Προτεσταντισμός καί Φεμινισμός
Στό ἐρώτημα ποιά ἡ σχέση Προτεσταντισμοῦ-Φεμινισμοῦ, θά ἔλεγα: σχέση στενῆς συγγένειας, σχεδόν ἀδελφική. Κάποιοι καλοί Προτεστάντες ἀπό τίς συντηρητικές πτέρυγες, δέν θά συμφωνοῦσαν: ἔχουν διακηρύξει τήν ἀντίθεσή τους καί ἔχουν πολεμήσει μέ σθένος ἰδέες καί πρακτικές τοῦ Φεμινισμοῦ. Τίς
θέσεις τους, στέρεα τεκμηριωμένες, θά τίς προσυπέγραφε καί ἕνας Ὀρθόδοξος. Ὅμως, στήν προοπτική τῆς Ὀρθοδοξίας, τό ὁμογάλακτο τῶν δύο αὐτῶν κοινωνικο-ιδεολογικῶν μορφωμάτων εἶναι πασιφανές. Συνοπτικά μποροῦμε νά ποῦμε ὅτι ὁ Προτεσταντισμός πρῶτος καί μετά δύο αἰῶνες, ὁ Φεμινισμός βγῆκαν ἀπό τήν ἴδια μήτρα: ἐκείνη τοῦ δυτικοῦ χριστιανικοῦ κόσμου. Ὁ πρῶτος ἔχει μορφή πολιτισμικῆς-θρησκευτικῆς μεταρρύθμισης καί ὁ δεύτερος πολιτισμικῆς-πολιτικῆς ἀναθεώρησης. Μέ τό πρῶτο σκέλος καί τῶν δύο προσδιορισμῶν, «πολιτισμικής», θέλω νά ὑποδηλώσω ὅτι καί οἱ δύο φύτρωσαν στό ἴδιο ἔδαφος: ἐκεῖνο πού καλλιεργήθηκε στή Δύση μέσα ἀπό ἀνθρωπολογικές διεργασίες κατά τή δεύτερη μετά Χριστόν χιλιετία, ὅταν συγκροτήθηκε ἡ νεότερη δυτικοευρωπαϊκή ταυτότητα. Ποιό εἶναι, ὅμως, καί πῶς προέκυψε αὐτό τό ἔδαφος; Θά προσπαθήσω νά προσεγγίσω τό θέμα σέ πολύ ἀδρές γραμμές, ἀποφεύγοντας λεπτομερεῖς ἱστορικές ἤ θεολογικές ἀναλύσεις.
Ἡ Ἐκκλησία, ὁ σαρκωμένος Χριστιανισμός, πού δρᾶ μέσα στήν ἱστορία, ἔχει ἀδήριτο μέλημά Της νά διεισδύει στόν κόσμο προκειμένου, προσεγγίζοντας τόν ἄνθρωπο, νά τόν σώσει. Πάντως ἀνεξάρτητα ἀπό τή σωτηρία αὐτή καθ’ αὑτήν, ἡ διείσδυση τῆς Ἐκκλησίας στόν κόσμο ἔχει ἀναπόφευκτη συνέπεια τήν πρόκληση κοινωνικῶν ζυμώσεων καί ἀλλαγῶν. Μποροῦμε νά ποῦμε ὅτι ἡ Ἐκκλησία δημιούργησε τόν Χριστιανικό Κόσμο καί Πολιτισμό. Αὐτό δέν σημαίνει ὅτι κατ’ ἀνάγκη πρέπει νά Τήν συγχέουμε μέ κάθε τί, πού ὀνομάζεται χριστιανικό. Ὄχι ὅτι «νίπτει τάς χείρας Της» ὡς πρός τά πράγματα τοῦ κόσμου, ὅτι δέν ἔχει λόγο νά πεῖ, ἀλλά, ὅπως κάθε πολιτισμός ἐνσωματώνει ποικίλα ἀνθρωπολογικά στοιχεῖα, κάποτε ἑτερόκλητα μεταξύ τους, ἔτσι καί ὁ καλούμενος «Χριστιανικός Πολιτισμός» κουβαλάει στίς πλάτες του προϋπάρχουσες ἀντιλήψεις τῶν λαῶν καί νεόκοπες νοοτροπίες τους μή ἐκκλησιαστικῆς προελεύσεως. Ἄς τόν δεχθοῦμε λοιπόν ὡς τόν πολιτισμό, πού ἀναπτύχθηκε στούς γεωγραφικούς χώρους ὅπου κυρίαρχη θρησκεία ὑπῆρξε κάποια μορφή Χριστιανισμοῦ, καί ἄς μή τόν θεωροῦμε ὡς φορέα μοναδικῶν σωτήριων προοπτικῶν. Αὐτές ἀνήκουν στήν Ἐκκλησία.
Ἡ Ἐκκλησία εἶναι θεανθρώπινο γεγονός. Ἕλκει τή σύστασή Της ἀπό τήν κεφαλή Της, τόν Θεάνθρωπο Κύριο Ἰησοῦ Χριστό. Στήν ἀνθρώπινη διάστασή Της καλεῖ τόν φθαρμένο, μεταπτωτικό ἄνθρωπο νά μπεῖ καί νά δεῖ τά τεκταινόμενα στό χῶρο Της, μήπως καί ὁδηγηθεῖ ἑκούσια στή σωτηρία: «ἔρχου καί ἴδε». Κάτω ὅμως ἀπό αὐτές τίς συνθῆκες, πῶς νά ἀποφύγει τήν εἴσοδο στούς κόλπους Της καί τοῦ «ἀρχαίου κακοῦ», πού μπῆκε ἀπρόσκλητο ἀκόμα καί στόν πρῶτο Παράδεισο; Τό «κακό» ἀναπτύσσεται σά ζιζάνιο στόν ἀγρό τῆς Ἐκκλησίας κάνοντας ἀκριβῶς τήν ἴδια δουλειά μέ τόν «ἀρχαῖον ὄφιν»: μέ τερτίπια καί τεχνάσματα ἀμφισβητεῖ τήν αὐθεντία καί ἀξιοπιστία τοῦ Θεοῦ, διαβάλει τήν ἀγαθότητά Του καί προωθεῖ ὑπογείως τήν ὑποκατάστασή Του ἀπό τόν ἄνθρωπο, ὡς δῆθεν πιό ἄξιο, πιό ἀποτελεσματικό καί «καθ’ ὕλην ἁρμόδιο» νά χειρισθεῖ τά ἀνθρώπινα. Μέγας ὁ πειρασμός γιά τήν Ἐκκλησία νά πάψει νά εἶναι «θεανθρώπινη» καί νά γίνει «ἀνθρωποθεϊκή», ἐξορίζοντας τόν Θεάνθρωπο στόν Οὐρανό καί θέτωντας στή θέση του τόν μεταπτωτικό ἄνθρωπο. Φυσικά μιά Ἐκκλησία, πού θά ἐνδώσει στόν «Πειρασμό», κατεβαίνει στό στίβο τοῦ ἀνταγωνισμοῦ μαζύ μέ τίς ἄλλες δυνάμεις τοῦ κόσμου, γίνεται «ἐπίκαιρη», ἀποκτᾶ αἴγλη, ἴσως καί δύναμη, ἀλλ’ ὅλα αὐτά μέ τίμημα τήν ἀπώλεια τῆς γνησιότητάς της. Δέν εἶναι πιά ἡ Ἐκκλησία τοῦ Χριστοῦ …
Ὁ ἀρχαῖος «Πειρασμός» χτυπάει ὅλο τό Χριστιανικό Κόσμο, σέ Ἀνατολή καί Δύση. Ὅμως, ἡ Δύση τῆς β΄ χιλιετίας, καθώς ὠρίμαζε, ἀνέπτυξε ἀρχές καί νοοτροπία, ἀπέκτησε δική της ταυτότητα καί καθιέρωσε τους κοινωνικούς καί θρησκευτικούς θεσμούς της, σύμφωνα μέ αὐτές τίς ὑποδείξεις τοῦ «Πειρασμοῦ». Ἡ Ἀνατολή ἀντίθετα, ἄν καί πειράστηκε, ταρακουνήθηκε μέν (καί ταρακουνιέται ἀκόμα), ἀλλά καθημαγμένη ἀπό τίς ἐξ ἀνατολῶν ἐπιδρομές τοῦ Ἰσλάμ καί τίς ἀποικιοκρατικές ἐπελάσεις τῶν Δυτικῶν, διατήρησε τήν ἀρχαία Παράδοσή της. Πῶς καί γιατί ἔγινε αὐτό δέν εἶναι τοῦ παρόντος. Ἔχουν γραφεῖ πολλά, πού ἐπιχειροῦν νά δώσουν ἀπάντηση στό θέμα, κυρίως ἀπό τά μέσα τοῦ περασμένου αἰῶνα καί μετά, ὅταν ἡ χιλιόχρονη βυζαντινή Ἀνατολή ἄρχισε νά προσελκύει τήν προσοχή διανοουμένων καί ἐρευνητῶν.
Ἡ χριστιανική Δύση ἀποθώντας τόν Θεάνθρωπο στόν οὐρανό, ἔτεινε «εὐήκοον οὔς» στόν «Πειρασμό» καί ἐπινόησε ὡς πρότυπό της ἕνα δῆθεν ἐκπρόσωπό Του, τόν «Ἀνθρωπόθεο». Καί ἀνέδειξε ἕναν ἄνθρωπο, μέτοχο καί αὐτόν τῆς μεταπτωτικῆς φθορᾶς, καί τόν περιέβαλε μέ φαντασιακές ex officio ἔκτακτες ἰδιότητες καί ἐξουσίες, γήινες καί οὐράνιες: τόν Ἐπίσκοπο τῆς Ρώμης, τόν Πάπα. Τό πειρασμικῆς ὅμως ἐμπνεύσεως δυτικό ἴνδαλμα τοῦ «Ἀνθρωποθέου» δέν ἡσύχασε: μέ ἀφορμή τίς παπικές αὐθαιρεσίες, πού τό ἴδιο ὑποκίνησε, ἀναμόχλευσε τό δυναμισμό τῶν νορδικῶν φύλων τῆς Εὐρώπης καί τόν ἔστρεψε κατά τοῦ Πάπα καί τοῦ πιστοῦ σ’ αὐτόν λατινικοῦ νότου. Καί γεννήθηκε ὁ Προτεσταντισμός, ὁ ὁποῖος ἀνακήρυξε κάθε πιστό ὀπαδό του σέ «Ἀνθρωπόθεο». Συνέπεια αὐτοῦ, ἡ Εὐρώπη πνίγηκε στό αἷμα ἀπό ἐνδοχριστιανικούς ἐμφυλίους πολέμους γιά ἑνάμισι αἰῶνα, μέ διακύβευμα τό εἶδος τοῦ «Ἀνθρωποθέου», πού θά ἐπικρατοῦσε. Οἱ ἀντίπαλες παρατάξεις βρῆκαν τελικά ἕνα συμβιβασμό πολιτικῆς συνύπαρξης «χωρίς νικητές καί ἡττημένους». Στή συνέχεια ἀναδύθηκαν εὔρωστα τά εὐρωπαϊκά ἔθνη καί ἡ Εὐρώπη ἔγινε παγκόσμια δύναμη. Μέσα ὅμως στήν ἀλαζονεία της ἀγνόησε τόν «ἐξόριστο» Θεάνθρωπο καί «οὐκ ἀπετάξατο» τόν «Πειρασμό».
Ὁ «Πειρασμός» οὔτε ἐδῶ ἡρέμησε. Πρότεινε: «Ἀφοῦ διώξατε, καί καλά κάνατε, τό Θεό ἀπό τά γήινα, δέν ἐνδιαφέρει πιά ἄν ὑπάρχει στόν Οὐρανό ἤ ὄχι. Δέν Τόν χρειάζεσθε. Μπορεῖται νά Τόν σκοτώσετε καί σάν ἰδέα. Ἐδῶ στή γῆ μπορεῖ καί πρέπει νά τά καταφέρει θαυμάσια ὁ «Ἄνθρωπος», δηλαδή ὁ καθένας ἀπό σᾶς. Νά κάνετε αὐτό πού σκέπτεσθε, αὐτό πού νομίζετε, αὐτό πού σᾶς εὐχαριτεῖ, ὅ,τι προωθεῖ τήν ἰδιωτική σας καταξίωση καί ἀπόλαυση». Καί ὁ νεωτερικός Εὐρωπαῖος εἶπε ναί. Ἔτσι κάνει τήν ἐμφάνισή του ὁ κατά βάση ἄθεος Διαφωτισμός, ἕνα κίνημα πολιτισμικό-πολιτικό, ρωμαλέο καί δυναμικό, πού ταρακούνησε τή γῆ. Ἀπό τήν ἀριστερή («προδευτική») ἐκδοχή του ξεπήδησε ὁ Φεμινισμός, ὡς διεκδικητική συσπείρωση τῶν γυναικῶν γιά τήν «ἰσότητα» τῶν φύλων. Τοῦτο δέ ἀνακηρύχθηκε σέ ὑπατη ἀνάγκη διότι, κατά τά κηρύγματα τοῦ Διαφωτισμοῦ-Φεμινισμοῦ, οἱ γυναῖκες ὑπῆρξαν ἀνά τούς αἰῶνες μόνιμα θύματα στίς πάγια ἀνδροκρατούμενες κοινωνίες. (Βέβαια ἡ ἄδικη μεταχείριση τῆς γυναίκας, ὅποτε καί στό βαθμό πού συνέβη ἀνά τούς αἰῶνες, πολεμήθηκε ἀπό τούς Πατέρες τῆς Ἐκκλησίας ὡς κατάσταση παρά φύση, ὡς ἀποτρόπαιο ἔργο τοῦ ἴδιου τοῦ «Ἀνθρώπου» τῆς φθορᾶς).
Ἡ ἀριστερά, διακηρύσσει ὡς ὑπέρτατο ἀγαθό τήν ἰσότητα τῶν ἀνθρώπων, ἀλλά μέ ἔννοια ἰσοπέδωσης. Ὄχι μέ τήν ἔννοια τῆς ἰσοτιμίας, τῆς ἴσης ἀξίας, ὅπως ὁ Χριστιανισμός. Γιά τήν ἀριστερά ἕνα εἶναι τό βασικό «κακό» στόν κόσμο, ἡ διαφορά στήν κατοχή καί διαχείριση τοῦ παραγόμενου πλούτου. Κάθε τί ἄλλο, πού κάνει τούς ἀνθρώπους νά διαφέρουν μεταξύ τους, ὅπως ἔθνος, θρησκεία, κουλτούρα, φύλο, κτλ, εἶναι «ἐποικοδόμημα» αὐτῆς τῆς βασικῆς διαφορᾶς, ὁδηγεῖ στίς συρράξεις τοῦ ταξικοῦ κόσμου καί πρέπει νά ἐξοβελιστεῖ γιά νά ἔλθεῖ στή γῆ ὁ ἀταξικός «παράδεισος»!
Ὁ Προτεσταντισμός ἐξ ἄλλου, θεωρεῖται μέντορας τοῦ καπιταλισμοῦ, διότι στό ἠθικό περιβάλλον, τό ὁποῖο καλλιέργησε ὁ πρῶτος, ἀναπτύχθηκε ὁ δεύτερος. Παρά ταῦτα, ὁ Φεμινισμός, ἄν καί ἀριστερῆς προελεύσεως, τά βρῆκε μιά χαρά μέ τόν Προτεσταντισμό, ὅταν θέλησε νά προωθήσει τήν ἀτζέντα του στό χῶρο τῆς θρησκείας. Καί τό πρῶτο βῆμα ἔγινε μέ τήν εἴσοδο τῶν γυναικῶν στόν κλῆρο σέ ἀρκετές προτεσταντικές ὁμολογίες. Αὐτό ἦταν θέμα ταμπού γιά τό Φεμινισμό, μιά καί ὁ κλῆρος ἦταν τό μόνο δημόσιο λειτούργημα στό ὁποῖο δέν εἶχαν πρόσβαση οἱ γυναῖκες λόγῳ φύλου. Μέσα στό ἴδιο κλίμα ἀναπτύχθηκε ἡ λεγόμενη «φεμινιστική θεολογία» στόχος τῆς ὁποίας ἦταν ἡ ἀμφισβήτηση τῆς ὀρθότητας τῶν «σεξιστικῶν» προσδιορισμῶν ἀκόμα καί γιά τά Πρόσωπα τῆς Ἁγίας Τριάδος. Ἔτσι προτάθηκε ἡ ἀντικατάσταση τοῦ «Πάτερ ἡμῶν» στήν Κυριακή προσευχή μέ τό ἄφυλο «Γονεύ ἡμῶν». Μέ βάση δέ τά κείμενα τῆς Π. Διαθήκης Σοφία Σολομώντος καί Σοφία Σειράχ, ὅπου ὁ Υἰός καί Λόγος τοῦ Θεοῦ χαρακτηρίζεται ὡς ἡ Ἐνυπόστατος Σοφία τοῦ Θεοῦ ἀμφισβητήθηκε τό φύλο τοῦ ἴδιου τοῦ «Υἱοῦ τοῦ Ἀνθρώπου», τοῦ Κυρίου Ἰησοῦ Χριστοῦ. Σέ κάποια διαδήλωση φεμινιστριῶν γιά τά διακαιώματα τῆς γυναίκας πρό ἐτῶν στήν Ἀμερική, ἡ «χριστιανική» πτέρυγα αὐτῶν περιέφερε ἕνα σταυρό ἐπί τοῦ ὁποίου ἦταν καρφωμένη μιά φιγούρα μέ γυναικεία κατατομή. Τό μήνυμα ἦταν βέβαια ἀσαφές, ἀλλά ἐνδεικτικό: εἴτε ἀμφισβήτηση ὡς πρός φύλο τοῦ Κυρίου, εἴτε ἀνάδειξη τοῦ «μαρτυρίου» τῆς γυναίκας στούς αἰῶνες τῆς πατριαρχικῆς κοινωνίας, εἴτε καί τά δύο μαζί. Ἀκόμα, μέσα στό πνεῦμα τῆς ἰσότητας τῶν φύλων καί ἐπειδή ὁ ἄνδρας εἶναι ἀπό τή φύση ἀπαλλαγμένος ἀπό τό βάρος ἐγκυμοσυνῶν, τοκετῶν, λοχείας, θηλασμών, κτλ., ὁ Φεμινισμός διεκδικεῖ γιά τή γυναίκα τό δικαίωμα χειρισμοῦ τοῦ σώματός της ἔτσι ὥστε νά μπορεῖ νά ἐπιλέξει, ὅποτε θελήσει, νά ἀπαλλαγεῖ ἀπό τά βάρη αὐτά προκειμένου νά ἀνταγωνισθεῖ ἐπί ἴσοις ὅροις τόν ἄνδρα στό στίβο τῆς ζωῆς. Δηλαδή δικαίωμα στήν ἔκτρωση. Αὐτές οἱ «ἰσοτικές» διεκδικήσεις τοῦ Φεμινισμοῦ, πού φτάνουν μέχρι τήν ἀποκήρυξη τῶν «ἔμφυλων στερεοτύπων» δράσεως τοῦ ἀνθρώπου, ὡς τεχνιτῶν τάχα καί μή ἐκ φύσεως καθορισμένων, βρίσκουν σήμερα ἔνθερμη στήριξη στούς κύκλους τοῦ προτεσταντικοῦ γυναικείου «κλήρου».
Βέβαια, ὁ Θεάνθρωπος Κύριος δέν εἶπε τόν τελευταῖο λόγο Του. Ἀγνοεῖ «Ἀνθρωποθέους» καί νεωτερικούς «Ἀνθρώπους», τά ἐωσφορικῆς σπορᾶς αὐτά ἀποκυήματα τῆς φθαρμένης ἀνθρώπινης φαντασίας. Συγκαταβαίνει καί κρούει τή θύρα κάθε ταλαιπωρημένης ψυχῆς μέ ἄπειρη θυσιαστική ἀγάπη καί σεβασμό πρός τήν ἐλευθερία τοῦ πλάσματός Του καί περιμένει τή συνέργειά του γιά τή μεγάλη ἁλλαγή. Πολλοί δυτικοί, Ρωμαιοκαθολικοί καί Προτεστάντες, (ἀλλά καί ἀνατολικοί Ὀρθόδοξοι) χριστιανοί, φαρμακωμένοι ἀπό τήν μετανεωτερική παρακμή καί ἀποσάθρωση τοῦ κόσμου, ὅπως τήν βιώνουμε σήμερα, στρέφονται καί ἀναζητοῦν τήν ἀρχαία ἱστορική Ἐκκλησία. Καί Τήν ἀνακαλύπτουν γνήσια στόν πυρήνα τῆς Ὀρθοδοξίας. Καί τότε ἀκούγεται θριαμβική ἡ κραυγή τους: «Γυρίζουμε σπίτι μας»! …
Ἐλευθέριος Χ. Οἰκονομάκος
Στό ἐρώτημα ποιά ἡ σχέση Προτεσταντισμοῦ-Φεμινισμοῦ, θά ἔλεγα: σχέση στενῆς συγγένειας, σχεδόν ἀδελφική. Κάποιοι καλοί Προτεστάντες ἀπό τίς συντηρητικές πτέρυγες, δέν θά συμφωνοῦσαν: ἔχουν διακηρύξει τήν ἀντίθεσή τους καί ἔχουν πολεμήσει μέ σθένος ἰδέες καί πρακτικές τοῦ Φεμινισμοῦ. Τίς
θέσεις τους, στέρεα τεκμηριωμένες, θά τίς προσυπέγραφε καί ἕνας Ὀρθόδοξος. Ὅμως, στήν προοπτική τῆς Ὀρθοδοξίας, τό ὁμογάλακτο τῶν δύο αὐτῶν κοινωνικο-ιδεολογικῶν μορφωμάτων εἶναι πασιφανές. Συνοπτικά μποροῦμε νά ποῦμε ὅτι ὁ Προτεσταντισμός πρῶτος καί μετά δύο αἰῶνες, ὁ Φεμινισμός βγῆκαν ἀπό τήν ἴδια μήτρα: ἐκείνη τοῦ δυτικοῦ χριστιανικοῦ κόσμου. Ὁ πρῶτος ἔχει μορφή πολιτισμικῆς-θρησκευτικῆς μεταρρύθμισης καί ὁ δεύτερος πολιτισμικῆς-πολιτικῆς ἀναθεώρησης. Μέ τό πρῶτο σκέλος καί τῶν δύο προσδιορισμῶν, «πολιτισμικής», θέλω νά ὑποδηλώσω ὅτι καί οἱ δύο φύτρωσαν στό ἴδιο ἔδαφος: ἐκεῖνο πού καλλιεργήθηκε στή Δύση μέσα ἀπό ἀνθρωπολογικές διεργασίες κατά τή δεύτερη μετά Χριστόν χιλιετία, ὅταν συγκροτήθηκε ἡ νεότερη δυτικοευρωπαϊκή ταυτότητα. Ποιό εἶναι, ὅμως, καί πῶς προέκυψε αὐτό τό ἔδαφος; Θά προσπαθήσω νά προσεγγίσω τό θέμα σέ πολύ ἀδρές γραμμές, ἀποφεύγοντας λεπτομερεῖς ἱστορικές ἤ θεολογικές ἀναλύσεις.
Ἡ Ἐκκλησία, ὁ σαρκωμένος Χριστιανισμός, πού δρᾶ μέσα στήν ἱστορία, ἔχει ἀδήριτο μέλημά Της νά διεισδύει στόν κόσμο προκειμένου, προσεγγίζοντας τόν ἄνθρωπο, νά τόν σώσει. Πάντως ἀνεξάρτητα ἀπό τή σωτηρία αὐτή καθ’ αὑτήν, ἡ διείσδυση τῆς Ἐκκλησίας στόν κόσμο ἔχει ἀναπόφευκτη συνέπεια τήν πρόκληση κοινωνικῶν ζυμώσεων καί ἀλλαγῶν. Μποροῦμε νά ποῦμε ὅτι ἡ Ἐκκλησία δημιούργησε τόν Χριστιανικό Κόσμο καί Πολιτισμό. Αὐτό δέν σημαίνει ὅτι κατ’ ἀνάγκη πρέπει νά Τήν συγχέουμε μέ κάθε τί, πού ὀνομάζεται χριστιανικό. Ὄχι ὅτι «νίπτει τάς χείρας Της» ὡς πρός τά πράγματα τοῦ κόσμου, ὅτι δέν ἔχει λόγο νά πεῖ, ἀλλά, ὅπως κάθε πολιτισμός ἐνσωματώνει ποικίλα ἀνθρωπολογικά στοιχεῖα, κάποτε ἑτερόκλητα μεταξύ τους, ἔτσι καί ὁ καλούμενος «Χριστιανικός Πολιτισμός» κουβαλάει στίς πλάτες του προϋπάρχουσες ἀντιλήψεις τῶν λαῶν καί νεόκοπες νοοτροπίες τους μή ἐκκλησιαστικῆς προελεύσεως. Ἄς τόν δεχθοῦμε λοιπόν ὡς τόν πολιτισμό, πού ἀναπτύχθηκε στούς γεωγραφικούς χώρους ὅπου κυρίαρχη θρησκεία ὑπῆρξε κάποια μορφή Χριστιανισμοῦ, καί ἄς μή τόν θεωροῦμε ὡς φορέα μοναδικῶν σωτήριων προοπτικῶν. Αὐτές ἀνήκουν στήν Ἐκκλησία.
Ἡ Ἐκκλησία εἶναι θεανθρώπινο γεγονός. Ἕλκει τή σύστασή Της ἀπό τήν κεφαλή Της, τόν Θεάνθρωπο Κύριο Ἰησοῦ Χριστό. Στήν ἀνθρώπινη διάστασή Της καλεῖ τόν φθαρμένο, μεταπτωτικό ἄνθρωπο νά μπεῖ καί νά δεῖ τά τεκταινόμενα στό χῶρο Της, μήπως καί ὁδηγηθεῖ ἑκούσια στή σωτηρία: «ἔρχου καί ἴδε». Κάτω ὅμως ἀπό αὐτές τίς συνθῆκες, πῶς νά ἀποφύγει τήν εἴσοδο στούς κόλπους Της καί τοῦ «ἀρχαίου κακοῦ», πού μπῆκε ἀπρόσκλητο ἀκόμα καί στόν πρῶτο Παράδεισο; Τό «κακό» ἀναπτύσσεται σά ζιζάνιο στόν ἀγρό τῆς Ἐκκλησίας κάνοντας ἀκριβῶς τήν ἴδια δουλειά μέ τόν «ἀρχαῖον ὄφιν»: μέ τερτίπια καί τεχνάσματα ἀμφισβητεῖ τήν αὐθεντία καί ἀξιοπιστία τοῦ Θεοῦ, διαβάλει τήν ἀγαθότητά Του καί προωθεῖ ὑπογείως τήν ὑποκατάστασή Του ἀπό τόν ἄνθρωπο, ὡς δῆθεν πιό ἄξιο, πιό ἀποτελεσματικό καί «καθ’ ὕλην ἁρμόδιο» νά χειρισθεῖ τά ἀνθρώπινα. Μέγας ὁ πειρασμός γιά τήν Ἐκκλησία νά πάψει νά εἶναι «θεανθρώπινη» καί νά γίνει «ἀνθρωποθεϊκή», ἐξορίζοντας τόν Θεάνθρωπο στόν Οὐρανό καί θέτωντας στή θέση του τόν μεταπτωτικό ἄνθρωπο. Φυσικά μιά Ἐκκλησία, πού θά ἐνδώσει στόν «Πειρασμό», κατεβαίνει στό στίβο τοῦ ἀνταγωνισμοῦ μαζύ μέ τίς ἄλλες δυνάμεις τοῦ κόσμου, γίνεται «ἐπίκαιρη», ἀποκτᾶ αἴγλη, ἴσως καί δύναμη, ἀλλ’ ὅλα αὐτά μέ τίμημα τήν ἀπώλεια τῆς γνησιότητάς της. Δέν εἶναι πιά ἡ Ἐκκλησία τοῦ Χριστοῦ …
Ὁ ἀρχαῖος «Πειρασμός» χτυπάει ὅλο τό Χριστιανικό Κόσμο, σέ Ἀνατολή καί Δύση. Ὅμως, ἡ Δύση τῆς β΄ χιλιετίας, καθώς ὠρίμαζε, ἀνέπτυξε ἀρχές καί νοοτροπία, ἀπέκτησε δική της ταυτότητα καί καθιέρωσε τους κοινωνικούς καί θρησκευτικούς θεσμούς της, σύμφωνα μέ αὐτές τίς ὑποδείξεις τοῦ «Πειρασμοῦ». Ἡ Ἀνατολή ἀντίθετα, ἄν καί πειράστηκε, ταρακουνήθηκε μέν (καί ταρακουνιέται ἀκόμα), ἀλλά καθημαγμένη ἀπό τίς ἐξ ἀνατολῶν ἐπιδρομές τοῦ Ἰσλάμ καί τίς ἀποικιοκρατικές ἐπελάσεις τῶν Δυτικῶν, διατήρησε τήν ἀρχαία Παράδοσή της. Πῶς καί γιατί ἔγινε αὐτό δέν εἶναι τοῦ παρόντος. Ἔχουν γραφεῖ πολλά, πού ἐπιχειροῦν νά δώσουν ἀπάντηση στό θέμα, κυρίως ἀπό τά μέσα τοῦ περασμένου αἰῶνα καί μετά, ὅταν ἡ χιλιόχρονη βυζαντινή Ἀνατολή ἄρχισε νά προσελκύει τήν προσοχή διανοουμένων καί ἐρευνητῶν.
Ἡ χριστιανική Δύση ἀποθώντας τόν Θεάνθρωπο στόν οὐρανό, ἔτεινε «εὐήκοον οὔς» στόν «Πειρασμό» καί ἐπινόησε ὡς πρότυπό της ἕνα δῆθεν ἐκπρόσωπό Του, τόν «Ἀνθρωπόθεο». Καί ἀνέδειξε ἕναν ἄνθρωπο, μέτοχο καί αὐτόν τῆς μεταπτωτικῆς φθορᾶς, καί τόν περιέβαλε μέ φαντασιακές ex officio ἔκτακτες ἰδιότητες καί ἐξουσίες, γήινες καί οὐράνιες: τόν Ἐπίσκοπο τῆς Ρώμης, τόν Πάπα. Τό πειρασμικῆς ὅμως ἐμπνεύσεως δυτικό ἴνδαλμα τοῦ «Ἀνθρωποθέου» δέν ἡσύχασε: μέ ἀφορμή τίς παπικές αὐθαιρεσίες, πού τό ἴδιο ὑποκίνησε, ἀναμόχλευσε τό δυναμισμό τῶν νορδικῶν φύλων τῆς Εὐρώπης καί τόν ἔστρεψε κατά τοῦ Πάπα καί τοῦ πιστοῦ σ’ αὐτόν λατινικοῦ νότου. Καί γεννήθηκε ὁ Προτεσταντισμός, ὁ ὁποῖος ἀνακήρυξε κάθε πιστό ὀπαδό του σέ «Ἀνθρωπόθεο». Συνέπεια αὐτοῦ, ἡ Εὐρώπη πνίγηκε στό αἷμα ἀπό ἐνδοχριστιανικούς ἐμφυλίους πολέμους γιά ἑνάμισι αἰῶνα, μέ διακύβευμα τό εἶδος τοῦ «Ἀνθρωποθέου», πού θά ἐπικρατοῦσε. Οἱ ἀντίπαλες παρατάξεις βρῆκαν τελικά ἕνα συμβιβασμό πολιτικῆς συνύπαρξης «χωρίς νικητές καί ἡττημένους». Στή συνέχεια ἀναδύθηκαν εὔρωστα τά εὐρωπαϊκά ἔθνη καί ἡ Εὐρώπη ἔγινε παγκόσμια δύναμη. Μέσα ὅμως στήν ἀλαζονεία της ἀγνόησε τόν «ἐξόριστο» Θεάνθρωπο καί «οὐκ ἀπετάξατο» τόν «Πειρασμό».
Ὁ «Πειρασμός» οὔτε ἐδῶ ἡρέμησε. Πρότεινε: «Ἀφοῦ διώξατε, καί καλά κάνατε, τό Θεό ἀπό τά γήινα, δέν ἐνδιαφέρει πιά ἄν ὑπάρχει στόν Οὐρανό ἤ ὄχι. Δέν Τόν χρειάζεσθε. Μπορεῖται νά Τόν σκοτώσετε καί σάν ἰδέα. Ἐδῶ στή γῆ μπορεῖ καί πρέπει νά τά καταφέρει θαυμάσια ὁ «Ἄνθρωπος», δηλαδή ὁ καθένας ἀπό σᾶς. Νά κάνετε αὐτό πού σκέπτεσθε, αὐτό πού νομίζετε, αὐτό πού σᾶς εὐχαριτεῖ, ὅ,τι προωθεῖ τήν ἰδιωτική σας καταξίωση καί ἀπόλαυση». Καί ὁ νεωτερικός Εὐρωπαῖος εἶπε ναί. Ἔτσι κάνει τήν ἐμφάνισή του ὁ κατά βάση ἄθεος Διαφωτισμός, ἕνα κίνημα πολιτισμικό-πολιτικό, ρωμαλέο καί δυναμικό, πού ταρακούνησε τή γῆ. Ἀπό τήν ἀριστερή («προδευτική») ἐκδοχή του ξεπήδησε ὁ Φεμινισμός, ὡς διεκδικητική συσπείρωση τῶν γυναικῶν γιά τήν «ἰσότητα» τῶν φύλων. Τοῦτο δέ ἀνακηρύχθηκε σέ ὑπατη ἀνάγκη διότι, κατά τά κηρύγματα τοῦ Διαφωτισμοῦ-Φεμινισμοῦ, οἱ γυναῖκες ὑπῆρξαν ἀνά τούς αἰῶνες μόνιμα θύματα στίς πάγια ἀνδροκρατούμενες κοινωνίες. (Βέβαια ἡ ἄδικη μεταχείριση τῆς γυναίκας, ὅποτε καί στό βαθμό πού συνέβη ἀνά τούς αἰῶνες, πολεμήθηκε ἀπό τούς Πατέρες τῆς Ἐκκλησίας ὡς κατάσταση παρά φύση, ὡς ἀποτρόπαιο ἔργο τοῦ ἴδιου τοῦ «Ἀνθρώπου» τῆς φθορᾶς).
Ἡ ἀριστερά, διακηρύσσει ὡς ὑπέρτατο ἀγαθό τήν ἰσότητα τῶν ἀνθρώπων, ἀλλά μέ ἔννοια ἰσοπέδωσης. Ὄχι μέ τήν ἔννοια τῆς ἰσοτιμίας, τῆς ἴσης ἀξίας, ὅπως ὁ Χριστιανισμός. Γιά τήν ἀριστερά ἕνα εἶναι τό βασικό «κακό» στόν κόσμο, ἡ διαφορά στήν κατοχή καί διαχείριση τοῦ παραγόμενου πλούτου. Κάθε τί ἄλλο, πού κάνει τούς ἀνθρώπους νά διαφέρουν μεταξύ τους, ὅπως ἔθνος, θρησκεία, κουλτούρα, φύλο, κτλ, εἶναι «ἐποικοδόμημα» αὐτῆς τῆς βασικῆς διαφορᾶς, ὁδηγεῖ στίς συρράξεις τοῦ ταξικοῦ κόσμου καί πρέπει νά ἐξοβελιστεῖ γιά νά ἔλθεῖ στή γῆ ὁ ἀταξικός «παράδεισος»!
Ὁ Προτεσταντισμός ἐξ ἄλλου, θεωρεῖται μέντορας τοῦ καπιταλισμοῦ, διότι στό ἠθικό περιβάλλον, τό ὁποῖο καλλιέργησε ὁ πρῶτος, ἀναπτύχθηκε ὁ δεύτερος. Παρά ταῦτα, ὁ Φεμινισμός, ἄν καί ἀριστερῆς προελεύσεως, τά βρῆκε μιά χαρά μέ τόν Προτεσταντισμό, ὅταν θέλησε νά προωθήσει τήν ἀτζέντα του στό χῶρο τῆς θρησκείας. Καί τό πρῶτο βῆμα ἔγινε μέ τήν εἴσοδο τῶν γυναικῶν στόν κλῆρο σέ ἀρκετές προτεσταντικές ὁμολογίες. Αὐτό ἦταν θέμα ταμπού γιά τό Φεμινισμό, μιά καί ὁ κλῆρος ἦταν τό μόνο δημόσιο λειτούργημα στό ὁποῖο δέν εἶχαν πρόσβαση οἱ γυναῖκες λόγῳ φύλου. Μέσα στό ἴδιο κλίμα ἀναπτύχθηκε ἡ λεγόμενη «φεμινιστική θεολογία» στόχος τῆς ὁποίας ἦταν ἡ ἀμφισβήτηση τῆς ὀρθότητας τῶν «σεξιστικῶν» προσδιορισμῶν ἀκόμα καί γιά τά Πρόσωπα τῆς Ἁγίας Τριάδος. Ἔτσι προτάθηκε ἡ ἀντικατάσταση τοῦ «Πάτερ ἡμῶν» στήν Κυριακή προσευχή μέ τό ἄφυλο «Γονεύ ἡμῶν». Μέ βάση δέ τά κείμενα τῆς Π. Διαθήκης Σοφία Σολομώντος καί Σοφία Σειράχ, ὅπου ὁ Υἰός καί Λόγος τοῦ Θεοῦ χαρακτηρίζεται ὡς ἡ Ἐνυπόστατος Σοφία τοῦ Θεοῦ ἀμφισβητήθηκε τό φύλο τοῦ ἴδιου τοῦ «Υἱοῦ τοῦ Ἀνθρώπου», τοῦ Κυρίου Ἰησοῦ Χριστοῦ. Σέ κάποια διαδήλωση φεμινιστριῶν γιά τά διακαιώματα τῆς γυναίκας πρό ἐτῶν στήν Ἀμερική, ἡ «χριστιανική» πτέρυγα αὐτῶν περιέφερε ἕνα σταυρό ἐπί τοῦ ὁποίου ἦταν καρφωμένη μιά φιγούρα μέ γυναικεία κατατομή. Τό μήνυμα ἦταν βέβαια ἀσαφές, ἀλλά ἐνδεικτικό: εἴτε ἀμφισβήτηση ὡς πρός φύλο τοῦ Κυρίου, εἴτε ἀνάδειξη τοῦ «μαρτυρίου» τῆς γυναίκας στούς αἰῶνες τῆς πατριαρχικῆς κοινωνίας, εἴτε καί τά δύο μαζί. Ἀκόμα, μέσα στό πνεῦμα τῆς ἰσότητας τῶν φύλων καί ἐπειδή ὁ ἄνδρας εἶναι ἀπό τή φύση ἀπαλλαγμένος ἀπό τό βάρος ἐγκυμοσυνῶν, τοκετῶν, λοχείας, θηλασμών, κτλ., ὁ Φεμινισμός διεκδικεῖ γιά τή γυναίκα τό δικαίωμα χειρισμοῦ τοῦ σώματός της ἔτσι ὥστε νά μπορεῖ νά ἐπιλέξει, ὅποτε θελήσει, νά ἀπαλλαγεῖ ἀπό τά βάρη αὐτά προκειμένου νά ἀνταγωνισθεῖ ἐπί ἴσοις ὅροις τόν ἄνδρα στό στίβο τῆς ζωῆς. Δηλαδή δικαίωμα στήν ἔκτρωση. Αὐτές οἱ «ἰσοτικές» διεκδικήσεις τοῦ Φεμινισμοῦ, πού φτάνουν μέχρι τήν ἀποκήρυξη τῶν «ἔμφυλων στερεοτύπων» δράσεως τοῦ ἀνθρώπου, ὡς τεχνιτῶν τάχα καί μή ἐκ φύσεως καθορισμένων, βρίσκουν σήμερα ἔνθερμη στήριξη στούς κύκλους τοῦ προτεσταντικοῦ γυναικείου «κλήρου».
Βέβαια, ὁ Θεάνθρωπος Κύριος δέν εἶπε τόν τελευταῖο λόγο Του. Ἀγνοεῖ «Ἀνθρωποθέους» καί νεωτερικούς «Ἀνθρώπους», τά ἐωσφορικῆς σπορᾶς αὐτά ἀποκυήματα τῆς φθαρμένης ἀνθρώπινης φαντασίας. Συγκαταβαίνει καί κρούει τή θύρα κάθε ταλαιπωρημένης ψυχῆς μέ ἄπειρη θυσιαστική ἀγάπη καί σεβασμό πρός τήν ἐλευθερία τοῦ πλάσματός Του καί περιμένει τή συνέργειά του γιά τή μεγάλη ἁλλαγή. Πολλοί δυτικοί, Ρωμαιοκαθολικοί καί Προτεστάντες, (ἀλλά καί ἀνατολικοί Ὀρθόδοξοι) χριστιανοί, φαρμακωμένοι ἀπό τήν μετανεωτερική παρακμή καί ἀποσάθρωση τοῦ κόσμου, ὅπως τήν βιώνουμε σήμερα, στρέφονται καί ἀναζητοῦν τήν ἀρχαία ἱστορική Ἐκκλησία. Καί Τήν ἀνακαλύπτουν γνήσια στόν πυρήνα τῆς Ὀρθοδοξίας. Καί τότε ἀκούγεται θριαμβική ἡ κραυγή τους: «Γυρίζουμε σπίτι μας»! …
Ἐλευθέριος Χ. Οἰκονομάκος
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου