ΚΟΛΑΚΟΦΩΡΟΚΛΕΙΔΗΣ
Κολακοφωροκλείδης
τοῦ Σαρ. Καργάκου
. Ἡ λέξη εἶναι πολυσύνθετη καὶ
ἀπαντᾶται –ἄν δὲν ἀπατῶμαι– δύο φορὲς στὰ ἀρχαῖα κείμενα. Κέντρο
ἀναφορᾶς κάποιος Ἱεροκλείδης ποὺ ἦταν κόλακας καὶ γυιὸς κλέφτη (φὼρ,
γεν. φωρὸς = κλέφτης) ὄχι στὰ βουνὰ ἀλλὰ στὰ λεφτά. Συνεπῶς, μὲ τὸν ὅρο
«Κολακοφωροκλείδης» οἱ εὑρηματικοὶ πρόγονοί μας ὑποδήλωναν ἄνθρωπο μὲ
ἱκανὲς ἐπιδόσεις σὲ δύο «ἀθλήματα»: τὴν κολακεία καὶ τὴν κλοπή. Ἡ
κολακεία εἶναι κι αὐτὴ μιὰ ἄλλου εἴδους κλοπή. Πρῶτα μὲ τὶς λεκτικὲς
θωπεῖες κλέβεις τὴ σκέψη τοῦ κολακευόμενου καὶ μετὰ τοῦ κλέβεις τὴν
τσέπη. Ἀκόμη καὶ οἱ πλέον σημαντικοὶ ἄνθρωποι τῆς ἱστορίας γονάτισαν
μπρὸς στὸ «ἄπιστον θυμίαμα τῆς κολακείας», ὅπως τὸ λέει ὁ Κάλβος.
. Γι’ αὐτὸ καὶ κατὰ τὴν ἀρχαιότητα λεγόταν τὸ παροιμιακό:
«Κρεῖττον εἰς κόρακας ἢ εἰς κόλακας ἐμπεσεῖν», δηλαδή, καλύτερα νὰ
πέσεις στὰ νύχια τῶν κοράκων παρὰ στὰ λόγια τῶν κολάκων. Καὶ ἐξηγοῦσαν
τὸ «γιατί»: Οἱ κόρακες κατασπαράζουν τὸ σῶμα τῶν νεκρῶν, ἐνῶ οἱ κόλακες
λυμαίνονται τὴν ψυχὴ τῶν ζωντανῶν («Οἱ μὲν γὰρ άποθανόντων διαφθείρουσι
τὸ σῶμα, οἱ δὲ τὴν ψυχὴν λυμαίνονται»).
. Ἐξυπακούεται ὅτι, ὡς ἀπόγονοι τοῦ Ἱεροκλείδη, ἔχουμε
ἐξαιρετικὲς ἐπιδόσεις καὶ στὴν κολακεία καὶ στὴν φωρά, δηλαδή στὴν
κλοπή. Ποτὲ ἄλλοτε στὴν ἱστορία μας δὲν εἴχαμε τόσους μεγάλους ὅσο στὸν
παρόντα καιρό. Τὸ ἐπιφώνημα «Μεγάλε» ἀνταγωνίζεται δημοσκοπικὰ τὴ λέξη
μὲ τὰ τρία ἄλφα ποὺ κάνει τοὺς νέους μας (κι ὄχι μόνον αὐτοὺς)
συνονόματους. Σὲ ὅλη τὴ μακρὰ της ἱστορία ἡ Ἀθήνα, ἀπὸ τὴν ἐποχὴ τοῦ
Σόλωνος ὡς τὸ 529 μ.Χ., ὅπου ὁ Ἰουστινιανὸς ἔκλεισε τὴν Ἀκαδήμεια, δὲν
ἀνέδειξε τόσους σοφούς, ὅσους χρησιμοποιήσαμε ἐμεῖς κατὰ τὴν τελευταῖα
δεκαετία ὡς συμβούλους («Ἐπιτροπὲς σοφῶν») σὲ διάφορα ὑπουργεῖα. Ὅλοι
αὐτοὶ οἱ ἄσοφοι σοφοὶ ποὺ ἔκαναν τὸ ἑλλαδικὸ κράτος «τσαρδὶ ρημάδι», μοῦ
θυμίζουν τὸν παπαγάλο τοῦ Ζαχ. Παπαντωνίου, ποὺ «σὰν ἔμαθε τὴ λέξη
καλημέρα εἶπε. “εἶμαι σοφὸς καὶ θὰ πὰω στὸ συνέδριο τῶν σοφῶν”»,
πιθανὸν, σὰν αὐτὸ ποὺ πρόκειται νὰ γίνει μελλοντικῶς στὸν ἱερὸ χῶρο τῶν
Δελφῶν, ὅπου θὰ καταναλωθοῦν σουβλάκια καὶ κοκορέτσια σωρηδὸν γιὰ νὰ
παραχθεῖ… ἀέρας κοπανιστός! Δυστυχῶς, στὴ χῶρα μας ἀνθεῖ, ἐκτὸς ἀπὸ τὴν
κολακεία, καὶ ἡ αὐτοκολακεία. Καὶ δὲν αἰσχύνονται ἄνθρωποι μετρίας
εὐφυΐας νὰ ὀνομάζονται σοφοί, ὅταν ὁ φουκαρὰς ὁ Σωκράτης περιοριζόταν
στὸν ὅρο «φιλόσοφος». Ὄχι ὅτι μᾶς λείπει καὶ τὸ εἶδος αὐτὸ στὸν παρόντα
καιρό.
. Ἐρχόμαστε τώρα στὴ «φωρὰ» καὶ στὸ ρῆμα «φωράω». Ἡ ἔκφραση
«συνελήφθη ἐπ’ αὐτοφώρῳ», δηλαδὴ «πιάστηκε στὰ πράσα» χρησιμοποιεῖται
συχνά. Ἀλλὰ κατὰ τὴν τελευταία πενταετία, ἐπειδὴ πολλοὶ «φῶρες» ἔβγαλαν
τὰ χρήματά τους –μὴν τοὺς τὰ κλέψουν ἐδῶ!– στὸ ἐξωτερικό, μοῦ ἔρχεται
στὴ μνήμη μιὰ ἄλλη ἀρχαία φράση: «Ἐφωράθη ἀργύριον ἐξαγόμενον». Ἀλλὰ
πρὸς τὸ παρὸν δὲν ἔχει ἰσχύσει τὸ «φωραθῆναι τὰ ψευδῆ μεμαρτηρυκώς».
Κανεὶς δὲν ἔχει πιαστεῖ καὶ νὰ ἔχει καταμαρτυρήσει τὰ ψέματά του, δηλαδὴ
τὶς ψευδεῖς φορολογικὲς δηλώσεις, τὰ ψευδῆ «πόθεν ἔσχες» καὶ τὶς
καταληστεύσεις τοῦ δημοσίου κορβανᾶ. Οἱ συλληπτικὲς περιπτώσεις
μετριοῦνται στὰ δάκτυλα τοῦ ἑνὸς χεριοῦ. Συνεπῶς, τὸ κλέπτειν ἀφόβως
ἔγινε θεσμός. Καὶ σήμερα, ἡ κλοπὴ ἔχει ἀναχθεῖ σὲ ἐπάγγελμα περιωπῆς.
Ἀκοῦμε συνεχῶς στὸ «Μετρὸ» καὶ στὸν «Ἠλεκτρικὸ» τὴν προτροπὴ/συμβουλή:
οἱ κύριοι ἐπιβάτες νὰ προσέχουν τὰ προσωπικὰ τους ἀντικείμενα. Καὶ τὰ
πιὸ λαχταριστὰ ἀπὸ τὰ ἀντικείμενα αὐτὰ εἶναι τὰ… λεφτὰ. Δυὸ φορὲς στὸν
«Ἠλεκτρικὸ» μοῦ ἔκλεψαν τὴ μισὴ σύνταξη. Καὶ τὸ πιὸ θλιβερό: Οἱ λοιποὶ
ἐπιβάτες ἔβλεπαν ἀλλὰ δὲν τόλμησε νὰ μιλήσει κανείς!
. Αὐτὰ ποὺ κλέβονται –καὶ μόνον ἀπὸ ληστεῖες σπιτιῶν καὶ
αὐτοκινήτων– ὑπερβαίνουν σὲ μέγεθος τὰ ποσὰ ποὺ μᾶς κλέβει κατ’ ἔτος ἡ
ἐφορὶα καὶ τὰ κάνει «σπερνοκόλυβα». Κάποτε ἕνας κλέφτης μοῦ εἶχε πεῖ:
«Αὐτὰ ποὺ κλέβω, ξέρω νὰ τὰ διαχειριστῶ καλύτερα ἀπὸ τὸ κράτος». Τοῦ
εἶπα ὅτι εἶναι ἀνέντιμο, ἀλλὰ αὐτὸς, ὡς ἀπόφοιτος τῆς Ἀνώτατης
Κλεπτικῆς, μὲ ἀποστόμωσε: «Ὁ Ροΐδης ἀναφέρει κάποιον ποὺ συνέγραψε
διατριβὴ μὲ τὴν ὁποία ὑποδεικνύει 20 τρόπους γιὰ νὰ γίνει κανεὶς
πλούσιος καὶ ὅτι ὁ ἐντιμώτερος ὅλων εἶναι ἡ… κλοπή». Ἐτήρησα σιωπή.
ΠΗΓΗ: sarantoskargakos.gr
ΠΗΓΗ: ΚΛΙΚ
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου