Κυριακή 11 Σεπτεμβρίου 2016

ΟΙ ΑΡΕΤΕΣ ΤΟΥ ΟΣ. ΗΣΑΪΟΥ ΤΟΥ ΚΥΚΚΩΤΟΥ (τιμᾶται στὶς 10 Σεπτεμβρίου) [Χαρ. Μπούσιας]

Οἱ ἀρετὲς τοῦ Ὁσίου Ἡσαΐου, τοῦ Κυκκώτου

Ἡ μνήμη του τιμᾶται στὶς 10 Σεπτεμβρίου

Γράφει γιὰ τὴν «ΧΡ. ΒΙΒΛΙΟΓΡ». ὁ Δρ Χαραλάμπης Μ. Μπούσιας, Μέγας Ὑμνογράφος τῆς τῶν Ἀλεξανδρέων Ἐκκλησίας

.           Ὁ Ὅσιος καὶ θεοφόρος ἐρημίτης Ἡσαΐας, ὁ κτίτορας τῆς περίδοξης Μονῆς τοῦ Κύκκου, εἶναι ἕνα διαμάντι ἁγιότητος, ποὺ ἐπιζητοῦσε τὴν ἀφάνεια. Ἤθελε νὰ ζήσει κρυμμένος ἀπὸ τὸν κόσμο, ἀλλὰ ὁ Χριστὸς βρῆκε τρόπο νὰ τὸν κάνει γνωστὸ σ’ ὅλους μας. Γράφει ὁ Μέγας Ἀθανάσιος (Ε.Π.Ε. 11,666) «Κἂν οἱ Ἅγιοι κεκρυμμένως πράττωσι, κἂν λανθάνειν ἐθέλωσιν, ἀλλ’ ὁ Κύριος αὐτοὺς ὡς λύχνους δείκνυσι πᾶσιν, ἵνα οὕτως οἱ ἀκούοντες γινώσκωσι δυνατὰς εἶναι τὰς ἐντολὰς εἰς τὸ κατορθοῦν, καὶ ζῆλον τῆς ἐπ’ ἀρετῆς ὁδοῦ λαμβάνωσιν». Εἶναι ἀνάγκη, δηλαδή, νὰ ἔρχονται στὸ φῶς τέτοια φωτεινὰ παραδείγματα κρυμμένων Ἁγίων ποὺ ἐπιζητοῦν τὴν ἀφανεια, ὥστε οἱ ἄνθρωποι νὰ βλέπουν ὅτι δὲν εἶναι ἀνεφάρμοστες οἱ ἐντολὲς τοῦ Θεοῦ καὶ ν’ ἀποκτοῦν ζῆλο, γιὰ νὰ ζήσουν τὴν ἐνάρετη ζωή.
.             Ὁ Ὅσιος Ἡσαΐας ζοῦσε στὰ βουνὰ τοῦ Κύκκου στὸ τέλος τοῦ 11ου αἰῶνος. Κάποια ἡμέρα πῆγε γιὰ κυνήγι στὰ μέρη ἐκεῖνα ὁ Δούκας Μανουὴλ ὁ Βουτομίτης, ὁ ὁποῖος ἐστάλη στὴν Κύπρο ἀπὸ τὸν Ἀλέξιο τὸν Κομνηνό, νὰ καταστείλει τὸ κίνημα τοῦ Ραψομμάτη τὸ 1092. Ἐκεῖ συνάντησε τὸν ἐρημίτη, ποὺ δὲν ἔδωσε σημασία στὴν παρυσία του καὶ στὰ ἀξιώματά του, ἀλλὰ συνέχισε σιωπηρὰ τὴ νοερὰ προσευχή του. Ὁ Μανουὴλ ἐξέλαβε τὴν αὐστηρὴ σιωπὴ τοῦ Ὁσίου ὡς ἀδιαφορία πρὸς τὸ πρόσωπό του καὶ τὸν ράπισε. Σύντομα ὅμως ὁ Δούκας ἀρρώστησε βαριὰ ἀπὸ ἀνίατη ἀσθένεια καὶ ὑπέφερε πολύ. Εἶδε τότε στὸν ὕπνο του ἕνα ὄνειρο, ποὺ τὸν διέτασσε νὰ ἐπιστρέψει στὰ βουνὰ τοῦ Κύκκου, νὰ βρεῖ πάλι τὸν Ἡσαΐα καὶ νὰ ζητήσει συγχώρηση προκειμένου νὰ θεραπευθεῖ, πράγμα ποὺ ἔπραξε. Στὸ μεταξὺ ἡ Παναγία παρουσιάσθηκε στὸν ἐρημίτη καὶ τὸν παρότρυνε νὰ ζητήσει ἀπὸ τὸν Δούκα νὰ φέρει στὴν Κύπρο τὴ θαυματουργή της εἰκόνα, ποὺ βρισκόταν στὴν Κωνσταντινούπολη, στὸ παλάτι τοῦ αὐτοκράτορα Ἀλεξίου τοῦ Κομνηνοῦ. Ὁ Ἡσαΐας, πράγματι, μὲ τὴ θεία χάρη θεράπευσε τὸ Βουτομίτη καὶ τοῦ ζήτησε νὰ φέρει τὴν εἰκόνα τῆς Ἐλεούσας στὴν Κύπρο. Αὐτός, παρὰ τὸ ὅτι τὸ θεωροῦσε σχεδὸν ἀδύνατο, ὅμως δεσμεύτηκε νὰ τὸ προσπαθήσει.
~ Ὅταν ὁ Δούκας ἀργότερα ἐπέστρεψε στὴν Κωνσταντινούπολη, ἔμαθε ὅτι ἡ κόρη τοῦ αὐτοκράτορα ἦταν γιὰ καιρὸ ἄρρωστη μὲ τὴν ἴδια ἀσθένεια, ποὺ καὶ αὐτὸς εἶχε περάσει στὴν Κύπρο. Παρουσιάσθηκε τότε στὸν αὐτοκράτορα καὶ διηγήθηκε τὸ περιστατικὸ τῆς δικῆς του ἀσθένειας καὶ θεραπείας μὲ τὴ βοήθεια τοῦ ἐρημίτη Ἡσαΐα. Ἔτσι ὁ αὐτοκράτορας ἔστειλε καράβι στὴν Κύπρο, γιὰ νὰ μεταφέρει τὸν ἀσκητὴ στὴν Κωνσταντινούπολη. Ἐκεῖ, μόλις ὁ Ἡσαΐας ἄγγιξε στὸ χέρι τὴν ἄρρωστη βασιλόπαιδα, ἐκείνη θεραπεύθηκε. Τότε βρῆκε τὴν εὐκαιρία ὁ Ἡσαΐας νὰ ζητήσει, ἀντὶ γιὰ τὰ πλούσια δῶρα, ποὺ τοῦ ὑποσχέθηκε ὁ Κομνηνός, τὴ θαυματουργὴ εἰκόνα τῆς Θεοτόκου. Ἀπὸ εὐγνωμοσύνη, λοιπόν, ὁ αὐτοκράτορας ἀποφάσισε νὰ τοῦ δωρήσει τὴν εἰκόνα τῆς Ἐλεούσας. Τὴν ἀπόφασή του ὅμως αὐτὴ πρόλαβαν οἱ δισταγμοί του, γιατὶ δὲν ἤθελε νὰ στερηθεῖ ἕνα τέτοιο θησαυρό, ὅπως ἦταν ἡ θεομητορικὴ εἰκόνα. Κάλεσε, ἔτσι, ἕναν ἁγιογράφο καὶ τὸν παρακάλεσε νὰ ζωγραφίσει ἕνα πιστὸ ἀντίγραφο τῆς εἰκόνας, γιὰ νὰ τὸ δώσει στὸν Ἡσαΐα. Ὁ Θεὸς ὅμως ποὺ δὲν ἐμπαίζεται ἔδωσε αὐτὴ τὴ φορὰ κτύπημα στὸν ἴδιο τὸν αὐτοκράτορα, ποὺ ἀρρώστησε μὲ τὴν ἴδια ἀσθένεια τῆς κόρης του. Μετὰ τὴν ἀποθεραπεία του, πάλι μὲ τὴν εὐχὴ τοῦ Ἡσαΐου, χωρὶς δισταγμὸ ἔστειλε, καὶ μάλιστα μὲ βασιλικὸ πλοῖο, τὴν εἰκόνα στὴ Μεγαλόνησο. Αὐτὸς μὲ μεγάλη του λύπη ἀποχωρίσθηκε ἀπὸ τὴν ἁγία εἰκόνα, ἔστειλε ὅμως μαζί της καὶ οἰκονομικὴ βοήθεια, γιὰ νὰ κτισθεῖ τὸ Μοναστήρι της τοῦ Κύκκου, στὸ ὁποῖο τοποθετήθηκε τὸ πολύτιμο αὐτὸ εἰκόνισμα, ἔργο τοῦ Εὐαγγελιστοῦ Λουκᾶ. Κατὰ τὴ μεταφορὰ τῆς ἁγίας εἰκόνος ἀπὸ τὸ καράβι μὲχρι τὰ ψηλώματα τοῦ Κύκκου τὰ δένδρα ἔκλιναν τὶς κορυφές τους στὸ πέρασμά της σὲ ἔνδειξη χαρᾶς καὶ σεβασμοῦ πρὸς αὐτὴ καὶ πρὸς τὸν Ὅσιο ἐρημίτη.

   .            Ἀπὸ τὸ σύντομο αὐτὸ συναξάρι συνάγουμε τὰ ἑξῆς συμπεράσματα ποὺ χαρακτηρίζουν τὸν Ὅσιο Κτίτορα:

.              Ὁ Ὅσιος Ἡσαΐας ἦταν ἄνθρωπος τῆς σιωπῆς καὶ τῆς ἡσυχίας. Ἐπιθυμοῦσε νὰ ὁμιλεῖ μονάχα μὲ τὸ Δεσπότη Χριστὸ καὶ σιωποῦσε, γιὰ νὰ μὴ διακόπτεται ἡ συνεχὴς πνευματική του ἐπαφὴ μὲ Αὐτόν. Ἡ σιωπὴ θεωρεῖται ἕνα ἀπὸ τὰ ὅπλα τοῦ κάθε ἀνθρωπου, πού, παρ’ ὅτι ὁ λόγος του ὀφείλει νὰ εἶναι πάντοτε «ἅλατι ἠρτυμένος» (Κολασ. δ΄ 6), μὲ τὴ διαρκῆ σιωπή του μπορεῖ νὰ ἀποφύγει τὴ σχάση τοῦ νοός του, ποὺ προκαλεῖ διάρρηξη τῆς ἐπαφῆς του μὲ τὸ θεῖο, μὲ τὸν εὐεργέτη του Σωτήρα Χριστό. Ἄλλωστε καὶ οἱ ἀρχαῖοι ἔλεγαν: «Κρείττων τὸ σιγᾶν».
.          Δὲν εἶχε πτυχία, γιὰ νὰ ἐπιδείξει, ὁ Ὅσιος Ἡσαΐας. Δὲν σπούδασε σὲ περιώνυμα Πανεπιστήμια. Οἱ σπουδές του περατώθηκαν στὸ Πανεπιστήμιο τῆς ἐρήμου καὶ τὸν χαρακτήριζε ἡ θεοσέβεια καὶ γι’ αὐτὴν ἀναγνωρίσθηκε ὡς Ἅγιος. Συνέβη ἀκριβῶς τὸ ἴδιο, ὅπως καὶ γιὰ τὸ μεγάλο ἀσκητὴ τῆς Θηβαΐδος, Ἀντώνιο, γιὰ τὸν ὁποῖο πάλι ὁ Μέγας Ἀθανάσιος γράφει: «Οὐ γὰρ συγγραμμάτων οὐδὲ ἐκ τῆς ἔξωθεν σοφίας οὐδὲ διά τινα τέχνην, διὰ δὲ μόνην τὴν θεοσέβειαν ὁ Ἀντώνιος ἀνεγνωρίσθη» (Ε.Π.Ε. 11, 164). Ἡ θεοσέβεια τοῦ Ὁσίου Ἡσαΐα φαίνεται στὴν ἀσκητική του ζωὴ καὶ μάλιστα στὴν ἐπιμέλεια ποὺ ἔδειχνε γιὰ τὴν ψυχή του. Ἐμεῖς σήμερα ἐνδιαφερόμαστε περισσότερο γιὰ τὸ σῶμα παρὰ γιὰ τὴν ψυχή. Ξοδεύουμε πολλὰ χρήματα γιὰ τὶς ἀνάγκες τοῦ φθαρτοῦ σώματος καὶ ἀδιαφοροῦμε τελείως γιὰ τὴν ἀθάνατη ψυχή μας. Ἂν ἀρρωστήσει τὸ σῶμα, τρέχουμε σὲ γιατροὺς καὶ ἀγωνιοῦμε. Ἂν ἁμαρτήσει ἡ ψυχή, ἀμελοῦμε. Ὁ Ὅσιος Ἡσαΐας ἔκανε ἐντελῶς τὸ ἀντίθετο. Δὲν ἄφηνε τὸ σῶμα του νὰ παρασύρεται ἀπὸ τὶς ἡδονές, ἀλλὰ νὰ δουλαγωγεῖται αὐτὸ ἀπὸ τὴν ψυχή.
.             Ὁ Ὅσιος Ἡσαΐας ἦταν ἄνθρωπος «ταπεινὸς τῇ καρδίᾳ» (Ματθ. ια´ 29). Ζηλωτὴς τοῦ Θεανθρώπου Ἰησοῦ, ὅταν τὸν ράπισε ὁ Δούκας δὲν ἀντέδρασε· δὲν σήκωσε τὸ ἀνάστημά του καὶ τὴ φωνή του, γιὰ νὰ διαμαρτυρηθεῖ. Δὲν καταράσθηκε αὐτὸν ποὺ τὸν ράπισε. Κατέβασε τὸ κεφάλι καὶ ὑπέμεινε τὴν ταπείνωση, αὐτὴ ποὺ ὑψώνει τὸν ἄνθρωπο καὶ τὸν κάνει νὰ βγεῖ ἀπὸ τὸ σαρκικὸ κλουβί του καὶ νὰ πετάξει πρὸς τὶς ἄϋλες χορεῖες τῶν Ἁγίων Ἀγγέλων. Γι’ αὐτὸ ἔλαβε καὶ χάρη ἀπὸ τὸ Θεό, Αὐτὸν ποὺ «ταπεινοῖς δίδωσι χάριν» (Α´ Πέτρ. ε´ 5).
.             Ὁ Ὅσιος Ἡσαΐας ἦταν ἄνθρωπος τῆς ἐγρηγόρσεως καὶ τῆς σκληραγωγίας. Ἡ μακρόχρονη παραμονή του στὰ βουνὰ τοῦ Τροόδους καὶ ἡ διαμονή του σὲ σπήλαια βεβαιώνουν τὴ σκληρὴ ἀσκητική του πολιτεία. Γρηγοροῦσε καὶ προσευχόταν, «ἠμέλει καὶ κατεφρόνει ἑαυτοῦ» (Ε.Π.Ε. 11, 28). Ψελλίζοντας τὸ τροπάριο τῶν ἀχράντων παθῶν τοῦ Κυρίου μας: «Γρηγορεῖτε καὶ προσεύχεσθε, ἵνα μὴ εἰσέλθητε εἰς πειρασμόν· τὸ μὲν πνεῦμα πρόθυμον, ἡ δὲ σὰρξ ἀσθενής» χρησιμοποιοῦσε τὴν ἐγρήγορση σὰν ὅπλο κατὰ τοῦ δεινοῦ πολεμήτορος. Μᾶς διδάσκει, λοιπόν, ὅτι ὁ διάβολος δὲν κοιμᾶται. Ἀλλοίμονο ἂν μᾶς πιάσει στὸν ὕπνο. Μιὰ στιγμὴ νὰ ἀμελήσουμε, νὰ μὴν προσέξουμε, μᾶς ἔκλεψε τὴν ἀθάνατη ψυχή μας. Ὁ ποιητὴς γράφει: «Λίγο τὸ μάτι μας νὰ παραμείνει χωρὶς ἡνία ἕνα λεπτό, ἀνάβει μέσα μας πυρὸς καμίνι, ποὺ κατακαίει μας ὀδυνηρό».
.            Ὁ Ὅσιος Ἡσαΐας ἦταν ἀγωνιστὴς μεγάλος καὶ ἀγαποῦσε τὴν κακοπάθεια. Ἀγρυπνοῦσε τόσο πολύ, ὥστε πολλὲς φορὲς ὅλη τὴ νύκτα τὴν περνοῦσε ἄϋπνος. Ἔτρωγε λιτά, ὅ,τι εὕρισκε στὰ ψηλώματα καὶ στὶς ρεματιὲς τῆς Μαραθάσας καὶ κοιμόταν πάνω στὴ γῆ. Αὐτὰ σήμερα φαίνονται ὑπερβολικὰ σὲ μᾶς τοὺς ἀνθρώπους τῆς καλοπεράσεως, τῆς καλοφαγίας καὶ τῶν ἀνέσεων. Ἐμεῖς ζοῦμε, γιὰ νὰ τρῶμε. Ὁ Ὅσιος Ἡσαΐας ἔτρωγε, γιὰ νὰ ζεῖ. Ἐμεῖς θεοποιήσαμε τὴν ὕλη καὶ τὸν εὐδαιμονισμό, κι ἔτσι τρέφουμε τὸ θηρίο τῶν παθῶν. Τὰ πάθη νεκρώνονται μὲ τὴν ἄσκηση καὶ τὴ σκληραγωγία.
.              Ὁ Ὅσιος Ἡσαΐας χρησιμοποιοῦσε πολὺ τὸ ὅπλο τῆς προσευχῆς. Ὅπως ὁ σκοπευτὴς τότε σκοπεύει εὐκολώτερα, ὅταν εἶναι γονατιστός, ἔτσι ὁ Ὅσιος Ἡσαΐας πετύχαινε τὸ στόχο του, ὅταν ἦταν γονατιστὸς καὶ προσευχόταν. Προσευχόταν μὲ ἀγωνία, μὲ κραυγὴ πόνου, μὲ δύναμη. Καὶ πέτυχε νὰ θεραπεύει τοὺς ἀρρώστους καὶ νὰ μαλακώσει ἡ καρδιὰ τοῦ αὐτοκράτορα, ὥστε νὰ τοῦ παραδώσει τὴ θαυματουργὴ εἰκόνα τῆς Κυκκώτισσας. Δὲν εἶναι τυχαῖο ὅτι τὸ ὄνομά του μετὰ ἀπὸ τόσους αἰῶνες παραμένει γνωστό, ἀφοῦ «δίκαιοι εἰς τὸν αἰῶνα ζῶσι» (Σοφ. Σολομ. ε΄ 15). Δὲν ἡττήθηκε ἀπὸ τὸν πειρασμό, ἀλλὰ μὲ τὴν ἀδιάλειπτη προσευχή του ἔφθασε στὴ θέωση. Θωρακισμένος μὲ ὅπλο τὴν προσευχὴ ὁ Ὅσιος Ἡσαΐας ἐξοστράκιζε τὰ βέλη τοῦ ἐχθροῦ, τὰ κατ’ αὐτοῦ δολίως κινούμενα, καὶ εἵλκυε τὴ χάρη τοῦ Παναγίου Πνεύματος. Ὁ Διάβολος φοβᾶται τὴν ἁγιότητα, φοβᾶται τὸν ἄνθρωπο ποὺ εἶναι ταπεινός, ἀφιλάργυρος, ἐλεήμων, ἀόργητος, πρᾶος καὶ εὐσεβής.
.               Ὁ Ὅσιος Ἡσαΐας ἦταν δοχεῖο καθαρὸ τοῦ Παναγίου Πνεύματος καὶ εἶχε λάβει ὡς ἀντιμίσθιο τῶν ἀσκητικῶν του κατορθωμάτων τὴ χάρη τῶν ἰάσεων, χάρη ποὺ δίδεται μόνο στοὺς ἐκλεκτοὺς τοῦ Θεοῦ, στὰ πρόσωπα ποὺ ἀγωνίζονται γιὰ τὴν τελειότητα μέσα ἀπὸ ἀντίξοες συνθῆκες, στοὺς Ἁγίους μας. Θεράπευσε τὸ Δούκα Μανουὴλ τὸν Βουτομίτη ἀπὸ ἀνίατη ἀσθένεια, καθὼς καὶ τὴν κόρη τοῦ αὐτοκράτορα καὶ τὸν ἴδιο τὸν αὐτοκράτορα μὲ τὴ δύναμη τῆς προσευχῆς του. «Μὴ πάντες χαρίσματα ἔχουσιν ἰαμάτων»; (Α΄ Κορινθ. ιβ΄ 30) ἐρωτᾶ ὁ Ἀπόστολος Παῦλος. Ὁ Ὅσιος ἐρημίτης μας εἶχε προικισθεῖ ἀπὸ τὸ Θεὸ μὲ τὸ ἰαματικὸ χάρισμα.
.             Ὁ Ὅσιος Ἡσαΐας ἦταν ἀποδεκτὸς ἀπὸ τὴν ἄλογη φύση, ἀφοῦ ζοῦσε σὲ προπτωτικὲς καταστάσεις καὶ τὰ ἴδια τὰ ζῶα τοῦ δάσους μὲ τὴν παρουσίασή τους καὶ τὰ δένδρα μὲ τὴν κλίση τῶν κορυφῶν τους στὸ πέρασμά του ἔδειξαν τὸ σεβασμό τους ὄχι μόνο πρὸς τὴ χαριτόβρυτη εἰκόνα τῆς Κυκκώτισσας κατὰ τὴ μεταφορά της μέσα ἀπὸ τὰ δάση πρὸς τὸ δασύσκιο Τρόοδος, ἀλλὰ καὶ πρὸς τὸν ἴδιο τὸν Ὅσιο, ποὺ εἶχε ξεπεράσει μὲ τὴ σύντονη ἄσκησή του κάθε χοϊκὴ σχέση καὶ συναφεία. Μποροῦσε νὰ ὁμιλεῖ μὲ τὰ ζῶα καὶ τὰ φυτὰ καὶ νὰ δέχεται ἀπ’ αὐτὰ κινητικὲς ἀπαντήσεις. Ἡ Κύπρος καὶ τὰ βουνὰ τοῦ Τροόδους ἦταν ὁ κῆπος τῆς Ἐδὲμ γιὰ τὸν Ὅσιο Ἡσαΐα, ποὺ ζοῦσε σὰν Ἄγγελος, ὅπως οἱ προπάτορες Ἀδὰμ καὶ Εὔα στὸ Παράδεισο πρὶν ἀπὸ τὴν παρακοή, πρὶν ἀπὸ τὴν ὀδυνηρὴ πτώση, τῆς ὁποίας τὶς συνέπειες βιώνουμε ὅλοι μας καὶ γιὰ τὴν ἐπανένταξή μας στὸν Παράδεισο ἦλθε καὶ σαρκώθηκε στὴ γῆ μας ὁ Θεάνθρωπος Ἰησοῦς.

Δρ Χαραλάμπης Μ. Μπούσιας,
Μέγας Ὑμνογράφος τῆς τῶν Ἀλεξανδρέων Ἐκκλησίας

ΠΗΓΗ:   ΚΛΙΚ

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου