Ο ΧΗΡΟΣ ΙΕΡΕΑΣ ΚΑΙ ΤΟ ΑΚΤΙΣΤΟ ΦΩΣ
ΤΟΥ ΝΙΚΟΛ. ΒΟΪΝΕΣΚΟΥ
Στο ωραίο βιβλίο «Γνώσις και βίωμα της Ορθοδόξου
πίστεως» ο πατήρ Στέφανος
Αναγνωστόπουλος διηγείται: «Γνώρισα έναν υπέργηρο ιερέα με 70 χρόνια στην
ιεροσύνη. Χήρεψε από πολύ νωρίς, ύστερα από 12 χρόνια γάμου. Από την έγγαμη του
ζωή απέκτησε 7 παιδιά, τα οποία μεγάλωσε με πολύ μεγάλο κόπο, χωρίς να βάλει
άνθρωπο στο σπίτι του, ούτε συγγενή, για να βοηθήσει στη μαρτυρική ανατροφή
τους. Ταυτόχρονα έπρεπε να
αντιμετωπίζει όλα τα προβλήματα που έχει μια ενορία
με την πληθώρα των λειτουργικών και ποιμαντικών καθηκόντων. Παράλληλα έπρεπε να
αντιμετωπίζει με ηθική αξιοπρέπεια και το οξύ πρόβλημα της προσωπικής του
χηρείας, διότι ήταν νέος στην ηλικία άνθρωπος. Έτσι είχε βαθύτατο πόνο στην
καρδιά, που τον έβγαζε πολλές φορές, όταν λειτουργούσε.
Τα χρόνια κυλούσαν… κάποια όμως Κυριακή μηνός
Ιουλίου, καθ’ ον χρόνο λειτουργούσε και είχε φθάσει στον Χερουβικό ύμνο, τη
στιγμή που έκλινε το κεφαλάκι του και άρχισε να διαβάζει την ευχή, που ανήκει
αποκλειστικά και μόνο στον λειτουργό ιερέα: «Ουδείς άξιος των συνδεδεμένων ταις
σαρικαίς επιθυμίαις και ηδοναίς…» εντελώς απροσδόκητα άστραψε ο τόπος… σαν να
έγινε ένας δυνατός σεισμός, του οποίου η φωτοπλημμύρα εξαφάνισε τα πάντα γύρω
του: την κόγχη, τους τοίχους του αγίου Βήματος και όλον τον Ναό.
Κατακλύσθηκε από τόσο υπερκόσμιο φώς, που δεν
μπορούσε πλέον να το δει και έκλεισε τα μάτια του, πέφτοντας συγχρόνως στα
γόνατα μπροστά στην Αγία Τράπεζα. Δεν μιλούσε. Βουβάθηκε και δεν μπορούσε να
ανοίξει πλέον τα μάτια του από την εκτυφλωτική λαμπρότητα αυτού του φωτός των
χιλίων ηλίων…
Αργότερα
ομολόγησε τα εξής: «Ψυχοσωματικά όμως
μου δώρισε τόση γαλήνη, τόση ειρήνη και τόση θεία ευφροσύνη, που την
απολάμβανε κάθε κύτταρο της υπάρξεώς μου… Πολλά συναισθήματα ουράνια και πέρα
από κάθε λογική πλημμύρισαν την ψυχή μου, την καρδιά μου, το είναι μου, όλες
μου τις αισθήσεις, όλους τους πόρους του
σώματός μου, μέχρι και στα κόκκαλά μου εισήλθε η υπέρλογη αυτή ειρήνη
και μακαριότητα, που δεν ήθελα άλλο να ζήσω, αλλά να πεθάνω μέσα σε αυτήν την
ακατάλυπτη ευτυχία που ζούσα.
Δεν ξέρω πόση ώρα πέρασε… και να που όλα πέρασαν,
έφυγαν κι εγώ ήμουν ακόμη γονατιστός μπροστά στην Αγία Τράπεζα, εκστατικός και
τρισευτυχισμένος! Σαν αστραπή πέρασε ένας λογισμός και μου είπε: «Ένα λεπτό
ακόμη και θα πέθαινες… Η θεία μακαριότητα της Τριαδικής Βασιλείας του Θεού δεν
βαστάζεται από το ανθρώπινο σαρκίον».
Και τότε σηκώθηκα κατασυγκινημένος. Άλλωστε έξω ο
ιεροψάλτης είχε τελειώσει το Χερουβικό. Τελείωσα την ευχή, θυμιάτισα και με
φόβο, συντριβή και συγκίνησι πολλή έκανα την Μεγάλη Είσοδο. Τα βήματα μου όχι
σταθερά, αλλά και η εκφώνησις «Πάντων ημών μνησθείη Κύριος ο Θεός…» ήταν σαν
την κραυγή του ληστού πάνω στο σταυρό».
Τόσο δυνατή, συντετριμμένη και ικετευτική ήταν η
κραυγή του λειτουργού αυτού ιερέως, αλλά και τόση συγχρόνως η έκφρασις της
μεγάλης του ευγνωμοσύνης. Από τότε δόξαζε τον Θεό: και για τη χηρεία του και
για τα ορφανά παιδιά του και για την ανθρώπινη μοναξιά και για τις αρρώστιες
και για τα βάσανα και για τις ιερατικές του ταλαιπωρίες και για κάθε θλίψη της
ζωής του.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου