Γέροντας Ιάκωβος Βαλοδήμος-Ο θαυμαστός βίος του αγίου της Βίτσας Ζαγορίου
Οι γονείς του (ο πατέρας του λεγόταν Φώτιος) ήταν φτωχοί αλλά ευσεβείς. Δεν έμαθε γράμματα πολλά, αλλά τόσα, όσα του χρειάζονταν, για να μελετά τα ιερά βιβλία.
Το θέλημα του Θεού το έμαθε από τον Κων. Καλλίνικο στην Κωνσταντινούπολη που πήγε σε ηλικία 15 χρονών και εργαζόταν ως μικροπωλητής. Στα κηρύγματα του υπέροχου αυτού κληρικού βρήκε ό,τι ποθούσε η άδολη ψυχή του και άρχισε να ζει χριστιανική πλέον ζωή στην οποίαν τον βοήθησε ένας έμπειρος πνευματικός, στον οποίον εξομολογείτο. Ο πνευματικός του τον συνέδεσε με άλλους έξι εργατικούς και ευσεβείς νέους, οι οποίοι ζούσαν μαζί κοινοβιακά και αγωνίζονταν για τον πνευματικό τους καταρτισμό. Τέσσαρα χρόνια είχαν να φάνε κρέας, άν και νέοι και επάνω στην ανάπτυξή τους. Εξομολογούντο και κοινωνούσαν τότε κάθε εβδομάδα, μετά από μεγάλη προετοιμασία.Ήταν ο Πνευματικός του Οσίου Παϊσίου -Εζνεπίδη - όταν αυτός ήταν στην Κόνιτσα ως λαϊκός και αργότερα ως μοναχός στην Μονή Στομίου.
Ο Ευάγγελος υπέφερε από τη παιδική του ηλικία από πόνους στα δόντια του. Κάποιος ευσεβής καταστηματάρχης τον συμβούλευσε να καταφύγει στον Άγιο Αντίπα, που γιορτάζει στις 11 Απριλίου, για να θεραπευθεί. «Αυτόν να παρακαλέσεις και θα σε κάνει καλά». Αφού βρήκε την εικόνα του Αγίου την κορνιζάρισε, την κρέμασε επάνω από το προσκέφαλό του και έκανε εκεί την προσευχή του. Έμαθε επίσης και το απολυτίκιό του απ’ έξω και το έλεγε κάθε ημέρα. Ο Άγιος τον θεράπευσε και από τότε ως την ημέρα του θανάτου του, δόντι δεν τον ξαναπόνεσε. Σ’ όλη του τη ζωή έλεγε καθημερινά το απολυτίκιο και λειτουργούσε πάντοτε στις 11 Απριλίου, στην εορτή του, από ευγνωμοσύνη.
Από την Κωνσταντινούπολη ο π. Ιάκωβος με ολόκληρη την ομάδα του ήλθαν στο Άγιον Όρος για να μονάσουν. Μερικοί μάλιστα από αυτούς, μεταξύ των οποίων και ο π. Ιάκωβος, μετά από δοκιμασία και μεγάλη άσκηση, χειροτονήθηκαν ιερείς.
Ο π. Ιάκωβος έμεινε εκεί τρία χρόνια. Θέλοντας όμως να βοηθήσει την δυστυχισμένη του πατρίδα, τη Β. Ήπειρο, πήγε στην Αλβανία και τοποθετήθηκε ως εφημέριος σ’ ένα χωριό, κοντά στο δικό του και διέμενε στην Ι. Μ. της Παναγίας της επιλεγομένης «Ζωνάρια». Εργάσθηκε πολλά χρόνια μέσα στην Αλβανία προσπαθώντας να γνωρίσει σ’ όλους το θέλημα του Θεού και να συντηρήσει την εθνική συνείδηση των εκεί Ελλήνων που οι Τουρκαλβανοί ήθελαν να αλλοιώσουν. Για το λόγο αυτό κινδύνευσε επανειλημμένα και ο Θεός τον φύλαξε θαυματουργικά τρεις φορές από την μανία τους σώζοντάς τον από βέβαιο θάνατο.
Επειδή ήταν αδύνατη πλέον η εκεί παραμονή του, αναγκάσθηκε να εγκαταλείψει τα μέρη εκείνα και να έλθει στα Ζαγόρια το 1916, τα οποία ανήκαν τότε στη Μητρόπολη Δρυϊνουπόλεως και να εγκατασταθεί κοντά στο Μονοδένδρι σ’ ένα παλαιό και έρημο μοναστηράκι, του Προφήτου Ηλιού. Το ανακαίνισε και εγκαταβίωσε εκεί. Κοντά του έπαιρνε κατά καιρούς διαφόρους νέους, με το σκοπό να γίνουν ιερείς.
Ο Μητροπολίτης του έδωσε το οφίκιο του Αρχιμανδρίτη, αλλ’ ο π. Ιάκωβος ήταν τόσο ταπεινός, ώστε δεν έδινε καμία σημασία στα αξιώματα και τις διακρίσεις. Ουδέποτε φόρεσε επανωκαλύμαυχο και σταυρό, δηλαδή τα διακριτικά του Αρχιμανδρίτη.
Επιμελήθηκε ιδιαίτερα το θέμα του Μυστηρίου της Εξομολογήσεως γιατί δεν υπήρχαν πνευματικοί. Πολύς κόσμος στα Ζαγοροχώρια και στα Ιωάννινα, όταν κατέβαινε, εξομολογείτο σ’ αυτόν. Εντύπωση προξενούσε, ότι έδιδε, ως πνευματικός θεοφώτιστος, αυτός ο αγράμματος, λύσεις ορθότερες και κατευθύνσεις καλλίτερες, από αυτές, που έδιναν πολλές φορές πνευματικοί με θεολογική μόρφωση. Εντύπωση επίσης προξενούσε το ότι, άνκαι καλόγηρος αυστηρότατος, δεν παρουσίαζε ακρότητες και φανατισμούς.
Κάθε άνθρωπος του Θεού είναι αδύνατο να μην αντιμετωπίσει στη ζωή του θλίψεις και
βάσανα. Και ο π. Ιάκωβος δοκίμασε τις δικές του θλίψεις, με τη διαφορά, ότι γι’ αυτόν μερικές ήταν περισσότερο οδυνηρές. Η Μητρόπολη Ιωαννίνων, στην οποίαν υπαγόταν, το 1939 πίστεψε τις συκοφαντίες και τις ραδιουργίες μερικών και τον απέλυσε από την ενορία και τον έδιωξε και από το Μοναστηράκι του. Έτσι ο φτωχός Ιερομόναχος βρέθηκε πεταμένος έξω, στερούμενος των πάντων, γέρων, χωρίς να έχει τίποτε άλλο, εκτός από το τριμμένο ράσο του.
Και όμως κανένας πικρός λόγος ή παράπονο, για την αδικία, που του έκαναν, δεν ξέφυγε από τα χείλη του.Περισσότερο θλιβόταν διότι του πήραν την ενορία και δεν θα είχε πλέον πεδίον δράσεως, για να ωφελεί ψυχές.
Ο πνευματικός του τότε του συνέστησε να γυρίζει τα διάφορα χωριά, να διδάσκει τους Χριστιανούς, να τους νουθετεί και να τους εξομολογεί. Ο π. Ιάκωβος τα έθεσε αμέσως σε εφαρμογή.
Εννοείται ότι την εργασία του κατά την περιοδεία εκείνην την πρόσφερε δωρεάν. Είχε και μίαν αδελφή γερόντισσα και τυφλή. Αυτή γύριζε σε μερικά σπίτια και ζητιάνευε. Ό,τι είδους αλεύρι της έδιναν (από σιτάρι ή σίκαλη ή καλαμπόκι) το ανακάτευε όλο μαζί και το έψηνε στη στάχτη. Από αυτό το ψωμί, το ανακατεμένο με τη στάχτη, έπαιρνε στο ταγάρι του και πήγαινε στα γύρω χωριά, για να εργασθεί. Αυτή η εργασία έφερε ωφέλεια σε πολλές ψυχές.
Αργότερα είδε το σφάλμα της η Μητρόπολη Ιωαννίνων και τον επανέφερε στο αγαπημένο του Μοναστηράκι. Αλλ’ αυτός δεν έπαυε να εξορμά στα διάφορα χωριά της Ηπείρου, για να εξομολογεί και νουθετεί τους Χριστιανούς.
Όταν το 1940 τα Ελληνικά στρατεύματα νίκησαν τους Ιταλούς, όλοι με χαρά πανηγύριζαν και γλεντούσαν στην πλατεία του χωριού Βίτσα – Ζαγορίου. Συνέβη να περάσει από εκεί ο π. Ιάκωβος. Στάθηκε σε μία πέτρα, κτύπησε το ραβδί του και είπε: «Παιδιά μου, μη χαίρεσθε και μη το ρίχνετε έξω. Αντίς για γλέντια χρειάζεται προσευχή και παρακλήσεις στο Θεό. Οι Ιταλοί θα ξαναγυρίσουν στη Χώρα μας!». Δεν πέρασε πολύς καιρός και τα λόγια του γέροντα Ιακώβου έγιναν πραγματικότητα. Το 1941 οι Ιταλοί ξαναγύρισαν κατακτητές!
Ο π. Ιάκωβος έζησε και την εποχή του εμφύλιου πολέμου. Τότε προστάτευσε τον εχθρό του Καπετάν-Φωτιά και τον αδελφό του, όταν κινδύνευε η ζωή τους. Αφού τους φιλοξένησε, τους κάλεσε σε μετάνοια και συμφιλίωση με τον Θεό. Τότε εξομολογήθηκαν για πρώτη φορά. Μετά τους βοήθησε με τις συμβουλές του. Στη συνέχεια φρόντισε να τους φυγαδεύσει, αφού πρώτα τους μεταμφίεσε, ώστε να μην αναγνωριστούν από τους εχθρούς τους και κινδυνεύσουν.
Όχι μόνον στην κατοχή, αλλά και στον εμφύλιο πόλεμο διέτρεξε κινδύνους, αλλά ο Θεός τον διαφύλαξε κατά θαυμαστό τρόπο.
Ταξιδεύοντας βράδυ από τα Ιωάννινα στο Μονοδένδρι, κατά την κατοχή, έφθασε στη θέση Καρυές. Συνάντησε εκεί γερμανική περίπολο, η οποία με νεύματα τον υποχρέωνε να σταματήσει. Ο π. Ιάκωβος δεν κατάλαβε, ούτε είδε την περίπολο γιατί ήταν απορροφημένος στην προσευχή του και δεν σταμάτησε. Αμέσως δέχθηκε ριπή αυτομάτου όπλου αλλά δεν έπαθε τίποτε. Απλώς σταμάτησε όταν άκουσε τις σφαίρες να σφυρίζουν και αφού ύψωσε τα χέρια του προς τον ουρανό, συνέχισε την προσευχή του.Οι Γερμανοί στρατιώτες έμειναν έκθαμβοι όταν τον είδαν σώον και αβλαβή και πάλιν με νεύματα του έδειξαν τον δρόμο για να φύγει.
Κάποια ημέρα επέστρεφε από το χωριό Σουδενά, που λειτούργησε, στο Μοναστηράκι του, που απείχε δύο ώρες περίπου. Στον ερημικό εκείνο δρόμο βαδίζοντας προσευχόταν νοερά, όπως συνήθιζε πάντοτε.
Άνδρες του εθνικού στρατού ναρκοθέτησαν ένα σημείο του δρόμου. Κατέλαβαν ακολούθως το ύψωμα και παρακολουθούσαν, μήπως περάσει κανένας αντάρτης. Ξαφνικά βλέπουν να ξεπροβάλει ανύποπτος ο π. Ιάκωβος στο ναρκοθετημένο σημείο του δρόμου. Βάζουν τις φωνές για να τον προλάβουν:
-Παππούλη… Παππούλη... Αλλά ώσπου ν’ ακούσει ο π. Ιάκωβος, που ήταν προσηλωμένος στην προσευχή, την πάτησε την νάρκη που εξερράγη.
«Πάει ο φουκαράς ο Παππούλης», λένε οι στρατιώτες και τρέχουν στον τόπο του δυστυχήματος. Βλέπουν τον π. Ιάκωβο άσπρο από τη σκόνη, να τινάζει τα ράσα του, χωρίς να έχει πάθει τίποτε. Δεν μπορούν να συνέλθουν από την έκπληξή τους.
-Και δεν έπαθες, Παππούλη, τίποτε! είπαν με θαυμασμό.
-Πώς να πάθω, παιδιά μου; Αφήνει ο Θεός να πάθουμε τίποτε, αφού έλεγα την προσευχή μου; Και σας δεν θα σας αφήσει ο Θεός να πάθετε τίποτε, θα σας φυλάξει να γυρίσετε στα σπίτια σας. Μονάχα να πηγαίνετε με το δρόμο του Θεού. Να καθίσω, παιδιά μου, να εξομολογηθείτε, και μεθαύριο να σας λειτουργήσω να κοινωνήσετε;
-Ναι, παππούλη, απάντησαν όλοι τους με ένα στόμα συνεπαρμένοι από το θαύμα.
Ό π. Ιάκωβος ήταν ένας βιαστής του πνεύματος, ένας σύγχρονος Πατροκοσμάς, ένα φιλέρημο στρουθίο της αρετής, από τά έρημοπούλια της πίστεως, πού χτίζουν τις φωλιές τους στις απάτητες κορυφές της αρετής, καλλικέλαδο ώς προς την αδιάκοπη δοξολογία τού Θεού μας. Υπήρξε ο Οσιος Ασκητής του Μοναστηριού του Προφήτη Ηλία, στα ψηλώματα τών Ζαγοροχωρίων, στου οποίου το πρόσωπο διαπιστώνουμε περίτρανα για μια ακόμη φορά, ότι έχει και η εποχή μας τούς Αγίους της, αφού η αγιότητα είναι διαχρονικό φαινόμενό προς βεβαίωση τών λόγων τού Αποστόλου τών εθνών: «Όπου επλεόνασεν η αμαρτία, υπερεπερίσσευσεν η χάρις» (Ρωμ. ε’ 20).
Ο πατήρ Ιάκωβος ζούσε στα υψηλά.Δεν αναπαυόταν στα χαμηλά, αφού είχε υψηλές πνευματικές ανατάσεις και δεν συμβιβαζόταν με τη ζωή στα χειμαδιά της πνευματικής ζωής. Ανέπνεε τον καθαρό αέρα της ολοκληρωτικής αφιερώσεως στο έργο του ευαγγελισμού τών ψυχών και στη θεία Αγάπη. Προτιμούσε τη σκληρή ζωή τών στερήσεων και τών θλίψεων λέγοντας ότι «διά πολλών θλίψεων δει ημάς είσελθείν εις την Βασιλείαν τών Ουρανών» (Πράξ. ιδ’ 22). Κακουχία γι’ αυτόν σήμαινε αναψυχή. Στέρηση σήμαινε πλουτισμός. Λύπη και πειρασμός σήμαινε αγαπητική επίσκεψη του Θεού. Ήθελε να βιώνει την πτωχεία του Ιησού σέ όλο της το μεγαλείο. Είχε εγκαταλείψει τον εαυτό του στο θειο έλεος και από τον ουρανό αντλούσε δύναμη και υγεία.
Ασκητικός, γλυκύτατος, λαμπερός ό π Ιάκωβος, με απλά λόγια εξηγούσε το Ιερό Ευαγγέλιο στους πιστούς. Ο λόγος του ήταν βαθειά θεολογικός, αλλά απόλυτα κατανοητός και πάντοτε συμβουλευτικός. Για κάθε πρόβλημα έδινε μία λύση, η οποία ήταν πάντοτε η καλύτερη. Αν κάποιος έκανε σοβαρή αμαρτία τον συμβούλευε πατρικά και έδειχνε ιδιαίτερη ευαισθησία στη συκοφαντία, την οποία θεωρούσε μεγάλο ολίσθημα μισητό από τον ακατάκριτο Κύριό μας. Αυτή είναι διαβολή, έλεγε, και είναι βέβαιο ότι ο διάβολος είναι ο εφευρέτης της, αφού είναι ο πατέρας του ψεύδους.
Ο βίος του π. Ιακώβου ήταν στολισμένος με όλες τις αρετές, με καρτερία, σεμνότητα, εγκράτεια, Αγάπη και προ πάντων με την υψοποιό ταπείνωση. Γι’ αυτό κέρδισε και την Ουράνια Βασιλεία.
Στα χωριά πού περιόδευε ιεραποστολικά ο Γέροντας διδάσκοντας την ευσέβεια μαζευόταν όλη η γειτονιά να ακούσει τον ψυχωφελή λόγο του. Όταν του πρότειναν να φάει εκείνος έτρωγε μόνο δύο κουταλιές, πάντοτε νηστίσιμο, και ευχαριστούσε τούς πάντες. Μιλούσε και προφητικά λέγοντας:
«Μή χαίρεστε! Πίσω θα έρθουν χειρότερες ήμερες». Επίσης έλεγε: «Θα έρθει καιρός πού ο ένας δεν θα θέλει να δει τον άλλον. Θα αλλάξει ο κόσμος. Το μεγάλο ποτάμι δεν ήρθε ακόμη, πίσω είναι. Γι` αυτό εξομολογηθείτε, κοινωνήστε. Δεν ξέρουμε την ώρα μας. Θα έχετε όλα τά καλά, αλλά δεν θα τά χαίρεστε».
Στην εκταφή των λειψάνων του βρήκαν ένα λουλούδι στο κεφάλι του. Πώς να μή ανθήσει λουλούδι, όταν ο ίδιος ήταν το ρόδο της ασκητικής ζωής, το κρίνο της ιεραποστολική δράσεως και το ζουμπούλι της ψυχικής κενώσεως στις ανάγκες τών συνανθρώπων του; Το άνθισμα τού λουλουδιού έδειχνε την ευαρέσκεια τού ουρανού στους αγώνες τού Γέροντος Ιακώβου.
Στα δύσκολα χρόνια της πείνας και της ανέχειας, αν εξοικονομούσε καμιά οκά αλεύρι ή καμιά χούφτα φασόλια μπορούσε να πάει και δύο ώρες δρόμο σέ κάποιο χωριό, για να τα δώσει σέ φτωχές οικογένειες. Όλα για τούς άλλους! Τίποτα δεν κρατούσε για τον εαυτό του. Τά βράδια, στη μικρή ανάπαυση πού έδινε στον εαυτό του κοιμόταν κατάχαμα πάνω σέ ένα χράμι από γιδόμαλλο με μαξιλάρι μια πέτρα.
Στον εμφύλιο σπαραγμό πού έζησε σέ δυσχείμερα χρόνια τον ρωτούσαν:
-Γέροντα, πόλεμος γίνεται, φονικά βλέπουμε, με ποιόν να πάμε;
-Με αυτόν πού έχει το μικρότερο πειρασμό, απαντούσε, χωρίς να παίρνει θέση.
ΒΟΔΙΝΟ Άνω Δερόπολης .Το χωριό καταγωγής του Οσίου Πατρός Ιακώβου Βαλοδήμου.
Όταν την Μ. Τεσσαρακοστή του 1955 κλήθηκε στήν Κωνσταντινούπολη, για να Εξομολογήση τους πιστούς, δυσκολεύθηκε πολύ για να αποφασίσει.
Γιατί νομίζετε; Για να μην βγάλει τα ράσα.
Εκεί, ως γνωστόν, οι Τουρκικές αρχές απαγορεύουν το ράσο. Πώς να βγάλει το ράσο, πού το θεωρούσε αχώριστο σύντροφο της ιεροσύνης καί την οποία ιεροσύνη έλαβε από τον Θεό; Πώς να βγάλει το ράσο, το οποιον επί τρία τέταρτα αιώνος δεν αποχωρίστηκε ούτε στον ύπνο του; Πώς να βγάλει αυτός το ράσο, το όποιον έτμησε η μακραίωνα παράδοση;
Του φαινόταν oτι θα εμοντερνοποιείτο, του φαινόταν ότι θα έμοιαζε με κάτι θηλυπρεπείς κληρικούς πού είδε κάποτε στην Αθήνα με ψαλιδισμένα τά γένια, με κομμένα τά μαλλιά καί ξυρισμένο τους σβέρκο, καί για τους οποίους παρακαλούσε τον Θεό να τούς ελεήσει.
Του φαινόταν oτι θα έχανε την Ορθοδοξία, τήν Ιεροσύνη του, την πίστη του. «Λίγο - λίγο ξεφτίζει ο παπάς», έλεγε. Του φαινόταν, ότι με παντελόνι καί σακάκι -Ορθόδοξος αυτός παπάς- θα φαινόταν σαν σατανάς !...
Αλλά καί να μην υπακούσει στην φωνή του καθήκοντος; Να αφήσει τήν ευκαιρία πού του έδίδετο, για να πάρει «ψύχα μισθόν από τον Θεόν»; Να αφήσει χάριν του ράσου ψυχές ανεξομολόγητες; Τότε τί λόγο θα έδιδε στον Θεό. Εδώ ήταν ο κόμπος. Καί τον έλυσε.
Φόρεσε απ’ έξω από το αντερί του καί μέσα από το έξώρασό του ένα μαύρο καί μακρύ παλτό. Όταν πλησίασε εις τον έλεγχο τών Τούρκων, έβγαλε μόνον το έξώρασο το δίπλωσε στο χέρι του καί, φορώντας το παλτό, πέρασε ανενόχλητος.
Μόλις απομακρύνθη το ξαναφόρεσε καί περιεφέρετο με το ράσο καθ’ όλο το διάστημα τής παραμονής του στην Πόλη.
Η εκεί παραμονή του έφερε πολύ πνευματικό καρπό. Εξομολόγησε πολύ λαό.
Ιερά
Μονή Προφήτου Ηλιού (αναμεσα από Βίτσα και Μονοδέντρι Ζαγορίου) , όπου
μόνασε ο Όσιος Πατέρας Ιάκωβος Βαλοδήμος για μισό αιώνα.Εκεί βρήσκετε
και το σκήνωμά του.
Ο Πατριάρχης δεχθείς τον Άγιο Πνευματικό μετά πολλής χαράς καί ευλαβείας κράτησε αυτόν φιλοξενούμενο εις τά Πατριαρχεία καί διευκόλυνε αυτόν να δεχθή Χριστιανούς εις τον Πατριαρχικό ναό, εις τούς ιερούς ναούς Αγίου Δημητρίου, Κουτρουλούς, Μακροχωρίου, Πρώτης καί εις τήν Ιερά Θεολογική Σχολή Χάλκης. Συνεχάρη αυτόν για το έργο του, ευχαρίστησε για τήν έλευσή του καί κάλεσε αυτόν να επανέλθει καί πάλιν.
Κατά τήν επιστροφή του διήλθε από το Αγρίνιο. Παρ’ όλον τον κόπο του ταξιδίου λειτούργησε καί εν συνεχεία εξομολόγησε όλη τήν ημέρα χωρίς διακοπή. Τελείωσε αργά τήν νύκτα.
Καμπτόμενος τώρα από το βάρος του τόσου κόπου καί τών γηρατειών ανέβαινε τήν κλίμακα τοΰ Νοσοκομείου τής Χριστιανικής Κινήσεως, όπου θα διανυκτέρευε, μετά δυσκολίας. Τότε μία ευσεβής νοσοκόμα, έσπευσε να τον υποβοήθηση. Δεν δέχτηκε. Τόσο πολύ εφοβείτο τήν γυναίκα καί πρόσεχε τήν αγνότητα του! Μόλις τον άγγισε, τινάχτηκε σύγκορμος, σαν να τον δάγκωσε οχιά.
Όταν πάλιν του έδωσαν εκεί για να λειτουργήσει άμφια ωραία με χρώματα κτυπητά καί φανταχτερά ερώτησε: «Δεν υπάρχουν τίποτε μουντά;». ’Αν καί στο ζήτημα αυτό ορθοφρονούσε.
«Ο Ιερεύς, έλεγε, είναι υπηρέτης του Θεού καί πρέπει να ντύνεται καλά, όπως καί εκείνος πού υπηρετεί ετούτον τον βασιλέα, ο σερβιτόρος του δηλ. πού τον σερβίρει πρέπει να είναι καθαρός καί να ντύνεται καλά, έτσι καί ο Ιερεύς, πού είναι υπηρέτης του μεγάλου βασιλέως, πρέπει να είναι καλοντυμένος καί καθαρός καί προ πάντων εις το θυσιαστήριο».
ΤΟ ΤΕΛΟΣ
«Παραμένεις εν τω Μοναστηρίω;»
Κατά τήν κουρά του μοναχού ο ηγούμενος, μεταξύ άλλων ερωτήσεων, απευθύνει εις τον προσερχόμενο καί τήν ερώτηση• «Παραμένεις τω Μοναστηρίω»;
Ό μέλλων μοναχός απαντά «ναι τίμιε Πάτερ». Δίδει υπόσχεση, ότι θα παραμείνει εις το Μοναστήρι. Αυτή τήν υπόσχεση ο Ιερομόναχος Ιάκωβος τήν τήρησε μέχρι τέλους τής ζωής του.
Πολλές φορές τον κάλεσαν να εγκατασταθεί εις Ιωάννινα, Αγρίνιο ή Αθήνα μεταξύ πνευματικών αδελφών, πού τον αγαπούσαν καί θα είχε όλες τις ευκολίες καί ιδίως τώρα εις το βαθύ γήρας. ’Αλλ’ αυτός προτιμούσε τήν σκληρή ζωή της στερήσεως εις το φτωχό Μοναστηράκι του.
Η αγάπη προς το μοναστηράκι του τον έκαμε να επισκεφθή τήν Αθήνα. Ήταν ετοιμόρροπο καί ήρθε να ζητήσει χρήματα, για να το επισκευάσει, παρ’ όλα τά ογδονταπέντε του χρόνια. Επεσκέφθηκε καί τον από Ιωαννίνων Αρχιεπίσκοπο Σπυρίδωνα, ο οποίος γνώριζε την αγιότητά του. Τον βρήκε πρόθυμο. «Ό,τι θέλει ο πάτερ Ιάκωβος, που πάτησε τήν νάρκη καί δεν έπαθε τίποτε», είπε.
Όταν επισκεύαζε το Μοναστήρι αρρώστησε. Επήγε στο γιατρό. Του συνέστησε ανάπαυση καί αυστηρότατη δίαιτα. Αλλ’ αυτός δεν ευκαιρούσε να καθίσει. Έπρεπε να δουλέψει στο Μοναστήρι. Ούτε τα μέσα είχε για να κάμη δίαιτα. Ήταν πτωχός, είπαμε. Επί πλέον ήταν καί η νηστεία του Δεκαπενταύγουστου καί δεν είχε τίποτε άλλο από φακές, πού ήταν τελείως αντίθετες στην ασθένειά του. Το μόνο πού έκαμε μετά τον γιατρό, ήταν να πάει στην Εκκλησία καί να παρακάλεση τον προφήτη Ηλία. «"Άγιε μου Ηλία, βάλε το χέρι σου. Έχω βλέπεις μαστόρους. Τί θέλεις να μείνει το μοναστήρι σου;»
Εξακολούθησε εντατικά τήν δουλειά του καί έτρωγε καθ’ όλον τον Δεκαπενταύγουστο μεσημέρι - βράδυ φακές. Όταν τελείωσε, τον είδε πάλι ο γιατρός, ο οποίος δεν βρήκε ούτε ίχνος από τήν ασθένειά του. «Βλέπεις, του λέγει, για να κάμης ότι σου είπα, έγινες τελείως καλά». Καί που να ήξερε, ότι έκαμε τελείως τά αντίθετα!
Η εκδημία του...
Ό π. Ιάκωβος ζούσε για τήν Βασιλεία των ουρανών, τήν όποια προγευόταν απ’ εδώ. Όταν μιλούσε για την Βασιλεία του Θεού ήταν σαν να ήταν εκεί. Αυτή ήταν ο στόχος του, η σκέψης του, ο πόθος του. Αυτήν ευχόταν καί εις πάντα συνομιλητή του. «Καλά στερνά», έλεγε. Αυτό το ευχόταν καί εις τούς προϊσταμένους του Αρχιερείς.
Τίποτε από τον κόσμο αυτόν δεν του τράβηξε τήν καρδιά. Τουναντίον μάλιστα «υπωπίαζε καί δουλαγωγούσε το σώμα του». Καί είναι θαύμα πώς εκείνο το σαρκίο άντεξε στην τόση άσκηση καί κακουχία τόσα χρόνια. Ενενήντα χρόνια είχε στην πλάτη του. Τώρα ήλθε το πλήρωμα τοΰ χρόνου.Αφού σώθηκε από νάρκες και πολλούς ορατούς και αοράτους εχθρούς με τη Θεία συνέργεια και με θαύμα στους τρόπους πού μόνο σε Αγίους συμβαίνουν, ο π. Ιάκωβος κοιμήθηκε τις 15 Φεβρουάριου του 1960 ήσυχα και Άγγελοι Κυρίου παρέλαβαν τη μακαρία του ψυχή, για να τη μεταφέρουν στο θρόνο τού Έσφαγμένου Άρνίου. Ήταν ημέρα νίκης, ημέρα λυτρωμού, ημέρα θριάμβου, για το Γέροντα, πού έσπαγε το φράγμα της ύλης και πορευόταν στην αφθαρσία, στη ν αιωνιότητα, κοντά στο Χριστό μας, «όπου ήχος καθαρός έορταζόντων και βοώντων άπαύστως, Κύριε, δόξα Σοι.
Ήταν άρρωστος βεβαίως από τον Φεβρουάριο του 1959. Έπασχε από ουρία καί χρόνια ημικρανία. Αλλά τον Μάιο του 1959 έγινε θαυματουργικός τελείως καλά. Ξαναρρώστησε πάλι τέλος του 1959. Κατέβηκε στο Νοσοκομείο του Χατζηκώστα των Ιωαννίνων, πού το διευθύνει η Ιερά Μητρόπολη, καίτοι διά τον πατέρα Ιάκωβο oλες οι πόρτες ήσαν ανοικτές.
Οι ευσεβείς καί «τούς οφθαλμούς αυτών εξορύξαντες» θα του εδιδαν. Εκεί τον επισκέπτονταν πολλοί. Πάντα καί κάποιο καλό λόγο θα είχε για τον καθένα τους. Έβγαζε εκ του θησαυρού τής καρδίας του «καινά καί παλαιά». Τά λόγια του όλα ήσαν «αλάτι ήρτυμένα». Ουδείς φαντάζετε ότι θα έφευγε. Νόμιζαν ότι κάτι θα γίνει καί θαυματουργικός πάλιν θα σηκωθεί ό πάτερ Ιάκωβος, όπως καί τόσες άλλες φορές. Αυτός όμως προαισθανόταν τήν αναχώρηση του καί έλεγε εις κάθε επισκέπτη του. «Καλή αντάμωση». Μέχρι τέλους διατηρούσε τήν διαύγεια του πνεύματός του.
Οποία ήταν η έκπληξη όλων, όταν το άκουσαν! Έμειναν εμβρόντητοι. Θα έμεναν ορφανοί. Ήταν πατέρας όλων. Ήταν το στήριγμά τους εις τον αγώνα της αρετής.
Ήταν ο πρωτοπόρος οδηγός πού τούς έδειχνε τον ουρανό. Καί αυτός μεν «εξάρας τούς πόδας αυτού επί τής κλίνης αυτού ανεπαύθη έκ τών κόπων αυτού καί προσετέθη προς τούς πατέρας αυτού». Αυτοί όμως έμειναν μόνοι. Τρέχουν λοιπόν εις τον Ναό τοΰ Αγίου Νικολάου, πού είχε έναποτεθή το άγιο σκήνος του, για να πάρουν τήν ευχή του καί να τον δουν για τελευταία φορά.
Ο π. Ιάκωβος είχε αφήσει εντολή να ταφή στο αγαπημένο του Μοναστήρι, με το οποίον είχε συνδεθεί με τόσους πνευματικούς αγώνας, αγνώστους βεβαίως εις εμάς, γνωστούς όμως εις τον Θεό, από τον Όποιον θα λάβει τώρα τον «στέφανον της ζωής».
Τά Ζαγόρια εκείνες τις ήμερες είχαν αποκλεισθή. Είχε πέσει χιόνι πολύ. Οι ευσεβείς, πού τον συνόδεψαν υπέφεραν πολύ στη διαδρομή. Η Αγάπη τους όμως προς τον π. Ιάκωβο τά υπερνίκησε όλα.
Βρήκαν μπουλντόζες, άνοιξαν από τά χιόνια τον δρόμο καί τον επήγαν κατά τήν επιθυμία του εις τον προφήτη Ηλία του Μονοδενδρίου όπου καί ετάφη.
Ταπεινή υπήρξε η έξοδός του από τον κόσμο αυτό, όπως ταπεινή υπήρξε καί όλη του η ζωή. Η είσοδός του όμως εις τήν Βασιλεία του θεού ήταν θριαμβευτική, ασφαλώς. Ευαρέστησε εις τον Θεόν. Ο Θεός απέδειξε καί εις τήν παρούσα ζωή ότι έδέχθη τούς αγώνας του, διότι του παρείχε θαυματουργικός τήν προστασία, όπως είδαμε. Ο δε π. Ιάκωβος, από τήν Βασιλεία του Θεού, εις τήν οποία είναι ασφαλής καί ευτυχής, μάς φωνάζει: «Παιδιά μου προσοχή από τον μισόκαλον, προσοχή από τήν αμαρτία. Μή σάς παρασύρουν τά μάταια. Αγάπη στον Κύριό μας καί στον πλησίον μας. Σκοπός σας ο Παράδεισος, τά «επηγγελμένα αγαθά».
Κρίσεις για τον π. ΙΑΚΩΒΟ
Ό «Απ. Ανδρέας» το περιοδικό της Κωνσταντινουπόλεως έγραψε τά εξής επί τη εκδημία του, μεταξύ των άλλων:
"...Ζωή ασκητική, νηστεία συνεχής βίος ανεπίληπτος' άμωμος, απρόσβλητος. Κατέστη ο σπουδαιότερος εξομολόγος της περιφερείας καί ίσως ολοκλήρου τής Χώρας. Σ’ αυτόν τον ερημίτη τον απόκοσμο γέροντα, με τήν πίστη τήν πηγαία, πήγαιναν Υπουργοί, βιομήχανοι ζάπλουτοι, καθηγηταί, πρίγκηπες, Ιεράρχαι. Χωρικοί κτυπούσαν τήν θύρα του φτωχού του κελιού ώς αργά τήν νύκτα. Η μεγάλη ψυχή του αποπνευματωμένου Λευίτη σήκωναν άμαρτίας καί άνοιγε τήν χρυσή πύλη του φωτός καί τής μετανοίας εις πάμπολλες βαρύθυμες συνειδήσεις, διά να αλλάσσουν τρόπον ζωής.
Προ τινων ετών ήλθεν εις τα Πατριαρχεία, νοσταλγός της παλιάς του διάβας καί δοκίμασε βαθύτατη ευτυχία, όταν προσκύνησε έδώ καί εις άλλας Εκκλησίας καί έπανεύρεν ένα παλαιόν του φίλον, τον Αίδεσ. Δημήτριον Βαλλιάνον. Τον έχαρήκαμεν όλοι καί άπηλαύσαμεν τήν διδασκαλίαν του.
Τήν 15ην Φεβρουάριου 1961, με πολλήν λύπην έμάθομεν ότι εις ήλικίαν 91 έτών άνεπαύθη έν Κυρίω.
Ι.Μονή Πρ.Ηλιού - Βίτσα Ζαγορίου
ΛΕΙΨΑΝΟΘΗΚΗ Οσίου Πατρός Ιακώβου Βαλοδήμου .
Κατασκευάστηκε με έξοδα ευλαβών Χριστιανών με πρωτοβουλία του Δρος Χαραλάμπους Μπούσια - 2012.
ΕπίλογοςΛΕΙΨΑΝΟΘΗΚΗ Οσίου Πατρός Ιακώβου Βαλοδήμου .
Κατασκευάστηκε με έξοδα ευλαβών Χριστιανών με πρωτοβουλία του Δρος Χαραλάμπους Μπούσια - 2012.
Αυτός υπήρξε ό π. Ιάκωβος. Ομολογουμένως άγιος άνθρωπος. Το ομολογούν όλοι όσοι είχαν τήν ευτυχία να τον γνωρίσουν από κοντά. Είναι σύγχρονος άγιος των ημερών μας. Δυστυχώς όμως είναι άγνωστος ακόμη. Δεν τον επρόσεξε η Εκκλησία μας.
Ό,τι όμως δεν έγινε μέχρι σήμερα, ας γίνει τώρα. Είναι άνάγκη σ’ αυτή τήν στείρα εποχή από άγιους, να αξιοποιήση η Εκκλησία αυτό το ανεκτίμητο πνευματικό κεφάλαιο, τον π. Ιάκωβον. Ο κόσμος διψά για παράδειγμα καί αγιότητα.
Προσπάθησε καί σύ αναγνώστα, να κάμης γνωστή τήν ζωή του με τις συζητήσεις σου καί τήν διάδοση του βιβλίου αυτού εις όσο το δυνατό περισσότερους.
Θα φέρη πολλή ωφέλεια καί ασφαλώς θα βρεθούν άνθρωποι πού θα προσπαθήσουν να τον μιμηθούν πολύ ή λίγο στη ζωή τους...
Για τον πατέρα Ιάκωβο Βαλοδήμου κυκλοφορούν δύο βιβλία
1)Του αρχιμανδρίτη Χαράλαμπου Βασιλόπουλου«Πατήρ Ιάκωβος Βαλοδήμος.Ένας σύγχρονος Άγιος,1870-1960
2)Το
βιβλίο του Δρος Χαραλάμπους Μ.Μπούσια (Μεγάλου Υμνογράφου της των
Αλεξανδρέων Εκκλησίας) = "Ο Άγιος της Βίτσας Ζαγορίου Ιάκωβος Βαλοδήμος
".Αθήνα 2015.
ΠΗΓΗ: ΚΛΙΚ
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου