Δευτέρα 15 Μαΐου 2017

Κυριακή τῆς Σαμαρείτιδος  
Ἁγίου Ἰωάννου Χρυσοστόμου

Σήμερα  Χριστς διαλαλε σ μς τος θλους τς Σαμαρείτιδος κα πρέπει τ φτωχ πλοιάριο το λόγου μου ν διαπλεύση τ πέλαγος τν κατορθωμάτων της. Βλέπω τν πίστη της κα θέλω ν φτιάξω τ γκώμιό της κα μαζί σας ν παινέσω τν φτωχι κα τν πλούσια, τν πόρνη κα τν πόστολο, τν σωτη κα τν πιστή, τν πολύγαμο κα πολυδύναμη, ατ πο πολλος μόλυνε κα πο τν μονογεν γι το Θεο πηρέτησε. Ατ πο μολύνθηκε κα καθαρίστηκε, πο δίψασε κι πιθύμησε νερ
ζωντανό, κα κληρονόμησε τ νάματα τς χάρης τορανο.


Τί λέει  Εαγγελιστς ωάννης πο βροντερ φανέρωσε τ ρρητα μυστήρια; Φτάνει  ησος σ μι πόλη τς Σαμαρείας, πο λέγεται Συχάρ, κα στ μέρος πο  ακώβ δωσε στ γιό του τν ωσήφ. ταν κε τ πηγάδι το ακώβ, κουρασμένος λοιπν  ησος π τν δοιπορία κάθισε πάνω στ χελος το πηγαδιοταν  κτη ρα περίπου. ρθε μι γυνακα π’ τ Σαμάρεια ν βγάλη νερό. Τς λέει  ησος, δός μου ν πι. Ο μαθηταί του εχαν φύγει στν πόλη γι ν’ γοράσουν τρόφιμα. Κουρασμένος  ησος.


Τί λέει λοιπ
ν  σαΐας  προφήτης;  Θες,  μέγας δν θ πεινάση, οτε θ διψάση οτε θ κοπιάση. Οτε τ βάθος τς σοφίας του θ βρεθλλ κα  εαγγελιστς Ματθαος γράφει γι’ ατν στ εαγγέλιό του: Κι φο νήστεψε σαράντα μέρες κα σαράντα νύχτες πειτα πείνασε. τσι κι  Εαγγελιστς ωάννης πως κουσες πρν π λίγο λέει. Κουρασμένος  ησος π τν δοιπορία κάθισε στ χελος το πηγαδιο.
ταν  κτη ρα τς μέρας.  νας λέει τι πείνασε,  λλος τι κοπίασε κι  προφήτης σαΐας μπνευσμένος π τ γιο Πνεμα δηλώνει τι  Θες  μέγας οτε θ πείναση, οτε θ διψάση, οτε θ κοπιάση. Οτε θ βρεθ τ βάθος τς σοφίας του. Πς θ γίνη δυνατ ν διασωθ  μοφωνία τν Εαγγελίων κα τς προφητείας; πειδ  οκονομία το μεγάλου Θεο οκονομήσε γι τ Σωτρα μας να διπλ κα παράδοξο συνδυασμ Θεο κα νθρώπου κατ τν εχαρίστηση κα τ θέλημά του, γι’ ατ  προφήτης ξαγγέλλει τ δύναμη κα τ μεγαλεο τς θεότητας, ν ο πόστολοι κα εαγγελιστές δείχνουν ληθιν τν οκονομία το σώματος. Κουρασμένος λοιπν  ησος π τν δοιπορία καθόταν τσι πάνω στ πηγάδι.
ταν περίπου κτη ρα. ρχεται μι γυνακα π τ Σαμάρεια ν ντλήση νερ κα  ησος τς λέει· δσε μου ν πι. Ο μαθητα του εχαν φύγει στν πόλη γι ν’ γοράσουν τρόφιμα κα  Σαμαρείτισσα το επε· Πς σ πο εσαι ουδαος ζητες ν πις π μένα πο εμαι Σαμαρείτισσα;

Ε
ναι νάγκη, γαπητο, ν ξετάσωμε γιατ ρισε κα τν τόπο κα τν ρα κα τν πουσία τν μαθητν. Τν τόπο, κάθισε κοντ στ πηγάδι· τν ρα, ταν περίπου  κτη ρα· τν πουσία τν μαθητν, ο μαθητα του εχαν πάει στν πόλη γι ν γοράσουν τρόφιμα. Γι ποιν λόγο νάφερε τν τόπο; πειδ πρχε πνευματικ θήραμα πγε στ μέρος ατό, γι ν τ συλλάβη. Δν βλέπεις τ κάνουν ο ψαράδες; Δν νεβοκατεβαίνουν σ κάθε μερι τς θάλασσας λλ σ’ ρισμένο μέρος πο ξέρουν τι πάρχουν ψάρια. Γιατ ατ πηγαίνουν περισσότερο σ ρισμένα σημεία.
τσι κι  Κύριός μας ησος Χριστς,  μέγας Θες τς προφητείας, σν Θες γνώριζε, τι κε μποροσε ν πιάση τ θήραμά του, τ Σαμαρείτισσα. Σν τος ψαράδες πο διαλέγουν τν τόπο κα ψαρεύουν τσι κι  Χριστς ρθε στ μέρος που μποροσε ν συλλάβη τ Σαμαρείτισσα κα χρησιμοποινας ατ ν πιτύχη πλούσιο ψάρεμα π νθρώπους. Γι’ ατ νέφερε τν τόπο. Γιατ μως νέφερε κα τν ρα; κουρασμένος  ησος π τν δοιπορία κάθισε τσι στ χείλη το πηγαδιο.
ταν  κτη ρα περίπου. κουσε λοιπόν, γαπητέ, κα γι τν ρα. Μι φτωχι ταν  Σαμαρείτισσα, πο ζοσε π τ δουλει τν χεριν της. Φτωχιά μ λίγους οκονομικος πόρους, χι μως κα στν εσέβεια τς ψυχς. Ξυπνοσε λοιπν κα καταγινόταν μ τν ργαλει γι ν κερδίση τν ζωή της. λλ τν κτη ρα πο λοι ξεκουράζοταν τότε κείνη παιρνε τ στάμνα της κα τ γέμιζε. ξερε λοιπν  παντογνώστης Κύριος τι τν ρα πο ο λλοι ξεκουράζοταν κείνη ταν πασχολημένη μ τ κουβάλημα το νερο. Κα γι’ ατ τν κτη ρα πγε  Κύριος, τότε πο ξερε τι ρχόταν γι νερ κα μποροσε ν συλλάβη ατ τ πνευματικ θήραμα.

Κα
 γι ποιό λόγο  Κύριος πομάκρυνε τος μαθητάς του; Τ Εαγγέλιο λέγει τι ο μαθητα του εχαν φύγει στν πόλη γι ν’ γοράσουν τρόφιμα.  γυνακα ταν φτωχιά κα ξιολύπητη, πως προηγουμένως επαμε κα δν θ εχε τ θάρρος ν’ ντικρύση τόσους πολλούς, πο τριγύριζαν τν ησο. Κι ν βλεπε τ ξίωμα το δασκάλου, τος μαθητς γύρω-γύρω, τν δάσκαλο, τος διδασκομένους, τν κόσμο, τν τάξη, τ ξίωμα, τ ντύσιμο, τν πισημότητα θ φευγε μέσως κα θ χανόταν τ θήραμα. Δν θ τολμοσε ν πλησιάση κα τ ψάρι δν θ μπλεκόταν στ δίχτυα, δ θ πιανόταν, θ ξέφευγε.

Γι’ α
τ στειλε τος μαθητς στν πόλη. Τος επε, πτε κι γοράσετε τροφές. Σες πτε ν’ γοράσετε. γ χω λλο φαγητό. Δική μου τροφ εναι ν κάνω τ θέλημα κείνου, πο μ στειλε κα ν λοκληρώσω τ ργο του. Σες τ σαρκικά, γ τ πνευματικά· σες γοράσετε, γ σς πελευθέρωσα γοράζοντάς σας.
 Χριστς σς λευθέρωσε γοραζοντάς σας π τν κατάρα το νόμου, φο γινε γι σς κατάρα, λέγει «τ σκεος τς κλογς»,  Παλος. Μ τ νερ θέλω ν συλλάβω ατ τ πνευματικ λίευμα. μαθες γιατ ναφέρεται κα  τόπος κα  ρα κα πουσία τν μαθητν. νάγκη τώρα ν μιλήσωμε γι τοτα.
ρχεται μι γυνακα π τ Σαμάρεια ν βγάλη νερό. ρχεται  Σαμαρείτισσα τν κτη ρα ν’ ντλήση νερό, φο σταμάτησε τ φάδι της, γι ν πάρη νερ τν ρα τς ξεκούρασης κα πως πολλς φορς νάφερα τν κτη ρα. Τοτο γιατ κα ταν  Εα πάτησε τν ντολ ταν ρα κτη περίπου. Γι ατ κα Σαμαρείτισσα σώθηκε στ πηγάδι ατν τν κτη ρα. ρθε  Σαμαρείτισσα ν’ ντλήση νερ κα βλέπει τν ησο σν κάποιο ξένο κα μόνο, σν δοιπόρο πο θελε ν’ παλλαγ π τν κάματο, καθισμένο κοντ στ πηγάδι. Εδε ναν περιφρονημένο νθρωπο κα δν τν λογάριασε καθόλου. Ατς μως  Θεός, πο λα τ γνωρίζει πρν δημιουργηθον, φο εδε τν θησαυρ τς πίστης πο κρυβε  γυνακα τς επε «δσε μου ν πι».
 πηγ τς ζως, καθισμένος κοντ στ πηγάδι ζητ ν πι μ θέλοντας ν πι λλ ν δώση. Δσε μου ν πι, γι ν σο δώσω ν πις νερ φθαρσίας. Γιατ γ διψ τ σωτηρία τν νθρώπων. Διψ χι γι ν πι λλ γι ν ποτίσω. Μιμήθηκα τν πατέρα μου· λέει  Θες στν βραάμ. Δσέ μου τ γιό σου, πρόσφερέ μου τν σαάκ, τ γιό σου τν γαπητό, τ μονάκριβο. Κάνε μου τον λοκαύτωμα στ βουν πο θ σο δείξω. Δν τ επε ατό, πειδ θελε ν πάρη τ παιδ λλ πειδ θελε ν χαρίση τ δικ του στν οκουμένη.

Γράφει 
 γις τς βροντς  θεσπέσιος ωάννης: Τόσον γάπησε τν κόσμο  Θεός, στε δωσε τ μονάκριβό του γι γι ν μ χαθ ποιος πιστέψη σ’ ατν παρ ν ζήση αώνια. Δσε μου τ μονογεν σου γι ν χαρίσω στν κόσμο τν ληθιν Μονογεν. Θυσίασε τ γιό σου, χι γι ν τν θυσιάσης λλ γι ν θυσιάσω τ γιό μου τν Μονογεν γι σωτηρία το κόσμου, σ μι θυσία ζωντανή, καλόδεχτη, για. μοια κι δ· δσε μου ν πιχι γι ν πι λλ ν ποτίσω.

Κα
 το λέει  γυνακα· πς σ πο εσαι ουδαος ζητς ν πις π μένα τ Σαμαρείτισσα; Δν πάρχουν σχέσεις νάμεσα σ ουδαίους κα Σαμαρετες.  γυνακα μίλησε μ κριβεια. Σ’ ατ δείχνει τν φιλοτιμία της  πόρνη. Σ’ ατ ποδεικνύει τν τήρηση το νόμου. Τέτοιο εναι τ γένος τν Σαμαρειτν. Σ πορνεες μολύνονται κα μ τ νερ πιστεύουν κα νομίζουν τι καθαρίζονται. Πς σ ουδαος ζητς ν πις π μένα τν Σαμαρείτισσα. Δν συναναστρέφονται ο ουδαοι τος Σαμαρετες. Τν ψυχ λόκληρη τν κάνουν να στίγμα κα θαρρον τι καθαρίζουν τ σμα.
τσι κι  Σαμαρείτισσα. Τν ψυχή της εχε βουτηγμένη στς πορνεες κα φιλονικε γι τν πόση λίγου νερο. Κα  ησος δν τν ποστόμωσε, δν τς επε γ εμαι Θες π Θεό· γ στερέωσα τν οραν κα θεμελίωσα τ γ κα φιλονικες γι τ νερ κα τν πόση του κα μάλιστα σύ, γυνακα μολυσμένη π τς μαρτίες; Τς επε τοτο· ν γνώριζες τν δωρε το Θεο κα ποις εναι ατς πο σο λέει «δσε μου ν πι», θ γύρευες σ π’ ατν κα θ σο δινε νερ ζωντανό.

Ε
δες πς σιγ-σιγ τς ξεσήκωσε τν πιθυμία λέγοντάς της «ν ξερες τ δωρε το Θεο και ποιός εναι ατς πο σο λέγει δσε μου ν πι, θ το γύρευες σ κα θ σο δινε νερ ζωντανό». Κι  γυνακα παρατηρε: Κύριε μήτε κουβ χεις κα τ πηγάδι εναι βαθύ· π πο λοιπν χεις κα μάλιστα νερ ζωντανό; Μήπως εσαι σ πι μεγάλος π τν πατέρα μας ακώβ, πο μς δωκε ατ τ πηγάδι, π’ που πιε κα ατς κα τ παιδιά του κα τ κοπάδια του; Εχε μεγάλη φαντασία  γυνακα γι τν Πατριάρχη ακώβ (προσέξετε μ κρίβεια) εχε μεγάλο σεβασμ γι τν ακώβ  Σαμαρείτισσα κι εχε μεγάλη δέα γι’ ατν τν πατριάρχη κα δίκαια· γιατ ταν  πατέρας τν δώδεκα πατριαρχν· γιατ ο δώδεκα φυλς το σραήλ κατάγονται π τν ακώβ. κόμα πειδ πάλεψε μ τ Θε κα ποδείχτηκε δυνατός, στε κι  Θες ν το π· «φησέ με γιατ ρχισε ν ξημερώνη».  Θες πάλευε μ τν νθρωπο κα το λεγε. φησέ με γιατ εσαι φίλος μου κι ρχισε ν ξημερώνη. Κι ατς το επε· δν θ σ φήσω ν δ μ’ ελογήσης.

Τί σημαίνει α
τ κα ποι τ νόημα τς πάλης το Θεο μ τν νθρωπο παρ τι μελλε ν ντυθ τν νθρώπινη σάρκα κα τί το επε  Θεός; Δν θ σ λένε πι ακώβ λλ σραήλ γιατ δειξες δύναμη στ πάλη σου μ τν Θε κα θ φανς δυνατς στν πάλη σου μ τος νθρώπους. Εχε λοιπν  γυναίκα μεγάλη δέα γι τν πατριάρχη. Γι’ ατ λεγε στν Κύριο. Μήπως εσαι μεγαλύτερος π τν πατέρα μας ακώβ πο μς δωσε τ πηγάδι κι πιε π’ ατ κα  διος κα τ παιδιά του κα τ κοπάδια του. Πρόσεξε τώρα τ σοφία το Κυρίου· πρόσεξε τν καλωσύνη το διδασκάλου.

Δ
ν τς επε «Ναί, γ εμαι μεγαλύτερος π τν πατέρα σας ακώβ· οτε τς επε, πως επε στος ουδαίους, γ πάρχω πρν π τ γέννηση  βραμ  σς βεβαιώνω τι πολλο βασιλιάδες κα δίκαιοι μαζ κα προφτες πιθύμησαν ν δον ατ πο βλέπετε σες κα δν τ εδαν. Τίποτ’ π’ ατ δν λέει στν γυναίκα, μόνο διακόπτει τν πάλη τ σχετικ μ τν πατριάρχη κα φανερ κάνει τ μάχη σχυρότερη. Γιατ ν τς λεγε ναί, εμαι μεγαλύτερος π τν ακώβ, γιατ κενος π μένα δέχτηκε τν ελογία κι γ το τν δωσα μέσως κείνη μπορε ν παιρνε δρόμο καθς δν θ μποροσε ν’ ντικρύση τέτοιο ψος ποκαλύψεων.

Τίποτε 
π’ ατ δν τς επε, λλ μ τ φαινόμενα κάνει τ πργμα σαφς κα καταμάχητο. Τς επε καθένας πο πίνει π’ ατ τ νερ θ διψάση πάλι· ποιος μως πι π τ νερ πο θ το δώσω γ δ θ διψάση στν αἰῶνα. λλ τ νερ πο θ το δώσω γώ, θ γίνη μέσα του πηγ νερο πο σκιρτ πρς τν θανασία. ναφέρθηκαν τ πρόσωπα το ακβ κα το Χριστολλ φησε τν πάλη γι τ πρόσωπα κα στρέφεται στν πάλη νάμεσα στ φαινόμενα νερ κα στ’ φαν χαρίσματα.
ν λεγε «ναί, εμαι μεγαλύτερος π τν ακώβ», μέσως κείνη θ φευγε κα θ πήγαινε στν πόλη, θ ξεγλυστροσε πρν π τν πάντηση κα πρν μιλήση θ φτανε στν πόλη λέγοντας· τοτος δν εναι στ καλά του, εναι δαιμονισμένος, νας τρελλός, εναι νας ξένος πο τν χτύπησε φρενίτης, εν’ νας καταφρονεμένος, σχυρίζεται πς εναι μεγαλύτερος π τν πατέρα μας, πι πολ π κενον πολ γινε πατέρας τν δώδεκα φυλν το σραήλ, π κενον πο πρε τν ελογία το Θεοπ κενον πο ποδήμησε φτωχς κα γύρισε πλούσιος π οκονομία Θεο.
λλ κατέβαινε στ πίπεδο τς γυναίκας  Χριστς κα ποχωροσε στν δυναμία τς γυναίκας γι ν τν νεβάση λίγο-λίγο στ ψος τν δυνατν.
κουσε προσεκτικ τί κάνουν ο ψαράδες. Ρίχουν τ γκίστρι στ θάλασσα κι ταν ντιληφθον τι πιάστηκε ψάρι, δν τ τραβον πρς τ πάνω μέσως, λλ ποχωρον στν ρχ γι ν καταπι λότελα κι νυποψίαστα τ δόλωμα. Κι ταν καταλάβουν τι χει δεχθ τ γκίστρι στ σπλάχνα μέσα κα στ βάθος τς καρδις τότε μ δύναμη τραβον πρς τ πάνω τ ψάρι ατο πο πρτα σαν ποχωρητικοί. Τό διο καμε κα  Χριστς μ τν γυνακα.

Δ
ν φανέρωσε σ’ ατν π τν ρχ τν μορφι τς θεότητος οτε τς δωσε ποσχέσεις γι μεγάλα γαθά, οτε τς νακοίνωσε τι ταν ατς πο πλασε τν ακώβ. λλ ναψε τν πιθυμία τς ψυχς της, λέγοντάς της: καθένας πο πίνει π’ ατ τ νερό, θ διψάση πάλι· ποιος μως πι π’ τ νερ πο θ δώσω γ δ θ διψάση στν αἰῶνα. λλ τ δικό μου νερ θ γίνη πηγ πο σκιρτ πρς τν θανασία. φησε τν πάλη τν προσώπων κα ρθε στν φθονία τν χαρισμάτων  μλλον δείχνει τν περοχ τους μέσα στ δια τ πράγματα. Κι  γυναίκα το λέει: Κύριε, δσε μου ατ τ νερό, ν μ διψ, οτε ν ρχωμαι ν βγάζω π τ πήγαδι.

Ε
δες πς μέσως πίστεψε πώς τ νερ πο δίνει  Χριστς δν πιτρέπει τ γέννηση τς δίψας; Κύριε, δσε μου ατ τ νερ ν μ διψ οτε ν ρχωμαι δ ν βγάζω π’ τ πηγάδι. Τς ξύπνησε λίγο-λίγο τν πιθυμία γι τ πνευματικ νάματα. Πίστεψε πώς ταν νερ πο τ πινες κα δν ξαναδιψοσες. Πο τ πινες κα ξαφανιζόταν τ χειρόγραφο τν μαρτημάτων. Δσε μου Κύριε τ νερό, ν μ διψ κα ν μν ρχωμαι δ ν τ βγάζω π τ πηγάδι. Τς λέει  ησος: Πήγαινε, φώναξε τν νδρα σου κι λα. ν χης σύντροφο τς ζως σου, ς γίνη κα στν πίστη σου σύντροφος. Μν παίρνης μόνη σου τ δωρε τν πνευματικν χαρισμάτων.

Πήγαινε κα
 φώναξε τν νδρα σου κι λα. Γι ατ ρθα στ γχι γι ν σώσω μόνο τν Εα στ πρόσωπο τς ειπάρθενης Μαρίας κα Θεοτόκου λλ γι ν ξανακαλέσω κα τν νδρα πίσω στ παράδεισο μ τ πάθος μου. Πήγαινε, φώναξε τν νδρα σου κι λα.

Κι 
 Παλος  δάσκαλος τς οκουμένης μ τν δια σκέψη γράφοντας στος Κορινθίους λεγε. «Πο ξέρεις γυνακα ν δ σώσης τν νδρα σου». ς γυρίσουμε σ’ ατ πο μς πασχολον. Πήγαινε φώναξε τν νδρα σου κι λα. Τότε λέει  γυναίκα: Δν χω νδρα. ρχισε  γυναίκα ν ξεσκεπάζη τς μαρτίες της. ρχισε ν ξομολογται κα ν λέη δν χω νδρα. Καλ επες, τς λέει  ησος, δν χω νδρα. Εχες πέντε κα ατς πο χεις τώρα δν εναι νδρας σου. Ατ τ επες ληθινό.

Τί σημαίνει α
τό; Εχες πέντε νδρες κι ατ πο χεις τώρα δν εναι νδρας σου.  γυνακα εχε κάμει πέντε συζύγους κα πέθαναν· στερ’ π’ ατος γινε πόρνη. Γι’ ατ κανες δν θελε ν τν πλησιάση σ νόμιμη γυνακα. Κι ατ μ μπορντας ν χαλιναγωγίση τς ρμές της, εχε κρυφ ατν πο πόρνευε μαζί της. Κα δν ταν γνωστ οτε ναγνωρισμένη πόρνη, συζοσε κρυφά μ κάποιον. νόμιζε τι  Χριστς, σν νθρωπος μποροσε ν πλανηθ κα το λεγε, τι δν χω νδρα.  Χριστς, πο γνωρίζει τ κρυφ τς καρδις κα τ πάντα πρν κόμη γίνουν, τς λέει: Καλ επες τι δν χω νδρα· λαβες πέντε κι ατς πο χεις τώρα δν εναι σύζυγός σου. Ατ τ επες ληθινά.

Το
 λέει  γυναίκα. Κύριε, νομίζω πς εσαι προφήτης. Ο πατέρες μας τελον τ λατρεία τους σ’ ατ τ βουν κα σες ο ουδαοι λέτε, τι  τόπος τς λατρείας εναι τ εροσόλυμα. Ποιν προφήτη ννοες γυναίκα; Ατν γι τν ποον γραψε  Μωϋσς· τι κάποιον προφήτη σν κι μένα γι χάρη σας θ παρουσιάση  Κύριος  Θες π τος δελφούς σας  κάποιον λλο; Ατν γυνακα ννοες τι ξεσκεπάζει τ κρυφ τς καρδις. φο εδε ν γίνεται  ποκάλυψη τν μαρτημάτων της π τν Κύριο, διαπιστώνει· Κύριε νομίζω πς εσαι προφήτης. ταν τ διο σν νλεγε τ φράση το Δαυίδ· καθάρισέ με π τς μυστικς μαρτίες μου.

Καθόταν 
 Θες κα μιλοσε μ τ γυναίκα. Τί πολλ φιλανθρωπία. Ατς πο κάθεται στς ράχες τν χερουβείμ συνομιλε μ μίαν πόρνη. «Νομίζω πώς εσαι προφήτης». Ο πατέρες μας καναν τ λατρεία τους σ’ ατ τ βουν κα σες ποστηρίζετε τι  τόπος τς λατρείας εναι στ εροσόλυμα.  πόρνη νοίγει συζήτηση δογματικ κι φο νόμισε τι  Κύριος εναι προφήτης δν ρώτησε τίποτε βιοτικό. Τν παραδέχτηκε σν Κύριο κα δν ζήτησε χρηματικ περιουσία. Τν παραδέχεται Κύριο κα δν ζητ τίποτα παραπάνω π τν πιβεβαίωση τς προγονικς πίστης. Ο πατέρες μας προσκυνοσαν σ’ ατ τ βουν κα σες ποστηρίζετε τι  τόπος πο πρέπει ν προσκυνομε εναι στ εροσόλυμα. Γιατ στ βουν κενο τ Σώμωρ,  βραμ πρόσφερε στ Θε θυσία τ γυιό του κα στ εροσόλυμα  ακώβ κατεβαίνοντας στ Λάβαν π τ Συρία εδε στ’ νειρό του τ σκάλα πο φτανε π τ γ ς τν οραν κα πάλεψε μ τ Θεό. Γι’ ατ κα λεγε « Θες μο παρουσιάστηκε στ Λούσα».

Γι’ α
τ  γυναίκα καταπιάνεται μ δόγματα κα λέει: «Νομίζω Κύριε, πς εσαι προφήτης. Ο πατέρες μας προσκύνησαν σ’ ατ τ βουν κα σες ποστηρίζετε τι στ εροσόλυμα εναι  τόπος πο πρέπει ν προκυνομε. Κι  Κύριος παντ μ τν ντάξια σοφία του. πειδ ατ τν θεωροσε ουδαο κι κείνη ταν Σαμαρείτισσα δν θέλησε ν’ παντήση στν ρώτησή της γι ν μ διαψεύση τ λόγο κα ν μν πεισμώση τ γυνακα. Γιατ δν πιδίωκε τιποτ’ λλο παρ θελε ν δηγήση τ γυνακα στ δρόμο τς σωτηρίας κα γι’ ατ δν τς δωσε κάποια πότομη πάντηση, γι ν μ διαψεύση κα ν μν ντροπιάση τ Σαμαρείτισσα.
ν τς λεγε τι στ εροσόλυμα εναι  τόπος τς λατρείας, πως εχε ρίσει στος σραηλτες  Μωυσς, θ τν κανε ν πεισματωθπειδ πως επαμε, κρατοσε μι παλι δέα γι τ ρος στ Σίκιμα, τι σ’ ατ εχε λάβει  βραάμ ντολ π τ Θε ν θυσιάση τν σαάκ. Κι ν πάλι π θέληση συγκαταβάσεως λεγε τι ατ εναι τ ρος κα καλ κάμετε σ’ ατ τ λατρεία σας, πάλι θ ταν ψεύτικη βεβαίωση.

Γι’ α
τ φο φησε κα τ δύο ατ καθοδηγε τ γυνακα στν πνευματικώτερη λατρεία κα τς λέει: Γυνακα, πίστεψέ με, τι ρχεται στιγμ κα εναι κα τώρα, πότε οτε σ’ ατ τ βουνό, οτε στ εροσόλυμα δ θ προσκυνήσουν τ Θεό, λλ ο ληθινο προσκυνητα θ το ποδώσουν λατρεία πνευματικ κα ληθινή. Τέτοιους προσκυνητς ζητε  Πατέρας.  Θες εναι πνεμα κα ο προσκυνηταί του πρέπει ν το ποδίδουν λατρεία πνευματικ κα ληθινή.

Βλέπετε διδασκαλία 
ξοχη, βλέπετε σοφία δασκάλου φευρετικο. Γυναίκα, πίστεψε τ λόγο μου. Προσέξετε πς οκοδομε τν πίστη τς γυναίκας. Προσέξετε πς λίγο-λίγο νεβάζει νάλαφρα τν φυσή της στν ορανό. Χωρς ν λογαριάζη τν περιβολ τς πόρνης, γίνεται διάκονος τς ψυχικς της σωτηρίας. Γιατ δν ρθε ν καλέση σ μετάνοια τος δίκαιους λλ τος μαρτωλούς. Γιατ κατέβηκε στν κόσμο γι τ πολωλς πρόβατο, φο κλινε τος ορανος κα γινε τέλειος νθρωπος, μένοντας συνάμα ατς πο ταν, χωρς ν στερήση τν αυτ του π τν πατρικ κόλπο. Γυναίκα, πίστεψέ με, ρχεται στιγμ κα εναι κα τώρα, πότε ο ληθινο προσκυνηταί, θ’ ποδώσουν στν πατέρα λατρεία πνευματικ κι ληθινή. Γιατ τέτοιους θέλει  Θες κείνους πο τν λατρεύουν.  Θες εναι πνεμα κι ατο πο τν προσκυνον πρέπει ν το προσφέρουν λατρεία πνευματικ κα ληθινή.

Δ
ν περιορίζεται σ λόγια  λατρεία το Θεολλ πλώνεται παντο  πίγνωση τς Θείας Χάρης. Δν οκειοποιονται πι ουδαοι κα Σαμαρετες τ σύμβολο το νόμου. Γιατ ατο πο προσκυνον τ Θε πρέπει ν προσφέρουν λατρεία πνευματική κα ληθινή. χι λατρεία μ λοκαυτώματα ξένα π μς, μόσχους κα κριάρια. χι πι περιτομ κα τήρηση το Σαββάτου. χι Νας το Σολομντος κα βωμς κα τράγος ποδιοπομπαος κι για τν γίων. χι πι σκι το νόμου κα λατρεία κα Σάββατα πο χουν διαψευσθ. Γιατ τς πρωτομηνις σας κα τ Σάββατα, λέει  Θες μ τ στόμα το προφήτου, κα τ μεγάλη μέρα δν τ νέχομαι. Τ νηστεία κα τ σχόλη σας τς μισε  ψυχή μου. Ο προσκυνητα θ πρέπει ν το προσφέρουν λατρεία ληθινή. λα κενα σ σκι χουν περάσει. Τ παλι πέρασαν, λα τώρα γιναν καινούργια. λλαξε  σειρ τν πραγμάτων. Δν πιτρέπω ν συγκεντρώνωνται σ’ να τόπο ατο πο λατρεύουν τν Θεό. Τ δρα τς σωτηρίας θέλω ν τ πεκτείνω σ’ λη τν οκουμένη.  λαλιά τους πλώθηκε σ’ λη τ γ, σ’ λη τν οκουμένη. Πνεμα εναι  Θες κι ατο πο τν προσκυνον πρέπει ν το προσφέρουν λατρεία πνευματικ κα ληθινή.

Το
 λέει  γυναίκα· Ξέρω τι ρχεται  Μεσσίας πο λέγεται Χριστός. ταν ρθη κενος, θ μς τ φανερώση λα.  πόρνη φιλοσοφε ζητήματα πνευματικά, φέρνει στ στόμα της τς Θεες Γραφές. Κι ν τ σμα της χη βουτυχθ στν καθαρσία τς πορνείας,  ψυχή της χει καθαρισθ μ τν ναφορ κα τν νάγνωση τν Θείων Γραφν. Ξέρω τι ρχεται  Μεσσίας. Μεσσίας σημαίνει  λειμμένος. Γι τοτο  γυνακα λέει, προσδοκ τν λειμμένον, ατν πο  σάρκα του θ λειφθ μ τ Θεότητα. κενος ταν ρθη θ μς, τ φανερώση λα. δο πνευματικ προκοπή, δο πόρνη πο τ γνωρίζει λα. Προσέξετε πς π τ βάθη τς γς πέταξε στος ορανούς. Μεσσία ποκαλε τν Χριστ πο ποστέλλεται κα ναμένεται, κενον πο ρχεται γι τν σωτηρία λου το κόσμου, κα εναι προφήτης κα κύριος.

Δ
ν τν χαρακτηρίζει πι ουδαο, δν κάνει διάκριση στ ν το δώση νερό, δν το λέει πιά· πς σ ουδαος, ζητς ν πις π μένα τ Σαμαρείτισσα; Δν συναναστρέφονται ο Σαμαρετες μ τος ουδαίους, λλ το λέει· Κύριε, βλέπω πς εσαι προφήτης. Κα πάλι σχολεται μ δόγματα. Ο πατέρες μας στ βουν τοτο προσκύνησαν κα σες ποστηρίζεται τι εναι στ εροσόλυμα  τόπος πο πρέπει ν προσφέρεται  λατρεία. Προσέξετε πς ρπάζει τ δωρε τν πνευματικν χαρισμάτων. Προσέξετε πς λα τ κθέτει μ τεκμηρίωση π τ Γραφή. Ξέρω τι ρχεται  Μεσσίας, πο τν λένε Χριστό· ταν ρθη ατς θ μς τ φανερώση λα. Ατν ναζητ, ατν προσδοκ, ατν περιμένω ν ποδεχθ. Τς λέει  ησος, γ πο σο μιλ εμαι. Μεγάλα κα παράδοξα θαύματα. Ατ πο σ πολλος ποστόλους κρυψε στν πόρνη ποκαλύπτει φανερά.

Στο
 Κλεόπα δν φανερώθηκε στος ποστόλους. λλ ταν νοιξε τ μάτια τους, ξαφανίστηκε, π μπροστά τους. Κι επαν ο μαθηταί· Δν εχαμε φωτι στν καρδι μας, καθς μς μιλοσε στ δρόμο κα μς ξηγοσε τς Γραφές; Δν φανέρωσε τν αυτ του σ’ κείνους, ν στ γυναίκα λέει, γ εμαι πο σο μιλ. Ατ μόνο στν Παλο τ καμε, πο νέβηκε ς τν τρίτο ορανό, κα ρπάχθηκε ς τν παράδεισο, κι κουσε νείπωτους λόγους κι πιασε στ δίχτυα του τν οκουμένη. Ατ τ καμε πι μπροστ στν Σαμαρείτισσα. Στν Παλο λοκάθαρα τ φανέρωσε π τν οραν κα το επε: «Σαλε, Σαλε, γιατ μ καταδιώκεις; Εναι σκληρ γι σένα ν λακτίζης τ καρφιά. Κα  Σαλος ρώτησε· ποις εσαι Κύριε; Κι κείνος ποκρίθηκε: Εμαι  ησος Χριστς, πο σ κυνηγς». Ατ τ λέει τώρα στν Σαμαρείτισσα: «Εμαι γ πο σο μιλ».

Στ
 μεταξ ρχονται ο μαθητς κα τν βρίσκουν ν μιλ μ τ γυναίκα. πόρησαν πο μιλοσε μ γυναίκα. Ατς πο συμβασιλεύει μ τν Πατέρα τν τελείωτη βασιλεία, μιλοσε μόνος σ μι γυνακα μόνη. κείνη μως φησε τ στάμνα της κα μπκε στν πόλη. φησε τ στάμνα της, γιατ γέμισε μ τ ζωνταν νερ κα φο μπκε φώναξε στος πολτες: λτε ν δτε κάποιον πο μο επε λα σα κανα. Μήπως εναι ατς  Χριστός; λτε ν δτε κάποιον.

Δ
ν επε, λτε ν δτε τν Θε νάμεσα στος νθρώπους, γι ν μ νομίσυν ο νθρωποι τι παραφρόνησε. Γι ν μν πον ο νθρωποι τι ατ εναι τρελλή. Πότε εδε κανες τν Θε ν περπατ; Πότε εδε κανένας τν Θε ν συναναστρέφεται μ τος νθρώπους; λτε ν δτε κάποιον πο μο επε λα σα κανα. Τος ξυπν τν πιθυμία ν βγον κα ν πιαστον. πως πιάστηκε στ δίχτυ, θέλει ν πιάση. Εδε να ουδαο κι χασε  δια στν ντίληψη το Κυρίου κι δηγε τος λλους ν φτάσουν π τν νθρωπο στν Θεό.

Πόρνη μ
 συνείδηση ποστόλου πο γινε π τος ποστόλους πι δυνατή. Γιατ ο πόστολοι περίμεναν ν συμπληρωθ λόκληρη  Θεία Οκονομία κα τότε ρχισαν τ’ ποστολικά τους κηρύγματα.  πόρνη μως πρν π τν νάσταση εαγγελίζεται τν Χριστό. λτε ν δτε κάποιον πο μο επε λα σα κανα. Διαλαλ τ μαρτήματά μου, γι ν δηγήσω σς. Γι ν δτε σες τν Θε πο φτασε στν κόσμο, πομπεύω τ σφάλαμτά μου. Κι ς προσκυνιέται  Χριστς πο δν ποστρέφεται τος μαρτωλούς. λτε ν δτε κάποιον πο μο επε λα σα κανα. Μήπως ατς εναι  Χριστός;

Πρόσεξε τ
 σοφία τς γυναίκας, πρόσεξε τν εγνωμοσύνη τς πόρνης. να μαρτημα τς επε  Χριστός, τν πορνεία μονάχα, κι κείνη φησε τ στάμνα κι τρεξε στν πόλη λέγοντας. λτε ν δτε κάποιον πο μο επε λα σα κανα. Κηρύττει ατν πο γνωρίζει τ πάντα, κηρύττει πι μεγαλόφωνα π τος ποστόλους. Δν τν εδε ν σηκώνεται π τος νεκρούς, δν εδε τν τετραήμερο Λάζαρο ν ξαναπροσκαλται π τν τάφο, δν εδε τ θάνατο ν φυλακίζεται, δν εδε τ θάλασσα ν χαλιναγωγται μ τ λόγια. Δν εδε τν πλάστη το δμ στν περίπτωση το τυφλο ν’ ναπληρώνη μ πηλ τ φυσικ λάττωμα, μως τν κεραμουργ το παραδείσου διαλαλοσε μ τ λόγο της. λτε ν δτε κάποιον πο μο επε λα σα κανα. Κι π τν πόλη κείνη τν Σαμαρειτν πίστεψαν σ’ ατν πολλο π τ λόγια τς γυναίκας, πο μαρτυροσε τι «μο επε λα σα κανα».
ς μιμηθομε κι μες ατ τ Σαμαρείτισσα κα χωρς ν νιώθουμε παράλογη ντροπ γι τ μαρτήματά μας, ν φοβώμαστε τν Θεό. Τώρα μως βλέπω ν γίνεται τ ντίθετο· δν φοβόμαστε ατν πο πρόκειται ν μς κρίνη, λλ τρομάζομε ατος πο δν μπορον ν μς βλάψουν σ τίποτα κα φοβόμαστε μ μς προσβάλλουν. Γι ατ τιμωρούμαστε γι’ ατ πο φοβόμαστε.

Α
τς πο ντρέπεται ν φανερώση τ’ μαρτήματα του σ νθρωπο, δν ντρέπεται μως ν τ πράξη μπροστ στ μάτια το Θεο, κα δν θέλει ν μολογήση κα ν μετανοήση, θ θεατριστ κείνη τ μέρα χι μπροστ σ’ να κα σ δύο, λλ στ μάτια λης τς οκουμένης. ς συνομιλήσωμε λοιπν μ τν Χριστό, γιατ κα τώρα νάμεσά μας στέκεται κα μς μιλ μ τ στόμα τν προφητν κα τν ποστόλων.
ς τν κούσωμε κα ς τν πιστέψουμε. ς πότε θ ζομε στ χαμένα. ταν ξοδέψουμε σκοπα τ χρόνο πο μς δόθηκε, θ πμε γι ν λάβουμε τν σχατη τιμωρία, γι τν σκοπη δαπάνη. Γι’ ατ μς φερε  Θες σ’ ατ τ ζω κα μς βαλε λογικ ψυχή, χι γι ν χρησιμοποιήσουμε μόνο τ ζω ατ λλ γι ν ργασθομε λοι γι τν πόκτηση τς μέλλουσας ζως. Γιατ τ’ λογα μόνο χρησιμοποιονται στ παροσα ζωή. Κι μες γι’ ατ χουμε θάνατη ψυχή, γι ν πράξουμε λα μ σκοπ τν κε ζωή, γι ν λάμψουμε κε, γι ν συμμετάσχουμε στ χορ τν γγέλων, γι ν εμαστε κοντ στ βασιλι γι πάντα, στος φθαρτους αἰῶνες.

Γι α
τ χει γίνει θάνατη  ψυχ κα τ σμα θ ξαναγίνη πάλι. Κι ν εσαι προσηλωμένος στ γήϊνα, ν εσαι προωρισμένος γι τν ορανό, κατάλαβε πόσο βαρι βρίζεις τ δωρητή, ταν κενος σο προτείνη τ ψηλ κα σ δν τ πολυλογαριάζεις κα τ λλάζης μ τ γήινα. Γι’ ατ κα μς πείλησε μ τ γέενα, φο τν περιφρονομε. Γι ν μάθης κε πόσα πολλ καλ χεις στερήσει τν αυτό σου. λλ ποτ ν μ συμβ ν δοκιμάσης τν κόλαση. Παρ φο εαρεστήσουμε, μακάρι ν πιτύχουμε τ αώνια γαθά μ τ χάρη κα τή φιλανθρωπία το Κυρίου μας ησο Χριστο. Σ’ ατν νήκει  δόξα κα  δύναμη καθς κα στν Πατέρα μαζί κα τ γιο κα ζωοπάροχο πνεμα, τώρα κα πάντοτε κα στος αἰῶνες. μήν 

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου