ΜΙΑ, ΔΥΟ ἢ ΠΕΡΙΣΣΟΤΕΡΕΣ ΕΚΚΛΗΣΙΕΣ;
«ΠΙΣΤΕΥΩ ΕΙΣ ΜΙΑΝ ΕΚΚΛΗΣΙΑΝ»
Σπυρίδων Κ. Τσιτσίγκος, MA, DD, PhD
Ἀν. Καθηγητὴς Πανεπιστημίου Ἀθηνῶν
. Πολλὰ λέγονται καὶ γράφονται αὐτὲς τὶς ἡμέρες γιὰ τὸ ἂν ἡ Χριστιανοσύνη στὴν ἐποχή μας συνιστᾶ ΜΙΑ, δύο ἢ περισσότερες Ἐκκλησίες.
Πρὶν ἀναφέρουμε ὁτιδήποτε, θὰ πρέπει ἀπὸ τὴν ἀρχὴ νὰ δηλώσουμε τὴ
μέθοδο τῆς ἐπιχειρηματολογίας μας. Ἡ μέθοδος αὐτὴ δὲν θὰ εἶναι ἡ
παράθεση οὔτε ἁγιογραφικῶν χωρίων, οὔτε ἁγιοπατερικῶν ρήσεων, ἀλλ’ ἡ
ὑπόμνηση τῆς Ὀρθόδοξης Δογματικῆς (Ἐκκλησιολογία), τοῦ Κανονικοῦ Δικαίου
τῆς Ὀρθοδόξου Ἀνατολικῆς Ἐκκλησίας (δηλ. τῶν ἀποφάσεων τῶν Οἰκουμενικῶν
Συνόδων) —ἐπειδὴ ἡ Ἐκκλησία «κανόσιν διοικεῖται καὶ οὐκ ἔθεσι»
(Documents Inedits d’ Ecclesiologie Byzantine 170, 21) — καὶ τῆς
Ποιμαντικῆς, ποὺ αὐτοδικαίως συνδέονται ἄμεσα μὲ τὸ ὑπὸ διερεύνηση θέμα.
Γιατί, ἂν ἀρχίσουμε ὑποκειμενικὰ νὰ παραθέτουμε χωρία καὶ ἀποφθέγματα
Πατέρων, δὲν θὰ βροῦμε καμία λύση στὸ ζητούμενο. Ἄλλωστε, ἡ
Consensus Patrum καὶ ὁ Regula Fidei γι’ αὐτὸ ἀκριβῶς ὑπάρχουν ἀπὸ
αἰῶνες· γιὰ νὰ μᾶς προφυλάσσουν ἀπὸ τὴν ἀτέρμονη λογοκοπία καὶ σύγχυση.
. Τὸ Σύμβολο τῆς Πίστεως ἐμπεριέχει ρήματα καὶ στοὺς τρεῖς
γραμματικοὺς χρόνους (παρελθόν, παρὸν καὶ μέλλον). Τὸ ρῆμα τοῦ
ἀριθμητικοῦ ἐπιθέτου «μίαν» βρίσκεται σὲ χρόνο ἐνεστῶτα, ποὺ σημαίνει
ὅτι τώρα καὶ διαρκῶς πιστεύουμε ὅτι ὑπάρχει ΜΙΑ Ἐκκλησία. Ὅταν δὲ διατυπώθηκε αὐτὸ τὸ Σύμβολο, οἱ αἱρέσεις ὡς γνωστὸν ὀργίαζαν, θεωρώντας ἡ κάθε μία τὸν ἑαυτό της ὡς τὴν αὐθεντικὴ Ἐκκλησία. Συνεπῶς, τὸ «Πιστεύω» δὲν μᾶς λέει νὰ πιστέψουμε σὲ ΜΙΑ μελλοντικὴ Ἐκκλησία. Μᾶς καλεῖ νὰ πιστέψουμε καὶ νὰ ἑνωθοῦμε μὲ τὴ ΜΙΑ ὑπάρχουσα ἀληθῆ Ἐκκλησία. Ποιά εἶναι αὐτή;
Ἐκείνη ποὺ οἱ ἐπίσκοποί της διαθέτουν ἀδιάκοπη καὶ συνεχῆ ἀποστολικὴ
διαδοχὴ (Καρμίρης, 1995). Ἡ διακοπὴ τῆς ἀποστολικῆς διαδοχῆς συνεπάγεται
νόθευση τῆς Εκκλησίας. Ἔτσι, ἐνῶ πολλοὶ αἱρεσιάρχες μπορεῖ νὰ
ἰσχυρίζονται ὅτι ἀποτελοῦν τὴν αὐθεντικὴ Ἐκκλησία, ἡ ἀληθὴς Ἐκκλησία εἶναι ΜΙΑ καὶ ὄχι ὅλες μαζὶ (βλ. “branch theory” τοῦ Pusey). Τὸ ἐπίθετο ΜΙΑ δηλώνει τὴν πληρότητα καὶ ἑνότητα τῆς Ἐκκλησίας. Ἂν δὲ δὲν ὑφίσταται ἐκκλησιαστικὴ ἑνότητα, δὲν ὑφίσταται καὶ ἀληθὴς Ἐκκλησία, καὶ ἄρα οὔτε σωτηρία.
Πράγματι, ἂν ἡ μία ἐκκλησία (π.χ. ἡ ἀνατολικὴ ὀρθόδοξη) τρέφεται μὲ
ἄλλο σῶμα, καὶ ἡ ἄλλη (π.χ. ἡ ρωμαιοκαθολικὴ) τρέφεται μὲ ἄλλο σῶμα,
τότε δὲν γινόμαστε ὅλοι ΕΝΑ «σῶμα Χριστοῦ» (βλ. λατρευτικὴ/εὐχαριστιακὴ
ἑνότητα), ἀλλὰ σώματα πολλὰ (Ἰω. Χρυσ., M PG 61, 200). Ἡ ἑνότητα τῆς Ἐκκλησίας ἀπορρέει ἀπὸ τὴ ΜΙΑ θεανθρώπινη κεφαλή της καὶ ἀπὸ τὸ ΕΝΑ θεανθρώπινο σῶμα της, ποὺ ἐκφράζει ὁμοθυμαδὸν καὶ τὴν «κοινωνία τῆς πίστεως» (Φιλήμ. 6), δηλ. τὴ ΜΙΑ πίστη της. Ἄρα, θὰ πρέπει νὰ γίνει καὶ νὰ γίνεται πάντοτε διάκριση (ἂν καὶ ὅταν οἱ διάφοροι αἱρετικοὶ ἢ σχισματικοὶ μετανοήσουν, γίνονται ἐκκλησιαστικῶς δεκτοὶ) μεταξὺ κόσμου καὶ Ἐκκλησίας, σκότους καὶ φωτός, λυσιτελοῦς καὶ ἀλλοιωμένου ἅλατος, σάπιων καὶ φρέσκων ψαριῶν, κίβδηλης καὶ αὐθεντικῆς,
ἁμαρτωλῆς καὶ ἁγίας (βλ. «communion sanctorum», ὡς «συμπολίται τῶν
Ἁγίων»), Ἐκκλησίας. Μάλιστα δέ, κατὰ τὸν ἅγιο Ἰσίδωρο, ἄλλο
Ἐκκλησιαστήριον (κοινωνιολογικὴ θεώρηση τῆς Ἐκκλησίας) καὶ ἄλλο Ἐκκλησία
(θεολογικὴ/πνευματικὴ θεώρηση τῆς Ἐκκλησίας: Ἅγιοι, «γένος ἐκλεκτὸν»)· ὄχι λόγῳ ἀμέλειας, χαλαρότητας, διστακτικότητας, ὀλιγοπιστίας καὶ «χρησικτησίας» νὰ βάζουμε ὅλες τὶς ὑπάρχουσες λεγόμενες ἐκκλησίες στὸ «ἴδιο τσουβάλι», κατὰ τὸ κοινῶς λεγόμενο· τότε εἶναι σὰν νὰ ἐξισώνουμε τὸν Χριστὸ μὲ τὸν ὁποιοδήποτε ἄλλο ψευδο– Μεσσία, ψευδο– προφήτη ἢ Guru. Στὴν
πλάνη αὐτὴν πίπτουν συνήθως ὅσοι ἀντιμετωπίζουν τὴν Ἐκκλησία
κοινωνιολογικὰ (ἱστορικὸ – φαινομενολογικὰ) καὶ ὄχι θεολογικά. Ἐπειδὴ
δηλ. βλέπουν στὴν πράξη ὅτι χριστιανικὲς ἐκκλησίες διαφόρων Ὁμολογιῶν
ὑπάρχουν πολλές, συμπεραίνουν (ἢ μᾶλλον πιέζονται γιὰ πολιτικο –
οικονομικοὺς λόγους νὰ παραδεχθοῦν) ὅτι θὰ πρέπει νὰ τὶς ἀποδεχθοῦμε
ὅλες ὡς ἰσότιμες καὶ ἀδελφὲς «ἐκκλησίες»· δηλαδή, ἂν σὲ μία κοινωνία
φθάσουμε στὸ σημεῖο ὅλοι οἱ πολίτες της νὰ παίρνουν ναρκωτικά, ὁ
νομοθέτης θὰ πρέπει νὰ τὰ ἀποποινικοποιήσει. Τὸ ἴδιο θὰ μποροῦσε νὰ
λεχθεῖ καὶ γιὰ ὁποιαδήποτε ἁμαρτία. Ὅμως, δὲν ὑπάρχουν δύο ἢ πολλοὶ Χριστοί. Τὸ Σῶμα τοῦ Χριστοῦ εἶναι ΕΝΑ καὶ δὲν μερίζεται.
Ἀλλιῶς, δὲν θὰ εἴχαμε ΕΝΑΝ «ἱερὸ γάμο» μεταξὺ τοῦ νέου Ἀδὰμ καὶ τῆς
νέας Εὔας, ἀλλὰ πνευματικὴ πορνεία, κατὰ τὴν προφητικὴ ὁρολογία. Ἡ
Ἐκκλησία, λοιπόν, εἶναι ἡ ΜΙΑ Ἐκκλησία, εἴτε ἄλλοι τὴ δέχονται ὁλόκληρη
(καθ – ολικῶς ), εἴτε ἄλλοι μερικῶς. Ἂν ὁ πιστὸς ἔχει ὡς πατέρα του τὸν
Θεό, ὡς μητέρα του ἔχει τὴν Ἐκκλησία, μᾶς λέει ὁ Κυπριανὸς Καρθαγένης,
τὸν ὁποῖο συνήθως κάποιοι ἐπικαλοῦνται ὑπὲρ τῆς δεσποτοκρατίας. Καί, ὡς
γνωστόν, ἕνας «γεννημένος» ἄνθρωπος οὔτε δύο πατέρες μπορεῖ νὰ ἔχει,
οὔτε δύο μητέρες. Ὁμοίως, ἂν ὁ Χριστὸς ἀποτελεῖ τὸν θεμέλιο Λίθο τῆς
Ἐκκλησίας (Α´ Πέτρ. 2, 4 – 5), ἡ ὅλη ἐκκλησιαστικὴ αὐτὴ οἰκοδομὴ δὲν
μπορεῖ νὰ ἔχει δύο ἢ περισσότερους θεμέλιους λίθους. Ὅπως ἡ Κιβωτὸς τοῦ
Νῶε τυπολογικῶς ἦταν ΜΙΑ καὶ διέσωσε τὸ πλήρωμά της, ἔτσι ὡς ΜΙΑ καὶ
μοναδικὴ σώζει ἀπὸ τὴν ἁμαρτία, τὴ φθορὰ καὶ τὸν θάνατο ἡ Ἐκκλησία τὰ
γνήσια τέκνα καὶ κληρονόμους της. Ἄλλωστε, ἂν ἡ Ἐκκλησία ἀποτελοῦσε
κράμα ἀλήθειας καὶ ψεύδους, ὅλου καὶ μέρους, αἵρεσης καὶ ὀρθοδοξίας, δὲν
θὰ ἀποτελοῦσε μία ἐγγενῆ ἑνότητα (ποιοτικὴ καθ – ὁλικότητα), ἀλλὰ μόνο
μία ἐξωτερική, ἐπιφανειακὴ (κοινωνιολογικὴ) καὶ ἐπίπλαστη
(ποσοτικό/ἀθροιστικὸ Ὅλο).
. Στὴν Ἐκκλησία, ὑπὸ τὸν εὐρύτερό της κύκλο, κατὰ τὴ γνωστὴ
Ἐκκλησιολογία τοῦ καθηγητοῦ Ι. Καρμίρη, ἐντάσσεται κάθε ἄνθρωπος. Στὴν
Ἐκκλησία, ὑπὸ τὸν στενότερό της κύκλο, ἐντάσσονται μόνο οἱ ὀρθῶς
πιστεύοντες καὶ βαπτισμένοι Χριστιανοί. Ἡ ὡς ἄνω διάκριση ὅμως αὐτὴ δὲν
σημαίνει ὅτι ὑφίσταται σύγχυση μεταξὺ εὐρέως καὶ στενοῦ κύκλου.Τὰ τοῦ
εὐρέως κύκλου πρόσωπα θὰ σωθοῦν, ἂν σωθοῦν, μὲ κριτήριο τὴν ἠθική τους
συνείδηση, τὰ ἔργα τους καὶ τὴ Χάρη τοῦ Θεοῦ. Τὸ θεολογικὸ
(ἐκκλησιολογικὸ) ὅμως ζήτημα τῆς μοναδικότητας ἢ μὴ τῆς Ἐκκλησίας, ποὺ
ἀπασχολεῖ μόνο τοὺς πιστοὺς καὶ βαπτισμένους Χριστιανούς, δὲν ἔχει νὰ
κάνει μὲ τὴ σωτηριολογικὴ αὐτὴ διάκριση. Κατὰ συνέπειαν, ἂν ἡ Ἐκκλησία
τοῦ Χριστοῦ δὲν εἶναι ΜΙΑ, ὅπως τὸ ἕνα Κυριακὸ Σῶμα ἢ ἡ ΜΙΑ νύμφη τοῦ
Χριστοῦ, τότε δὲν εἶναι οὔτε καθολική, οὔτε ἀποστολική, οὔτε Ἁγία.
Γιατί, ὅπου ὑφίσταται διαίρεση καὶ ὄχι ὁμολογιακὴ ἑνότητα («Οὐ περὶ
τούτων δὲ ἐρωτῶ μόνον, ἀλλὰ καὶ περὶ τῶν πιστευσόντων διὰ τοῦ λόγου
αὐτῶν εἰς ἐμέ, ἵνα πάντες ἓν ὦσι»), ἐκεῖ δὲν ἀναπαύεται τὸ Ἅγιο Πνεῦμα,
τὸ ὁποῖο συνέχει τὴν ἀληθῆ Ἐκκλησία (Ἰω. Χρυσ., MPG 50, 458-459) , ἀλλὰ
κυριαρχεῖ ἡ ἁμαρτία, ἀφοῦ μόνο ἡ ἀληθὴς Ἐκκλησία ἀποτελεῖ ταμεῖο τῆς Θ.
Χάρης. Ἀντίθετα, μία διηρημένη ἐκκλησία εἶναι ἕνα τέρας μὲ μισὸ ἀνθρώπινο σῶμα, ὅπως οἱ ἱπποκένταυροι (Μάρκος Ἐφέσου) ἢ οἱ πολυκέφαλες ὕδρες. Ἂν ἀπὸ οἰκουμενιστικὴ ἀγάπη θελήσει κανεὶς ἐξισωτικὰ καὶ ἰσοπεδωτικὰ νὰ συμπεριλάβει μία ἄλλη (ψευδο)ἐκκλησία (δηλ. αἵρεση ἢ σχίσμα) στὴ ΜΙΑ Ἐκκλησία, τότε μοιάζει σὰν νὰ ἀναμιγνύει τὸ καθαρὸ νερὸ μὲ δηλητήριο.
. Θὰ περατώσω τὴν ἐλάχιστη
αὐτὴ συμβολὴ στὸ ἀνακῦψαν δογματικὸ θέμα μὲ τὰ λόγια τοῦ ἄτλαντα τῆς
Ὀρθοδοξίας, Μάρκου τοῦ Εὐγενικοῦ: «Κατὰ πάντα τοίνυν ἑπόμενος ταῖς
ἁγίαις καὶ οἰκουμενικαῖς ἑπτὰ Συνόδους καὶ τοῖς ἐν αὐταῖς διαλάμψασι
θεοσόφοις Πατράσι, Πιστεύω εἰς ἕνα Θεὸν, εἰς μίαν, ἁγίαν, καθολικὴν καὶ
ἀποστολικὴν Ἐκκλησίαν. Τοῦτο τὸ ἱερὸν τῆς πίστεως μάθημά τε καὶ
σύμβολον, τὸ παρὰ μὲν τῆς πρώτης καὶ δευτέρας τῶν συνόδων ἐκτεθέν, παρὰ
δὲ τῶν λοιπῶν κυρωθὲν καὶ βεβαιωθὲν “Εἴ τις γὰρ παρὰ τοῦτο τὸ ἱερὸν
σύμβολον τολμήσει ἕτερον ἀναγράψασθαι ἢ προσθεῖναι ἢ ὑφελεῖν, καὶ ὄρον
ὀνομάσαι ἀποθρασυνθείη, κατάκριτος καὶ πάσης χριστιανικῆς πολιτείας
ἀπόβλητος» (Ὁμολογία τῆς ὀρθῆς πίστεως, 3· πρβλ. Γεδεών, Κανονικαὶ
διαταξεις , τ. 2, σ. 235 ἐξ.).
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου