Επίσκοπος Μπάτσκας Ειρηναίος: Διατί δεν υπέγραψα το κείμενο της εν Κρήτη Συνόδου περί σχέσεων της Ορθοδόξου Εκκλησίας "προς τον λοιπόν χριστιανικό κόσμον"
Επίσκοπος Μπάτσκας Ειρηναίος, Διατί δεν υπέγραψα το κείμενο της εν Κρήτη Συνόδου.pdf by aktines on Scribd
Διατὶ δὲν ὑπέγραψα τὸ κείμενον τῆς ἐν Κρήτῃ Συνόδου περὶ σχέσεων
τῆς
Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας “πρὸς τὸν λοιπὸν
χριστιανικὸν κόσμον”
Περὶ τῆς
νεωστὶ θριαμβευτικῶς μέν, οὐχὶ δὲ καὶ κατὰ πάντα πειστικῶς ληξάσης ἐν
Κολυμπαριῳ Κρήτης “Ἁγίας καὶ Μεγάλης Συνόδου” τῆς καθ’ ἡμᾶς Ἐκκλησίας, ἤδη μὴ ἀναγνωριζόμενης
ὡς τοιαύτης ὑπὸ τῶν ἀπουσιασασῶν Ἐκκλησιῶν, χαρακτηριζόμενης μάλιστα ὑπ’ αὐτῶν ὡς
“συνελεύσεως ἐν Κρήτῃ”, ἀμφισβήτησιν τιθέμενης καὶ ὑπὸ πλείστων
συμμετασχόντων ἐν αὐτῇ ὀρθοδόξων ἀρχιερέων, ἐδημοσιεύθησαν κατ’ αὐτὰς καὶ ἐξακολουθοῦν
νὰ δημοσιεύονται πάμπολλα σχόλια, καλοπροαίρετα καὶ ἥκιστα καλοπροαίρετα, ἀντικειμενικά,
ὅσον ἔνεστι, καὶ ὑποκειμενικά, φιλαλήθη καὶ τῆς ἀλήθειας κατὰ τὸ μᾶλλον ἢ ἧττον
διαστρεβλωτικά, αὐθόρμητα καὶ παρηγγελμένα, συμφεροντολογικὰ καὶ ἀνιδιοτελῆ, ἀπολογητικὰ
καὶ πολεμικά, θεολογικῶς συνεπῆ καὶ θεολογικῶς ἀσυνάρτητα...
Ἓν ἐκ τῶν θολῶν σημείων τῆς σχετικῆς ἐνημερωτικῆς καὶ σχολιαστικῆς ὑπερπαραγωγῆς
εἶναι τὸ θέμα τῆς ὑπό τινων ἀρχιερέων ὑπογραφῆς ἢ μὴ ὑπογραφῆς τοῦ ἐπίμαχου
προσυνοδικοῦ καὶ κατὰ τὴν Σύνοδον βελτιωθέντος πως κειμένου «Αἱ σχέσεις τῆς Ὀρθοδόξου
Ἐκκλησίας πρὸς τὸν λοιπὸν χριστιανικὸν κόσμον”.
Ἐπειδὴ ὑπῆρχον ἐν προκειμένῳ ἡ ἀσάφεια καὶ ἡ ἀβεβαιότης περὶ τοῦ τίνες δὲν
ὑπέγραψαν καὶ διατί δὲν ὑπέγραψαν, ὡρισμένοι ἀρχιερεῖς προέβησαν εἰς δηλώσεις,
διὰ τῶν ὁποίων ἀπαντοῦν εἰς τὸ περὶ ὑπογραφῆς ἐρώτημα καὶ αἰτιολογοῦν -ἢ καὶ
δικαιολογοῦν- τὴν ἄρνησίν των νὰ συνυπογράψουν τὸ ἐν λόγῳ κείμενον. Προκειμένου
περὶ τοῦ χαράσσοντος τὰς γραμμὰς ταύτας ἐκυκλοφόρησε μὲν ἡ ὀρθὴ εἴδησις, ὅτι εἶναι
εἷς ἐκ τῶν μὴ ὑπογραψάντων, ἀλλ’ ἔμεινεν ἀνεξήγητον εἰς πολλοὺς ἀδελφοὺς τὸ πῶς
καὶ διατί, δοθέντος μάλιστα, ὅτι αὐτὸς ἐπὶ δεκαετίας, ἀδιαλείπτως καὶ ἐνεργῶς, ἐλάμβανε
μέρος εἰς τὴν προετοιμασίαν τῆς Σύνοδου καὶ εἰς τὴν προσπάθειαν ἐπεξεργασίας καὶ
διορθώσεως τῶν πρὸς συνοδικὴν συζήτησιν ἐγκριθέντων κειμένων. Προτοῦ ὅμως
προχωρήσω εἰς τὴν ὀφειλομένην ἀπάντησιν, ἐπισημαίνω ἐν παρόδῳ, ὅτι δὲν ὑπῆρξα ὁ
μόνος μὴ ὑπογράψας ἐκ τῶν εἴκοσι πέντε παρόντων ἐν Συνόδῳ Σέρβων ἀρχιερέων, καθὼς
ἄφηναν νὰ ἐννοηθῇ δημοσιεύματα “καλοθελητῶν” τινῶν, ἀλλ’ ὅτι οἱ περισσότεροι ἐξ
αὐτῶν δὲν ὑπέγραψαν. Ἐκτὸς τούτου, καὶ πολλοὶ ἄλλοι ἐπίσκοποι δὲν ὑπέγραψαν τὸ
κείμενον. Τοῦτο, κατὰ συνέπειαν, εἶναι ἄκυρον, ἐφ’ ὅσον, συνῳδὰ τῇ ἀπὸ τοῦ 1961
ἰσχυούσῃ ἀρχῇ τῆς ὁμοφωνίας, καὶ εἷς ἀρχιερεὺς νὰ μὴ ὑπογράψῃ (ἐνῶ ἀπαιτεῖται ἡ
ὑπογραφή του!), τὸ ἔγγραφον εἶναι ἀνυπόστατον.
Εἷς ἐκ τῶν λόγων, διὰ τοὺς ὁποίους δὲν ὑπέγραψα τὸ κείμενον περὶ σχέσεων
τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας “πρὸς τὸν λοιπὸν χριστιανικὸν κόσμον”, οὐχὶ ὅμως ὁ
σπουδαιότερος, εἶναι τὸ γεγονός, ὅτι οἱ ἐπίσκοποι, μέλη τῆς Συνόδου, εἶχον τὸ
δικαίωμα τοῦ λόγου, ἀλλ’ ἐστεροῦντο τοῦ δικαιώματος τοῦ ψηφίζειν. Εἰς τὴν
Σύνοδον, ἀντὶ τῆς ἀνέκαθεν κρατούσης ἀποστολικῆς καὶ πατροπαράδοτου ἀρχῆς, “εἷς
ἀνήρ-μία ψήφος”, ἴσχυεν ἡ ἀρχὴ “μία αὐτοκέφαλος Ἐκκλησία-μία ψῆφος”, ὅ ἐστι
μεθερμηνευόμενον, ὅτι ψηφίζουν μόνον οἱ Προκαθήμενοι τῶν Ἐκκλησιῶν. Τὰ ἐπακόλουθα
τῆς καινοφανοῦς ταύτης ἀρχῆς εἶναι τὰ ἑξῆς:
1. ἡ Σύνοδος δὲν ἐμφανίζεται ὡς θεσμὸς τοῦ Ἑνὸς καὶ ἑνιαίου Σώματος τῆς Ἐκκλησίας,
ἀλλ’ ὡς κοινοβουλευτικόν, τρόπον τινά, ὄργανον ἀνεξαρτήτων καὶ καθ’ ἑαυτὰς ὡλοκληρωμένων
Ἐκκλησιῶν
2. ὁ σύλλογος τῶν Προκαθημένων ἐνεργεῖ ἐμπράκτως ὡς συλλογικός τις πάπας,
εἴτε θελομεν νὰ ἀναγνώρισωμεν τοῦτο τιμίως εἴτε ἐθελοτυφλοῦμεν σχετικῶς, καὶ
3. ἡ Σύνοδος ὑποβιβάζεται, ἑκουσίως ἢ ἀκουσίως, εἰς σύναξιν Προκαθημένων, ἐχόντων
ἁπλῶς διευρυμένας συνοδείας, ὡς προσφυῶς ἐλέχθη.
Ἑπομένως, ἡ μόνη διαφορὰ μεταξὺ ὀρθόδοξου ἀρχιερέως καὶ ἑτεροδόξου παρατηρητοῦ ἐν Συνόδῳ
συνίσταται εἰς τὸ ὅτι ἐκεῖνος δύναται νὰ ἀγορεύσῃ κατὰ βούλησιν, ἐνῶ οὗτος
παρακάθηται σιωπηλός: οὔτε ὁ μὲν οὔτε ὁ δὲ ἀποφασίζει ὁ,τιδήποτε. Ἐν
τοιαύτῃ περιπτώσει, ὅμως, πρὸς τί ἡ ὑπογραφὴ τῶν μὴ δικαιουμένων νὰ
ψηφίσουν ὑπὸ τὰ κείμενα; Διὰ νὰ σχηματισθῇ ἡ ἐντύπωσις, ὅτι τὸ συνοδικὸν
σύστημα λειτουργεῖ, ἐνῶ ἀπρακτεῖ καθὸἀθετεῖται; Ἢ δι’ ἄλλον τινὰ
λόγον; Ἀγνοῶ, βεβαίως, ἀλλὰ δύναμαι τουλάχιστον νὰ μὴ προσυπογράψω ὅ,τι δὲν ἐκφράζει
τὰς πεποιθήσεις μου.
Ὁ κυριώτατος ὅμως λόγος, διὰ τὸν ὁποῖον δὲν ὑπέγραψα, εἶναι τό, κατ’ ἐμὲ
τουλάχιστον, ἐκκλησιολογικῶς διφορούμενον καὶ ὕποπτον περιεχόμενον τοῦ
κειμένου, εἴς τινα σημεῖα ἐγγίζοντος τὰ ὅρια τῆς ἑτεροδιδασκαλίας. Ὁ
προβληματικός του χαρακτὴρ δὲν ἑστιάζεται μόνον εἰς τὴν πλέον συζητήσιμον
προτασίν του, τὴν καὶ προκαλέσασαν τὰς περισσοτέρας ἐνστάσεις καὶ ἀντιρρήσεις τῶν
συνοδικῶν Πατέρων, κατὰ τὴν ὁποίαν ἡ Ὀρθόδοξος Ἐκκλησία ἀναγνωρίζει (ἐν ὑστέρᾳ
παραλλαγῇ γνώριζει) “τὴν ἱστορικὴν ὕπαρξιν τῶν ἄλλων χριστιανικῶν Ἐκκλησιῶν
καὶ ὁμολογιῶν” καὶ ἡ ὁποία ἀντικατεστάθη, τῇ εἰσηγήσει τῆς Ἐκκλησίας τῆς Ἑλλάδος,
διὰ τῆς φράσεως, ὅτι ἡ Ὀρθόδοξος Ἐκκλησία δέχεται “τὴν ἱστορικὴν ὀνομασίαν τῶν
ἀλλῶν χριστιανικῶν Ἐκκλησιῶν καὶ ὁμολογιῶν”. Καὶ ναὶ μὲν ἡ ἑλλαδικὴ διατύπωσις
τυγχάνει προσεκτικωτέρα καὶ ἀκινδυνωτέρα ὡς ἀποφεύγουσα σοφῶς τὸ ἐνδεχόμενον τῆς
ἐξισώσεώς τῆς “ἱστορικῆς ὀνομασίας” καὶ τοῦ ὀντολογικοῦ περιεχόμενου τοῦ ὅροῦ Ἐκκλησία,
δὲν διαφέρει ὅμως ριζικῶς τῆς πρότερας διατυπώσεως, καθ’ ὅτι “ἡ ἱστορικὴ ὑπαρξις”
δὲν ἰσοδυναμεῖ αὐτομάτως πρὸς τὴν ἀναγνώρισιν τῆς ἐκκλησιαστικῆς φύσεως καὶ ὑποστασεως
τῶν ὑπὸ τὴν ἐν λόγῳ ἐπωνυμίαν ὑπαρχόντων ἐκκλησιαστικῶν ἤ, ἂν θέλετε, ἐκκλησιομόρφων
ὀργανισμῶν. Ἁπλῶς αἴρεται καὶ ἀποκλείεται διὰ τῆς τελικῆς διατυπώσεως ἡ
δυνατότης τῆς διττῆς ἑρμηνείας ἤτοι τῆς κατ’ ἀκρίβειαν ὀρθόδοξου δογματικῆς ὁρολογίας
καὶ τῆς ἀσαφοῦς καὶ ἐπαμφοτεριζούσης ἔν τινι μέτρῳ φρασεολογίας.
Εἰλικρινῶς καὶ ἀπεριφράστως δηλῶ, ὅτι ἤθελον ὑπογράψει τὸ κείμενον ὡς εἶχεν,
ἐν ἑκατέρᾳ τῶν δύο ἐκδοχῶν του, ἄρα καὶ παρὰ τὴν σημασιολογικὴν διπλοΐδα τῆς
προγενεστέρας ἐκδοχῆς, ἐφ’ ὅσον μόνον τὸ πάρον σημεῖον ἤθελεν ἀποτελέσει τὴν «Ἀχίλλειον
πτέρναν” τοῦ συνόλου περιεχόμενου του. Δυστυχῶς ὅμως, τὸ κείμενον εἶναι, ἀπ’ ἀρχῆς
μέχρι τέλους -κατὰ τὴν γνώμην μου πάντοτε- δυσίατον καὶ ἀπαράδεκτον, διότι εἶναι
ἄμικτον μῖγμα τῶν καθαρῶς ὀρθόδοξων θέσεων καὶ τῶν “οἰκουμενικοῦ” ἤθους καὶ ὕφους
ὡραιολογιῶν. Ὅμως “ἐπιλείψει με διηγούμενον ὁ χρόνος” ἐὰν προσπαθήσω νὰ
τεκμηριώσω τὸν ἰσχυρισμόν μου τοῦτον διὰ παραθέσεων.
Προσωπικῶς φρονῶ, ὅτι τὸ ἐνδεδειγμένον ἐν προκειμενῳ ἦτο νὰ μείνη ὁ
ὅρος Ἐκκλησίαμόνον διὰ τὸν ρωμαιοκαθολικισμόν (ὁ ὁποῖος, περιέργως, οὔτε
μνημονεύεται μεμονωμένως εἰς τὸ κείμενον, ἐνῶ γίνεται κατὰ κόρον ἡ πρὸς τὸ
Παγκόσμιον Συμβούλιον Ἐκκλησιῶν ἀναφορά), διότι ἡ ὑπερχιλιετὴς δογματικὴ
διαμάχη μεταξὺ αὐτοῦ καὶ ἡμῶν δὲν ἐκρίθη εἰσέτιἐπὶ τοῦ ἐπιπέδου Οἰκουμενικῆς
Σύνοδου, εἰ μὴ μόνον εἰς τὰς ψευδοικουμενικας σύνοδους Λυῶνος καὶ
Φερράρας-Φλωρεντίας. Κατ’ ἀρχὴν λοιπὸν -ἢ θεωρητικῶς ἔστω- ἐπιτρέπεται τὸ νὰ
τρέφωμεν τὴν ἐλπίδα, ὅτι ποιά τις μέλλουσα Οἰκουμενικὴ Σύνοδος θὰ ἀσχοληθῇ πρὸς
τὸ θέμα τῆς διχοστασίας ταύτης καὶ θὰ ἐπιτύχῃ τὴν ἄρσιν τῶν “πετρῶν τοῦ
σκανδάλου”, τουτ’ ἔστι τοῦ Filioque καὶ τοῦ μεταγενέστερου, ὑπερτροφικοῦ
πρωτείου ἅμα τῷ περιβοήτω “ἀλαθήτω” τοῦ ἐπισκόπου Ρώμης. Ὑπὸ τὴν προοπτικὴν
ταύτην καὶ μόνον θὰ ἦτο δυνατὸν νὰ γίνηται λόγος περὶ τῆς Ἐκκλησίας τῆς
πρεσβυτέρας Ρώμης, τῶν δογματικῶν διαφορῶν ἤτοι τῶν τριαδολογικῶν παρεκτροπῶν
καὶ ἐκκλησιολογικῶν καινοτομιῶν αὐτῆς οὐδόλως σχετικοποιουμένων ἢ
παραμελουμένων, πολλοῦ γε δεῖ ἀγνοουμένων ἢ ἀμνηστευομένων. Σημειώτεον δέ, ὅτι
αἱ ἐκ Ρώμης δι’ ἀποσκιρτήσεως προελθοῦσαι κατὰ τὴν Μεταρρύθμισιν ἐκκλησιαστικαὶ
κοινότητες ἀπεμακρύνθησαν ἔτι μᾶλλον -καὶ ἀπομακρύνονται, φεῦ, ὁσημέραι ὁλοὲν
καὶ περισσότερον- τόσον τῆς Ἐκκλησίας τῆς Ρώμης, ὅσον καὶ τῆς ἡμέτερας Ἐκκλησίας.
Ἠδυναμεθα, μᾶλλον δὲ εἴχομεν χρέος, νὰ πράξωμεν ὅ,τι ἔπραξεν ἡ Δευτέρα
Βατικάνειος Σύνοδος (ἐπίτηδες δὲν ἀνατρέχω εἰς τὸν τύπον καὶ ὑπογραμμὸν τῶν
ὀρθοδόξων συνόδων τοῦ ἀπώτερου παρελθόντος). Ἡ ἐν λόγῳ σύνοδος διεκήρυξε πρῶτον
τὴν πίστιν της, ὅτι ἡ Ρωμαιοκαθολικὴ Ἐκκλησία εἶναι ἡ Μία, Ἁγία, Καθολικὴ καὶ Ἀποστολικὴ
Ἐκκλησία, ἐν συνέχειᾳ δὲ ἐδήλωσεν, ὅτι εἰς τοὺς μὴ ρωμαιοκαθολικοὺς εὑρίσκει ἔνθεν
μὲν περισσότερα ἢ ὀλιγώτερα γνήσια στοιχεῖα τοῦ ἀρχέγονου χριστιανισμοῦ, ἔνθεν
δὲ παρεκκλίσεις καὶ ἐλλείψεις. Εἰδικῶς τονίζει, ὅτι ἡ Ὀρθόδοξος Ἐκκλησία, καίτοι
τὰ μέλη της εἶναι “κεχώρισμενοι ἀδελφοι” (fratres separati, disiuncti), κατέχει
μὲν τὰς οὐσιώδεις ἰδιότητας τῆς ’Ἐκκλησίας (Εὐχαριστίαν, μυστήρια, ἱερωσύνην, ἀποστολικὴν
διαδοχήν...), ὑστερεῖ δὲ κυρίως ὡς μὴ πλήρως ἢ ἐπαρκῶς ἀναγνωρίζουσα τὸ παπικὸν
πρωτεῖον. Ἀνάλογον διατύπωσιν ἔπρεπε νὰ προφέρῃ καὶ ἡ ἡμετέρα Σύνοδος: μετὰ τὴν
ἀρχικὴν καὶ βασικὴν ὁμολογίαν τῆς πίστεως, ὅτι ἡ Ὀρθόδοξος ’Ἐκκλησία εἶναι ἡ
Μία, Ἁγία, Καθολικὴ καὶ Ἀποστολικὴ Ἐκκλησία, ἡ ὁποία ὁμολογία, ρητὴ καὶ ἀπερίφραστος,
ἀναγράφεται εἰς τὴν ἀρχὴν τοῦ ὑπὸ παρουσίασιν κείμενου, ἔπρεπε νὰ προσεπιλεχθῇ
εὐθέως καὶ κατηγορηματικῶς, ὅτι οἱ μὴ ὀρθόδοξοι χριστιανοὶ ἔχουν καὶ ὑγιᾶ
στοιχεῖα ἐκ τῆς κοινῆς ἀρχαίας Παραδόσεως καὶ λίαν σοβαρὰ ὀλισθήματα εἰς τὸν χῶρον
πίστεως καὶ τάξεως, ἕνεκα τῶν ὁποίων καὶ δὲν ἔχουν κοινωνίαν μετὰ τῆς Ὀρθόδοξου
Ἐκκλησίας.
Εἰδικῶς ὡς πρὸς τοὺς ρωμαιοκαθολικοὺς ἔπρεπε νὰ ἐξαρθῇ, ὅτι οὐ μόνον τὸ
δόγμα περὶ τοῦ ὑδροκέφαλου παπικοῦ πρωτείου καὶ ἀλαθήτου, ἀλλὰ καὶ ἡ προσθήκη
τοῦ Filioque εἰς τὸ Σύμβολον τῆς πίστεως συνιστοῦν ἀνυπέρβλητα ἐμπόδια διὰ τὴν ἕνωσιν
Ἀνατολῆς καὶ Δύσεως, ἅμα δὲ καὶ τὰ κυρία θέματα τοῦ διεκκλησιαστικοῦ θεολογικοῦ
διαλόγου. Ἐὰν εἴχομεν ἐκφρασθῆ κατὰ τὸν τρόπον τοῦτον, θὰ παρεῖλκεν ἡ ἀνάγκη τῆς
ἡμιλέκτου καὶ ἰσχνῆς φρασεολογίας περὶ τῆς “ἱστορικῆς ὑπάρξεως” τῶν μὴ ὀρθόδοξων
Ἐκκλησιῶν καὶ ὁμολογιῶν, ἄρα δὲ καὶ ἡ ἀνάγκη τῆς περὶ τῶν “ἱστορικῶν ὀνομασιῶν”
των διαλεκτικῆς. Ἐὰν καὶ τότε θὰ ἀπουσίαζον ὡρισμέναι Ἐκκλησίαι, θὰ ἦτο νόμιμος
ἡ ἀναζήτησις ἄλλων, ἐκκλησιαστικῶν ἢ ἐξωεκκλησιαστικῶν, κινήτρων τῆς ἀπουσίας.
Τὸ κατ’ ἐμέ, τὰ σήμερον δημοσιευόμενα κατηγορητήρια κατὰ τῶν μὴ προσελθουσῶν Ἐκκλησιῶν,
ὡς δῆθεν ἄνευ λόγου ἢ δι’ ἐξωγενεῖς σκοπιμοτήτας ἐσκεμμένως καὶ ἐκ προμελετῆς ἀρνηθειςῶν
νὰ συμμετἀσχουν, ἀποτελοῦν ὑπεκφυγήν, ἂν μὴ καὶ μεγαλὴν ἀδικίαν. Ἵνα μὴ
παρεξηγηθῶ καὶ κατηγορηθῶ διὰ πολλοστὴν φοράν, ὅτι “ηὐτομόλησα”(!) ἢ ὅτι
παριστάνω αὐτόκλητον “συνήγορον” τῶν δι’ εὐλόγους ἢ παράλογους αἰτίας ἀπολειφθέντων
Πατέρων καὶ ἀδελφῶν, δηλῶ, ὅτι ἐποφελεστέρα διὰ τὴν Ἐκκλησίαν θὰ ἦτο ἡ παρουσία
καὶ ἡ ἐνεργός, δυναμικὴ συνεισφορά των.
Ἔχω, ἐν τούτοις, κατανόησιν καὶ συναίσθησιν, ὅταν ἀκούω τὸν κώδωνα τοῦ
κινδύνου νέων σχισμάτων, παρασυναγωγῶν καὶ “ἀποτειχίσεων” συνέπεια ἐλλιπῶν,
κατ’ οὐσίαν πενιχρῶν κειμένων, ὑποδεεστέρων καὶ αὐτῶν τῶν κειμένων τῆς Δευτέρας
Βατικανείου Σύνοδου, ἢ συνεπείᾳ ἀπερισκέπτων καὶ ἄστοχων ἀποπειρῶν παρεμβάσεως
εἰς τὰ θέματα τοῦ γάμου, τῆς νηστείας, τοῦ ἑορτολογίου καὶ ἄλλων παρεμφερῶν
θεσμῶν.
Ταὐτοχρόνως
δὲν ἔχω κατανόησιν καὶ συμπάθειαν δι’ ὅσους λέγουν: “Δὲν μᾶς ἐνδιαφέρουν οἱ
φανατικοί, οἱ σκοταδισταί, οἱ... οἱ...”. Ἀπεναντίας, ὅλοι ἐνδιαφέρουν ἡμᾶς: οἱ
“ἡμέτεροι” καὶ οἱ “ὀθνεῖοι”, οἱ ἐγγὺς καὶ οἱ μακράν.
Καὶ τοῦτο ποιῆσαι κακεῖνο μὴ ἀφιέναι, κατὰ τὸ Κυριάκον λόγιον.
Εἰ μή τι ἄλλο, καὶ ἡ ἀσθένεια τῆς συνειδήσεως τοῦ δικαίως ἢ ἀδίκως
σκανδαλιζόμενου ἀδελφοῦ ἐμποιεῖ εἰς τὰς ψυχὰς ἡμῶν τὸ αἴσθημα τῆς ποιμαντικῆς
καὶ ἀνθρωπίνης
εὐθύνης,
συναλληλίας, συμπάθειας... “Οὐκ ἐν ρήμασι”, ἀλλ’ ἐν πράγμασιν ἡμῖν ἡ εὐσεβεια”.
Ἐὰν δὲ ἀναζητηθῇ καὶ “ἐν ρήμασι”, πρέπει νὰ ἀναζητηθῇ ἀποκλειστικῶς ἐν “ξένοις
ρήμασι, ξένοις διδάγμασι, ξένοις δόγμασι τῆς Ἁγίας Τριάδος”.
Οἱ Πατέρες τῆς Ἐκκλησίας διακρίνουν δύο εἴδη θεολογικῆς γλώσσης, “λόγον
δογματικὸν” καὶ “λόγον ἀγωνιστικόν” (ἢ “λόγον ἀντιῤῥητικόν”), χρησιμοποιοῦν δὲ
συχνάκις καὶ γλῶσσαν φιλοφροσύνης, ἁβροφροσύνης, εὐγενείας, εὐπροσηγορίας,
λεπτότητος. Κλασσικὸν παράδειγμα τυγχάνει ὁ τρόπος τοῦ ἐκφράζεσθαι εἰς τὸν ἅγιον
Μᾶρκον τὸν Εὐγενικόν: κατὰ τὴν ἔναρξιν τοῦ μεταξὺ “Λατίνων” καὶ “Γραικῶν”
διαλόγου ὁμιλεῖ εἰς γλῶσσαν φιλόφρονα, καθαπτομένην τῶν δογματικῶν διαφορῶν ἐμμέσως
καὶ διακριτικῶς, ὡς ἐμφαίνεται εἰς τὴν ἐναρκτήριον πρὸς τὸν πάπαν Εὐγένιον Δ'
προσλαλιὰν του· κατὰ τὴν διάρκειαν τοῦ διαλόγου συνεχίζει εἰς γλῶσσαν δογματικῆς
ἀκριβολογίας καὶ σαφήνειας, μὴ ἐγκαταλείπων τὸ καλοπροαίρετον καὶ πρᾷον ὕφος, ἐν
τέλει δέ, μετὰ τὴν θλιβερὰν λῆξιν τῆς ἑνωτικῆς σύνοδου, καταφεύγει, ἐξ ἀνάγκης
καὶ ποιμαντικῆς εὐθύνης, εἰς χρῆσιν πολεμικῆς καὶ ἐλεγκτικῆς γλώσσης.
Ὑπὸ τὸ πρῖσμα τοῦτο, ἡ Σύνοδος ἡμῶν ὀρθῶς μέν, κατὰ τὴν ταπεινήν μου ἄποψιν,
προσεφώνησε τοὺς ἑτεροδόξους παρατηρητάς, μέςῳ τοῦ Παναγιώτατου Προέδρου της,
διὰ λόγων φιλαδέλφων καὶ ἐγκαρδίων καὶ ἀπέφυγε συνάμα, διαλόγου χάριν, τὸ σκληρὸν
ὕφος τῆς ἀντιπαραθεσεῶς· ἔπρεπεν ὅμως, μᾶλλον δὲ καὶ ὤφειλε, νὰ κατάθεσῃ διὰ τοῦ
περὶ οὗ ὁ λόγος κειμένου τὴν μαρτυρίαν τῆς ἐκκλησιoλoγικῆς της ταυτότητος καὶ αὐτοσυνειδησίας
κατὰ τρόπον εὐκρινέστερον, συνεπέστερον καὶ ἀκριβέστερον. Τοῦτο, δυστυχῶς, δὲν
κατέστη δυνατόν, ἀφοῦ κατὰ τὰς πλείστας ὅσας προπαρασκευαστικὰς ἐν Γενεύῃ
συνεδρίας, παρὰ τὴν δυσαρέσκειαν πολλῶν ὡς πρὸς τὸ κείμενον καὶ παρὰ τὴν ὀξυτάτην
κριτικήν του, τὸ κείμενον -διὰ λόγους, οἱ ὁποῖοι σιγῇ τιμάσθωσαν! - δὲν ἀνεθεωρήθη
εἰς βάθος καὶ κατὰ πλάτος, καθὼς ἦτο ἡ ἐπιθυμία καὶ ἡ σύστασις τῶν Προκαθήμενων
τῶν αὐτοκέφαλων Ἐκκλησιῶν, ἀλλὰ παρεπεμφθῆ, σχεδὸν ἀνέπαφον κατ’ οὐσίαν, εἰς τὴν
Σύνοδον, ὅπου, λογῳ ἐλλείψεως χρόνου καὶ ὁμοφωνίας, ὑπέστη διακοσμητικὰς μᾶλλον
ἀλλαγάς, ἐὰν ἐξαιρέσωμεν τὴν τροπολογίαν τῆς Ἐκκλήσιας τῆς Ἑλλάδος εἰς τὸ πλέον
ἐπίμαχον καὶ παρεξηγήσιμον σημεῖόν του.
Ἂς μὴ ἀπατώμεθα ἢ κρυπτώμεθα: τὸ προβληματικὸν τοῦτο κείμενον εἶναι ἡ πρώτη καὶ
κυρία αἰτία τῆς ἀρνήσεως τῶν τεσσάρων ὀρθοδόξων Πατριαρχείων νὰ συμμετάσχουν εἰς
τὴν Σύνοδον, ἐνῶ ἡ Ἐκκλησία τῆς Σερβίας ἐδυσκολεύετο μὲν καὶ ἀμφιεταλαντεύετο
μέχρι τελευταίας στιγμῆς ὅσον ἀφορᾷ εἰς τὴν συμμετοχήν της, προσῆλθε δὲ τελικῶς
διὰ δύο λόγους: ἐξ ἀγαπῆς πρὸς τὴν μαρτυρικὴν Μήτερα τῆς Ἐκκλήσιαν, τὴν Ἐκκλήσιαν
τῆς Κωνσταντινουπόλεως, καὶ ἐπ’ ἐλπίδι, ὅτι τὰ ἀσθενοῦντα καὶ ἐλλείποντα τῆς
προπαρασκευαστικῆς περιόδου θὰ θεραπευθοῦν καὶ θὰ ἀναπληρωθοῦν κατὰ τὰς ἐργασίας
τῆς Σύνοδου, ὅτι δηλαδή, πλὴν τῶν κειμένων, ἡ Σύνοδος θὰ ἀσχοληθῇ καὶ πρὸς τὰ
καίρια σύγχρονα προβλήματα τῆς καθ’ ἡμᾶς Ἀνατολῆς, ὅπως εἶναι τὰ σχίσματα, εἴτε
ἐθνοφυλετικῆς εἴτε “ζηλωτικῆς” ἐμπνεύσεως, ἡ ἀκοινωνησία Ἐκκλησιῶν καὶ ἡ ἀντικανονικὴ
συμπεριφορὰ ἄλλων ’Ἐκκλησιῶν, τὸ αὐτοκέφαλον, τὸ ὁποῖον κατήντησε νὰ εἶναι
πονοκέφαλος τῆς Ἐκκλήσιας, καὶ ἄλλα τινά. Πλὴν ὅμως, οὐδὲν τοιοῦτο ἔλαβε χώραν:
ἀφοῦ ἀπερρίφθη ἡ πρότασις τῆς Ἐκκλησίας τῆς Σερβίας νὰ θεωρηθοῦν αἱ ἐν Κρήτῃ
συνοδικαὶ ἐργασίαι ὡς ἡ πρώτη φάσις τῆς ὅλης συνοδικῆς πορείας καὶ νὰ κηρυχθῇ ἡ
περαίωσις τῆς Συνόδου μετέπειτα, ἐν καιρῷ, κατόπιν συζητήσεων “ἐφ’ ὅλης τῆς ὕλης”
καὶ τῇ ἐκ τῶν ὑστερῶν συμμετοχῇ πασῶν τῶν Ἐκκλησιῶν, ἡ Σύνοδος αὐτοπεριωρίσθη εἰς
ὀλιγοήμερον δρᾶσιν, καταναλώσασα καὶ τὸν ὀλίγον διαθέσιμον χρόνον ὡς ἐπὶ τὸ πλεῖστον
εἰς τὴν ἀνάλυσιν καὶ μερικὴν διόρθωσιν τῶν ὑποβληθέντων εἰς αὐτὴν κειμένων, ἄνευ
ζώσης, αὐθορμήτου καὶ ἐλευθέρας ἀνταλλαγῆς ἀπόψεων περὶ φλεγόντων ζητημάτων τῆς
σύγχρονου ’Ὀρθοδοξίας.
Ἀπωλέσθη, δυστυχέστατα, ἡ εὐλογημένη ἱστορικὴ εὐκαιρία τῆς ἀντιμετωπίσεως
καὶ ἀρχῆς λύσεως σωρείας προκλήσεων καὶ πειρασμῶν εἰς τὴν ζωὴν τῆς ἁγίας ἡμῶν Ἐκκλησίας,
ὡς καὶ ἡ εὐκαιρία μαρτυρίας περὶ τῆς ζώσης καὶ ζωογόνου Παραδόσεώς της, περὶ τῆς
ἑνότητος, καθολικότητος καὶ συνοδικότητός της. Θὰ εἶναι θαῦμα Θεοῦ, ἐὰν ἡ
Σύνοδος εὐμοιρήσῃ τῆς εὐκταίας πανεκκλησιαστικῆς ἀποδοχῆς της ὡς Ἁγίας καὶ
Μεγάλης Σύνοδου. Φοβοῦμαι, ὅτι θὰ μνημονεύηται ἐν τῇ μελλοντικῇ ἱστορίᾳ τῆς Ἐκκλησίας
ὡς ἡ Σύνοδος τῆς Κρήτης, ὡς περιφερειακὴ Σύνοδος τῶν μετασχουσῶν ἐν αὐτῇ Ἐκκλησιῶν,
ἄνευ σημαντικωτέρας ἀκτινοβολίας καὶ ἐπιδράσεως. Ἴσως καὶ τοῦτο εἶναι
προτιμώτερον τῆς πλήρους ἀφασίας καὶ ἀπουσίας ἐκ τοῦ ἱστορικοῦ γίγνεσθαι.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου