Ένα κορίτσι μόνο στη φωτιά του πολέμο
Γράφει η Ελένη Κονιαρέλλη – Σιακή
Φύσησε ο αέρας και τα κιτρινισμένα φύλλα του βιβλίου της ζωής φτερούγισαν πίσω, πιο πίσω, μισάνοιξαν, και σταμάτησαν εκεί τρεμουλιάζοντας. Σ’ αυτή τη σελίδα μόλις που φαινόταν ξεθωριασμένη από το χρόνο μία εικόνα. Ήταν ένα νεαρό κορίτσι που έσφιγγε στην αγκαλιά του κάτι μικρό τυλιγμένο σε μια
γαλάζια κουβέρτα, και έτρεχε στο χορταριασμένο χωράφι με τα λιόδεντρα που ήταν μπροστά του.
Χειμώνας 1940, και ο πόλεμος τυφλός και απειλητικός, ακουμπούσε το ένα του πόδι στην πατρίδα μας. Τα αεροπλάνα έσκιζαν τον ουρανό στα δύο και έσπερναν το θάνατο και την καταστροφή.
Ένα μικρό χωριό της Πελοποννήσου ήσυχο και αθόρυβο, δεν ήξερε πολλά για όλα αυτά που γίνονταν. Μάθαινε κάποιες λίγες ειδήσεις, που τις μετέφερε ο ένας στον άλλον έτσι όπως τις κατάλαβε ή και όπως τις φαντάστηκε. Άκουγαν ότι, τα αεροπλάνα που βούιζαν περνώντας από πάνω τους κάθε τόσο, έριχναν βροχή τις βόμβες, σκότωναν κόσμο, ερήμωναν χωριά. Μέχρι που ένα παγωμένο πρωί, πέταξε ο θάνατος και κοντά τους.
Από έναν ουρανό θυμωμένο, μουντό και ψυχρά αδιάφορο έπεσαν οι πρώτες βόμβες που έριξαν τα αεροπλάνα κοντά στο χωριό τους. Ο ανατριχιαστικός ήχος που ακούστηκε, λες και ερχόταν από τον Άδη, μαζί με φλόγες, καπνούς, ουρλιαχτά, από έντρομους ανθρώπους που τραβούσαν τα παιδιά και τους ηλικιωμένους για να τους βγάλουν από τα σπίτια τους, χωρίς να ξέρουν τι να κάνουν και πού να κρυφτούν, έκοβε την ανάσα και θόλωνε το μυαλό. Αυτό που έκαναν όλοι ήταν να τρέχουν φωνάζοντας την Παναγία.
Στο χαμηλό πετρόχτιστο σπίτι η πόρτα άνοιξε με ένα δυνατό χτύπημα, λες και οι πέτρες του μάλωναν, ούρλιαζαν, έκλαιγαν, έσπρωχνε η μία την άλλη, και οι φωνές τους ανακατεύονταν με μία νεανική φωνή που πάσχιζε να ηρεμήσει και να γλυκάνει το τσιριχτό κλάμα που ακουγόταν και που σαν κοφτερό μαχαίρι θαρρείς ότι έκοβε το χρόνο σε μικρά κομμάτια και από αυτά έπαιρνε το φως της ζωής.
Στην ορθάνοιχτη πόρτα του σπιτιού στάθηκε για λίγα λεπτά κλαίγοντας δυνατά μια κοπέλα γύρω στα 17. Αναμαλλιασμένη, φοβισμένη, με τα μάτια κατακόκκινα, ντυμένη ακατάστατα, με χοντρές κάλτσες στα αδύνατα πόδια της και χωρίς παπούτσια, έσφιγγε στην αγκαλιά της ένα μωρό, πολύ μικρό, ίσως λίγων εβδομάδων, τυλιγμένο σε χοντρά ρούχα και από πάνω κουκουλωμένο όλο με μια μεγάλη γαλάζια κουβέρτα. Δε φαινόταν καθόλου. Αν δεν ακουγόταν σα νιαούρισμα το κλάμα του, δε θα πίστευε κανείς ότι αυτό το «δέμα» που κρατούσε το κορίτσι και το έσφιγγε επάνω στο στήθος του, είχε μέσα ένα μωρό.
Η κοπέλα μπήκε τρέχοντας ξανά μέσα στο σπίτι και βγήκε στην πίσω αυλή του σπιτιού. Φαινόταν να τα έχει εντελώς χαμένα, και κατακίτρινη από το φόβο και την αγωνία, σήκωσε την κουβέρτα από μια άκρη και το πρόσωπό της γλύκανε, όπως γλυκαίνει και φωτίζει ο ήλιος ένα τρυφερό αδύναμο λουλούδι που φύτρωσε στην καρδιά του χειμώνα. Το μωρό ήταν το μικρό της αδερφάκι. Το φίλησε, το ξαναφίλησε, κόλλησε το μάγουλό της επάνω στο κουκλίστικο μουτράκι του, το χουχούλιασε, το έσφιξε επάνω της και…, όλα αυτά κράτησαν μόνο λίγα λεπτά γιατί ο τρόμος που έφερνε μαζί του το αεροπλάνο που πέρασε σφυριχτά από πάνω της την πισωγύρισε στην απόγνωση και την αγωνία.
Ήταν ένα κορίτσι πολύ νέο που μεγάλωνε μέσα στη χαρά της οικογένειας, που αν και ήταν φτωχή, κανείς δεν παραπονιόταν. Η μάνα και ο πατέρας δούλευαν όλη την ημέρα στη γη που είχαν και κατάφερναν – πολύ δύσκολα βέβαια – να μην πεινάσουν και να μεγαλώνουν τα παιδιά τους σωστά, γιατί ό, τι τους έλειπε το ζητούσαν από τον Θεό. Εκεί τους οδηγούσε η ακλόνητη πίστη τους. Τα παιδιά τους πολλά. Τρία κορίτσια, από τα οποία το μεγαλύτερο ήταν η 17χρονη κοπελίτσα, που μετά από λίγα γράμματα που έμαθε στο σχολείο ανέλαβε από μικρή το νοικοκυριό και όλες τις δουλειές του σπιτιού. Η βοήθειά της στους κουρασμένους γονείς ήταν πολύτιμη και γι’ αυτό και το δώρο που έστειλε ο Θεός στην οικογένεια και κυρίως στη «μικρή νοικοκυρά», ήταν ανεκτίμητο. Η μητέρα έφερε στον κόσμο μετά από 17 χρόνια ένα ακόμα μωρό, ένα αγοράκι, ένα αγγελούδι, που – χωρίς να το συζητά κανείς – έλειπε από το σπιτικό τους. Η μεγάλη κόρη, από τη γέννησή του, το έκλεισε στην αγκαλιά της με τόση λαχτάρα και χαρά, σα να ήταν ένα δικό της δώρο ο μικρός αδελφούλης που της έλειπε, και πολύ σοβαρά υποσχέθηκε: «Συνεχίστε τις δουλειές σας. Μην ανησυχείτε. Εγώ θα το μεγαλώσω…». Έτσι είπε και το γέμισε φιλιά. Και έτσι έγινε. Οι ημέρες κυλούσαν ήρεμα και ευλογημένα, μέχρι που ο απρόβλεπτος πόλεμος έκανε μια σκληρή επίθεση στη ζωή και στην ψυχή όλων των ανθρώπων, και για τη μικρή κοπέλα η επίθεση αυτή ήταν ακόμα πιο επικίνδυνη και καταλυτική, γιατί δεν ήξερε σχεδόν τίποτα για το σκοτεινό πρόσωπο του πολέμου που παντού από όπου περνούσε, έσταζε αίμα και ατελείωτο πόνο.
Το νεαρό κορίτσι στη βουή και του άλλου αεροπλάνου που πέρασε, τραντάχτηκε ολόκληρο, λες και το χτύπησε κεραυνός. Έσφιξε το μωρό στην αγκαλιά της, άρπαξε μια μεγάλη μαξιλάρα που βρήκε μπροστά της και κλαίγοντας σιγανά με ένα αναφιλητό ικεσίας, με μεγάλα βήματα πέρασε από την πίσω αυλή του σπιτιού της στο διπλανό λιοστάσι, κι εκεί στάθηκε με απόγνωση ανασαίνοντας βαριά. Το χωράφι ήταν καταπράσινο, γεμάτο από άγρια χορτάρια πυκνά, κολλημένα θαρρείς το ένα με το άλλο, και απεριποίητο καθώς ήταν, οι κορυφές τους έφταναν σχεδόν στο ύψος του κοριτσιού. Μπαίνοντας μέσα στο χωράφι, χάθηκε. Δε φαινόταν από πουθενά. Περπατούσε δύσκολα ανοίγοντας δρόμο με τα πόδια της, μέχρι που έφτασε κοντά σε μια μεγάλη ελιά, που τα χοντρά απλωμένα κλαδιά της μαζί με τα ψηλά αγριόχορτα, σχημάτιζαν στα μάτια της κοπέλας ένα καταφύγιο που θα προστάτευε το βρέφος, αφού είχε ήδη ετοιμάσει στο μυαλό της ένα σχέδιο. Έριξε τη μεγάλη μαξιλάρα στο υγρό χώμα, και επάνω σ’ αυτήν ακούμπησε με προσοχή το μωρό όπως ήταν ντυμένο με τα χοντρά ρουχαλάκια του, και τυλιγμένο ολόκληρο στην κουβέρτα ίδιο γαλάζιο δέμα. Άνοιξε μια γωνία της κουβέρτας, είδε το μουτράκι του, το ζέστανε με την αναπνοή της, και το ξαναέκλεισε στην κρυψώνα του. Η επόμενη κίνηση, που από πολλή ώρα είχε σκεφτεί να κάνει το κορίτσι, ήταν μια μαγική κίνηση καρδιάς. Χαμήλωσε μαλακά το σώμα της και με μεγάλη προσοχή έπεσε μπρούμυτα επάνω στο μωρό για να το προστατέψει από οτιδήποτε κακό, προτάσσοντας για στόχο το αδύνατο κορμί της. Μετά, άπλωσε τα χέρια της και τα έχωσε με όλη της τη δύναμη κάτω από τη μαξιλάρα που ζέσταινε τον πολύτιμο θησαυρό της. Σ’ αυτήν τη θέση έμεινε φοβισμένη και παγωμένη για πολλή ώρα. Πόση ώρα κανείς δεν ξέρει να πει. Ούτε και η ίδια. Τώρα οι τρομερές επιδρομές του θανάτου είχαν σταματήσει. Κάθε τόσο το κορίτσι άνοιγε λίγο από την άκρη την κουβέρτα για να ακούσει τη σιγανή αναπνοή του μωρού, που κοιμόταν ήσυχο και προστατευμένο κάτω από το σώμα της αδελφής του, που το προφύλαγε χωρίς να το πιέζει πουθενά.
Ξαφνικά, μια γνωστή πονεμένη φωνή που κάθε τόσο κοβόταν από τους λυγμούς, ξύπνησε τη σιωπή και γέμισε ανακούφιση τα μάτια της κοπέλας.
Γιώτα… Γιώτα… Πού είσαι; Πού είναι το μωρό μας; Το σπίτι μας είναι ορθάνοιχτο… Αχ, Θεέ μου… Πού είναι τα παιδιά μου;
Η δεκαεφτάχρονη κοπέλα σφίγγοντας το μωρό στην αγκαλιά της, τέντωσε το κεφάλι της επάνω από τις κορυφές που είχαν τα αγριόχορτα, και σήκωσε ψηλά το μωρό τυλιγμένο με την κουβερτούλα του, φωνάζοντας γεμάτη χαρά και περηφάνια:
Μάνα… Με βλέπεις; Εδώ είμαι στο λιοστάσι. Εδώ έκρυψα το μωρό και το σκέπασα με το σώμα μου. Νάτος… Νάτος… Τον βλέπεις το Γιωργάκη μας; Κλαίει γιατί έχει πεινάσει.
Η μάνα τρέχοντας και τρικλίζοντας βρέθηκε κοντά στα παιδιά της. Τα αγκάλιασε σφιχτά, τα χάιδευε, τα ψαχούλευε, και τα φιλούσε λες και δεν πίστευε ότι τα έβλεπε ζωντανά ανάμεσα στους καπνούς του οργισμένου πολέμου.
Ύστερα έστρεψε το κεφάλι της στον ουρανό κι έκανε τον Σταυρό της, ψιθυρίζοντας μόνο τις λέξεις: «Σ’ ευχαριστώ Θεέ μου…».
Σημείωση:
Η ιστορία αυτή είναι αληθινή.
Το δεκαεπτάχρονο τότε κορίτσι, η Γιώτα, «έφυγε» από τη ζωή πρόσφατα, σε ηλικία 92 χρονών. Δίπλα της καθόταν αμίλητος, με τα μάτια καρφωμένα στο γαλήνιο και χλωμό πρόσωπό της, ο αδελφός της Γιώργος.
Ελένη Κονιαρέλλη - Σιακή
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου