O IΔΕΩΔΗΣ «ΠΛΗΣΙΟΝ»
«Τίς ἐστί μου πλησίον;» (Λουκ. 10,29
ΣΗΜΕΡΑ
ἡ ἁγία μας Ἐκκλησία ὥρισε νὰ διαβάζεται ἡ παραβολὴ τοῦ καλοῦ
Σαμαρείτου. Εἶνε ἁπλῆ, ὅπως ὅλες οἱ παραβολὲς τοῦ Κυρίου. Ἀλλὰ κάτω ἀπὸ
τὴν ἁπλῆ διήγησι κρύβονται οἱ θησαυροὶ τῆς θείας διδασκαλίας.
Κάποιος νομικός, κάποιος δηλαδὴ γνώστης τοῦ νόμου τοῦ Μωϋσέως, πλησίασε
τὸ Χριστὸ καὶ τὸν ρώτησε· ―Τί νὰ κάνω γιὰ νὰ σωθῶ; Ὁ Κύριος τοῦ
ἀπήντησε· ―Νομικὸς καὶ θεολόγος εἶσαι, διαβάζεις τὸ θεῖο νόμο· τί λένε
λοιπὸν τὰ βιβλία; Ἐκεῖνος ἀπήντησε· ―Βλέπω ὡς πιὸ σημαντικὲς τὶς δύο
ἐντολές· ν᾿ ἀγαπήσῃς τὸ Θεὸ πάνω ἀπ᾿ ὅλα, καὶ τὸν «πλησίον» σου (Λουκ.
10,29) σὰν τὸν ἑαυτό σου. ―Καλὰ ἀπήντησες, λέει ὁ Χριστός· αὐτὸ νὰ κάνῃς
καὶ θὰ κληρονομήσῃς τὴν ἀληθινὴ ζωή. Αὐτὲς οἱ δύο ἐντολὲς περιέχουν τὴ
μεγάλη ἀρετὴ τῆς ἀγάπης. Ὁ νομικὸς ὅμως, θέλοντας νὰ δικαιολογηθῇ,
ρώτησε· ―Καὶ ποιός εἶνε ὁ «πλησίον» μου; Ὁ Χριστός, γιὰ νὰ τοῦ ἀπαντήσῃ,
εἶπε τὴν παραβολὴ τοῦ καλοῦ Σαμαρείτου.
Κάποιος ἄνθρωπος, λέει, κατέβαινε ἀπὸ τὰ Ἰεροσόλυμα στὴν Ἰεριχώ. Στὸ
δρόμο αὐτὸ παραμόνευαν λῃσταί, ποὺ ἔπιαναν τοὺς διαβάτες, τοὺς λῄστευαν
καὶ τοὺς σκότωναν. Ἔτσι ἔκαναν καὶ σ᾿ αὐτόν. Τὸν ἅρπαξαν, τὸν λῄστεψαν,
τὸν ἔγδυσαν, τὸν τραυμάτισαν, καὶ μισοπεθαμένο τὸν ἄφησαν κ᾿ ἔφυγαν.
Μέσα στοὺς πόνους του, βλέπει νά ᾿ρχεται ἕνας ἱερεύς. Λόγῳ τῆς ἰδιότητός
του περίμενε νὰ δείξῃ ἐνδιαφέρον – ἀλλοίμονο ἂν ὁ ἱερεὺς δὲν ἔχῃ ἀγάπη
γιὰ τὸν ἄλλο. Ἀλλὰ δυστυχῶς ὁ ἱερεὺς αὐτός, μόλις εἶδε τὸν τραυματία
ξαπλωμένο κάτω νὰ ζητᾷ βοήθεια, κέντησε τὸ ἄλογό του καὶ ἔφυγε δρομαίως.
Μετὰ νά ἕνας ἄλλος, λευΐτης αὐτός, ὑπηρέτης τοῦ ναοῦ τῶν Ἰεροσολύμων.
Οὔτε αὐτὸς τὸν λυπήθηκε· ἔφυγε ὅπως ὁ ἄλλος. Ὁ ἥλιος πήγαινε πιὰ νὰ
βασιλέψῃ καὶ τὸ θῦμα ἔμενε ἐκεῖ μὲ κίνδυνο νὰ πεθάνῃ ἀπὸ αἱμοῤῥαγία.
Τότε φάνηκε κάποιος ἄλλος. Ἦταν Σαμαρείτης, δηλαδὴ ἀλλόφυλος, ἐχθρός
του. Οἱ Σαμαρεῖτες εἶχαν μῖσος ἄσπονδο γιὰ τοὺς Ἰουδαίους, ὅπως κ᾿ οἱ
Ἰουδαῖοι γιὰ τοὺς Σαμαρεῖτες. Ἀλλὰ ὁ Σαμαρείτης αὐτὸς κατέβηκε ἀπὸ τὸ
ζῷο του καὶ τὸν πλησίασε. Περιποιήθηκε τὶς πληγὲς καὶ ἔδεσε τὰ τραύματά
του χύνοντας λάδι καὶ κρασί. Κι ἀφοῦ ἔκανε χρέη νοσοκόμου, μετὰ τὸν
ἀνέβασε στὸ ζῷο του καὶ τὸν πῆγε σ᾿ ἕνα πανδοχεῖο, δηλαδὴ ξενοδοχεῖο.
Ὅλη τὴ νύχτα ἔμεινε στὸ προσκέφαλό του. Τὸ πρωῒ τὸν ἐμπιστεύθηκε στὸν
ξενοδόχο λέγοντας· Ὅ,τι ἐπὶ πλέον δαπανήσῃς, ὅταν ξαναγυρίσω θὰ σοῦ τὸ
πληρώσω.
Τελείωσε ἡ παραβολή. Κι ὁ Χριστὸς ρωτάει τὸ νομικό· ―Ποιός ἀπ᾿ αὐτοὺς
τοὺς τρεῖς κατὰ τὴ γνώμη σου στάθηκε πλησίον σ᾿ αὐτὸν ποὺ ἔπεσε στοὺς
λῃστάς; Ἐκεῖνος ἀπαντᾷ· ―Αὐτὸς ποὺ τοῦ ἔδειξε εὐσπλαχνία. ―Πήγαινε
λοιπόν, τοῦ λέει ὁ Κύριος, καὶ κάνε κ᾿ ἐσὺ τὸ διο.
* * *
Ὁ Θεός, ἀγαπητοί μου, ἔπλασε τὸν
ἄνθρωπο κοινωνικό· τὸν ἔβαλε νὰ ζῇ μὲ ἄλλους. Γι᾿ αὐτὸ ὁ ἄνθρωπος
στενοχωριέται ὅταν μένῃ μόνος, νιώθει μοναξιά. Πλησίον του πρέπει νὰ
εἶνε οἱ γονεῖς, τ᾿ ἀδέρφια, οἱ συγγενεῖς, οἱ φίλοι του. Πρὸ παντὸς δὲ
στὸ ἀντρόγυνο πλησίον πρέπει νὰ εἶνε ὁ ἄντρας γιὰ τὴ γυναῖκα καὶ ἡ
γυναίκα γιὰ τὸν ἄντρα, ἀφοῦ μὲ τὸ ἱερὸ μυστήριο τοῦ γάμου ἑνώνονται μὲ
ἀκατάλυτο δεσμὸ καὶ δὲν εἶνε πλέον δύο ἀλλὰ μία σάρκα.
Σήμερα δυστυχῶς οἱ δεσμοὶ αὐτοὶ δὲν εἶνε ἰσχυροί. Οὔτε ὁ δεσμὸς τοῦ
γάμου. Στοὺς ἑκατὸ γάμους οἱ εἰκοσιπέντε διαλύονται καὶ οἱ ὑπόλοιποι δὲν
ἔχουν τελεία ἁρμονία. Τέτοια ἀγάπη καὶ ἑνότης ὑπῆρχε παλαιότερα στὰ
ἀντρόγυνα, ποὺ τὸ πρωῒ πέθαινε ὁ ἄντρας καὶ τὸ βράδυ πέθαινε ἡ γυναίκα.
Ποῦ εἶνε σήμερα ἡ ἀγάπη αὐτή! Ἔρχονται στιγμὲς ποὺ ὁ ἄνθρωπος μένει
μόνος. Λέει ὁ ψαλμῳδός· «Καὶ οἱ ἔγγιστά μου ἀπὸ μακρόθεν ἔστησαν», καὶ
οἱ πιὸ κοντινοί μου δηλαδὴ πῆραν ἀποστάσεις, ἀπομακρύνθηκαν ἀπὸ μένα
(Ψαλμ. 37,12).
Θ᾿ ἀπατηθῇς πολὺ ἂν νομίζῃς ὅτι πλησίον σου εἶνε τὸ παιδί σου κι ὅτι θὰ
μείνῃ κοντά σου νὰ σὲ γηροκομήσῃ. Πόσα παιδιὰ δὲν ἐγκαταλείπουν τοὺς
γονεῖς ἢ τοὺς στέλνουν σὲ γηροκομεῖα! Πλησίον μας πρέπει νὰ εἶνε ἡ μάνα,
ἡ σύζυγος, ὁ σύζυγος, τὰ παιδιά, οἱ συγγενεῖς, οἱ φίλοι, οἱ
συμπατριῶτες μας. Δυστυχῶς πολλὲς φορὲς δὲν εἶνε, εἶνε μακριά μας.
Ὁ μόνος ποὺ μένει ἀληθινὰ πλησίον, ὁ ἰδεώδης πλησίον, εἶνε ὁ Κύριος ἡμῶν
Ἰησοῦς Χριστός. Σαμαρείτη τὸν ἔλεγαν οἱ ἐχθροί του, ἔτσι τὸν
ἀποκαλοῦσαν περιφρονητικὰ οἱ φαρισαῖοι. Ἀλλ᾿ αὐτὸς κατέβηκε ἀπὸ τὸν
οὐρανό, βρῆκε τὸν πληγωμένο ἀπὸ τοὺς λῃστὰς ἄνθρωπο γιὰ νὰ τὸν
θεραπεύσῃ. Λῃσταὶ εἶνε οἱ πονηροὶ λογισμοί, τὰ πάθη, οἱ κακοὶ ἄνθρωποι·
λῃστὴς πρὸ παντὸς εἶνε ὁ σατανᾶς.
Αἱμοῤῥαγεῖ ὁ ἄνθρωπος καὶ ζητᾷ τὸν πλησίον. Καὶ ὁ Χριστὸς ἔρχεται κοντὰ
στὸν πληγωμένο, τὸν περιποιεῖται, καὶ τὸν ὁδηγεῖ στὸ πανδοχεῖο, ποὺ εἶνε
ἡ Ἐκκλησία μὲ τὰ ἅγια μυστήριά της. Ὁ Χριστὸς εἶνε ὁ ἰδεώδης πλησίον.
Ἕνας πατέρας τῆς Ἐκκλησίας μας λέει· Ὁ Χριστὸς γίνεται τὰ πάντα. Πεινᾷς;
εἶνε ὁ ἄρτος ποὺ τρέφει ψυχές. «Λάβετε φάγετε· τοῦτό ἐστι τὸ σῶμά μου»
(Ματθ. 26,26· Μᾶρκ. 14,22). Διψᾷς; εἶνε τὸ ὕδωρ τὸ ζῶν τὸ «ἁλλόμενον εἰς
ζωὴν αἰώνιον» (Ἰωάν. 4,14). Εἶσαι ἄῤῥωστος; εἶνε ὁ ἰατρὸς ψυχῶν καὶ
σωμάτων. Εἶσαι ἁμαρτωλός; Εἶνε ἡ σωτηρία. Ἐλάχιστοι δυστυχῶς τὸ
αἰσθάνονται. Οἱ περισσότεροι θεωροῦν τὸν ἑαυτό τους ἀπηλλαγμένο ἀπὸ
ἁμαρτίες. Μέσ᾿ στοὺς χίλιους ἕνας νιώθει τὴν ἁμαρτωλότητά του.
Ὁ Χριστὸς εἶνε ὁ πλησίον κάθε ἀνθρώπου. Εἶνε πλησίον τῶν παιδιῶν, γι᾿
αὐτὸ εἶπε· «Ἄφετε τὰ παιδία ἔρχεσθαι πρός με, καὶ μὴ κωλύετε αὐτά»
(Μᾶρκ. 10,14· Λουκ. 18,16). Εἶνε πλησίον τῶν πτωχῶν. Σὲ βοσκοὺς
φανερώθηκε, ποὺ ἄκουσαν τὸ «Δόξα ἐν ὑψίστοις…» (Λουκ. 2,14). Μὲ ψαρᾶδες
συνωμιλοῦσε, ποὺ ἔγιναν μαθηταί του. Ὁ Χριστὸς εἶνε πλησίον ὅλων τῶν
δυστυχισμένων. Καὶ ἂν σ᾿ ἐγκαταλείψουν ὅλοι, ἐσὺ πές· «Κι ἂν δὲν μοῦ
μείνῃ ἐντὸς τοῦ κόσμου, ποῦ ν᾿ ἀκουμπήσω, νὰ σταθῶ, ἐκεῖ ψηλὰ εἶν᾿ ὁ
Θεός μου· πῶς ἠμπορῶ ν᾿ ἀπελπισθῶ;» (Γ. Βερίτης).
* * *
Ν᾿ ἀκολουθήσουμε, ἀγαπητοί μου, τὸ
παράδειγμα τοῦ Χριστοῦ. Νὰ γίνουμε μικρογραφίες τοῦ Χριστοῦ, μιμηταὶ τῆς
ἀπέραντης ἀγάπης του. Νὰ κάνουμε ὅ,τι ἔκανε ἐκεῖνος. Διψᾷ ὁ συνάνθρωπός
μας; νὰ τοῦ δώσουμε νὰ πιῇ. Πεινᾷ; νὰ τὸν ταΐσουμε. Εἶνε γυμνός; νὰ τὸ
ντύσουμε. Ἂν ὅλοι ἔκαναν ὅ,τι ἔκανε ὁ Χριστός, ἡ γῆ αὐτὴ θὰ ἦταν
παράδεισος. Νὰ γίνουμε, ἀδελφοί μου, μικροὶ Χριστοί.
Νὰ γίνουμε πλησίον τῶν συνανθρώπων μας, ἂν θέλουμε τὴν φοβερὰ ἡμέρα τῆς
κρίσεως νὰ μὴν ἀκούσουμε «Πορεύεσθε ἀπ᾿ ἐμοῦ οἱ κατηραμένοι εἰς τὸ πῦρ
τὸ αἰώνιον» (Ματθ. 25,41). Ὁ Χριστὸς ἀγάπησε τὸν ἄνθρωπο καὶ στάθηκε
πλησίον σ᾿ αὐτόν. «Οὕτω γὰρ ἠγάπησεν ὁ Θεὸς τὸν κόσμον, ὥστε τὸν υἱὸν
αὐτοῦ τὸν μονογενῆ ἔδωκεν, ἵνα πᾶς ὁ πιστεύων εἰς αὐτὸν μὴ ἀπόληται,
ἀλλ᾿ ἔχῃ ζωὴν αἰώνιον» (Ἰωάν. 3,16).
Μόνη ἐλπίδα ὁ Χριστός. Καὶ ἡ ταλαίπωρη πατρίδα μας, ἡ Ἑλλάδα, ποὺ
ἐλπίζει ὅτι θὰ τὴν βοηθήσῃ ὁ ἄλφα ἢ ὁ βῆτα διεθνὴς ὀργανισμός, μάταια
περιμένει. Ἀπεδείχθη στὸ παρελθόν, ὅτι δὲν πρέπει νὰ στηρίζουμε τὶς
ἐλπίδες μας σ᾿ αὐτούς. Εἶνε ἕνα μυστήριο ἡ ἀχαριστία τῶν ἐθνῶν πρὸς τὴν
πατρίδα μας· προσέφερε ἀνεκτίμητες ὑπηρεσίες στὴν ἀνθρωπότητα, καὶ ὅμως
δὲν τὴν ἀγαποῦν. Τὸ 1922 συνέβη τὸ φοβερὸ δρᾶμα τῆς Μικρᾶς Ἀσίας.
Ἔσφαξαν τὰ ἄγρια θηρία τοὺς Χριστιανούς, γέμισε ἡ προκυμαία τῆς Σμύρνης,
τὰ πεζοδρόμια καὶ ἡ θάλασσα ἀπὸ αἷμα ἑλληνικό. Καὶ μέσα στὸ λιμάνι ἦταν
μεγάλα θωρηκτὰ τῆς Ἀμερικῆς, τῆς Ἀγγλίας, τῆς Γαλλίας, τῆς Ἰταλίας· δὲν
βοήθησαν τοὺς Χριστιανοὺς ποὺ σφάζονταν. Ὁ Ἀμερικανὸς πρόξενος, ποὺ
βρισκόταν ἐκεῖ, ἔγραψε ἔπειτα· ―Ὅταν σκέπτωμαι τὸ δρᾶμα τῆς Μικρᾶς
Ἀσίας, ντρέπομαι ποὺ εἶμαι ἄνθρωπος καὶ Ἀμερικανός…
Νὰ μὴν ἔχουμε ἐμπιστοσύνη καὶ νὰ μὴν περιμένουμε καμμιά βοήθεια ἀπὸ
ἀνθρώπινες δυνάμεις. Ἡ Ἑλλὰς ―νὰ τὸ πάρουμε ἀπόφασι― εἶνε
ἐγκαταλελειμμένη· μοιάζει μὲ τὸν ἄνθρωπο ποὺ ἔπεσε στοὺς λῃστάς.
Πολεμεῖτε διὰ μέσου τῶν αἰώνων. Εἶνε θαῦμα πῶς ζῇ. Ἀλλὰ ζῇ καὶ θὰ ζήσῃ
ὄχι μὲ τὴ συμμαχία τοῦ ἄλφα ἢ τοῦ βῆτα κράτους. Ζῇ καὶ θὰ ζήσῃ ὑπὸ ἕναν
ὅρο· ἂν καὶ ἐμεῖς πλησιάσουμε τὸ Χριστό. Ὅταν ὁ Χριστὸς εἶνε μαζί μας,
δὲν ἔχουμε ἀνάγκη ἀπὸ καμμιά ἄλλη συμμαχία. Ὁ Χριστὸς μᾶς φτάνει, γιὰ νὰ
φωνάξουμε κ᾿ ἐμεῖς τὸ «Γνῶτε ἔθνη καὶ ἡττᾶσθε, ὅτι μεθ᾿ ἡμῶν ὁ Θεός»
(Μέγ. ἀπόδ.).
Ἄντρες γυναῖκες παιδιά, νὰ ἔχουμε σύμμαχό μας τὸ Χριστό! Ἂς ἔρθουν νὰ
μᾶς πολεμήσουν. Θὰ ἀγωνιστοῦμε ὅπως οἱ πρόγονοί μας καὶ θὰ νικήσουμε,
δοξάζοντες Πατέρα Υἱὸν καὶ ἅγιον Πνεῦμα· ἀμήν.
† ἐπίσκοπος Αὐγουστῖνος
(ἱ. ναὸς Ἁγ. Τριάδος Πτολεμαΐδος 15-11-1992)
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου