Κυριακή 18 Σεπτεμβρίου 2016

ΤΙ ΧΡΕΙΑΖΕΤΑΙ ΓΙΑ ΝΑ ΣΩΘΟΥΜΕ;
Μητροπολίτου Φλωρίνης π. Αὐγουστίνου Καντιώτου
«…Οὐ δικαιοῦται ἄνθρωπος ἐξ ἔργων νόμου ἐὰν μὴ διὰ πίστεως Ἰησοῦ Χριστοῦ» (Γαλ. 2,16)
ΖΟΥΜΕ, ἀγαπητοί μου, σὲ μιὰ ἐποχὴ μεγάλης ἀπιστίας. Ὑλισταὶ καὶ ἄθεοι λένε, ὅτι ἔτσι τυχαίως ἔγινε ὁ κόσμος, ὅλα ὅσα βλέπου­με. Κι ὁ ἄνθρωπος ἔτσι, λένε, ξεφύτρωσε, κ᾽ εἶνε κι αὐτὸς ἕνα ζῷο, ἐξελιγμένο βέβαια· ὅ­σο ἀναπνέει τόσο καὶ ζῇ, τὸ φτυάρι τοῦ νεκρο­θάφτη θέτει τελεία καὶ παῦλα στὴ ζωή του.
Ἀλλὰ δὲν εἶνε ἔτσι τὰ πράγματα. Ὁ ἄνθρωπος δὲν εἶνε μόνο ὕλη, κόκκαλα καὶ σάρκες· εἶνε καὶ πνεῦμα, ψυχὴ ἀθάνατη. Καὶ μόνο τὰ λόγια ποὺ εἶπε σήμερα ὁ Χριστὸς στὸ εὐαγγέλιο, ἀρκοῦν· «Τί ὠφελήσει ἄνθρωπον ἐὰν κερδήσῃ τὸν κόσμον ὅλον, καὶ ζημιωθῇ τὴν ψυ­­χὴν αὐτοῦ;» (Μᾶρκ. 8,36). Λόγια αἰώνια, ποὺ πρέπει νὰ τὰ προσέξουμε ὅλοι. Δὲν λέει «ἐὰν κερ­δήσῃ τὴν γῆν ὅλην», ἀλλὰ «τὸν κόσμον ὅ­λον». Προφήτευσε δηλαδὴ καὶ τὶς σημερινὲς διαστημικὲς κατακτήσεις. Γιατὶ αὐ­τὸ εἶνε «κόσμος»· δὲν εἶνε μόνο ἡ γῆ. Τὰ λόγια αὐτὰ κηρύττουν, ὅτι ὁ ἄνθρωπος εἶνε καὶ ψυχὴ ἀθάνατη.
Ὑπάρχει λοιπὸν ψυχή, Θεὸς πλάστης καὶ κριτής. Ὑπάρχει ἄλλος κόσμος, καὶ σήμερα – αὔριο φεύγουμε νὰ πᾶμε ἐκεῖ. Καὶ ὅπως ὅσοι πρόκειται νὰ ταξιδέψουν φροντίζουν γιὰ τὸ εἰσιτήριό τους, ἔτσι κ᾽ ἐμεῖς, ποὺ δὲν ξέρουμε πότε ἀναχωροῦμε γιὰ τὸ αἰώνιο ταξίδι, ἂς φροντίσουμε γιὰ τὸ εἰσιτήριό μας.
Καὶ ποιό «πρακτορεῖο» ἐκδίδει τὸ εἰσιτήριο αὐτό; Τὸ εἰσιτήριο, ἂν προσέξατε, μᾶς τὸ δίνει ὁ σημερι­νὸς ἀπόστολος. Τί μεγάλα λόγια ἔχει! Ἐγώ, λέει ὁ ἀπόστολος Παῦλος, ἤ­μουν φανατικὸς Ἰουδαῖος, τηροῦσα μὲ ἀκρίβεια ὅλα ὅσα διατάζει ὁ Μωσαϊκὸς νόμος. Κατάλαβα ὅμως, ὅτι μ᾽ αὐτὰ δὲν σῴζομαι. Αὐτὰ ἦταν τὸ φλοῦδι καὶ ὄχι ὁ καρπός, ἡ σκιὰ καὶ ὄχι ἡ πραγματικότης. Γι᾽ αὐτὸ ἄφησα τὴν ἰουδαϊκὴ θρησκεία καὶ ἦρθα στὸ Χριστιανισμό, πίστεψα στὸν Κύριον ἡμῶν Ἰησοῦν Χριστόν. Ἀπὸ τότε αἰσθάνθηκα τὴ λύτρωσι, τὴ σωτηρία, καὶ ἀγάπησα τὸ Χριστό. Καὶ δὲν ἡσυχάζω· μέρα – νύχτα γυρίζω τὸν κόσμο καὶ κηρύττω, ὅτι ὁ ἄνθρωπος «δικαιοῦται», σῴζεται, μὲ τὴν πίστι στὸ Χριστό· «διὰ πίστεως Ἰησοῦ Χριστοῦ» καὶ ὄχι «ἐξ ἔργων νόμου» (Γαλ. 2,16).
Στὰ λόγια αὐτὰ θὰ σᾶς παρακαλέσω νὰ δώσετε ἰδιαιτέρα προσοχή.

* * *
Γιὰ νὰ καταλάβουμε, ἀγαπητοί μου, τὰ λόγια αὐτά, πρέπει νά ᾽χουμε ὑπ᾽ ὄψιν ὅτι ὁ ἄν­θρωπος, ὄχι ὅπως εἶνε σήμερα ἀλλ᾽ ὅπως βγῆ­κε ἀπ᾽ τὰ χέρια τοῦ Δημιουργοῦ, ἦταν «καλὸς λίαν»· ἦταν τὸ τελειότερο δημιούργημα, πλασμένος «κατ᾽ εἰκόνα» καὶ «καθ᾽ ὁμοίωσιν» τοῦ Θεοῦ (Γέν. 1,31,26). Εἶχε τὸ νοῦ καθαρό, τὴν καρδιὰ ἀμόλυντη, τὴ θέλησι ἰσχυρὴ στὸ καλό. Ζοῦσε κοντὰ στὸ Θεό, εἶχε πραγματικὸ παρά­δεισο. Ἂν ἔμενε ἐκεῖ, θὰ ἀνέβαινε σκαλὶ – σκα­λὶ καὶ θὰ ἔφτανε νὰ γίνῃ ἕνας μικρὸς θεός, ὅπως λέει ἡ Γραφή (βλ. Ψαλμ. 81,6· Ἰωάν. 10,34).
Δυστυχῶς ὁ ἄνθρωπος δὲν ἔμεινε στὴν κο­ρυφὴ αὐτή. Ἔπεσε· καὶ ἀντὶ μικρὸς θεὸς κατρακύλισε καὶ τί ἔγινε; ζῷο, θηρίο, καὶ χειρότερος. Ὕστερα ἀπ᾽ τὸ προπατορικὸ ἁ­μάρτημα ὁ ἄνθρωπος διεφθάρη. Τὸ μυαλό του σκοτείνια­­σε, δὲ μπο­ροῦσε πιὰ ν᾽ ἀναγνωρίσῃ τὸ Θεό, κατήν­τησε νὰ λατρεύῃ εἴδωλα· ἡ καρδιά του μολύν­θηκε μὲ τὰ ἀγριώτερα αἰσθήματα· ἡ θέλησί του δὲν μποροῦσε πιὰ νὰ κάνῃ τὸ καλό.
Ὁ ἄνθρωπος ἔπεσε. Πῶς νὰ σᾶς παραστήσω τὴν πτῶσι του; Ὑποθέστε ὅτι κάποιος βαδίζει σὲ ἴσιο δρόμο, ἀλλὰ ὁ ἐχθρός του τοῦ ᾽χει στήσει κάπου παγίδα. Βλέπει πρασινάδα καὶ λουλούδια, κάτω ὅμως ἀπ᾽ αὐτὰ εἶνε ἕνας λάκ­κος βαθὺς 30 μέτρα. Τὸν ἑλκύουν τὰ λουλού­δια, πάει νὰ κόψῃ, καὶ ξαφνικὰ πέφτει μέσα. Προσπαθεῖ κατόπιν νὰ βγῇ. Ἀλλὰ δὲν εἶνε δυνατόν· γλιστράει καὶ πέφτει πάλι μέσα στὸ λάκ­κο. Ἀρχίζει νὰ φωνάζῃ, ἔρχονται ἀπὸ πάνω διάφοροι, προσπαθοῦν νὰ τὸν βγάλουν, μὰ τίποτα. Ἔτσι κάπως ξεγέλασε τὸν ἄνθρωπο ὁ διάβολος. Τοῦ ἔστρωσε ἐπάνω λουλούδια ἡ­δονῆς. Ὁ ἀφελὴς πῆγε νὰ τὰ κόψῃ, καὶ ἔπεσε μέσα στὸ λάκκο· εἶνε τὰ λόγια ποὺ ἀκοῦμε τὸ πρωὶ στὸν ἑξάψαλμο· «Ἔθεν­τό με ἐν λάκκῳ κατωτάτῳ, ἐν σκοτεινοῖς καὶ ἐν σκιᾷ θανάτου». Μ᾽ ἔρριξαν, λέει, Θεέ μου, μέσα σ᾽ ἕ­να λάκκο βαθὺ καὶ σκοτεινό, γιὰ νὰ πεθάνω ἐκεῖ (Ψαλμ. 87,7). Ἔτσι ἦταν π.χ. ὁ λάκκος ποὺ ἔρριξαν τὸν Ἰωσὴφ τὰ ἀδέρφια του· καὶ ἂν δὲν πήγαινε ὁ ῾Ρουβὴν νὰ τὸν βγάλῃ, ἐκεῖ θὰ πέθαινε. Ἔπεσε λοιπὸν ὁ ἄνθρωπος μέσα στὸ λάκκο τῆς ἁμαρ­τίας. Στὴν ἀπελπιστικὴ αὐτὴ κατάστασι ἦταν πέντε χιλιάδες χρόνια. Φώναζε, ζητοῦσε βοήθεια, μὰ κανείς δὲ μποροῦσε νὰ τὸν πλησιάσῃ.
Τελικὰ ποιός τὸν ἔβγαλε ἀπὸ ᾽κεῖ; οἱ φιλόσοφοι, οἱ ποιηταί, οἱ ῥήτορες, οἱ στρατηγοί, οἱ βασιλιᾶδες, ἢ μήπως κάποιος ἄγγελος ἢ ἀρ­χάγγελος; Κανείς ἀπὸ αὐτούς. Τὸν ἔβγαλε ὁ Χριστός! Ὅποιος τὸ νιώθει αὐτό, λέει· «Δεῦτε προσκυνήσωμεν καὶ προσ­­πέσωμεν Χρι­στῷ τῷ λυτρωτῇ ἡμῶν».
Πῶς τὸν ἔβγαλε μέσα ἀπὸ τὸ λάκκο, μὲ ποιό τρόπο; Ἂν βρεθῆτε καμμιὰ φορὰ σὲ λιμάνι ποὺ ξεφορτώ­νουν ἐμπορικὰ πλοῖα, θὰ δῆτε ὅτι βαρειὰ ἀντικείμενα, ποὺ δὲ μποροῦν οὔτε ἑκατὸ ναῦτες νὰ τὰ σηκώσουν, τὰ σηκώνει ἕ­να μηχάνημα, ὁ γερανός. ῾Ρίχνει τὸ γάντζο του μέσα στὸ ἀμπάρι, καὶ βλέπεις ἕνα φορτίο τόσων τόννων νὰ τὸ ὑψώνῃ σὰν πούπου­λο.
Καὶ ὁ καθένας ἀπὸ μᾶς, ἀδέρφια μου, ἔχει ἕνα φορτίο, ἕνα βάρος ποὺ πιέζει τὴν καρδιά· εἶνε τὰ ἁμαρτήματά μας. Τὸ βάρος αὐτὸ δὲν μποροῦσε νὰ τὸ σηκώσῃ κανείς, οὔτε ὅλοι οἱ ἄγγελοι καὶ ἀρχάγγελοι. Ἀλλὰ ἦρθε ὁ Χριστὸς μὲ τὸν οὐράνιο γερανό του. Δὲν εἶνε αὐτὸ φαν­­ταστικὸ παράδειγμα γιὰ νὰ ποικίλω τὸ λόγο· εἶνε μιὰ πραγματικότης. Ὁ οὐράνιος γερανός, ποὺ ἔρριξε τὸ γάντζο του μέσα στὸ βαθὺ λάκκο καὶ μᾶς ἔβγαλε ἀπὸ ᾽κεῖ καὶ μᾶς ὑψώνει ψηλά, εἶνε ὁ τίμιος σταυρός. Αὐτός, ὅπως ἀκούσαμε στοὺς ὕμνους στὶς 14 Σεπτεμβρίου, «ὕψωσεν ἡμᾶς εἰς τὴν ἀρχαίαν μακαριότητα» (ἐν ὅσῳ γίνεται ἡ προσκύνησις). Ναί, ἀδέρφια μου· διὰ τοῦ σταυροῦ ἀνυψωθήκαμε, βγήκαμε μέσα ἀπὸ τὴν ἀπερίγραπτη δυστυχία.
Δὲν εἶνε αὐτὰ λόγια. Δὲν ἀκοῦτε ἐσεῖς; Ἐ­γὼ ἀκούω πλῆθος φωνὲς ποὺ κελαηδοῦν σὰν τ᾽ ἀηδόνια, πλῆθος κιθάρες ποὺ ὑμνοῦν. Εἶνε οἱ φωνὲς τῶν σεσωσμένων. Εἴδατε καμμιὰ φο­ρά, ὅταν κάποιον τὸν σώσῃ ἕνας καλὸς γιατρός, αὐτὸς δημοσιεύει στὶς ἐφημερίδες· Εὐχαριστῶ τὸ γιατρό μου, ἡ εὐγνωμοσύνη μου θὰ εἶνε αἰώνια… Ποιά λοιπὸν εὐγνωμοσύνη πρέπει στὸ Χριστό; «Αὐτὸς μὲ ἔσωσε, εἶνε ὁ Θεός μου, ὁ λυτρωτής μου, ὁ Κύριός μου!». Ποιός τὸ λέει αὐτό; Τὸ φωνάζει σήμερα ὁ ἀπόστολος Παῦλος, ποὺ γράφει· Ὁ Χριστὸς μὲ ἀγάπησε καὶ παρέδωσε τὸν ἑαυτό του στὸ θάνατο γιὰ μένα· γι᾽ αὐτὸ τὸν ἀγαπῶ, πεθαίνω γι᾽ αὐτόν (βλ. Γαλ. 2,20). Τὸ λέει ὁ ἀπόστολος Παῦλος, τὸ λένε ὅλοι οἱ ἀπόστολοι, οἱ ἅγιοι, οἱ μάρτυρες, ἑκατομμύρια ἄνθρωποι ποὺ ἦρθε ἡ δύναμις τοῦ Χριστοῦ καὶ μέσ᾽ ἀπ᾽ τὸ λάκκο τῆς ἁ­μαρτίας τοὺς ὕψωσε μέχρι τὸν οὐρανό.
* * *
Ἔχουμε, ἀδέρφια μου, θρησκεία ζωντανή, διαμάντι ποὺ πρέπει νὰ τὸ κρατήσουμε. Ἂς φωνάζουν οἱ ἄπιστοι· αὐτοὶ κοάζουν σὰν τὰ βα­τράχια, ποὺ ἄκουγα ὅλη νύχτα ὅταν κάποτε ἤμουν στὸ Μεσολόγγι. Ἂς μὴ δώσουμε σημα­σία· ἂς βουλώσουμε τὰ αὐτιά μας σ᾽ αὐτούς. Ἂν μποροῦσε ὁ ἄνθρωπος νὰ σωθῇ μόνος του, δὲν θὰ κατέβαινε στὸν κόσμο ὁ Χριστός.
Τί χρειάζεται λοιπὸν γιὰ νὰ σωθοῦμε; «Κον­τὸς ψαλμὸς ἀλληλούϊα». Ἕνα, δύο, τρία πρά­γματα. Τὸ πρῶτο εἶνε, νὰ συναισθανθοῦμε ὅ­λοι, ὅτι εἴμεθα πεσμένοι «ἐν λάκκῳ κατωτά­τῳ» (Ψαλμ. 87,7), ὅτι εἴμεθα ἁμαρτωλοί. Τὸ δεύτερο· μέσα ἀπὸ τὸ λάκκο ποὺ εἴμεθα, νὰ φωνάξουμε κ᾽ ἐμεῖς ὅπως ὁ Ἰωσήφ, ὁ Δαυΐδ, ὁ Δανιήλ, ὁ Ἰωνᾶς, ὅπως ὁ ἀπόστολος Πέτρος καὶ ὅλοι οἱ ἅγιοι, νὰ φωνάξουμε μὲ ὅλη τὴν καρδιά μας· «Κύριε, ἐλέησον», «Κύριε, σῶσόν με» (Ματθ. 14,30). Καὶ τὸ τρίτο· νὰ πιστέψουμε ἀκράδαντα, ὅτι ὁ Κύριος ἡμῶν Ἰησοῦς Χριστὸς εἶνε ὁ βασιλεὺς τῶν βασιλέων καὶ Κύριος τῶν κυρίων, ὅτι «εἷς ἅγιος, εἷς Κύριος, ᾿Ιησοῦς Χριστός» (Φιλ. 2,11 καὶ θ. Λειτ.). Ὅταν κάνουμε αὐτά, θὰ δοῦμε τὸ θαῦ­μα· θὰ δοῦμε δυὸ χέρια ἄχραντα, χέρια τρυπημένα πάνω στὸ σταυρό, ποὺ στάζουν αἷμα· θὰ χαμηλώσουν νὰ μᾶς πάρουν ἀπὸ τὸ βάθος καὶ θὰ μᾶς ἀνεβάσουν ψηλά.
Ναί, ἀδέρφια μου· ὁ ἄνθρωπος σῴζεται μόνο «διὰ πίστεως Ἰησοῦ Χριστοῦ». Ἀλλ᾽ ὅταν λέμε πίστι, ἐννοοῦμε πίστι ζωντανή, ποὺ ἐκ­δηλώνεται μὲ πράξεις μεγάλες καὶ ἡρωϊκές, πίστι ὅπως ἡ πίστι τῶν προγόνων μας. Νὰ μπορῇ ὁ κάθε Χριστιανὸς νὰ λέει· «Ζῶ οὐκέτι ἐγώ» (Γαλ. 2,20), ζῇ μέσα μου ὁ Χριστός, ἡ βασιλεία τοῦ Θεοῦ.
Δῶστε μου μιὰ τέτοια πίστι, καὶ σᾶς χαρίζω τὰ πλούτη καὶ τὰ παλάτια. Μ᾽ αὐτὴ τὴν πίστι νὰ ζήσουμε, μ᾽ αὐτὴ νὰ πεθάνουμε, αὐτὴ ν᾽ ἀ­φήσουμε στὴ νέα γενεά, γιὰ νὰ εἶνε τὸ ἔθνος μας εὐλογημένο εἰς αἰῶνας αἰώνων· ἀμήν.
† ἐπίσκοπος Αὐγουστῖνος

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου