Παρασκευή 12 Μαΐου 2017

ΕΝΑ ΠΑΙΔΙ ΗΛΙΚΙΑΣ ΜΟΛΙΣ ... 92 ΕΤΩΝ !!!

Στο δρόμο του Θεού

(Εγράφη για τη Γιώτα Σιακκή)

Τῆς κ. Ἑλένης Κονιαρέλλη Σιακή
                                                                                       Λογοτέχνιδος

Σαν γρήγορα πουλιά περνούν στη ζωή μας τα χρόνια, αφήνοντας πίσω τους για δικό μας συνοδοιπόρο στο μέλλον άσβεστες μνήμες, άλλες ολόφωτες από στοχασμό κι αλήθειες και άλλες πικρές και ματαιόδοξες, γεμάτες απόγνωση και οδύνη. 
Οι μνήμες αυτές, δέσμιες στις ανυπότακτες σκέψεις μας, έρχονται και φεύγουν, ξαναγυρίζουν και ζωντανεύουν, κι εμείς ξεχωρίζουμε για να φυλάξουμε και να κρατήσουμε, σαν πολύτιμη
παρακαταθήκη κάποιες από αυτές σε σελίδες που θα φωτίζουν λυτρωτικά και τη δική μας ζωή. 
Οι λόγοι που μας οδηγούν να αναμοχλεύουμε τις σκοτεινές ατραπούς της εσωτερικής και εξωτερικής μας επικοινωνίας, είναι η αγωνία και το αδιέξοδο που συχνά χτυπά την πόρτα της ψυχής μας κι εμείς, ανήμποροι θεατές, ανατρέχουμε στο παρελθόν, επιθυμώντας με συντριβή και πόνο να μιλήσουμε, να θυμηθούμε και να ζυγιάσουμε τις προσωπικές μας δυνάμεις, βάζοντας στη ζυγαριά του χρόνου αντίβαρο κάποιους ανθρώπους που άφησαν στο πέρασμά τους ανεξίτηλα τα σημάδια τους και τις πράξεις τους, που ήταν πράξεις αγάπης, κατανόησης, μεγαλοσύνης, και προσφοράς προς το συνάνθρωπο, όταν αυτός ξεπερνούσε τα όρια της απόγνωσης.
Ένας τέτοιος άνθρωπος, μία γυναίκα, φορτωμένη στην πλάτη με πολλά χρόνια, ήταν και η Γιώτα μας, που πρόσφατα μας ξεγέλασε όλους και έφυγε από τη ζωή λέγοντας μόνο «Γυρίστε με στο πλάι… Τώρα θέλω να κοιμηθώ…». 
Θα μπορούσε κάποιος να πει ότι αυτά τα χρόνια, τα πολλά προβλήματα υγείας που την κυνηγούσαν τα αγνοούσε, τα περιφρονούσε και τα προσπερνούσε γενναία αποσιωπώντας τα και κρύβοντάς τα, γιατί δεν δεχόταν την αμφίδρομη πορεία των λέξεων: χρόνος – οίκτος και γηρατειά – θάνατος.
Στα ενενήντα δύο χρόνια της, διατηρούσε μια απίστευτα νεανική ψυχή, αλώβητη μνήμη, και λόγο γερό, δυνατό, και θεμελιωμένο έτσι όπως της τον έπλασε η μακρά πείρα της ζωής, με τα αμέτρητα γεγονότα, ευχάριστα και δυσάρεστα που της επεφύλαξε η ζωή.  
Οι συμβουλές της ξεχείλιζαν από την ισορροπίας μιας εφηβικής ψυχής, και αυτό τις έκανε περισσότερο πιστευτές και σίγουρες, γιατί ο συνομιλητής τη έβρισκε σε αυτές τις συμβουλές – που εκείνη δεν τις άκουσε ποτέ σε κάποιο σχολικό θρανίο της εποχής της – αλλά στο μυαλό της τις υπαγόρευε η καλοσύνη, η συμπόνια και η ατελείωτη επιθυμία να προσφέρει, να ευχαριστήσει, να βοηθήσει και να μοιραστεί με το συνάνθρωπο την οδύνη που απρόβλεπτα βασάνιζε τη ζωή του.
Την χαροποιούσε η ομορφιά, για ό,τι όμορφο υπήρχε στον ορίζοντά της. Φρόντιζε την εξωτερική της εικόνα να είναι πάντα προσεγμένη και την ενδιέφερε και η γνώμη των άλλων, όχι όμως όλων των άλλων, αλλά μόνο αυτών που εκείνη αξιολογούσε ότι ο λόγος τους ήταν σοβαρός και αληθινός, η συμπεριφορά τους σωστή και ειλικρινής, και γενικότερα η εικόνα τους ένα μέτρο πιο επάνω από τη δική της ανάβλεψη. 
Το χαμόγελο φώτιζε το πρόσωπό της, ανοίγοντας διάπλατα είσοδο υποδοχής για να περάσει η βοήθεια που λαχταρούσε να ακούσει ο συνομιλητής της και που θα τον διευκόλυνε να της ανοίξει την καρδιά του, ψάχνοντας να βρει κάποιες σπίθες παρηγοριάς και συμπαράστασης. Τότε το χαμόγελό της φωτισμένο απ’ τον ήλιο της ελπίδας, έβρισκε θέση στην καρδιά του συνανθρώπου, χωρίς να έχουν επιστρατευτεί λέξεις και υποσχέσεις πομπώδεις, παρά μόνο μία απλή αντικειμενική κρίση μιας απλής γυναίκας που δεν είχε πολλές γνώσεις, αλλά έκρυβε βαθιά στην ψυχή συγχώρεση, και αγάπη επενδυμένη με θρησκευτικότητα, σύνεση και πνευματική εξύψωση.
Αγαπούσε και απολάμβανε τη ζωή, γνωρίζοντας ότι είναι πολύτιμο Θείο Δώρο. Χαιρόταν τις γιορτές, τις εκδρομές, τις πολιτιστικές εκδηλώσεις, και με απίστευτη ευκολία ήθελε να μαθαίνει για το κάθε τι, σαν μικρό παιδί που πηγαίνει για πρώτη φορά στο σχολείο. Όμως, δεν σταματούσε εκεί. Δεν της ήταν αρκετό μόνο να ακούει. Με τόλμη έπαιρνες μέρος στις συζητήσεις για τα δρώμενα και με επιχειρηματολογία αιτιολογημένη έλεγε τις απόψεις της. Δε συζητούσε ποτέ για το θάνατο, και κάθε συζήτηση για αρρώστιες και ανθρώπινα βάσανα την πλήγωναν.
Όταν ήθελε να αφηγηθεί ένα γεγονός ήταν ιδιαίτερα περιγραφική και παραστατική, και για τα ευχάριστα θέματα το χιούμορ της ντυμένο με στολίδια υπερβολής, κρατούσε τον περίγυρο σε χαρούμενη εγρήγορση. 
Αυτή ήταν η Γιώτα μας! Η χαρά της ζωής!
Μια ευχάριστη δοξαριά στην πίκρα και στον πόνο του συνανθρώπου. Μια δυνατή δοξαριά που γλύκαινε και τη δική της πίκρα, καθώς την έκρυβε – όπως συνήθιζε να λέει – «στα χειρότερα» που συνέβαιναν γύρω της.
Και εδώ θα αναρωτηθεί κανείς: «Από πού αυτή η γυναίκα με την τόση καλοσύνη και φιλειρηνική διάθεση, αντλούσε τέτοια δύναμη ώστε να έχει καθαρή ενατένιση των πραγμάτων και των γεγονότων που συνέβαιναν γύρω της, ακόμα και σε τόσο μεγάλη ηλικία;». Η απάντηση είναι απλή. Εκτός από τα καλά στοιχεία του χαρακτήρα της – δώρα κι αυτά του Θεού - , η Γιώτα από μικρό κορίτσι μοίρασε τη ζωή της, το χρόνο της και την ψυχή της, σε δύο ιερούς χώρους: Το σπίτι του Θεού, δηλαδή την Εκκλησία και το πατρικό της σπίτι. Η εκκλησία γέμισε την καρδιά της με βαθιά πίστη και θρησκευτικότητα, και την έμαθε να παλεύει μέσα από την καταλυτική και αδυσώπητη πραγματικότητα της αμαρτίας. Τη δίδαξε – ίσως χωρίς κι εκείνη να το νιώσει έτσι – πώς θα υπερασπίζεται την αγάπη, το δίκαιο, την αλήθεια, και να κάνει τραγούδι την ελπίδα της θέωσης χάρη του ανθρώπου. Η εκκλησία την όπλισε με πνευματικό δυναμισμό, ώστε η ολόθερμη προσευχή της προς τον Πατέρα Θεό, να της επιτρέπει μια βαθύτερη επικοινωνία, μια δυνατή περισυλλογή, και κυρίως μια ιδανική διέξοδο στους προβληματισμούς της καθημερινότητας. Κοντά στο Χριστό κάθε μέρα για αυτήν ήταν γιορτή. Μένοντας πολλές ώρες δίπλα στους ιερείς στην εκκλησία, αλλά συχνά και ως φίλη και μέλος της οικογένειάς τους, άκουγε προσεκτικά τον λόγο τους, μάθαινε όλα όσα λαχταρούσε η καρδιά της, αντέγραφε τον εύρυθμο τρόπο της ζωής τους, και απ’ αυτή τη συναναστροφή, χρόνο με το χρόνο η Πίστη της στον Κύριο μεγάλωνε, θέριευε κι έδινε τις ορθές λύσεις και τις απαντήσεις στα πανανθρώπινα ερωτήματα που συναντά στην πνευματική του πορεία κάθε άνθρωπος που αγωνίζεται να γνωρίσει αφ’ ενός τον εαυτό του και αφ’ ετέρου να βιώσει Χριστόν.
Η έγνοια της να βοηθήσει με εράνους αυτούς που είχαν μεγάλη ανάγκη ήταν υποδειγματική κι επίμονη. Η φροντίδα της για την καθαριότητα και την ομορφιά της εκκλησίας, ο περίτεχνος στολισμός του Επιταφίου, η μέριμνα για τις Μυροφόρες που Τον πλαισίωναν, η μέγιστη δυνατή λάμψη της εικόνας της Παναγίας, πάντα και περισσότερο την ιερή ημέρα της γιορτής της, ήταν για τη Γιώτα ευφρόσυνη ανάγκη που έφερε την προσωπική της σφραγίδα και θα τη φέρει πάντα, καθώς θα γεννιέται ξανά και ξανά το φωτεινό παράδειγμα της Αγάπης και της Πίστης προς τον Κύριο Ιησού Χριστό, και στο συνάνθρωπο. 
Στη μακρόχρονη πορεία της ζωής της, «δίδαξε» καθαρότητα ψυχής και ελπίδα και οι ανθρώπινες αδυναμίες που, δυστυχώς, ευδοκιμούν παντού, στη δική της καρδιά δεν βρήκαν αρκετό χώρο ώστε να βλαστήσουν και να θεριέψουν, γιατί είχε επιλέξει για προσωπικό της δρόμο το δρόμο του Θεού και συνοδοιπόρους την Αρετή, την Πίστη και την Προσευχή.
Έχουν περάσει λίγες ημέρες, από τη στιγμή που η Γιώτα την ώρα του γαλήνιου ύπνου της, την πήρε ο Παντοδύναμος Θεός από κοντά μας. Γίναμε πιο φτωχοί από τη στέρηση της παρουσίας της, αλλά συγχρόνως και πιο πλούσιοι με την πολύτιμη παρακαταθήκη της υποδειγματικής ζωής της που μας κληρονόμησε.
Ευχή μας είναι, το χώμα που τη σκέπασε να είναι ελαφρό και η Πύλη του Παραδείσου ορθάνοιχτη στο πέρασμά της.
Ευχή μας είναι, το διάχυτο Χριστιανικό αίσθημα που γεννούσε η καρδιά της να γίνει ολόφωτος φάρος που θα μας οδηγήσει σε μια πνευματική διάσταση υπέρβασης και σωτηρίας σε μια διάσταση «εξ ύψους σωτηρίας» από τον Πανάγαθο Κύριο Χριστόν μας.
Ας είναι αιωνία η μνήμη της. 

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου