιο. Τώρα τὸ ψωμὶ τό ᾽χουμε ἄφθονο· ἀλλὰ τότε, τὸ ᾽42 – ᾽43, στὴ μεγάλη πεῖνα, πῆγα μιὰ μέρα στὴν ἑστία καὶ βλέπω πρωῒ – πρωῒ ἕνα παιδὶ μελανιασμένο καὶ ξυπόλητο. Ἔτρεμε ἀπ’ τὸ κρύο καὶ σκυμμένο κάτω σάλιωνε τὸ δάχτυλό του καὶ μάζευε ὅ,τι ψίχουλα εἶχαν πέσει ἀπ’ τὸ συσσίτιο.
Ἔτσι ἔκανε καὶ ὁ Λάζαρος. Τέτοιοι «Λάζαροι» ὑπάρχουν πολλοὶ στὴν κοινωνία, ἀλλὰ εἴμεθα κ’ ἐμεῖς σκληροὶ σὰν τὸν πλούσιο. Ὅταν τὰ Χριστούγεννα ἔρχεται ὁ ἔρανος τὴν «Ἡμέρα τῆς Ἀγάπης», οἱ πολλοὶ λένε· Δὲν ὑπάρχουν φτωχοί… Ἡ Ἐκκλησία ὅμως γνωρίζει πόση δυστυχία ὑπάρχει ἀκόμα. Ὅποιος ἀμφιβάλλει, ἂς ἔρθῃ νὰ τοῦ δείξω τὰ σπίτια ποὺ ζοῦν οἱ «Λάζαροι». Δὲ γογγύζουν, δὲν ἐπαναστατοῦν, δὲ βγαίνουν στοὺς δρόμους νὰ ζητιανέψουν. Ὑπάρχουν. Τοὺς ξέρει ἡ Ἐκκλησία.
Τί θὰ πῇ Λάζαρος; Εἶνε ἑβραϊκὴ λέξι καὶ ἔχει σημασία. Σημαίνει «Ἔχει ὁ Θεός», ἔχε ἐμπιστοσύνη σ’ αὐτόν, ὅπως λέει ὁ ποιητής·
«Κι ἂν δὲν μοῦ μείνῃ ἐντὸς τοῦ κόσμου
ποῦ ν’ ἀκουμπήσω, νὰ σταθῶ,
ἐκεῖ ψηλὰ εἶν’ ὁ Θεός μου·
πῶς ἠμπορῶ ν’ ἀπελπισθῶ;».
Ὑπάρχει ὁ Θεός. Ἂν τὸ πιστεύῃς, εἶσαι Χριστιανός· ἂν δὲν τὸ πιστεύῃς, δὲν εἶσαι τίποτα.
Περπατοῦσα κάποτε στὴ Θεσσαλονίκη καὶ βλέπω στὸ δρόμο ἕνα καροτσάκι μὲ τὴν ἐπιγραφή· «Ἔχει ὁ Θεός». Τὸ κινοῦσε ἕνας ποὺ πουλοῦσε πατάτες, ντομάτες, κρεμμύδια. Τὸν πλησίασα καὶ μοῦ ᾽πε τὴν ἱστορία του. Ἦταν Πόντιος πρόσφυγας, πατέρας μὲ ἑπτὰ παιδιά. Πιστεύω στὸ Θεό, λέει· σηκώνομαι τὸ πρωΐ, κάνω τὸ σταυρό μου, ξεκινῶ μὲ τὸ καροτσάκι, κ’ ἔτσι βγάζω τὸ ψωμί μου. Νά ἕνας ἀκόμη Λάζαρος.
Καὶ πῶς τελειώνει ἡ παραβολή; Πέθαναν, λέει, καὶ οἱ δύο, ὁ Λάζαρος καὶ ὁ πλούσιος. Ἀλλὰ τότε συνέβη κάτι φοβερό· δὲν ὑπάρχει Σαίξπηρ καὶ Δάντης νὰ τὸ περιγράψῃ. Ἄνοιξαν τὰ μάτια τοῦ πλουσίου, ποὺ ὣς τότε ἦταν κλειστά, καὶ εἶδε ἕναν ἄλλο κόσμο ποὺ δὲν τὸν περίμενε. Βρέθηκε στὴν κόλασι καὶ ἐκαίετο. Καὶ ἀπέναντι, σὲ μακρινὴ ἀπόστασι, μέσα στὸν παράδεισο, εἶδε τὸ Λάζαρο κοντὰ στὸν Ἀβραὰμ τὸν ἐλεήμονα. Καὶ φωνάζει· ―Πάτερ Ἀβραάμ, στεῖλε τὸ Λάζαρο, νὰ μὲ δροσίσῃ μὲ μιὰ σταλαγματιὰ νερό, γιατὶ ὑποφέρω. Ὁ Ἀβραὰμ τοῦ λέει· ―Αὐτὸ εἶνε ἀδύνατον· μᾶς χωρίζει «χάσμα μέγα» (Λουκ. 16,26). ―Σὲ παρακαλῶ, στεῖλε τον τοὐλάχιστον στὴ γῆ. Ἔχω πέντε ἀδέρφια, ποὺ ζοῦν ὅπως ζοῦσα κ’ ἐγώ, νὰ τοὺς πῇ ὅτι ὑπάρχει ἄλλος κόσμος. ―Ἔχουν τὸ Μωϋσῆ καὶ τὰς Γραφάς, ἂς τοὺς ἀκούσουν. ―Ὄχι, κύριε, λέει· ἂν κάποιος ἀναστηθῇ ἀπ’ τοὺς νεκροὺς θὰ πιστέψουν. Ἀλλ’ ὁ Ἀβραὰμ τοῦ λέει· ―Ἂν δὲν ἀκοῦνε τὸ Μωϋσῆ καὶ τὰς Γραφάς, οὔτε κι ἂν ἀκόμα ἀναστηθῇ νεκρὸς θὰ πιστέψουν.
Στὴν αὐλή του ζοῦσε ἕνα ῥάκος ἀνθρώπινης δυστυχίας, ὁ Λάζαρος. Ἦταν ἐκεῖ πεινασμένος, διψασμένος, ἄρρωστος, μὲ πληγὲς ποὺ ἔγλειφαν τὰ σκυλιά. Περίμενε ν᾽ ἀνοίξουν τὰ παράθυρα οἱ ὑπηρέτριες καὶ οἱ ὑπηρέται, νὰ τινάξουν τὰ τραπεζομάντηλα καὶ νὰ ῥίξουν τὰ ψίχουλα. Μὲ τὰ ψίχουλα ζοῦσε.
Εἶδα ἐγὼ στὴν Κοζάνη κάτι παρόμοιο. Τώρα τὸ ψωμὶ τό ᾽χουμε ἄφθονο· ἀλλὰ τότε, τὸ ᾽42 – ᾽43, στὴ μεγάλη πεῖνα, πῆγα μιὰ μέρα στὴν ἑστία καὶ βλέπω πρωῒ – πρωῒ ἕνα παιδὶ μελανιασμένο καὶ ξυπόλητο. Ἔτρεμε ἀπ’ τὸ κρύο καὶ σκυμμένο κάτω σάλιωνε τὸ δάχτυλό του καὶ μάζευε ὅ,τι ψίχουλα εἶχαν πέσει ἀπ’ τὸ συσσίτιο.
Ἔτσι ἔκανε καὶ ὁ Λάζαρος. Τέτοιοι «Λάζαροι» ὑπάρχουν πολλοὶ στὴν κοινωνία, ἀλλὰ εἴμεθα κ’ ἐμεῖς σκληροὶ σὰν τὸν πλούσιο. Ὅταν τὰ Χριστούγεννα ἔρχεται ὁ ἔρανος τὴν «Ἡμέρα τῆς Ἀγάπης», οἱ πολλοὶ λένε· Δὲν ὑπάρχουν φτωχοί… Ἡ Ἐκκλησία ὅμως γνωρίζει πόση δυστυχία ὑπάρχει ἀκόμα. Ὅποιος ἀμφιβάλλει, ἂς ἔρθῃ νὰ τοῦ δείξω τὰ σπίτια ποὺ ζοῦν οἱ «Λάζαροι». Δὲ γογγύζουν, δὲν ἐπαναστατοῦν, δὲ βγαίνουν στοὺς δρόμους νὰ ζητιανέψουν. Ὑπάρχουν. Τοὺς ξέρει ἡ Ἐκκλησία.
Τί θὰ πῇ Λάζαρος; Εἶνε ἑβραϊκὴ λέξι καὶ ἔχει σημασία. Σημαίνει «Ἔχει ὁ Θεός», ἔχε ἐμπιστοσύνη σ’ αὐτόν, ὅπως λέει ὁ ποιητής·
«Κι ἂν δὲν μοῦ μείνῃ ἐντὸς τοῦ κόσμου
ποῦ ν’ ἀκουμπήσω, νὰ σταθῶ,
ἐκεῖ ψηλὰ εἶν’ ὁ Θεός μου·
πῶς ἠμπορῶ ν’ ἀπελπισθῶ;».
Ὑπάρχει ὁ Θεός. Ἂν τὸ πιστεύῃς, εἶσαι Χριστιανός· ἂν δὲν τὸ πιστεύῃς, δὲν εἶσαι τίποτα.
Περπατοῦσα κάποτε στὴ Θεσσαλονίκη καὶ βλέπω στὸ δρόμο ἕνα καροτσάκι μὲ τὴν ἐπιγραφή· «Ἔχει ὁ Θεός». Τὸ κινοῦσε ἕνας ποὺ πουλοῦσε πατάτες, ντομάτες, κρεμμύδια. Τὸν πλησίασα καὶ μοῦ ᾽πε τὴν ἱστορία του. Ἦταν Πόντιος πρόσφυγας, πατέρας μὲ ἑπτὰ παιδιά. Πιστεύω στὸ Θεό, λέει· σηκώνομαι τὸ πρωΐ, κάνω τὸ σταυρό μου, ξεκινῶ μὲ τὸ καροτσάκι, κ’ ἔτσι βγάζω τὸ ψωμί μου. Νά ἕνας ἀκόμη Λάζαρος.
Καὶ πῶς τελειώνει ἡ παραβολή; Πέθαναν, λέει, καὶ οἱ δύο, ὁ Λάζαρος καὶ ὁ πλούσιος. Ἀλλὰ τότε συνέβη κάτι φοβερό· δὲν ὑπάρχει Σαίξπηρ καὶ Δάντης νὰ τὸ περιγράψῃ. Ἄνοιξαν τὰ μάτια τοῦ πλουσίου, ποὺ ὣς τότε ἦταν κλειστά, καὶ εἶδε ἕναν ἄλλο κόσμο ποὺ δὲν τὸν περίμενε. Βρέθηκε στὴν κόλασι καὶ ἐκαίετο. Καὶ ἀπέναντι, σὲ μακρινὴ ἀπόστασι, μέσα στὸν παράδεισο, εἶδε τὸ Λάζαρο κοντὰ στὸν Ἀβραὰμ τὸν ἐλεήμονα. Καὶ φωνάζει· ―Πάτερ Ἀβραάμ, στεῖλε τὸ Λάζαρο, νὰ μὲ δροσίσῃ μὲ μιὰ σταλαγματιὰ νερό, γιατὶ ὑποφέρω. Ὁ Ἀβραὰμ τοῦ λέει· ―Αὐτὸ εἶνε ἀδύνατον· μᾶς χωρίζει «χάσμα μέγα» (Λουκ. 16,26). ―Σὲ παρακαλῶ, στεῖλε τον τοὐλάχιστον στὴ γῆ. Ἔχω πέντε ἀδέρφια, ποὺ ζοῦν ὅπως ζοῦσα κ’ ἐγώ, νὰ τοὺς πῇ ὅτι ὑπάρχει ἄλλος κόσμος. ―Ἔχουν τὸ Μωϋσῆ καὶ τὰς Γραφάς, ἂς τοὺς ἀκούσουν. ―Ὄχι, κύριε, λέει· ἂν κάποιος ἀναστηθῇ ἀπ’ τοὺς νεκροὺς θὰ πιστέψουν. Ἀλλ’ ὁ Ἀβραὰμ τοῦ λέει· ―Ἂν δὲν ἀκοῦνε τὸ Μωϋσῆ καὶ τὰς Γραφάς, οὔτε κι ἂν ἀκόμα ἀναστηθῇ νεκρὸς θὰ πιστέψουν.
* * *
Ὁ Κύριος μᾶς βεβαιώνει, ἀγαπητοί μου, ὅτι ἡ ψυχὴ εἶνε ἀθάνατος καὶ ὅτι ὑπάρχει κόλασι καὶ παράδεισος.
―Μὰ ποιός τὰ εἶδε αὐτά, τὸν ἄλλο κόσμο;
Αὐτὸ ζητᾷς; Ζητᾷς νὰ δῇς; Ναί, ἀλλὰ ἐγὼ σοῦ λέω, ὅτι πολλὰ πράγματα, ἐνῷ δὲν τὰ εἶδες, τὰ πιστεύεις. Ποιός ἀπὸ μᾶς λ.χ. πῆγε στὸ Βόρειο Πόλο, στοὺς Ἐσκιμώους, στὴν Ἀφρική, στὴν Ἰαπωνία, στὴν Αὐστραλία; Κι ὅμως πιστεύουμε ὅτι ὑπάρχουν, δὲν ἀμφιβάλλουμε, εἴμαστε βέβαιοι. Διότι τὰ εἶδε κάποιος δικός μας καὶ μᾶς βεβαιώνει. Καὶ γιὰ τὴ μετὰ θάνατον ζωὴ λοιπὸν βεβαιώνει ὁ Χριστός.
Ναί, αὐτὴ εἶνε ἡ πίστις μας. Τὸ πιστεύεις; εἶσαι Χριστιανός. Δὲν τὸ πιστεύεις; μὴν κοροϊδεύεις τὸ Θεό· οὔτε ἐκκλησία νά ᾽ρχεσαι, δὲν ὠφελεῖ σὲ τίποτα. Ἡ ἐκκλησία εἶνε γιὰ τοὺς πιστούς. «Μετὰ φόβου Θεοῦ, πίστεως καὶ ἀγάπης προσέλθετε» (θ. Λειτ). Πιστεύεις; Ἔλα. Δὲν ἔχει ἀνάγκη ἀπὸ πολλοὺς ὁ χριστιανισμός, ἀπὸ μπουλούκια· πιστοὺς θέλει. Γι’ αὐτὸ κάθε φορὰ στὴ θεία λειτουργία, στὸ τέλος τοῦ Συμβόλου τῆς πίστεως, λέμε· «Προσδοκῶ ἀνάστασιν νεκρῶν καὶ ζωὴν τοῦ μέλλοντος αἰῶνος· ἀμήν».
Αὐτὴ εἶνε ἡ πίστις μας. Αὐτὰ διδάσκει σήμερα τὸ εὐαγγέλιο. Καὶ μ’ αὐτὸ τὸ φρόνημα νὰ προσέξουμε κ᾽ ἐμεῖς νὰ ζήσουμε στὸν κόσμο τὸ μικρὸ διάστημα τοῦ βίου μας· ἀμήν.
―Μὰ ποιός τὰ εἶδε αὐτά, τὸν ἄλλο κόσμο;
Αὐτὸ ζητᾷς; Ζητᾷς νὰ δῇς; Ναί, ἀλλὰ ἐγὼ σοῦ λέω, ὅτι πολλὰ πράγματα, ἐνῷ δὲν τὰ εἶδες, τὰ πιστεύεις. Ποιός ἀπὸ μᾶς λ.χ. πῆγε στὸ Βόρειο Πόλο, στοὺς Ἐσκιμώους, στὴν Ἀφρική, στὴν Ἰαπωνία, στὴν Αὐστραλία; Κι ὅμως πιστεύουμε ὅτι ὑπάρχουν, δὲν ἀμφιβάλλουμε, εἴμαστε βέβαιοι. Διότι τὰ εἶδε κάποιος δικός μας καὶ μᾶς βεβαιώνει. Καὶ γιὰ τὴ μετὰ θάνατον ζωὴ λοιπὸν βεβαιώνει ὁ Χριστός.
Ναί, αὐτὴ εἶνε ἡ πίστις μας. Τὸ πιστεύεις; εἶσαι Χριστιανός. Δὲν τὸ πιστεύεις; μὴν κοροϊδεύεις τὸ Θεό· οὔτε ἐκκλησία νά ᾽ρχεσαι, δὲν ὠφελεῖ σὲ τίποτα. Ἡ ἐκκλησία εἶνε γιὰ τοὺς πιστούς. «Μετὰ φόβου Θεοῦ, πίστεως καὶ ἀγάπης προσέλθετε» (θ. Λειτ). Πιστεύεις; Ἔλα. Δὲν ἔχει ἀνάγκη ἀπὸ πολλοὺς ὁ χριστιανισμός, ἀπὸ μπουλούκια· πιστοὺς θέλει. Γι’ αὐτὸ κάθε φορὰ στὴ θεία λειτουργία, στὸ τέλος τοῦ Συμβόλου τῆς πίστεως, λέμε· «Προσδοκῶ ἀνάστασιν νεκρῶν καὶ ζωὴν τοῦ μέλλοντος αἰῶνος· ἀμήν».
Αὐτὴ εἶνε ἡ πίστις μας. Αὐτὰ διδάσκει σήμερα τὸ εὐαγγέλιο. Καὶ μ’ αὐτὸ τὸ φρόνημα νὰ προσέξουμε κ᾽ ἐμεῖς νὰ ζήσουμε στὸν κόσμο τὸ μικρὸ διάστημα τοῦ βίου μας· ἀμήν.
† ἐπίσκοπος Αὐγουστῖνος
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου