Παρασκευή 19 Μαΐου 2017

Ο ΧΡΙΣΤΟΣ ΤΟ ΚΕΝΤΡΟ ΤΗΣ ΑΝΘΡΩΠΟΤΗΤΟΣ
          Τοῦ Μητροπολίτου Φλωρίνης π. Αὐγουστινου Καντιώτου
Η θρησκεία μας, ἀγαπητοί μου, δὲν εἶνε ἕ­να παραμύθι, ἕνα ψέμα. Εἶνε ἡ μόνη ἀλη­θινὴ στὸν κόσμο. Δὲν τὸ λέμε ἐμεῖς· τὸ ἀποδεικνύουν τὰ πράγματα, ἡ ἱστορία εἴκοσι αἰώνων. Εἶνε δέντρο ποὺ δὲν τὸ φύτεψε ἄνθρω­πος ἀλλὰ ὁ Θεός. Κι ὅ,τι φυτεύει ὁ Θεός, ὅλοι οἱ δαίμονες δὲν θὰ μπορέσουν νὰ τὸ ξερριζώσουν. Θὰ σπάσουν τὰ τσεκούρια τους ἐπάνω του, μὰ ἡ ῥίζα του μένει ἀνεκρίζωτος.
Εἶνε ἀληθινὴ ἡ θρησκεία μας, διότι αὐτὸς ποὺ τὴν ἵδρυσε δὲν εἶνε ἁπλῶς ἕνας
μεγάλος ἄν­θρω­πος, ὅπως τόσοι ἄλλοι· εἶνε ὁ ἀληθι­νὸς Θεός. Ὅτι εἶνε ὁ Θεὸς τὸ ἀποδεικνύουν καὶ τὸ φωνάζουν τὰ ἄπειρα θαύματά του, ἡ ἁγία ζωή του, ἡ ἄφθαστη διδασκαλία του, καὶ τέλος τὸ ὅτι ὄντως ἀνέστη ἀπὸ τὸν τάφο. Τὸ χάρο καν­είς δὲ μπόρεσε νὰ τὸ νικήσῃ, οὔτε πλούσιος οὔτε ἐπιστήμονας οὔτε στρατηγὸς οὔτε βασι­λιᾶς. Τὸ χάρο πάλεψε καὶ τὸ νίκησε μόνο ὁ Χριστός· αὐτὸς εἶνε ὁ ἀληθινὸς Θεός.
Μὰ ἀφοῦ εἶνε ἀληθινὸς Θεός, θὰ ρωτήσε­τε, γιατί δὲν τὸν πιστεύουν ὅλοι; Δὲν θά ᾽πρε­πε νὰ ὑπάρχῃ οὔτε ἕνας ἄπιστος. Καὶ ὅμως ἀ­πὸ τὴν ὥρα ποὺ γεννή­θηκε καὶ βγῆ­κε στὸ δημόσιο βίο μέχρι ποὺ σταυρώθηκε καὶ ἀναστή­θηκε, ὁ κόσμος διαιρέθηκε ἀπέναντί του.
* * *
Πράγματι οἱ ἄνθρωποι ἔχουν χωριστῆ σὲ δυὸ παρατάξεις. Ἄλλοι μισοῦν τὸ Χριστὸ ὅσο τίποτε ἄλλο καὶ ἄλλοι τὸν λατρεύουν. Ἄλλοι εἶνε μὲ τὸ μέρος του καὶ ἄλλοι ἐναντίον του.
Ποιοί τὸν μίσησαν; Τὸν μίσησε ὁ Ἡ­ρῴδης. Μόλις ὁ Χριστὸς γεννήθηκε μέσα στὰ ἄ­χυρα τοῦ στάβλου, αὐτὸς ταράχτηκε καὶ τρόχισε τὰ μα­χαίρια του νὰ τὸν σφάξῃ. Τὸν φθόνησαν ἔ­πειτα οἱ φαρισαῖοι καὶ γραμματεῖς, ὁ Ἄννας καὶ ὁ Καϊάφας οἱ ἀρχιερεῖς. Τέλος ὁ μὲν Πιλᾶ­τος τὸν ἀδίκησε, οἱ δὲ ῾Ρωμαῖοι στρατιῶτες τὸν σταύρωσαν. Ὅλοι αὐτοὶ τὸν μίσησαν.
Καὶ ποιοί τὸν ἀγάπησαν; Οἱ ταπεινοὶ τῆς γῆς. Οἱ βοσκοί, ποὺ φύλαγαν τὴ νύχτα στὴ Βη­θλεὲμ τὰ πρόβατά τους καὶ ἄκουσαν τὸ ὁ­λόγλυκο τραγούδι τῶν ἀγγέλων «Δόξα ἐν ὑ­ψί­στοις Θεῷ καὶ ἐπὶ γῆς εἰρήνη, ἐν ἀνθρώποις εὐδοκία» (Λουκ. 2,14). Καὶ μέχρι σήμερα τέτοιοι ἄνθρωποι τὸν ἀγαποῦν. Στὰ ψη­λὰ βου­νὰ τῆς Πίνδου γνώρισα τσοπάνηδες, ποὺ δὲν μποροῦσαν νὰ πᾶνε στὴν ἐκκλησιά, ἀλλ᾽ ἅμα ἄκουγαν ἀπὸ μακριὰ νὰ χτυπᾷ ἡ καμ­πάνα, τοὺς ἔβλεπες νὰ γονατίζουν στὰ ἐξωκκλήσια καὶ νὰ βρέχουν τὴ γῆ μὲ δάκρυα.
Τὸν ἀγάπησαν ἀκόμα οἱ ἄνθρωποι τοῦ μόχθου, οἱ ἐργατικοὶ ἄνθρωποι, οἱ δουλευτάδες, αὐτοὶ ποὺ κοπιάζουν καὶ μοχθοῦν στὴ γῆ. Τὸν ἀγάπησαν ἰδίως οἱ ψαρᾶδες τῆς Γαλιλαίας, ποὺ ἔρριχναν τὴ νύχτα τὰ δίχτυα τους, γιὰ νὰ πιάσουν ψάρια καὶ νὰ ζήσουν τὶς οἰκογένειές τους· αὐτοὶ τὸν πίστεψαν καὶ τὸν ἀκολούθησαν. Καὶ μέχρι σήμερα, περισσότερο κι ἀπ᾽ τοὺς βοσκοὺς καὶ τοὺς γεωργούς, τὸν πιστεύ­ουν αὐ­τοὶ ποὺ δουλεύουν στὴ θάλασσα, οἱ ναυτικοί, ποὺ πλέουν μέσ᾽ στὰ ἄγρια πελάγη. Σπανί­ως θὰ βρῇς ναυτικὸ ἄπιστο καὶ ἄ­θεο. Μπρὸς στὰ πελώρια κύματα, ἐκεῖ στὸν Ἀτλαντικὸ ὠκεανό, ὅταν ἡ τρικυμία μαίνεται, ἡ ἀθεΐα σβήνει. Ὅλοι λένε «Παναγία Δέσποινα…», «Κύριε Ἰησοῦ Χριστέ…»· ὅλοι ἔχουν μέσ᾽ στὰ καράβια τους τὴν εἰκόνα τοῦ ἁγίου Νικολάου, τὴν εἰ­κό­να τῆς Παναγίας, τὴν εἰκόνα τοῦ Χριστοῦ.
Τὸν ἀγάπησαν λοιπὸν οἱ βοσκοὶ καὶ οἱ ἐρ­γα­τικοὶ ἄνθρωποι. Τὸν ἀγάπησαν ἀκόμα, περισ­σότερο ἀπὸ αὐτούς, – ποιοί; Τὰ παιδιά. Ὤ τὰ ἀθῷα παιδιά! Ἅμα ἔβλεπαν καὶ ἄκουγαν τὸ Χριστό, ἔτρεχαν πίσω του ὅπως τὰ ἀρνάκια πί­­σω ἀπὸ τὴν προβατίνα. Καὶ ὁ Χριστὸς τά ᾽παιρ­νε στὴν ἀγκαλιά του καὶ τὰ εὐ­λο­γοῦσε. Τὰ παι­διὰ ἦταν πάντα κοντά του. Τὴν ἡ­μέρα μάλιστα τῶν Βαΐων πῆραν κλαδιὰ στὰ χέρια καὶ ἔψαλλαν καὶ ὑμνοῦσαν τὸ Χριστό. Αὐτὸ προκάλεσε τὴν κακία τῶν ἀρχόν­των. Βλέπον­τας τὰ παιδιὰ καὶ τὸν κόσμο νὰ ζητωκραυγάζουν εἶπαν στὸ Χριστό· Πές τους νὰ σωπάσουν. Καὶ τότε ἐκεῖνος ἀπήντησε· Ἂν αὐτοὶ σωπάσουν, καὶ οἱ πέτρες θὰ φωνάξουν (Λουκ. 19,40).
Τὸν ἀγάπησαν ἐπαναλαμβάνω οἱ βοσκοί, οἱ ἐργατικοὶ ἄνθρωποι, οἱ ναυτικοί, τὰ ἀθῷα παιδιά. Τὸν ἀγάπησαν ―ἕνα σκαλὶ παραπάνω― ποιοί; Τὸ φωνάζει τὸ σημερινὸ εὐαγγέλιο – τί νὰ κάνουμε, αὐτή εἶνε ἡ ἀλήθεια. Παραπάνω κι ἀ­πὸ τοὺς δώδεκα μαθητὰς ἀγάπησαν τὸ Χριστὸ οἱ γυναῖκες. Ποιές γυναῖκες; Ὄχι γυναῖ­κες τοῦ συρμοῦ, ἐκεῖνες ποὺ χόρευαν στὰ πα­λάτια τοῦ Ἡρῴδη ντυμένες στὸ μετάξι, στὴν πολυτέλεια καὶ στὸ λοῦσσο· ὄχι νυχτερίδες τοῦ διαβόλου σὰν αὐτὲς ποὺ φωλιάζουν τώρα στὰ κέντρα διασκεδάσεως. Ὄχι αὐτές. Ἄλλες γυναῖκες. Δόξα τῷ Θεῷ ὑπάρχουν πάντα. Εἶ­νε οἱ νοικοκυρές, οἱ μανάδες ποὺ γέννησαν κι ἀνέθρεψαν παιδιὰ καὶ ξέρουν τί θὰ πῇ ζωή.
Τὸ Χριστὸ ἀγάπησαν ἰδίως οἱ γυναῖκες ποὺ λέει σήμερα τὸ εὐαγγέλιο· οἱ μυροφόρες. Αὐ­τές, ἐνῷ ἀκόμα ἦταν νύχτα καὶ κανείς δὲν τολμοῦσε νὰ βγῇ ἔξω ἀπὸ τὸ σπίτι κ᾽ ἐνῷ τὸν τάφο τοῦ Χριστοῦ φρουροῦσαν στρατιῶτες τῆς ῾Ρώμης, δὲν φοβήθηκαν οὔτε τῆς νύχτας τὰ σκοτάδια οὔτε τοὺς ῾Ρωμαίους στρατιῶτες οὔτε τοὺς γραμματεῖς καὶ φαρισαίους. Σὰν νὰ εἶχαν φτερὰ στὰ πόδια ―δὲν ἦταν γυναῖκες πλέον αὐτές, ἄγγελοι καὶ ἀρχάγγελοι ἦταν―, ἔφθασαν ἐκεῖ ποὺ ἦταν θαμμένος ὁ Χριστὸς καὶ ἔφεραν τὰ πολύτιμα δῶρα τους, τὰ μύρα.
Καὶ μέχρι σήμερα ἡ θρησκεία ―ἂς τὸ ποῦ­με― στηρίζεται στὴν καρδιὰ τῆς γυναίκας. Πηγαίνετε σὲ ὁποιαδήποτε ἐκκλησία, σὲ χωριὰ καὶ σὲ πόλεις· θὰ δῆτε, ὅτι τὸ μεγαλύτερο μέρος τοῦ ἐκκλησιάσματος ἀποτελοῦν οἱ γυναῖκες. Αὐτὲς ἐκκλησιάζονται, νηστεύουν, ἐξομολογοῦν­ται, κοινωνοῦν. Οἱ ἄντρες εἶνε σκληροὶ σὰν τὸν Ἡρῴδη, τὸν Ἄννα καὶ τὸν Καϊάφα. Καμμιά γυναίκα δὲν βλέπουμε στὰ Εὐαγγέλια νὰ πρόδωσε τὸ Χριστό, καμμιά δὲν τὸν σταύρωσε, καμμιά δὲν τὸν βλαστήμησε. Ἄντρες τὰ ἔκαναν αὐτά· ἄντρας ἦταν ὁ προδότης, ἄντρας αὐτὸς ποὺ τὸν ἀρνήθηκε, ἄν­τρες αὐτοὶ ποὺ τὸν κάρφωσαν. Οἱ γυναῖκες ἦταν πάντα κοντὰ στὸ Χριστό. Καὶ θὰ μείνουν μέχρι τέλους. Καὶ ἂν ὁ κόσμος ἀλλάξῃ κ᾽ ἐγ­καταλείψουν ὅλοι τὸ Χριστό, κοντά του θὰ μείνῃ πάντα ἡ μανούλα του, ἡ γυναίκα, ἡ ἁγία γυναίκα. Αὐτὴ εἶνε ἡ θρησκεία μας, ἀγαπητοί.
Σᾶς εἶπα κατηγορίες ἀνθρώπων ποὺ ἀγάπησαν τὸ Χριστό· εἶνε οἱ βοσκοί, οἱ ἐργατικοὶ ἄνθρωποι ποὺ δουλεύουν στὴ γῆ καὶ στὴ θάλασσα, τὰ παιδιά, οἱ μυροφόρες γυναῖκες. Καὶ μόνο αὐτοί; Τὸν ἀγάπησαν ἀκόμη καὶ οἱ ἄγριοι. Ἄνθρωποι ἄξεστοι, ποὺ δὲν εἶχαν σχολειὰ καὶ πανεπιστήμια καὶ δὲν ἔμαθαν γράμματα, ποὺ ἔζησαν μὲ τραχύτητα καὶ ἦταν μαθημένοι στὸ ἔγκλημα καὶ τὸ φόνο. Ἕνα χαρακτηριστικὸ παράδειγμα εἶνε ὁ ἅγιος Χριστοφόρος, ποὺ ἑορτάζει στὶς 9 Μαΐου. Ἦταν σὰν τὸ ἄγριο δέντρο, ποὺ ὁ Χριστὸς τὸ μπόλιασε καὶ ἔγινε ἥμερο. Ἀνῆκε σὲ οἰκογένεια ἀνθρωποφάγων. Ἦταν γίγαντας, ψηλὸς δυόμισυ μέτρα, μὲ γερὰ μπράτσα καὶ γροθιές. Τὸν πῆρε σωματοφύλακα ἕνας βασιλιᾶς. Μιὰ μέρα ὅ­μως εἶδε τὸ βασιλιᾶ νὰ τρέμῃ μπροστὰ σ’ ἕνα μάγο, ποὺ συνεργαζόταν μὲ τὸ διάβολο. Ἀφήνει λοιπὸν τὸ βασιλιᾶ καὶ πηγαίνει νὰ ὑπηρετήσῃ τὸ μάγο, ποὺ τὸν θεώρησε πιὸ δυνατό. Ἀργότερα ὅμως, περνώντας ἀπὸ μιὰ ἐκκλησία, εἶδε καὶ τὸ μάγο νὰ παραλύῃ μπροστὰ στὴ δύναμι τοῦ Χριστοῦ. Τότε ἄφησε καὶ τὸ μάγο καὶ ζήτησε νὰ ὑπηρετήσῃ τὸ Χριστό. Πίστεψε, μετανόησε, ἐξωμολογήθηκε, βαπτίστη­κε, ἔγινε Χριστιανὸς καὶ πῆρε τὸ ὄνομα Χριστοφόρος. Ἔζησε ζωὴ ἐνάρετη, ἔκανε θαύματα, καὶ τέλος μαρτύρησε γιὰ τὸ Χριστό.
* * *
Θὰ πῇ ἴσως κάποιος, ὅτι αὐτὰ συνέβαιναν σὲ ἄλλες ἐποχές, «τῷ καιρῷ ἐκείνῳ». Λάθος. Καὶ σήμερα, ἀγαπητοί μου, βλέπουμε νὰ πιστεύουν στὸ Χριστὸ ἰθαγενεῖς τῆς ᾽Αφρικῆς καὶ τῆς Ἀσίας. Ἄγριοι, ποὺ τρῶνε ἀνθρώπους, δέχονται τὸ κήρυγμα καὶ βαπτίζονται στὸ ὄ­νομα τοῦ Χριστοῦ. Ἐκλεκτοὶ ἱεραπόστολοι, λαμπρὰ παιδιά, φθάνουν ἐκεῖ, μὲ κίνητρο ὄχι τὰ λεπτὰ ἀλλὰ τὸν πόθο νὰ φωτίσουν τοὺς ἐν σκότει. Διακινδυνεύουν μέ­σα σὲ ἀντίξοες συν­θῆκες, καὶ πολλοὶ θυσιάζονται. Κηρύττουν τὸ εὐαγγέλιο. Κι ὅταν οἱ ἄ­γριοι ἀκοῦνε γιὰ τὸ Χριστό, πολλὲς φορὲς κλαῖ­νε. Γίνονται Χριστιανοὶ καλύτεροι ἀπὸ μᾶς. Καὶ ὑπάρχει φόβος ἡ Ὀρ­θοδοξία νὰ φύγῃ ἀπὸ μᾶς τοὺς «πολιτισμένους» καὶ νὰ πάῃ στοὺς ἀγρίους.
Δόξα σοι, Χριστέ, νῦν καὶ ἀεὶ καὶ εἰς τοὺς αἰῶνας τῶν αἰώνων! Τὰ ἄστρα θὰ πέσουν, ὁ ἥ­λιος θὰ σκοτισθῇ, ὁ κόσμος θὰ γίνῃ ἄνω – κά­τω, μὰ ὁ Χριστὸς θὰ μείνῃ. Ὅλα φωνάζουν· Αὐτὸς εἶνε ὁ ἀληθινὸς Θεός.
Παιδιὰ ποὺ μ᾽ ἀκοῦτε, ἀγαπῆστε τὸ Χριστὸ παραπάνω ἀπ᾽ τοὺς γονεῖς σας. Γυναῖκες ποὺ μ᾽ ἀκοῦτε, ἀγαπῆστε τὸ Χριστὸ παραπάνω ἀπ᾽ τοὺς ἄντρες σας. Ἄντρες ποὺ μ᾽ ἀκοῦτε, ἀγα­­πῆστε τὸ Χριστὸ παραπάνω ἀπ᾽ τὶς γυναῖκες σας. Ὅλοι ν᾽ ἀγαπήσουμε τὸ Χριστὸ πάνω ἀπ᾽ ὅλα. Γιατὶ ὁ Χριστὸς δὲν ἀπέθανε. Ζῇ καὶ βασιλεύει εἰς τοὺς αἰῶνας. Αὐτῷ ἡ δόξα καὶ τὸ κράτος εἰς τοὺς αἰῶνας τῶν αἰώνων· ἀμήν.
† ἐπίσκοπος Αὐγουστῖνος

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου