Ο ΧΡΟΝΟΣ Η ΖΩΗ ΚΑΙ Η ΑΓΑΠΗ. ΜΙΑ ΠΡΑΓΜΑΤΙΚΗ ΙΣΤΟΡΙΑ
ΓΙΟΣ: Γειά σου μπαμπά. Μπορώ νά σέ ρωτήσω κάτι;
ΜΠΑΜΠΑΣ: Ναί βεβαίως, τί είναι;
ΓΙΟΣ: Μπαμπά, πόσα βγάζεις σέ μία ημέρα;
ΜΠΑΜΠΑΣ: Αύτό δέν είναι δική σου δουλειά. Γιατί ρωτάς;
ΓΙΟΣ: Θέλω άπλά νά ξέρω. Σέ παρακαλώ πές μου, πόσα;
ΜΠΑΜΠΑΣ: Έστω, 20 €.
ΓΙΟΣ: ’Ώχ, άπάντησε τό παιδί, κι έσκυψε τό κεφάλι του κάτω.
ΜΠΑΜΠΑΣ: …
ΓΙΟΣ: Μπαμπά, σέ παρακαλώ, μπορείς νά μοϋ δώσεις 10 € ;
ΜΠΑΜΠΑΣ: (εξαγριωμένος) Θέλεις νά άγοράσεις κι άλλο παιχνίδι; Νά πας κατ’ εύθείαν στό δωμάτιό σου! Μέτρησε πόσα παιχνίδια έχεις καί μετά σκέψου γιατί θέλεις κι άλλα. Εργάζομαι σκληρά καθημερινά. Μοϋ ζητάς τά μισά χρήματα άπό όσα έβγαλα σέ μία κοπιαστική ημέρα γιά ένα παιχνίδι; Γιά εσένα δουλεύω σάν τό σκυλί όλη τήν ήμέρα. Τί άλλο θέλεις πιά;
Τό μικρό παιδί πήγε στεναχωρημένο στό δωμάτιό του, έκλεισε τήν πόρτα κι έβαλε τά κλάματα. Ό μπαμπάς τό ακούσε. «Καλό του κάνει λίγο κλάμα. Νά μήν τό κακομάθω κιόλας. Όλο παιχνίδια του άγοράζω…» σκέφτηκε. Σκεπτόμενος τήν έρώτηση του παιδιού νεύριαζε περισσότερο.
“Πώς τόλμησε νά μου κάνει τέτοια έρώτηση; Άπό τώρα μου ζητάει χρήματα;”.
Μετά άπό λίγη ώρα, καί άφού είχε ηρεμήσει άπό τήν άπαίτηση του γιου του, σκέφτηκε: “’Ίσως είναι κάτι πού πρέπει νά άγοράσει γιά τό σχολείο ό μικρός. Παιχνίδια μοϋ ζητάει, άλλά λεφτά… πρώτη φορά είναι. ’Ας τοΰ τά δώσω νά δώ τί θέλει…”.
Πήγε στό δωμάτιο τού παιδιού καί άνοιξε τήν πόρτα.
ΜΠΑΜΠΑΣ: Κοιμάσαι γιέ μου;
ΓΙΟΣ: Όχι μπαμπά.
ΜΠΑΜΠΑΣ: Σκεφτόμουν, ότι δέν σοΰ μίλησα σωστά νωρίτερα. Ήταν μία μεγάλη καί δύσκολη ήμέρα καί γύρισα πολύ κουρασμένος. Έδώ είναι τά 10€ πού μου ζήτησες.
Το παιδί έτρεξε κατ’ εύθείαν έπάνω του χαμογελώντας καί τόν άγκάλιασε πολύ σφιχτά. Τόσο σφιχτά δέν τόν ειχε ποτέ ξανά αγκαλιάσει.
ΓΙΟΣ: Σέ εύχαριστώ μπαμπά!
Ό γιός σήκωσε τό μαξιλάρι του καί έβγαλε άλλα 10€. Ό πατέρας άρχισε πάλι νά νευριάζει. Τό μικρό παιδί μέτρησε τά χρήματά του καί κοίταξε μέ χαρά τόν μπαμπά του.
ΜΠΑΜΠΑΣ: Γιατί θέλεις περισσότερα χρήματα έφόσον έχεις ήδη μερικά;
ΓΙΟΣ: Επειδή δέν είχα άρκετά, άλλά τώρα έχω! Μπαμπά, έχω 20€. Θέλω νά άγοράσω μία ήμέρα σου.
Θά σού δώσω έγώ τά χρήματα πού χρειάζεσαι αύριο μπαμπά. Μπορείς αύριο νά κάτσεις στό σπίτι μαζί μας;
Σέ παρακαλώ, κάτσε αύριο μαζί μας μπαμπά! Όλο λείπεις γιά δουλειά. Κάτσε έ’στω μία Κυριακή μαζί μας στό σπίτι. Θά ήθελα πολύ νά περάσουμε τήν ήμέρα όλοι μαζί. Έγώ, ή μαμά κι έσύ μπαμπάκα μου…
Ό πατέρας συγκλονίστηκε. Άγκάλιασε τό μικρό γιό του καί παρότι προσπαθούσε νά συγκρατηθεΐ, έκλαψε. Έκλαψε πολύ.
Αύτή ή άληθινή ιστορία είναι μία σημαντική ύπενθύμιση πρός όλους μας καί ιδιαιτέρως πρός τούς γονείς.
Δέν πρέπει νά άφήσουμε τό χρόνο νά περάσει άπό τά χέρια μας, χωρίς νά χαρίζουμε συχνά έστω καί λίγο άπό αύτόν στά παιδιά μας καί σέ όσους πραγματικά σημαίνουν κάτι γιά εμάς.
Όταν αύριο πεθάνουμε, ή έπιχείρηση γιά τήν οποία έργαζόμαστε θά μπορέσει εύκολα νά μάς άντικαταστήσει μέσα σέ λίγες ήμέρες, αν όχι ώρες. Άλλά ή οικογένεια καί οί φίλοι πού άφήνουμε πίσω θά βιώνουν έντονα τήν άπώλειά μας γιά το υπόλοιπο τής ζωής τους.
Ό χρόνος γιά τόν καθένα άπό εμάς είναι πολύτιμος, γιατί είναι άνεπανάληπτος. Δέν μπορούμε νά τον δημιουργήσουμε, ούτε νά τόν ανανεώσουμε. Όταν άφιερώνουμε χρόνο σέ ένα πρόσωπο, τού παραχωρούμε ένα μέρος άπό τή ζωή μας. Ό χρόνος μας είναι ή ζωή μας…
Έτσι, τό καλύτερο δώρο πού μπορούμε νά δώσουμε σέ κάποιον είναι ό χρόνος μας!
’Άς σκεφτούμε ποιός καί γιατί μάς χαρίζει τό σπουδαιότερο δώρο όλων…
’Άς σκεφτούμε σέ ποιόν άξίζει νά τόν χαρίζουμε κι εμείς…
’Άς μοιραστούμε τόν χρόνο μας μέ έκείνους πού αγαπάμε.
Αν σας άρεσε το θέμα προωθήστε το στους φίλους σας για να τους ενημερώσετε
ΠΗΓΗ: ΚΛΙΚ
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου